ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ

Για την κοινωνική ασφάλιση*

του Γιώργου Σταμάτη**

περιοδικό Διάπλους, τεύχος 6 – Φεβρουάριος/Μάρτιος 2005

 

1.Εισαγωγικά

Θα δούμε στα ακόλουθα σε τι συνίσταται η κοινωνική ασφάλιση. Κάθε εθνική οικονομία χρησιμοποιεί το καθαρό προϊόν που παράγει σε κάθε περίοδο ως εξής: Ένα μέρος το καταναλώνει, ένα μέρος το επενδύει και ένα μέρος το εξάγει ως καθαρές εξαγωγές. Οι καθαρές εξαγωγές είναι η διαφορά μεταξύ εξαγωγών και εισαγωγών. Τόσο οι επενδύσεις όσο και οι καθαρές εξαγωγές δύνανται να είναι ένα θετικό ή μηδενικό ή αρνητικό μέγεθος. Οι καθαρές εξαγωγές, δηλαδή η διαφορά μεταξύ εξαγωγών και εισαγωγών, είναι στη χώρα μας συνήθως ένα αρνητικό μέγεθος. Για ευνόητους λόγους η κατανάλωση είναι πάντα ένα θετικό μέγεθος. Για να απλουστεύσουμε το πράγμα, θα προϋποθέσουμε στα ακόλουθα ότι οι καθαρές εξαγωγές είναι ένα μηδενικό μέγεθος. Κατά συνέπεια, οι εξαγωγές είναι ίσες με τις εισαγωγές. Ως εκ τούτου, το εθνικό καθαρό προϊόν χρησιμοποιείται αποκλειστικά και μόνον για κατανάλωση και για επένδυση. Επίσης, χάριν απλούστευσης του πράγματος, θα προϋποθέσουμε ότι οι επενδύσεις είναι ένα θετικό μέγεθος (ωστόσο μικρότερο από το καθαρό εθνικό προϊόν), συνεπώς ότι η κατανάλωση είναι μικρότερη από το καθαρό εθνικό προϊόν. Ποιοι παράγουν το καθαρό εθνικό προϊόν μιας εθνικής οικονομίας σε κάθε δεδομένη περίοδο; Μα, προφανώς, όσοι εργάσθηκαν για να το παράξουν, δηλαδή οι εργαζόμενοι. Και ποιοι ιδιοποιούνται αυτό το καθαρό εθνικό προϊόν; Ένα μέρος του το ιδιοποιούνται υπό μορφή μισθών οι εργαζόμενοι, ένα μέρος του υπό μορφή κερδών οι επιχειρηματίες -καπιταλιστές και το υπόλοιπο μέρος του το ιδιοποιείται, υπό τη μορφή έμμεσων και άμεσων φόρων, το κράτος.

 

2. Πώς ζουν οι συνταξιούχοι;

Και πώς ζουν εκείνοι οι οποίοι δεν είναι ούτε επιχειρηματίες – καπιταλιστές, ούτε μισθωτοί εργαζόμενοι;[i] Πώς ζουν δηλαδή εκείνοι οι οποίοι δε δύνανται ακόμη να εργασθούν (ανήλικοι) και δεν έχουν ικανά εισοδήματα από περιουσία, καθώς και εκείνοι, οι οποίοι δε δύνανται πλέον να εργασθούν (ηλικιωμένοι) και δεν έχουν ικανά εισοδήματα από περιουσία; Αφήνουμε προς το παρόν εκτός θεώρησης εκείνους οι οποίοι, καίτοι είναι ικανοί προς εργασία, δεν εργάζονται, επειδή δεν βρίσκουν δουλειά, δηλαδή τους ανέργους. Σ’ αυτούς θα αναφερθούμε αργότερα. Πώς ζουν, λοιπόν, οι ανήλικοι και οι μη ικανοί πλέον προς εργασία; Ο θεσμός της οικογένειας επωμίζει στα ενήλικα μέλη της τη διατροφή των ανηλίκων μελών της[ii]. Έτσι λοιπόν, μπορούμε να αφήσουμε εκτός θεώρησης το ζήτημα του πώς ζουν τα ανήλικα μέλη της κοινωνίας. Ως εκ τούτου, το ερώτημα είναι πώς ζουν εκείνοι, οι μη δυνάμενοι πλέον να εργασθούν και δεν έχουν ικανά εισοδήματα από περιουσία; Πώς ζουν δηλαδή αυτοί που όταν ήσαν ικανοί προς εργασία ζούσαν ως μισθωτοί εργαζόμενοι από το μισθό τους;

θα μπορούσαν να ζουν από πιθανές αποταμιεύσεις τους, δηλαδή από περιουσία που συσσώρευσαν από τους μισθούς τους. Οι μισθοί όμως που έπαιρναν όσο εργάζονταν ήσαν τόσο χαμηλοί, που δεν τους επέτρεπαν να αποταμιεύσουν επαρκώς για τα γεράματά τους. Εξ ου και η ανάγκη της κοινωνικής ασφάλισης γήρατος και ιατρικής περίθαλψης. Στην ανάγκη αυτή άρχισαν να ανταποκρίνονται τα διάφορα κράτη με διάφορους τρόπους κοινωνικής ασφάλισης των ηλικιωμένων, πρώην μισθωτών εργαζομένων εδώ και έναν αιώνα περίπου. Σε τι συνίσταται αυτή η οργανωμένη από το κράτος κοινωνική ασφάλιση; Στην εκχώρηση μέρους του καθαρού εθνικού προϊόντος κάθε περιόδου που παράγουν οι εργαζόμενοι αυτής της περιόδου στους ηλικιωμένους πρώην εργαζόμενους.

 

3. Ποιοι πληρώνουν;

Το ποιο πρέπει να είναι, ή είναι, το μέρος του καθαρού εθνικού προϊόντος, το οποίο εκχωρείται στους επιζώντες πρώην μισθωτούς εργαζόμενους, δηλαδή στους συνταξιούχους, είναι σημαντικό ζήτημα. Ας το θεωρήσουμε προς το παρόν δεδομένο. Τότε το ζήτημα είναι ποιοι εκχωρούν αυτό το μέρος του καθαρού εθνικού προϊόντος στους συνταξιούχους. Όλοι οι υπόλοιποι ή κάποιοι ή ένας από αυτούς. Αυτοί οι τελευταίοι είναι οι μισθωτοί εργαζόμενοι, οι επιχειρηματίες – καπιταλιστές και το κράτος. Το αν ένας, κάποιοι ή όλοι απ’ αυτούς τους τρεις εκχωρούν μέρος, και ποιο μέρος, του εισοδήματός τους στους συνταξιούχους, διαφέρει από χώρα σε χώρα και έχει προκύψει από τις συγκεκριμένες ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες κάθε χώρας.

Υπάρχουν ταμεία κοινωνικής ασφάλισης -εδώ χάριν απλούστευσης θα προϋποθέσουμε ότι υπάρχει ένα και μόνον ταμείο κοινωνικής ασφάλισης- υπάρχει λοιπόν ένα ταμείο στο οποίο οι εργαζόμενοι, οι επιχειρηματίες – καπιταλιστές και το κράτος, ή ορισμένοι απ’ αυτούς τους τρεις, πληρώνουν ορισμένα ποσά, εκχωρούν δηλαδή μέρη των εισοδημάτων τους στους συνταξιούχους. Έστω ότι, όπως γίνεται στη χώρα μας και σε πολλές άλλες χώρες, πληρώνουν και οι τρεις. Οι εργαζόμενοι πληρώνουν το αναλογούν σε αυτούς ποσό από τους μισθούς τους, οι επιχειρηματίες – καπιταλιστές πληρώνουν το αναλογούν σε αυτούς ποσό από τα κέρδη τους και το κράτος πληρώνει το αναλογούν σε αυτό ποσό από τους φόρους που εισπράττει. (Οι αναλογίες στις οποίες πληρώνουν στο ταμείο κοινωνικής ασφάλισης οι εργαζόμενοι, οι επιχειρηματίες – καπιταλιστές και το κράτος είναι ένα σημαντικό ζήτημα, θα τις θεωρήσουμε όμως προς το παρόν δεδομένες).

Δεδομένων λοιπόν αυτών των αναλογιών της λεγόμενης τριμερούς χρηματοδότησης και ανεξάρτητα από το ποιες είναι αυτές, το καίριο ερώτημα για την κατανόηση της ουσίας της κοινωνικής ασφάλισης είναι το εξής: Σε τι συνίσταται (για οποιοδήποτε είδος χρηματοδότησης της κοινωνικής ασφάλισης, δηλαδή ακόμη κι αν αυτή, για να αναφερθούμε σε ακραίες περιπτώσεις, γίνεται μόνον από τους εργαζόμενους ή μόνον από τους επιχειρηματίες – καπιταλιστές ή μόνον από το κράτος) η κοινωνική ασφάλιση;

Δεδομένου ότι το καθαρό εθνικό προϊόν κάθε περιόδου παράγεται από τους εργαζόμενους αυτής της περιόδου και μόνον από αυτούς, η κοινωνική ασφάλιση συνίσταται στη μεταφορά ενός μέρους αυτού του παραχθέντος από τους εργαζόμενους καθαρού εθνικού προϊόντος στους συνταξιούχους. Αυτό το καθαρό εθνικό προϊόν δεν το ιδιοποιούνται όμως εκείνοι οι οποίοι το παρήγαγαν, δηλαδή οι εργαζόμενοι, αλλά οι εργαζόμενοι, οι επιχειρηματίες -καπιταλιστές και το κράτος. Έτσι λοιπόν, αυτό το μέρος του καθαρού προϊόντος, το οποίο μεταβιβάζεται στους συνταξιούχους, δεν το μεταβιβάζουν σε αυτούς οι εργαζόμενοι, οι οποίοι το παρήγαγαν, αλλά αυτοί, οι οποίοι το ιδιοποιήθηκαν, δηλαδή οι εργαζόμενοι, οι επιχειρηματίες – καπιταλιστές και το κράτος. Αυτή η μεταβίβαση είναι η λεγόμενη χρηματοδότηση της κοινωνικής ασφάλισης. Αυτή η χρηματοδότηση είναι ένα οιονεί «τεχνικό» ζήτημα, το οποίο αφορά στο ερώτημα πώς ένα μέρος του παραγόμενου από τους εργαζόμενους καθαρού εθνικού προϊόντος μεταβιβάζεται στους συνταξιούχους. Αφορά δηλαδή στο ερώτημα πώς ορισμένοι, εν προκειμένω οι συνταξιούχοι, οι οποίοι δεν έχουν εισοδήματα από μισθούς ή κέρδη, έχουν στην κατοχή τους εισοδήματα, δηλαδή συντάξεις. Οι μεταβολές όμως των αναλογιών της συμμετοχής των εργαζομένων, των επιχειρηματιών – καπιταλιστών και του κράτους σε αυτή τη χρηματοδότηση είναι ένα εξαιρετικής σημασίας ζήτημα, αφού αφορά την κατανομή του καθαρού εθνικού προϊόντος στους εργαζόμενους, στους συνταξιούχους, στους επιχειρηματίες -καπιταλιστές και στο κράτος.

Έτσι λοιπόν, οι συνταξιούχοι μιας δεδομένης περιόδου ζουν από εκείνο το μέρος του καθαρού εθνικού προϊόντος το οποίο παρήγαγαν οι εργαζόμενοι της ίδιας αυτής περιόδου και το οποίο μεταβιβάστηκε σ’ αυτούς μέσω των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων, των επιχειρηματιών – καπιταλιστών και του κράτους, στην ίδια αυτή περίοδο. Σε προηγούμενες περιόδους, στις οποίες εργάζονταν οι σημερινοί συνταξιούχοι και τότε εργαζόμενοι, παρήγαγαν εκείνο το μέρος του καθαρού προϊόντος, από το οποίο ζούσαν οι τότε συνταξιούχοι και το οποίο μεταβιβαζόταν και τότε στους τελευταίους μέσω των ασφαλιστικών εισφορών των τότε εργαζομένων και σημερινών συνταξιούχων, των τότε επιχειρηματιών – καπιταλιστών και του κράτους σε εκείνες τις προηγούμενες περιόδους.

Δεν ζουν λοιπόν οι σημερινοί συνταξιούχοι απ’ αυτά που πλήρωναν αυτοί οι ίδιοι παλαιότερα, όταν εργάζονταν, και από αυτά που πλήρωναν τότε οι επιχειρηματίες – καπιταλιστές και το κράτος για την κοινωνική ασφάλιση (από αυτά έζησαν οι τότε συνταξιούχοι!), αλλά ζουν από αυτά που πληρώνουν σήμερα οι εργαζόμενοι, οι επιχειρηματίες – καπιταλιστές και το κράτος για την κοινωνική ασφάλιση.

Έτσι λοιπόν σε κάθε περίοδο, η γενιά που εργάζεται θρέφει τη γενιά που δεν εργάζεται πλέον, δηλαδή σε κάθε περίοδο, οι εργαζόμενοι αυτής της περιόδου θρέφουν τους συνταξιούχους της ίδιας αυτής περιόδου. Όπως ακριβώς σε κάθε προηγούμενη περίοδο, οι τότε εργαζόμενοι και σημερινοί συνταξιούχοι έθρεφαν τους τότε συνταξιούχους. Οι δύο γενιές, αυτή των εργαζομένων και εκείνη των συνταξιούχων συνυπάρχουν λοιπόν σε κάθε περίοδο. Σε κάθε περίοδο η νεώτερη εργαζόμενη γενιά θρέφει τη γηραιότερη μη εργαζόμενη πλέον γενιά.

Οι απόψεις, σύμφωνα με τις οποίες εάν μια γενιά θρέψει επαρκώς τους συνταξιούχους της, αφήνει χρέη στα παιδιά της, δηλαδή στην επόμενη γενιά, ενώ, εάν αντιθέτως τους συντηρήσει στα όρια της πείνας, δεν αφήνει χρέη αλλά περιουσία στην επόμενη γενιά, είναι ένα ευτελές ιδεολόγημα, το οποίο εξυπηρετεί το σκοπό της μείωσης του μέρους του καθαρού εθνικού προϊόντος που εκχωρείται στους συνταξιούχους και -δεδομένων των μισθών και των κρατικών εσόδων από φόρους- στην αύξηση των κερδών των επιχειρηματιών -καπιταλιστών. Ούτε χρέη ούτε περιουσία κληροδοτεί η μια γενιά στην άλλη.

Κι αυτό, επειδή οι γενιές δε διαδέχονται η μία την άλλη, αλλά συνυπάρχουν σε κάθε περίοδο[iii]. Συνυπάρχουν σε κάθε περίοδο η γενιά των εργαζομένων και η γενιά των συνταξιούχων. Και σε κάθε περίοδο η πρώτη θρέφει τη δεύτερη.

 

4. Η «αρχή της ανταποδοτικότητας»

Η εκάστοτε, όμως, γενιά των εργαζομένων εκχωρεί μέσω της κοινωνικής ασφάλισης ένα μέρος του καθαρού εθνικού προϊόντος που παρήγαγε στη σύγχρονη της γενιά των συνταξιούχων και συναρτά αυτή της την εκχώρηση με μια προσμονή και απαίτηση προς την επόμενη γενιά των εργαζομένων για μια αντίστοιχη εκχώρηση προς αυτή την ίδια, όταν αυτή γίνει αργότερα και η ίδια μια γενιά συνταξιούχων. Προσμένει λοιπόν από την επόμενη γενιά των εργαζομένων την εκχώρηση μέρους του καθαρού εθνικού προϊόντος σε αυτή την ίδια εις ανταπόδοσιν της εκχώρησης που είχε κάνει παλαιότερα αυτή η ίδια προς τη γενιά των τότε συνταξιούχων. Πρόκειται για την -κακώς- λεγόμενη αρχή της ανταποδοτικότητας. Διότι πώς να ανταποδώσουν τα παιδιά στους γονείς κάτι που οι τελευταίοι είχαν προσφέρει στους παππούδες και τις γιαγιάδες των παιδιών τους, δηλαδή στους δικούς τους γονείς; Οι μόνοι που θα μπορούσαν να ανταποδώσουν, δηλαδή οι παππούδες και οι γιαγιάδες, ή είναι συνταξιούχοι ή έχουν εγκαταλείψει τα εγκόσμια.

Αυτή η αρχή της «ανταποδοτικότητας» σημαίνει εν τέλει απλώς και μόνο το εξής: Κάθε εργαζόμενος, ο οποίος, όταν εργαζόταν, έθρεφε με αυτά που παρήγαγε, μαζί με τους άλλους εργαζό­μενους, τους τότε συνταξιούχους, παίρνει τώρα, που δεν εργάζεται πλέον και είναι συνταξιούχος, μια σύνταξη, η οποία -δεδομένου του μέρους του κα­θαρού προϊόντος που εκχωρείται τώ­ρα στους συνταξιούχους- υπολογίζεται κατ’ αναλογίαν της ίδιας της δικής του συνεισφοράς κατά τη διάρκεια του εργα­σιακού του βίου στη διαβίωση των τότε συνταξιούχων, δηλαδή, για να το πούμε απλά, κατ’ αναλογίαν των ενσήμων του.

Η παραπάνω όμως προσμονή των ση­μερινών εργαζομένων, οι οποίοι θρέ­φουν τους σημερινούς συνταξιούχους, έναντι των αυριανών εργαζομένων, δεν σημαίνει βέβαια ότι οι σημερινοί εργα­ζόμενοι και αυριανοί συνταξιούχοι θα ζήσουν αύριο ως συνταξιούχοι από αυ­τά που εκχωρούν αυτοί οι ίδιοι σήμερα ως εργαζόμενοι στους σημερινούς συ­νταξιούχους, θα ζήσουν αύριο ως συ­νταξιούχοι όχι από αυτά που εκχωρούν αυτοί σήμερα στους σημερινούς συντα­ξιούχους, αλλά από αυτά που θα τους εκχωρήσουν αύριο, όταν θα είναι πλέον συνταξιούχοι, οι αυριανοί εργαζόμενοι. Απλώς προσδοκούν πως ό,τι τους εκχω­ρηθεί αύριο θα είναι σε μια κάποια αντι­στοιχία με όσα αυτοί εκχώρησαν σήμερα[iv].

 

5. Σε τι συνίσταται η κοινωνική ασφάλιση;

Αν έτσι έχει -και πράγματι έτσι έχει- το πράγμα, τότε σε τι συνίσταται η κοι­νωνική ασφάλιση; Συνίσταται κυρίως στον καθορισμό του μέρους του καθαρού εθνικού προϊόντος, το οποίο η κοινωνία επιθυμεί να εκχωρήσει στους συνταξιού­χους. Έστω λοιπόν, ότι η κοινωνία, σε αντιστοιχία με την οικονομική και κοινω­νική της κατάσταση, αποφασίζει να εκχωρήσει ένα μέρος του καθαρού εθνικού προϊόντος στους συνταξιούχους συνολικά, το οποίο -μια πάνω, μια κάτω- αρκεί για τη διαβίωση των τελευταίων.

Εδώ όμως, μπορούν να ανακύψουν ορισμένα σοβαρά προβλήματα. Τα προβλή­ματα αυτά προκύπτουν κυρίως από μια δυσμενή εξέλιξη του λόγου των εργαζο­μένων προς τους συνταξιούχους και συγκεκριμένα από τη μείωσή του, δηλαδή όταν σχετικά λίγοι εργαζόμενοι έχουν να θρέψουν σχετικά πολλούς συνταξιού­χους[v]. Αυτό συμβαίνει στη χώρα μας σήμερα. Τα αίτια του προβλήματος δεν εί­ναι μόνο δημογραφικά, αλλά έχουν επίσης να κάνουν και με την εξέλιξη του πο­σοστού του ενεργού πληθυσμού καθώς και με την εξέλιξη της ανεργίας. Αλλά ας μείνουμε στη δημογραφική εξέλιξη. Αν αυτή είναι, όπως είναι σήμερα στην Ελ­λάδα, τέτοια που ο λόγος εργαζομένων προς συνταξιούχους να μειούται, τότε, εάν επιθυμεί κανείς να διατηρήσει μια ανεκτή διαβίωση των συνταξιούχων, θα πρέπει προφανώς να αυξήσει αντιστοίχως το μέρος του καθαρού εθνικού προϊό­ντος, το οποίο εκχωρείται σε αυτούς και να μειώσει αντιστοίχως ένα ή περισσό­τερα ή όλα τα μέρη του καθαρού εθνικού προϊόντος που ιδιοποιούνται οι εργα­ζόμενοι, οι επιχειρηματίες – καπιταλιστές και το κράτος.

 

6. Προτεινόμενες λύσεις

Αυτό είναι σήμερα στην Ελλάδα το πρόβλημα[vi]. Το ζήτημα είναι λοιπόν -όχι μόνο σήμερα, αλλά πάντα- το εξής: θέ­λουμε ή δεν θέλουμε -όποιος κι αν εί­ναι κατά καιρούς ο λόγος εργαζομένων προς συνταξιούχους- να εξασφαλίσου­με στους συνταξιούχους ένα ανεκτό επί­πεδο διαβίωσης; Αν θέλουμε, τότε πρέ­πει να τους εκχωρούμε ένα αντίστοιχο μέρος του καθαρού εθνικού προϊόντος. Αυτό το μέρος του καθαρού εθνικού προϊόντος μεταβάλλεται όμως σε αντι­στοιχία με τις μεταβολές του λόγου των εργαζομένων προς τους συνταξιούχους. Ποιος θα «χρηματοδοτεί» την αύξησή του, όταν αυτό πρέπει να αυξάνεται συ­νεπεία μείωσης του λόγου των εργαζο­μένων προς συνταξιούχους; Για λόγους, τους οποίους δεν μπορούμε να αναλύ­σουμε εδώ, θα λέγαμε: το κράτος.

Υπάρχει Βέβαια και μια άλλη, πολύ απλή λύση του προβλήματος που προ­κύπτει για την κοινωνική ασφάλιση λόγω του ότι ο λόγος εργαζομένων προς συ­νταξιούχους μειούται. Γιατί μειούται αυ­τός ο λόγος; Προφανώς και επειδή, συ­νεπεία των βελτιούμενων συνθηκών ζω­ής, αυξάνεται το προσδόκιμο ζωής. Η εξέλιξη αυτή είναι βέβαια εύκολα ανα­στρέψιμη. Αρκεί, όπως επιδιώκει σήμε­ρα η κυβέρνηση, να μειώσει κανείς τις συντάξεις. Αυτό, αν γίνει, θα έχει προ­φανώς ως συνέπεια του τη μείωση του προσδόκιμου ζωής. Όλοι όσοι ξεπερά­σουν την ηλικία των 60-65 χρόνων θα αποχαιρετήσουν λόγω των μειωμένων συντάξεων νωρίτερα τα εγκόσμια απ’ ό,τι οι σημερινοί συνομήλικοί τους, έτσι που ο λόγος εργαζομένων προς συντα­ξιούχους θα αυξηθεί και πάλι και το υφιστάμενο ασφαλιστικό πρόβλημα θα εκλείψει.

Μια άλλη λύση θα ήταν να αυξήσουμε τις γεννήσεις. Αυτή η λύση προϋποθέ­τει, όμως, αύξηση των μισθών. Και ποι­ος θέλει σήμερα να μειώσει την ανταγω­νιστικότητα της ελληνικής οικονομίας μέσω αύξησης των μισθών;

Σαν λύση φαίνεται και η αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης. Φαίνεται μόνο. Στην πραγματικότητα όμως δεν είναι! Διότι με τη δεδομένη κατάσταση στην αγορά εργασίας η πλειονότητα των ερ­γαζομένων μετά τα 50-55 χρόνια τους και μέχρι να βγουν, με αυξημένο όριο ηλικίας, στη σύνταξη θα είναι άνεργοι και δε θα συνεισφέρουν στην κοινωνική ασφάλιση. Απλώς, θα παίρνουν σύνταξη αργότερα απ’ ό,τι σήμερα, θα παίρνουν δηλαδή στη διάρκεια του βίου τους που θα είναι συνταξιούχοι, συνολικά λιγότε­ρη σύνταξη. Η αύξηση του ορίου συντα­ξιοδότησης δεν ενισχύει λοιπόν τα τα­μεία μέσω αύξησης του λόγου εργαζο­μένων προς συνταξιούχους, αλλά απλώς μειώνει τη συνολική σύνταξη που θα παίρνει κάθε συνταξιούχος. Είναι δηλα­δή στην πραγματικότητα μια μείωση των συντάξεων, δηλαδή του μέρους του κα­θαρού εθνικού προϊόντος που εκχωρού­με στους συνταξιούχους.

 

7. Το κεφαλαιοποιητικό σύστημα

Άλλοι, το Δ.Ν.Τ., η Ένωση Ελληνικών Τραπεζών, ο κ. Σπράος και ο κ. Μάνος, προτείνουν ως λύση την αντικατάσταση του ισχύοντος συστήματος κοινωνικής ασφάλισης με το λεγόμενο κεφαλαιοποι­ητικό σύστημα.

Σύμφωνα με αυτό το σύστημα, κάθε εργαζόμενος (ίσως και ο εργοδότης του, ίσως και το κράτος) πληρώνει κάθε μή­να ένα ορισμένο ποσό. Και όταν βγει στη σύνταξη ζει από τις προσόδους του ποσού που έχει συγκεντρώσει[vii].

Κατ’ αρχάς, το κεφαλαιοποιητικό σύ­στημα δεν μπορεί να λειτουργήσει. Διό­τι μπορεί να λειτουργήσει μόνο για τους νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας. Οι σαραντάρηδες, οι πενηντάρηδες και οι εξηντάρηδες τι να κεφαλαιοποιή­σουν, μια και λίγα χρόνια έχουν ακόμη να εργασθούν; Να κεφαλαιοποιήσουν και τις παλιές τους εισφορές στην κοι­νωνική ασφάλιση, λέει ο κ. Μάνος ως καλός μηχανικός που ξέρει να κάνει λο­γαριασμούς. Μα του διαφεύγει ότι αυτές δεν είναι διαθέσιμες. Διότι από αυτές έζησαν οι παλαιότεροι και ζουν οι σημε­ρινοί συνταξιούχοι.

Αλλά έστω ότι το κεφαλαιοποιητικό σύστημα μπορούσε να λειτουργήσει. Και τότε όμως, δε θα ζούσαν οι συνταξιού­χοι από τις προσόδους των κεφαλαιο­ποιημένων εισφορών τους. Αλλά θα ζούσαν, όπως και με το σημερινό σύ­στημα, από τις (κεφαλαιοποιούμενες) εισφορές των εκάστοτε εργαζομένων. Ό,τι κεφαλαιοποιούν οι εκάστοτε εργα­ζόμενοι το παίρνουν μέσω των προσό­δων των κεφαλαιοποιηθεισών παλαιών εισφορών τους οι εκάστοτε συνταξιού­χοι. Όπως κάθε χρηματικό κεφάλαιο, έτσι και οι κεφαλαιοποιημένες εισφορές των εργαζομένων δεν παράγουν προϊόν, αλλά απλώς και μόνον παράγουν απαιτή­σεις επί του παραχθέντος προϊόντος. Ως προς αυτό το σημείο -αδιάφορο τι λέ­γεται από τις διάφορες πλευρές- το κε­φαλαιοποιητικό σύστημα, εάν μπορούσε να λειτουργήσει, δε θα διέφερε από το ισχύον σύστημα σε τίποτα. Συνεπώς, η εισαγωγή του δεν θα έλυνε το ασφαλι­στικό πρόβλημα.

Τότε γιατί το προτείνουν; Για να πε­ριορίσουν ακόμη περισσότερο το δημό­σιο τομέα και να μεταφέρουν δραστη­ριότητές του, εν προκειμένω την ασφά­λιση γήρατος και υγείας, στον ιδιωτικό τομέα, με μοναδικό σκοπό αυτός ο τε­λευταίος να προσποριστεί κέρδη από την άσκηση αυτών των δραστηριοτή­των. Διότι οι τράπεζες και οι ασφαλιστι­κές εταιρείες θα διαχειρίζονται, με το αζημίωτο βέβαια, τις κεφαλαιοποιούμε­νες εισφορές των εργαζομένων και τις κεφαλαιοποιημένες εισφορές των συνταξιούχων. Καλύτερα να μην αναλογι­σθούμε καθόλου τι θα γίνει αν κάποιες απ’ αυτές φαλιρίσουν…

 

8. Οι μακροπρόθεσμες προβολές

Γίνεται τελευταία πολύς λόγος και για μακροπρόθεσμες προβολές, προβολές πεντηκονταετίας, για το ασφαλιστικό, για να υπολογισθεί το λεγόμενο αναλο­γιστικό έλλειμμα των ταμείων κοινωνι­κής ασφάλισης. Κάθε στοιχειωδώς σώφρων οικονομολόγος θα τις περιγελού­σε. Γιατί; Διότι τέτοιες προβολές είναι απολύτως χωρίς νόημα. Κι αυτό επειδή οι παραδοχές, υπό τις οποίες γίνονται αυτές οι προβολές, μεταβάλλονται κατά τη διάρκεια του χρονικού τους ορίζοντα.

Αλλά έστω ότι είχαν νόημα. Και έστω, επιπροσθέτως, ότι οι προβολές των Άγγλων, στους οποίους ανέθεσε η κυβέρ­νηση τη μελέτη του ασφαλιστικού, ήταν ακριβείς. Τι σημαίνει τότε το έλλειμμα σε παρούσες αξίες των ταμείων κοινωνι­κής ασφάλισης; Σημαίνει τι θα είχαν να πληρώσουν σήμερα τα ταμεία κοινωνι­κής ασφάλισης αν κατέβαζαν σήμερα τα ρολά -φυσικά υπό την προϋπόθεση ότι οι σχετικές προβολές είναι ακριβείς. Τα ταμεία κοινωνικής ασφάλισης δεν θα κα­τεβάσουν όμως τα ρολά. Γιατί; Διότι η ύπαρξή τους είναι απολύτως αναγκαία και διότι υπάρχουν λύσεις για τα όποια αναμενόμενα αναλογιστικά ελλείμματά τους.

Έτσι, όπως ο κ. Σπράος και οι Άγγλοι διάδοχοί του παριστούν την κοινωνική ασφάλιση σαν ξοφλημένη, έτσι ακριβώς θα μπορούσε και κάθε μετρίως βλαξ οι­κονομολόγος να παρουσιάσει, με σχετι­κές μακροπρόθεσμες προβολές, κάθε ανθούσα επιχείρηση σαν ξοφλημένη.

Σε τι αποσκοπούν οι προαναφερθείσες καταστροφικές προβολές του κ. Σπράου και των Άγγλων είναι προφανές. Στο να παρουσιάσουν σαν φαλιρισμένη τη δη­μόσια κοινωνική ασφάλιση και να προω­θήσουν έτσι την ιδιωτικοποίησή της.

Δεν πρέπει να κάνουν προβλέψεις και προβολές τα ταμεία κοινωνικής ασφάλι­σης για να μπορούν, στο μέτρο του δυ­νατού, να αντιμετωπίζουν έγκαιρα δυ­σμενείς εξελίξεις; Μα, ασφαλώς και πρέ­πει! Και πώς; Με κυλιόμενες, το πολύ πενταετείς οικονομικές προβλέψεις και προβολές[viii].

Είναι αυτονόητο ότι τα ταμεία κοινω­νικής ασφάλισης θα πρέπει να πάψουν να είναι χορηγοί αργομισθιών για παρο­πλισμένους κομματικούς παρατρεχάμε­νους. Έχουν ανάγκη από ικανά στελέχη, τα οποία θα διορίζουν οι άμεσα εμπλε­κόμενοι. Εννοούμε κάποιους να τα διοι­κούν, που όταν τους μουντζώνεις, δεν θεωρούν ότι τους ανοίγεις τα δάχτυλα της παλάμης για να τα μετρήσουν και όχι μόνο τα μετρούν, αλλά μετρώντας τα, τα βγάζουν τέσσερα αντί για πέντε που είναι.

 

9. Η κοινωνική πρόνοια

Μιλήσαμε για την κοινωνική ασφάλι­ση, δηλαδή για την ασφάλιση γήρατος και υγείας όλων όσοι εξασφάλισαν αντί­στοιχα δικαιώματα, εκχωρώντας, όταν εργάζονταν, αντίστοιχα δικαιώματα στους τότε μη εργαζόμενους πλέον πρώην εργαζόμενους. Δεν μιλήσαμε για εκείνους τους εργαζόμενους, οι οποίοι κατά διαστήματα μένουν χωρίς δουλειά, δηλαδή για τους ανέργους. Και δεν μι­λήσαμε επίσης για εκείνους οι οποίοι ό,τι κι αν έκαναν, ό,τι κι αν κάνουν και σ’ όποια φάση της ζωής τους κι αν είναι, δεν έχουν ένα εισόδημα, το οποίο να τους εξασφαλίζει μια στοιχειώδη διαβί­ωση. Και αυτών των πολιτών η διαβίω­ση είναι ένα ζήτημα που πρέπει να το λύσουμε όλοι εμείς, δηλαδή το κράτος. Η κοινωνική πρόνοια είναι στη χώρα μας ένα εξίσου σημαντικό ζήτημα με την κοινωνική ασφάλιση. Και θα πρέπει κά­ποτε να το δούμε ως χωριστό ζήτημα.

Γι’ αυτούς που δε δούλεψαν ποτέ στη ζωή τους και δεν εμπίπτουν στην κοινω­νική πρόνοια, φρόντισε ο πανάγαθος – ο Πανάγαθος καπιταλισμός.

 

 * Πρωτοδημοσιεύθηκε το 2001

** Ο Γιώργος Σταμάτης είναι καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

 



 

[i] Χάριν απλούστευσης του πράγματος, προϋποθέτουμε ότι όλοι οι εργαζόμενοι είναι μισθωτοί εργαζόμενοι, δηλαδή ότι δεν υπάρχουν ούτε αυτοαπασχολούμενοι ούτε επιχειρηματίες – καπιτα­λιστές που ταυτόχρονα είναι και εργαζόμενοι στην ίδια τη δική τους επιχείρηση.

[ii] Υπάρχουν βέβαια και ανήλικοι που δεν έχουν οικογένεια, καθώς και ανήλικοι, τους οποίους δεν μπορεί να θρέψει η οικογένειά τους. Αυτούς αφορά η Κοινωνική Πρόνοια.

[iii] Καμία σχέση με αυτό το ζήτημα δεν έχει το γεγονός ότι η πε­ριουσία μιας εθνικής οικονομίας μπορεί να αυξάνεται ή να μειώνε­ται με το χρόνο.

[iv] Είναι λίγο – πολύ τεχνικό ζήτημα η τήρηση αυτής της αντιστοι­χίας. Το ζήτημα αυτό έχεί δύο σκέλη. Το πρώτο αφορά στο τι θα πάρουν σε αντιστοιχία με αυτά που έδωσαν, όταν εργάζονταν, οι συνταξιούχοι συνολικά. Το δεύτερο αφορά στο τι θα πάρει – δεδο­μένου αυτού που θα πάρουν οι συνταξιούχοι συνολικά – ο καθένας συνταξιούχος. Αυτό το δεύτερο πρόβλημα λύνεται συνήθως ως εξής: Μετά την εξασφάλιση μιας κατώτατης σύνταξης κάθε συντα­ξιούχος συμμετέχει στο συνολικό ποσό κατ’ αναλογίαν του ποσού, το οποίο είχε συνεισφέρει στην κοινωνική ασφάλιση όταν εργαζό­ταν, δηλαδή κατ’ αναλογίαν των ασφαλιστικών εισφορών του.

[v] Προβλήματα, φυσικά, μπορούν να προκύψουν και από συνε­χείς μειώσεις των μισθών, αφού οι συντάξεις καθορίζονται και συ­ναρτήσει των μισθών.

[vi] Όλα τα υπόλοιπα προτεινόμενα μέτρα, όπως νοικοκύρεμα και ενοποίηση των ταμείων, πάταξη της εισφοροδιαφυγής και εισφοροκλοπής, εκπλήρωση των ανειλημμένων υποχρεώσεων του Δημο­σίου απέναντι στα ταμεία, εκμετάλλευση των αποθεματικών των τα­μείων, εισαγωγή στο σύστημα της κοινωνικής ασφάλισης των μη ασφαλισμένων αλλοδαπών και ημεδαπών εργαζομένων, βελτιώ­νουν βέβαια σημαντικά τις συνθήκες επίλυσης αυτού του προβλή­ματος.

[vii] Ο κ. Μάνος το 2001 υπολόγισε ότι, αν κάποιος που έπαιρνε τό­τε τριακόσιες τόσες χιλιάδες το μήνα, κατέθετε στον εν λόγω λο­γαριασμό εκατό χιλιάδες το μήνα, τότε μετά από 35 χρόνια θα έχει – αν το επιτόκιο είναι 7% ανά έτος – ένα ποσό 181 εκατομμυρίων, από τους τόκους του οποίου θα μπορεί να ζει πλέον ως συνταξιού­χος. Για να μιμηθούμε και εμείς τη γνωστή παραστατικότητα του κ. Μάνου, επιθυμούμε παραστατικά να παρατηρήσουμε τα εξής: αν κάποιος μπει στον κόπο και υπολογίσει την παρούσα αξία αυτών των 181 εκατομμυρίων δραχμών, θα διαπιστώσει ότι με τους μη­νιαίους τόκους που αποφέρουν με το όχι ευκαταφρόνητο ετήσιο επιτόκιο 7% ούτε καν στραγάλια δεν μπορεί να αγοράσει κανείς.

[viii] Οι δημογραφικές προβλέψεις και προβολές έχουν βέβαια ως εκ της φύσεως τους, ευρύτερο χρονικό ορίζοντα.