ΓΙΑ ΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ

Για το Κυπριακό

Όχι στο σχέδιο Ανάν – Μπους

Όχι στη διχοτόμηση της Κύπρου

Κύπρος ενιαία κυρίαρχη ανεξάρτητη

Αγώνας για ειρήνη σημαίνει αγώνας ενάντια στον Ιμπεριαλισμό

Από την αποικιοκρατία στο σχέδιο Ανάν

Η Κύπρος, νησί της Αφροδίτης για τη μυθολογία, νησί «της αγάπης και των δακρύων» για τον ποιητή, «αβύθιστο αεροπλανοφόρο» για τους ιμπεριαλιστές, μόνιμος πονοκέφαλος και «μπελάς» για τον ελληνικό αστισμό, πεδίο δράσης για τον τούρκικο επεκτατισμό, βρίσκεται σε μια κρίσιμη στιγμή. Ο κυπριακός λαός είναι αντιμέτωπος με το δίλημμα της άρνησης ή της υποταγής στα νεοταξικά ιμπεριαλιστικά σχέδια. Της άρνησης ή της αποδοχής των τετελεσμένων του Αττίλα. Της άρνησης ή της αποδοχής του στραγγαλισμού της ανεξαρτησίας και του δίκιου του. Και ο κυπριακός λαός επιλέγει απερίφραστα το δρόμο της άρνησης.

Αυτή η άρνηση είναι μια μεγάλη νίκη. Νίκη, γιατί δείχνει για μια ακόμα φορά ότι η δύναμη και η βία δεν μπορούν να υποτάξουν τους λαούς που ζητούν το δίκιο τους και σέβονται την ιστορία τους. Νίκη, γιατί έρχεται στην εποχή της Νέας Τάξης, γιατί ο κυπριακός λαός δεν υποκύπτει σε εκβιασμούς. Νίκη, γιατί έρχεται σε κόντρα με τις διαθέσεις και τις επιθυμίες του πολιτικού κόσμου σε Ελλάδα και Κύπρο, αναγκάζοντάς τους να «τα μαζεύουν».

Επιχειρώντας μια ανασκόπηση της εξέλιξης του Κυπριακού στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, βλέπουμε τις συγκρούσεις και τους ανταγωνισμούς των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, επεμβάσεις και εκβιασμούς, υποχωρήσεις και «ρεαλισμούς», ξεπουλήματα και ενδοτισμό, προδοσίες και κατοχή, μικρούς και μεγάλους αγώνες και ηρωισμούς. Βλέπουμε ακόμα την έλλειψη μιας πραγματικής πρωτοπόρας αριστεράς που να οδηγεί και να προσανατολίζει αυτούς τους αγώνες σε επαναστατική κατεύθυνση. Μια αριστερά που η ανάπτυξη και η δράση της από ‘δω και πέρα θα είναι καθοριστική για το μέλλον της Κύπρου, για να δοθεί η μόνη απάντηση στην κατοχή και τη διχοτόμηση της Κύπρου που είναι ο αγώνας του κυπριακού και ελληνικού λαού, μακριά από τις νεοταξικές επιταγές και τις «ρεαλιστικές» πολιτικές, για μια Κύπρο χωρίς ξένους στρατούς και βάσεις, χωρίς εγγυήτριες δυνάμεις. Για μια Κύπρο ενιαία και ανεξάρτητη.

Η εποχή της αποικιοκρατίας. Οι αντιαποικιακοί αγώνες

Η Κύπρος, στο θαλάσσιο σταυροδρόμι ανάμεσα σε Δύση κι Ανατολή, γνώρισε πολλές επιδρομές και καταχτήσεις στην ιστορία της, από την εποχή των σταυροφοριών μέχρι τον «Αττίλα». Καταχτήθηκε από τους τούρκους το 1571. Στους στρατιώτες που την κατέλαβαν παραχωρήθηκαν εκτάσεις γης για να εγκατασταθούν και με το πέρασμα των χρόνων δημιουργείται η τουρκική μειονότητα του νησιού, που μέχρι την τουρκική εισβολή αποτελούσε το 18% του πληθυσμού. Ακόμα, στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας μέσω των οικονομικών προνομίων και εξουσιών που παραχωρήθηκαν στην εκκλησία, διαμορφώθηκε η Εθναρχία που αποτέλεσε βασικό πολιτικό παράγοντα μέχρι την εποχή του Μακάριου. Μετά την επανάσταση του ’21 και τη δημιουργία του ελληνικού κράτους αναπτύσσεται στην Κύπρο ενωτικό κίνημα ανάλογο με τα ενωτικά κινήματα που αναπτύχθηκαν στις ελληνικές περιοχές που παρέμεναν στην Οθωμανική αυτοκρατορία.

Το 1878 η Κύπρος εκμισθώθηκε από την Οθωμανική στη Βρετανική αυτοκρατορία για να χρησιμοποιηθεί σαν στρατιωτική βάση. Η κατάληψη της Αιγύπτου από τους εγγλέζους (1882) θα μειώσει το ενδιαφέρον τους για την Κύπρο, ενδιαφέρον που αναθερμαίνεται κατά τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο και η Αγγλία προσαρτά το νησί. Με τη συνθήκη της Λωζάνης η Τουρκία παραιτείται από τα δικαιώματά της στο νησί και το 1925 η Κύπρος ανακηρύσσεται αποικία του αγγλικού στέμματος.

Με τη βρετανική κυριαρχία επιταχύνεται η ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής στο νησί, ενώ στην ύπαιθρο κυριαρχούν τα μεγάλα τσιφλίκια και οι αγρότες είναι πνιγμένοι στα χρέη. Ο εξαρτημένος χαρακτήρας της οικονομίας από τη μητροπολιτική Αγγλία διαμόρφωσε αντίστοιχα μια εξαρτημένη ντόπια αστική τάξη. Τα φτωχά λαϊκά στρώματα στις πόλεις και την ύπαιθρο ζουν και εργάζονται σε άθλιες συνθήκες, και υφίστανται διπλή καταπίεση από τη ντόπια αστική τάξη και τους τσιφλικάδες και από το αποικιοκρατικό καθεστώς.

Οι σοσιαλιστικές ιδέες και οι πρώτοι κομμουνιστικοί πυρήνες εμφανίζονται στο νησί στις αρχές της δεκαετίας του ’20. Αρχίζει να οργανώνεται το συνδικαλιστικό κίνημα και γίνονται οι πρώτες απεργίες. Τον Αύγουστο του 1926 ιδρύεται στη Λεμεσό το ΚΚ Κύπρου. Δύο χρόνια μετά τίθεται σε ισχύ η αγγλική νομοθεσία για την «προστασία του κοινωνικού καθεστώτος».

Η ένταση των κοινωνικών ανισοτήτων και τα αντιαποικιακά αισθήματα του κυπριακού λαού οδηγούν τον Οχτώβρη του 1931 σε εξέγερση που βάζει το αίτημα της ένωσης με την Ελλάδα. Η τουρκική μειονότητα του νησιού δεν ήταν εχθρική στην εξέγερση, ενώ η ελληνική κυβέρνηση του Ε. Βενιζέλου την καταδίκαζε δηλώνοντας ότι «οι άγγλοι έχουν χάσει πλέον την υπομονή τους και αρχίζουν την αυστηρή εφαρμογή των νόμων». Οι βρετανοί κατέστειλαν βίαια την εξέγερση. Το ΚΚΚ τέθηκε εκτός νόμου, τα έντυπά του έκλεισαν, οι ηγέτες του εξορίστηκαν και εκατοντάδες κομμουνιστές φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν και εξορίστηκαν. Κυβερνήτης του νησιού ορίζεται ο Πάλμερ που εφαρμόζει καθεστώς άγριας τρομοκρατίας και καταπίεσης.

Η «παλμεροκρατία» χαλαρώνει με το ξέσπασμα του Β’ παγκόσμιου πόλεμου. Τον Απρίλη του ’41 ιδρύεται το ΑΚΕΛ (Ανορθωτικό Κόμμα Εργαζόμενου Λαού) που αποτελεί τη νόμιμη έκφραση του ΚΚΚ. (Τρία χρόνια μετά το ΑΚΕΛ και το ΚΚΚ συγχωνεύονται). Στη διάρκεια του πολέμου η πλειοψηφία της κυπριακής νεολαίας πολέμησε μέσα από τις γραμμές του αγγλικού στρατού. Το ΑΚΕΛ είχε καλέσει τα μέλη και στελέχη του να καταταχτούν εθελοντικά στο στρατό συνδυάζοντας την πάλη ενάντια στο χιτλεροφασισμό, με την «εξασφάλιση του εθνικού, πολιτικού και κοινωνικού μέλλοντος της Νήσου».

Μετά το τέλος του πολέμου οι άγγλοι σκληραίνουν τη στάση τους. Αρνούμενοι το δικαίωμα αυτοδιάθεσης στον κυπριακό λαό, χτυπούν κάθε λαϊκή και συνδικαλιστική εκδήλωση και αρνούνται να αποστρατεύσουν τους κύπριους εθελοντές.

Όλη αυτή την περίοδο η κυπριακή αριστερά προβάλλει το ζήτημα της αυτοδιάθεσης κι όχι το ζήτημα της ένωσης με την Ελλάδα, πράγμα που έχει σαν αποτέλεσμα τη συνεχή αύξηση της επιρροής της Εθναρχίας.

Στη διάρκεια του δεύτερου αντάρτικου αντιπροσωπεία του ΑΚΕΛ συναντιέται στο Γράμμο με τον Ν. Ζαχαριάδη και αποφασίζεται η ανάπτυξη ένοπλου εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα στην Κύπρο σε συνδυασμό με τον αγώνα του ΔΣΕ που διεξαγόταν στην Ελλάδα. Το ΑΚΕΛ προβάλλει τη θέση του ΚΚΕ «λεύτερη Κύπρος σε λεύτερη Ελλάδα».

Το 1950, με πρωτοβουλία της Εθναρχίας διενεργείται δημοψήφισμα στην Κύπρο όπου το 96% του ελληνικού πληθυσμού του νησιού τάσσεται υπέρ της ένωσης. Στην Ελλάδα η κυβέρνηση Πλαστήρα αρνείται να παραλάβει τα πρακτικά του κυπριακού δημοψηφίσματος και «επιφυλάσσεται να χειρισθεί το κυπριακό ζήτημα εντός του πλαισίου των σχέσεων με την φίλη και σύμμαχο δύναμη».

Οι αλλαγές στο συσχετισμό δυνάμεων στον μεταπολεμικό κόσμο με την άνοδο του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού και την υποχώρηση του αγγλικού και με τη δημιουργία του σοσιαλιστικού στρατοπέδου και την ανάπτυξη εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων, διαμορφώνουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο εξελίσσεται το Κυπριακό.

Ο ανταγωνισμός αμερικάνικου/αγγλικού ιμπεριαλισμού και η πλήρης υποταγή των ελληνικών κυβερνήσεων και της πολιτικής τους στα αμερικάνικα συμφέροντα μετατρέπουν το Κυπριακό από πρόβλημα ανάμεσα στον ελληνικό πληθυσμό του νησιού και τους βρετανούς αποικιοκράτες (που τέτοιο ήταν μέχρι τις αρχές του ‘50), σε πρόβλημα ανάμεσα σε ελληνοκύπριους, τουρκοκύπριους και βρετανούς, και παράλληλα ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία. Η ελληνική αστική τάξη που μέχρι τότε ήταν αντίθετη σε οποιονδήποτε αγώνα του κυπριακού λαού ενάντια στην αποικιοκρατία για να μην δυσαρεστήσει τους βρετανούς, υιοθετεί το σύνθημα της Ένωσης, ενώ οι άγγλοι αρχίζουν να «ενδιαφέρονται» για τα δικαιώματα των τουρκοκυπρίων. Η «τουρκοφαγία» των δεξιών και φασιστικών στοιχείων που δίνουν τον τόνο στον αγώνα για την ένωση παράλληλα με το κυνήγι και τον αποκλεισμό κάθε προοδευτικής φωνής και τις αδυναμίες και παλινδρομήσεις της κυπριακής αριστεράς, και η υποδαύλιση της εχθρότητας ανάμεσα στις δύο κοινότητες από τους άγγλους παράλληλα με την ανάδειξη τουρκοκυπριακής ελίτ, «βάζουν στο παιχνίδι» και την Τουρκία.

Το φούντωμα των αντιαποικιακών αισθημάτων και κινητοποιήσεων του κυπριακού λαού και το κίνημα συμπαράστασης που αναπτύσσεται στην Ελλάδα ενέχουν τον κίνδυνο να ξεφύγει η κατάσταση από τα όρια και τις επιθυμίες των ιμπεριαλιστικών αφεντικών και των υποταχτικών τους. Έτσι στέλνεται στην Κύπρο ο αρχιΧίτης κομμουνιστοφάγος Γ. Γρίβας για να οργανώσει ένοπλο κίνημα για την Ένωση. Δημιουργείται η ΕΟΚΑ (Εθνική Οργάνωσις Κυπριακού Αγώνος) που αρχίζει τη δράση της στις 1 Απρίλη του 1955. Η ηγεσία της ΕΟΚΑ αποτελείται από κάθε είδους εθνικιστικά φασιστικά στοιχεία καθώς και πράχτορες των άγγλων (είναι χαρακτηριστικό ότι κανένας από το μηχανισμό της ΕΟΚΑ δεν πιάστηκε στην περίοδο 1955-59), αλλά στις γραμμές της θα ενταχθούν πολλοί άνθρωποι με αγνά πατριωτικά αισθήματα που κράτησαν ηρωική στάση.

Η Εθναρχία που πολιτικά έκφραζε τα δυναμικά ανερχόμενα στοιχεία της αστικής τάξης και τα αμερικανικά συμφέροντα στην περιοχή, δεν ταυτίστηκε αλλά και δεν αντιτάχθηκε στην ΕΟΚΑ θεωρώντας την σαν ένα μοχλό πίεσης που θα επιτάχυνε τα σχέδιά της.

Το ΑΚΕΛ ήταν αντίθετο στις ένοπλες μορφές πάλης και θεωρούσε ότι ο αγώνας θα πρέπει να έχει μαζικό-πολιτικό χαρακτήρα, ενώ ο Ζαχαριάδης χαρακτήρισε τη δράση της ΕΟΚΑ σαν «πρωταπριλιάτικες τρακατρούκες». Πολλοί αριστεροί θα δολοφονηθούν από τους γριβικούς κατηγορούμενοι για «προδοσία» και η αγγλική διοίκηση θα θέσει εκτός νόμου το ΑΚΕΛ και μια σειρά αριστερές οργανώσεις συλλαμβάνοντας εκατοντάδες στελέχη και μέλη τους.

Η όλη εξέλιξη του Κυπριακού θα μπορούσε να είναι διαφορετική στο βαθμό που η κυπριακή αριστερά έμπαινε στην πρωτοπορία και προσανατόλιζε σωστά τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα.

Τον Αύγουστο του ’55 συγκαλείται στο Λονδίνο Τριμερής Διάσκεψη (Ελλάδα – Τουρκία – Βρετανία) απ’ όπου η Τουρκία αποχωρεί θεωρώντας «απαράδεκτο το ελληνικό αίτημα για αυτοδιάθεση της Κύπρου». Την επόμενη μέρα ξεσπά το πογκρόμ ενάντια στους έλληνες της Κωνσταντινούπολης και οι βιαιοπραγίες ενάντια στους έλληνες αξιωματικούς που υπηρετούσαν στο στρατηγείο του ΝΑΤΟ στη Σμύρνη. Η ελληνική κυβέρνηση εξαναγκάζεται να δεχτεί μια τυπική έκφραση συγγνώμης και να κλείσει το θέμα.

Στις αρχές του ’56 γίνονται στην Κύπρο διαπραγματεύσεις μεταξύ του Μακάριου και του άγγλου κυβερνήτη Χάρτινγκ. Οι βρετανοί προτείνουν αυτοκυβέρνηση, δηλαδή εκλογή Βουλής που θα όριζε πρωθυπουργό που θα ήταν αποδεκτός από τον κυβερνήτη, ενώ τα θέματα της εξωτερικής πολιτικής, των στρατιωτικών και της δημόσιας ασφάλειας θα ανήκαν αποκλειστικά στους εγγλέζους. Ο Μακάριος αρνείται τις βρετανικές προτάσεις και στις αρχές του Μάρτη ενώ ετοιμαζόταν να έρθει στην Αθήνα για να συναντηθεί με τον Καραμανλή συλλαμβάνεται και εξορίζεται στις Σεϋχέλλες. Το γεγονός αυτό και οι απαγχονισμοί κύπριων αγωνιστών από τους άγγλους ξεσηκώνουν θύελλα αντιδράσεων και όλο το επόμενο διάστημα η Ελλάδα συγκλονίζεται από ογκωδέστατα συλλαλητήρια που καταλήγουν σε συγκρούσεις με την αστυνομία με νεκρούς και εκατοντάδες τραυματίες.

Η Βρετανία έχοντας χάσει μια σειρά ερείσματα και βάσεις στην περιοχή και ιδιαίτερα μετά την απώλεια του ελέγχου του Σουέζ (1956) θέλει με κάθε τρόπο να διατηρήσει την κυριαρχία της στην Κύπρο για την προστασία των συμφερόντων της στην περιοχή. Οι εξελίξεις στη Μ. Ανατολή αυξάνουν ιδιαίτερα το ενδιαφέρον των ΗΠΑ για το νησί ενώ παράλληλα θέλουν να αποφύγουν τριβές στη ΝΑ πτέρυγα του ΝΑΤΟ από τις εντάσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, αναγνωρίζοντας τη μεγαλύτερη σημασία της τελευταίας γι’ αυτούς. Η Σοβιετική Ένωση από το ’56 και μετά εντάσσει τη λύση του Κυπριακού στα πλαίσια του ΟΗΕ, ενώ το ΑΚΕΛ ευθυγραμμίζεται απόλυτα με το Μακάριο.

Οι συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου

Στις αρχές του ’59 οι υπουργοί εξωτερικών Ελλάδας και Τουρκίας, Αβέρωφ και Ζορλού έρχονται σε μια καταρχήν συμφωνία για το Κυπριακό που συνίσταται στην ανεξαρτησία του νησιού βάσει ενός συντάγματος που ρύθμιζε διάφορα ζητήματα του μελλοντικού κράτους. Η συμφωνία υπογράφεται στη Ζυρίχη στις 12 Φλεβάρη 1959 από τους πρωθυπουργούς Ελλάδας και Τουρκίας και λίγες μέρες αργότερα επικυρώνεται στο Λονδίνο παρουσία και της κυπριακής ηγεσίας που εκβιάστηκε με κάθε τρόπο για να τη δεχτεί. Οι συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου προβλέπουν μεταξύ άλλων: Ελληνοκύπριο πρόεδρο και τουρκοκύπριο αντιπρόεδρο με δικαίωμα βέτο, ποσοστά 60% ελληνοκύπριους και 40% τουρκοκύπριους στις ένοπλες δυνάμεις του νησιού και 70% και 30% αντίστοιχα στα σώματα ασφαλείας, ποσοστό 30% τουρκοκύπριους στις δημόσιες υπηρεσίες, και ένα πλήθος διαιρετικών διατάξεων στο σύνταγμα της χώρας που καθιστούσαν αδύνατες ή ανεφάρμοστες αποφάσεις σε μια σειρά ζητήματα. Τα περισσότερα άρθρα του συντάγματος θεωρούνταν θεμελιώδη, δηλαδή δεν επιδέχονταν τροποποίηση. Ακόμα, συμφωνήθηκε η σύναψη τριμερούς συμμαχίας Ελλάδας, Τουρκίας και Κύπρου με κοινό επιτελείο που θα είχε έδρα την Κύπρο, ελληνική δύναμη (ΕΛΔΥΚ) 950 αντρών και τουρκική δύναμη (ΤΟΥΡΔΥΚ) 650 αντρών στο νησί (συνθήκη Συμμαχίας), ορίζονταν η Ελλάδα, η Τουρκία και η Βρετανία σαν εγγυήτριες δυνάμεις της ανεξαρτησίας, της εδαφικής ακεραιότητας και της ασφάλειας της Κυπριακής Δημοκρατίας (συνθήκη Εγγύησης), και ρυθμίζονταν το καθεστώς των βρετανικών βάσεων στο νησί σαν κυρίαρχες (συνθήκη Εγκαθίδρυσης). Οι τρεις αυτές συνθήκες προσαρτήθηκαν σαν θεμελιώδες άρθρο στο κυπριακό σύνταγμα. Ακόμα, στη Ζυρίχη οι Καραμανλής και Μεντερές προχώρησαν σε μυστική «συμφωνία κυρίων» σχετικά με την ένταξη της Κύπρου στο ΝΑΤΟ και την απαγόρευση του ΑΚΕΛ και κάθε κομμουνιστικής δραστηριότητας στο νησί.

Η κυπριακή ηγεσία είχε πολλές αντιρρήσεις και πιέστηκε έντονα από όλες τις πλευρές για να δεχτεί τις συμφωνίες, το ΑΚΕΛ παρά τη διαφωνία του αποδέχτηκε τελικά τη συμφωνία, ενώ οι γριβικοί κύκλοι μιλούσαν για προδοσία. Η αριστερά στην Ελλάδα καταγγέλλει τις συμφωνίες και επιμένει στο σύνθημα αυτοδιάθεση-ένωση. Οι συμφωνίες καταγγέλλονται και από το σύνολο της αντιπολίτευσης στην Ελλάδα, ενώ ο Καραμανλής θεωρεί την ημέρα επίτευξης των συμφωνιών ως «την ευτυχεστέραν της ζωής του».

Η Κύπρος ανεξάρτητο κράτος

Η Κυπριακή Δημοκρατία ανακηρύχθηκε επίσημα στις 16 Αυγούστου 1960 με πρόεδρο τον Μακάριο. Το νέο κράτος ήταν προϊόν συμβιβασμού και εξισορρόπησης συμφερόντων. Διασφάλιζε τα βρετανικά συμφέροντα, την ενότητα του ΝΑΤΟ και τον αυξημένο ρόλο της Τουρκίας, την ανοχή της Σοβιετικής Ένωσης. Η λύση της ανεξαρτησίας ήταν αποδεκτή και από την ελληνοκυπριακή αστική τάξη που μια δική της εθνική εστία διευκόλυνε τις δραστηριότητές της.

Το 1961 η Κύπρος παίρνει μέρος στην ιδρυτική διάσκεψη των Αδεσμεύτων στο Βελιγράδι και αναπτύσσει σχέσεις με την ΕΣΣΔ. Γενικά ο Μακάριος ακολουθεί μια εξισορροπιστική πολιτική, ανεξάρτητη από την πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων, προσπαθώντας να αποφύγει τη ΝΑΤΟποίηση του νησιού και εκμεταλλευόμενος τους διεθνείς συσχετισμούς και συγκυρίες. Πολιτική που ανταποκρίνονταν στα συμφέροντα και επιδιώξεις της ανερχόμενης ελληνοκυπριακής αστικής τάξης που στο μεταξύ είχε διαμορφώσει έναν κοσμοπολίτικο χαρακτήρα ενώ βρισκόταν σε θέση υπεροχής απέναντι στην αστική τάξη της Ελλάδας. Από την άλλη, ο πλήρης έλεγχος του νησιού ήταν ζωτικής σημασίας για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού στην περιοχή και επιδιώκονταν με κάθε τρόπο η ανατροπή του Μακάριου υποδαυλίζοντας τις αντιθέσεις ανάμεσα στις δύο κοινότητες και δημιουργώντας συνεχώς εντάσεις.

Οι διαιρετικές διατάξεις του κυπριακού συντάγματος έκαναν πραχτικά αδύνατη τη λήψη οποιασδήποτε απόφασης και τη λειτουργία του νεοσύστατου κράτους. Έτσι το Νοέμβρη του ’63 ο Μακάριος υπέβαλε προτάσεις στον τουρκοκύπριο αντιπρόεδρο Φ. Κιουτσούκ για αναθεώρηση διάφορων άρθρων του συντάγματος. Αυτές οι προτάσεις κοινοποιήθηκαν και στις κυβερνήσεις των εγγυητριών δυνάμεων. Η τουρκική και τουρκοκυπριακή πλευρά απέρριψαν τις προτάσεις. Οι τουρκοκύπριοι αποσύρθηκαν από όλες τις κυβερνητικές και διοικητικές θέσεις, συγκεντρώθηκαν σε αμιγείς τουρκοκυπριακούς θυλάκους και από τότε ζούσαν και λειτουργούσαν χωριστά, ενώ πυροδοτήθηκαν εντάσεις ανάμεσα στις δύο κοινότητες με ένοπλες συγκρούσεις και νεκρούς Ζητήθηκε η σύγκληση του Συμβουλίου Ασφαλείας που όμως δεν προχώρησε σε συγκεκριμένη απόφαση γιατί η κρίση εκτονώθηκε στο μεταξύ. Όμως οι βρετανοί, μετά από διαβουλεύσεις με την κυπριακή κυβέρνηση πέτυχαν τη δημιουργία της Πράσινης Γραμμής στη Λευκωσία που χώριζε ελληνοκύπριους και τουρκοκύπριους. Συμφωνήθηκε ακόμα να συγκληθεί διάσκεψη των εγγυητριών δυνάμεων και των δύο κοινοτήτων.

Η διάσκεψη έγινε το Γενάρη του ’64 στο Λονδίνο και μεταξύ άλλων προτάθηκαν η ανταλλαγή πληθυσμών ώστε να μην υπάρχουν περιοχές με μικτό πληθυσμό, η αποστολή ΝΑΤΟϊκής ειρηνευτικής δύναμης και η ένταξη της Κύπρου στο ΝΑΤΟ, προτάσεις που απορρίφθηκαν από το Μακάριο. Μετά απ’ αυτό, η Βρετανία και η Κύπρος προσέφυγαν στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Με το ψήφισμα που εγκρίθηκε αναγνωρίστηκε η κυπριακή κυβέρνηση σαν αντιπροσωπευτική ολόκληρης της Κύπρου κι όχι μόνο της ελληνοκυπριακής κοινότητας, και αποφασίστηκε η αποστολή ειρηνευτικής δύναμης του ΟΗΕ που στη σύνθεσή της δεν θα υπήρχαν στρατιώτες χωρών-μελών του ΝΑΤΟ (εκτός από τη Βρετανία), όπως και ο ορισμός μεσολαβητή που θα βοηθούσε στην εξεύρεση λύσης.

Αμέσως μετά σημειώνονται νέες ένοπλες συγκρούσεις και η τουρκική Βουλή εξουσιοδοτεί την κυβέρνηση Ινονού να προχωρήσει σε απόβαση στην Κύπρο όποτε κριθεί αναγκαίο, ενώ σε συνάντηση του Μακάριου με τον τότε έλληνα πρωθυπουργό Γ. Παπανδρέου (Απρίλης ’64) αποφασίζεται η μυστική αποστολή μιας ελληνικής μεραρχίας στην Κύπρο. Οι συγκρούσεις συνεχίζονται και σε επίσκεψή του στην Ουάσινγκτον ο Παπανδρέου αποδέχεται τη διαμεσολάβηση του πρώην υπουργού εξωτερικών των ΗΠΑ Ντ. Άτσεσον ο οποίος προτείνει δύο διαδοχικά σχέδια διχοτόμησης που εκχωρούν τη χερσόνησο της Καρπασίας σαν στρατιωτική βάση στην Τουρκία και προβλέπουν αυτόνομα τουρκοκυπριακά καντόνια. Η ελληνική κυβέρνηση ενώ βλέπει θετικά αυτή τη λύση, μετά από έντονη παρέμβαση του Μακάριου (Ιούλης ’64) απορρίπτει το σχέδιο. Λίγες μέρες μετά αρχίζουν νέες συγκρούσεις, η Τουρκία προχωρεί σε βομβαρδισμούς και ο Μακάριος ζητά τη βοήθεια της ΕΣΣΔ για να αποτραπεί τουρκική εισβολή. Οι σοβιετικοί δηλώνουν πως θα βοηθήσουν την Κυπριακή Δημοκρατία σε περίπτωση εισβολής και οι αμερικάνοι σχεδιάζουν πραξικοπηματική εφαρμογή του σχεδίου Άτσεσον με τη συναίνεση της ελληνικής κυβέρνησης.

Οι σοβιετικοί διαφοροποιούν τη θέση τους το Δεκέμβρη του ’64 όταν ο Γκρομίκο μιλώντας στον ΟΗΕ υποστήριξε την ύπαρξη δύο εθνικών κοινοτήτων στην Κύπρο. Την ίδια δήλωση θα επαναλάβει και το Γενάρη του ’65 μιλώντας και για το ενδεχόμενο ομοσπονδιοποίησης και αναγκάζοντας το ΑΚΕΛ και την ΕΔΑ να εκφράσουν τη διαφωνία τους.

Όλη αυτή την περίοδο και μέχρι τη φασιστική διχτατορία της 21ης Απρίλη οι ελληνικές κυβερνήσεις πιστές στην εξυπηρέτηση των αμερικάνικων συμφερόντων, διεξάγουν κατά καιρούς συνομιλίες με την τουρκική πλευρά στο πνεύμα διχοτομικών λύσεων χωρίς να επιτυγχάνεται συμφωνία και χωρίς τη συγκατάθεση και συμφωνία της κυπριακής κυβέρνησης. Παράλληλα, προωθούν την υπονόμευση και ανατροπή του Μακάριου, με φορέα αυτών των προσπαθειών τον Γρίβα και έλληνες αξιωματικούς που στελεχώνουν την εθνοφρουρά της Κύπρου καθώς και παραστρατιωτικές ομάδες που δρουν ανεξέλεγκτα υπακούοντας σε εντολές της Αθήνας και προκαλώντας προβοκάτσιες και διάφορες ενέργειες σε βάρος των τουρκοκυπρίων.

Η χούντα επαναλαμβάνει τις ελληνοτουρκικές συνομιλίες το Σεπτέμβρη του ’67 προτείνοντας νέα διχοτομικά σχέδια, χωρίς και πάλι να υπάρξει συμφωνία της Άγκυρας. Το Νοέμβρη του ’67 με μια προσχεδιασμένη από την Αθήνα ενέργεια, δυνάμεις ελεγχόμενες από τον Γρίβα καταλαμβάνουν τα χωριά Αγ. Θεόδωροι και Κοφινού που ήταν κάτω από τουρκοκυπριακό έλεγχο. Η Τουρκία με την απειλή εισβολής απαιτεί τελεσιγραφικά την απόσυρση των ελληνικών στρατευμάτων, την ανάκληση του Γρίβα, τη διάλυση της κυπριακής εθνοφρουράς. Με παρέμβαση του αμερικανού μεσολαβητή Σ. Βανς η χούντα αποδέχεται να αποσύρει την ελληνική μεραρχία από το νησί, ενώ ο Μακάριος διαφωνεί και δεν δέχεται διάλυση ή περιορισμό της εθνοφρουράς. Το Δεκέμβρη του ’67 οι τουρκοκύπριοι ανακηρύσσουν την «Προσωρινή Τουρκική Διοίκηση της Κύπρου».

Τον Ιούνη του ’68 άρχισαν ενδοκοινοτικές συνομιλίες που κράτησαν μέχρι το Σεπτέμβρη του ’71 χωρίς να επιτευχθεί συμφωνία. Οι συνομιλίες ξανάρχισαν τον Ιούνη του ’72 και διακόπηκαν με το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή.

Ο ανταγωνισμός των δύο υπερδυνάμεων και οι εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή αυτή την περίοδο έκαναν την Κύπρο περιοχή ζωτικής σημασίας για τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό. Ο πόλεμος των Έξι Ημερών, η ανάληψη της εξουσίας από τον Καντάφι και το διώξιμο των αμερικάνικων βάσεων από τη Λιβύη, η προσέγγιση των αραβικών κρατών με την ΕΣΣΔ, η αλλαγή του καθεστώτος των βρετανικών βάσεων από την κυβέρνηση της Μάλτας, αλλά και η σύσφιγξη των σχέσεων του Μακάριου με τους σοβιετικούς που υποστήριζαν τη διεθνοποίηση του Κυπριακού, διαμόρφωναν ένα τοπίο όπου η υπαγωγή της κυπριακής πολιτικής στα αμερικάνικα κελεύσματα και ο απόλυτος έλεγχος του νησιού ήταν επείγουσα ανάγκη για τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα.

Έτσι εντείνονται οι προσπάθειες υπονόμευσης και ανατροπής του Μακάριου ο οποίος είχε επανεκλεγεί στις προεδρικές εκλογές του ’68 (με ποσοστό 95,45%). Η στρατιωτική χούντα της Αθήνας στηρίζει με κάθε τρόπο την ακροδεξιά «ενωτική» αντιπολίτευση. Φασιστικά στοιχεία στην Κύπρο και έλληνες χουντικοί αξιωματικοί που υπηρετούσαν στο νησί σχηματίζουν την οργάνωση «Εθνικό Μέτωπο» και οργανώνουν μια σειρά τρομοκρατικές ενέργειες σε βάρος δημοκρατών και αριστερών πολιτών, ενώ το Μάρτη του ’70 οργανώνεται απόπειρα δολοφονίας του Μακάριου. Το Σεπτέμβρη του ’71 επανέρχεται κρυφά στην Κύπρο ο Γρίβας που συγκροτεί την ΕΟΚΑ Β’ η οποία εντείνει τις τρομοκρατικές ενέργειες. Πολιτικές δολοφονίες, απαγωγές, βομβιστικές ενέργειες, κλοπές οπλισμού είναι σχεδόν καθημερινά φαινόμενα, ενώ γίνεται και νέα απόπειρα δολοφονίας του Μακάριου τον Οχτώβρη του ’73. Το Φλεβάρη του ’72 επικείμενο πραξικόπημα ματαιώνεται μετά από μαζική κινητοποίηση του κυπριακού λαού, αλλά και διαβήματα του Μακάριου προς τις ΗΠΑ και την ΕΣΣΔ. Και ενώ οι παρακρατικοί φασίστες αλωνίζουν και προχωρούν τα σχέδια για ανατροπή του Μακάριου και δέσιμο του νησιού στα αμερικάνικα συμφέροντα, ο πολιτικός κόσμος και πρώτα απ’ όλα το ΑΚΕΛ συνιστούν «ψυχραιμία, σύνεση και ενότητα». Μετά το θάνατο του Γρίβα δε (Γενάρης ’74), η κυπριακή Βουλή με ψήφισμά της τον ανακήρυξε «άξιον τέκνον της Κύπρου».

Στα 14 χρόνια της ανεξαρτησίας του νησιού, το ΑΚΕΛ έχοντας μετατραπεί σε έναν τυπικό ρεβιζιονιστικό μηχανισμό υποστήριζε ανεπιφύλακτα την πολιτική του Μακάριου, προωθούσε τη «διεθνοποίηση» μέσω του ΟΗΕ ακολουθώντας τις σοβιετικές θέσεις, και δεν έκανε τίποτε για να προσανατολίσει σωστά το λαό, να τον κινητοποιήσει για να πάρει την τύχη του στα χέρια του, αλλά αντίθετα καλλιεργούσε αυταπάτες και εφησυχασμό και συγκρατούσε τη λαϊκή οργή, ιδιαίτερα τα κρίσιμα πριν το πραξικόπημα και την εισβολή χρόνια.

Το φασιστικό πραξικόπημα και η τουρκική εισβολή

Τον Ιούνη του ’74 συλλαμβάνονται τα ηγετικά στελέχη της ΕΟΚΑ Β’ και ο Μακάριος ζητάει την απόσυρση των ελλήνων αξιωματικών της εθνοφρουράς κατηγορώντας τη χούντα ότι προβαίνει σε ανατρεπτικές ενέργειες στην Κύπρο. Η χούντα δίνει εντολή στην ΕΛΔΥΚ, στους έλληνες αξιωματικούς της εθνοφρουράς και στις δυνάμεις της ΕΟΚΑ Β’ να προχωρήσουν στο πραξικόπημα που εκδηλώθηκε στις 15 Ιούλη. Παρά την αντίσταση που προβλήθηκε, το πραξικόπημα επικρατεί και ακολουθούν συλλήψεις, δολοφονίες και βασανισμοί δημοκρατικών πολιτών και πολιτικών προσώπων. Ο Μακάριος διαφεύγει στο εξωτερικό και παρευρίσκεται στη συνεδρίαση του Συμβουλίου Ασφαλείας κατηγορώντας τη φασιστική διχτατορία της Αθήνας για την επέμβασή της στην Κύπρο.

Το προδοτικό πραξικόπημα –που οι ΗΠΑ και η Αγγλία αρνήθηκαν να καταδικάσουν– έδωσε το έναυσμα για να επέμβει η Τουρκία με το πρόσχημα της εγγυήτριας δύναμης. Τη νύχτα της 19 προς 20 Ιούλη αρχίζει η τουρκική εισβολή με την κωδική ονομασία «Αττίλας 1». Πολεμικά πλοία αποβιβάζουν τουρκικά στρατεύματα στη βόρεια πλευρά του νησιού και αεροπλάνα βομβαρδίζουν και κατακαίουν με βόμβες ναπάλμ την ύπαιθρο.

Στην Ελλάδα κηρύσσεται γενική επιστράτευση και στις 20 Ιούλη το Συμβούλιο Ασφαλείας ζητά κατάπαυση του πυρός, άμεσο τερματισμό της ξένης στρατιωτικής επέμβασης, άμεση αποχώρηση όλου του ξένου στρατιωτικού προσωπικού.

Στις 22 του μήνα η Τουρκία συμφωνεί σε κατάπαυση του πυρός αφού έχει ολοκληρωθεί η κατάληψη της Κυρήνειας.

Κάτω από το βάρος της προδοσίας της Κύπρου η χούντα του Ιωαννίδη πέφτει και παραδίνεται η πολιτική εξουσία στον Καραμανλή που επιστρέφει ως «εθνάρχης» από το Παρίσι. Παράλληλα, παραιτείται και ο Σαμψών, το ανδρείκελο των πραξικοπηματιών στην Κύπρο, παραδίδοντας την εξουσία στον Κληρίδη, τότε πρόεδρο της κυπριακής Βουλής.

Στις 25 του μήνα αρχίζουν διαπραγματεύσεις στη Γενεύη ανάμεσα στις εγγυήτριες δυνάμεις (Ελλάδα, Τουρκία, Αγγλία) που καταλήγουν σε συμφωνία για κατάπαυση των συγκρούσεων και δημιουργία «ζωνών προστασίας» με την ευθύνη του ΟΗΕ, δηλαδή αποδοχή στην πράξη της μέχρι τότε διαμορφωμένης ντε φάκτο κατάστασης.

Ο Καραμανλής ζητάει να συγκληθεί το Συμβούλιο των υπουργών εξωτερικών του ΝΑΤΟ και η απάντηση του γ.γ. του ΝΑΤΟ είναι ότι ο ίδιος και οι περισσότεροι από τους υπουργούς εξωτερικών θα λείπουν για… διακοπές.

Ο δεύτερος γύρος των διαπραγματεύσεων για το συνταγματικό καθεστώς της Κύπρου όπου συμμετείχαν και αντιπρόσωποι της ελληνοκυπριακής και τουρκοκυπριακής πλευράς δεν ήταν δυνατό να οδηγηθεί σε συμφωνία με την απαίτηση της τουρκικής πλευράς για δημιουργία διζωνικής ομοσπονδίας, και η Τουρκία εξαπολύει στις 14 Αυγούστου τον «Αττίλα 2» που ολοκληρώνεται με την κατάληψη της Αμμοχώστου και της Μόρφου. Η Ελλάδα και η Κύπρος συγκλονίζονται από αντιαμερικανικές διαδηλώσεις και ο Καραμανλής ανακοινώνει την αποχώρηση της χώρας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Στη διάρκεια αντιαμερικάνικης διαδήλωσης στη Λευκωσία σκοτώνεται από πυροβολισμό διαδηλωτή ο αμερικανός πρέσβης.

Ο «Αττίλας» άφησε στο διάβα του χιλιάδες θύματα, 2.000 περίπου νεκρούς, σκοτωμένους στις συγκρούσεις ή εκτελεσμένους εν ψυχρώ, βιασμένες γυναίκες, καμμένα χωριά, 1.619 αγνοούμενους, περίπου 200.000 πρόσφυγες. Καταλύθηκε η ανεξαρτησία ενός κυρίαρχου κράτους, με πάνω από το 1/3 της επικράτειάς του να βρίσκεται υπό στρατιωτική κατοχή.

Η Κύπρος μετά τον Αττίλα

Μετά τη σταθεροποίηση των γραμμών του ο Αττίλας προχωράει σε εκκαθάριση των κατεχόμενων περιοχών, ενώ ο Κληρίδης δείχνεται ανεκτικός απέναντι στους ανθρώπους της ΕΟΚΑ Β’ που διατηρώντας τον οπλισμό και τις θέσεις τους στον κρατικό μηχανισμό εξακολουθούν να προκαλούν (απόπειρα δολοφονίας του Β. Λυσσαρίδη). Το Δεκέμβρη του ’74 ο Μακάριος επιστρέφει στο νησί.

Το Συμβούλιο Ασφαλείας και η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ με αλλεπάλληλα ψηφίσματά τους καταδίκασαν την τουρκική εισβολή και ζήτησαν την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων και την επιστροφή των προσφύγων.

Το δυνατό αντιμπεριαλιστικό κίνημα που συγκλόνιζε την Ελλάδα τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης έπρεπε με κάθε τρόπο να «κρατηθεί» ώστε να μην ξεφύγει σε δρόμους επικίνδυνους για την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων. Έτσι, το «κοινωνικό συμβόλαιο» που έγινε αποδεκτό από όλο τον επίσημο πολιτικό κόσμο και όριζε τα πλαίσια άσκησης της πολιτικής, όριζε και το μη άνοιγμα του «φάκελου της Κύπρου».

Το Φλεβάρη του ’75 ο Ντενκτάς κηρύσσει τα κατεχόμενα «Τουρκικό Ομόσπονδο Κράτος της Κύπρου» -ενέργεια που καταδικάζεται με ένα ακόμα ψήφισμα του ΟΗΕ. Οι τούρκοι αρχίζουν τον εποικισμό, ενώ οι εγκλωβισμένοι ελληνοκύπριοι (20.000 περίπου εκείνη την περίοδο ενώ σήμερα έχουν απομείνει γύρω στους 500) εξαναγκάζονται με κάθε τρόπο να εγκαταλείψουν τα κατεχόμενα.

Οι διακοινοτικές συνομιλίες που γίνονται στη Βιέννη μεταξύ Κληρίδη-Ντενκτάς (Απρίλης-Αύγουστος 1975) δεν καταλήγουν σε κάποια συμφωνία. Το Δεκέμβρη του ’75 οι υπουργοί εξωτερικών Ελλάδας και Τουρκίας συζητούν στις Βρυξέλλες το Κυπριακό και τις διαφορές στο Αιγαίο. Η συζήτηση γίνεται ερήμην του Μακάριου του οποίου η ταχτική αυτή την περίοδο είναι η διεθνοποίηση του προβλήματος, ο «μακροχρόνιος αγώνας» και το «τρενάρισμα» των όποιων συνομιλιών και επαφών, ενώ αντίθετα η άποψη της ελληνικής κυβέρνησης ήταν για σύντομη λύση μέσα στα δυτικά πλαίσια.

Σε νέο γύρο διακοινοτικών συνομιλιών (Απρίλης ’76) αποκαλύπτεται πως ο Κληρίδης είχε συνάψει μυστική συμφωνία με τον Ντενκτάς χωρίς να ενημερώσει το Μακάριο και το Εθνικό Συμβούλιο. Ο Κληρίδης που κατηγορήθηκε για ενδοτισμό παραιτείται από διαπραγματευτής και στην Κύπρο προκηρύσσονται εκλογές για τις 5 Σεπτέμβρη που αναδείχνουν νικητή το συνασπισμό της Δημοκρατικής Παράταξης (ΔΗΚΟ-ΕΔΕΚ-ΑΚΕΛ) που στήριζε τον Μακάριο.

Το Μάρτη του ’76 ο Κίσινγκερ υπογράφει συμφωνία με τον τούρκο ομόλογό του που συνίσταται στην ετήσια παροχή ενός δισ. δολαρίων σαν ενοίκιο για την επαναλειτουργία των αμερικάνικων βάσεων (είχαν κλείσει από την κυβέρνηση Ντεμιρέλ σαν απάντηση στο εμπάργκο όπλων που αποφάσισε το αμερικάνικο Κογκρέσο μετά τον Αττίλα). Η ελληνική κυβέρνηση διακόπτει τις διαπραγματεύσεις που γίνονταν για τις αμερικάνικες βάσεις στην Ελλάδα και τελικά συμφωνείται να ανανεωθεί η λειτουργία τους έναντι ετήσιου τιμήματος 700 εκατομμυρίων δολαρίων. Έτσι κατοχυρώνεται η περίφημη αναλογία 7:10 για την αμερικάνικη βοήθεια σε Ελλάδα και Τουρκία.

Η έξοδος του τουρκικού ερευνητικού σκάφους Χόρα (Σισμίκ) για έρευνες στο Αιγαίο σε περιοχές της ελληνικής υφαλοκρηπίδας (καλοκαίρι 1976) προκαλεί ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η κυβέρνηση προσφεύγει στο Συμβούλιο Ασφαλείας ενώ ο Α. Παπανδρέου καλεί την κυβέρνηση να βυθίσει το Χόρα.

Το Γενάρη του ’77 ο Μακάριος συναντιέται με τον Ντενκτάς στην «πράσινη γραμμή» της Λευκωσίας παρουσία του γ.γ. του ΟΗΕ Κ. Βαλντχάιμ, όπου συμφωνείται να αρχίσουν διακοινοτικές συνομιλίες στο πλαίσιο μιας δικοινοτικής ομοσπονδίας.

Ο Μακάριος πεθαίνει τον Αύγουστο του ’77 και πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας εκλέγεται ο Σπ. Κυπριανού.

Στο μεταξύ το αντικατοχικό κίνημα στην Κύπρο έχει αρχίσει να υποχωρεί σαν αποτέλεσμα και της μεγάλης οικονομικής ανάπτυξης που σημειώνεται στο νησί.

Το Μάρτη του ’78 οι Καραμανλής και Ετζεβίτ συναντιούνται στο Μοντρέ της Ελβετίας όπου η Άγκυρα εγείρει απαιτήσεις για αφοπλισμό των νησιών του Αιγαίου, και παράλληλα ο Ντενκτάς καταθέτει στον ΟΗΕ σχέδιο «επίλυσης» του Κυπριακού που ουσιαστικά νομιμοποιεί τα τετελεσμένα και απορρίπτεται από τον Κυπριανού. Η συνάντηση του Μοντρέ δίνει πρόσχημα στους αμερικάνους να επικαλεστούν «πρόοδο» στο Κυπριακό και τα ελληνοτουρκικά και να άρουν το εμπάργκο όπλων στην Τουρκία.

Το Μάη του ’79 ξαναρχίζουν διακοινοτικές συνομιλίες στη βάση του πλαισίου που είχε συμφωνηθεί από τους Μακάριο-Ντενκτάς το ’77. Οι συνομιλίες κρατούν μέχρι το Μάρτη του ’80 που οι τούρκοι προχωρούν στον εποικισμό της «νεκρής ζώνης» της Αμμοχώστου. Στο μεταξύ έχει επιβληθεί (Γενάρης 1980) η στρατιωτική χούντα του Εβρέν στην Τουρκία, ενώ η Ελλάδα επανέρχεται στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ.

Στις ελληνικές εκλογές του ’81 επικρατεί το ΠΑΣΟΚ και το Μάη του ‘82 ο Α. Παπανδρέου πραγματοποιεί επίσημη επίσκεψη στην Κύπρο. Προβάλλει τη θέση για διεθνοποίηση του Κυπριακού εφόσον δεν υπάρξει πρόοδος στις διακοινοτικές συνομιλίες και διαχώρισε το Κυπριακό από τα άλλα ζητήματα των ελληνοτουρκικών διαφορών. Το ΠΑΣΟΚ κινούνταν στη λογική της «συμπαράταξης-συναπόφασης» με την κυπριακή κυβέρνηση, με τον πρώτο ρόλο στην Ελλάδα σαν «μητρόπολη του ελληνισμού», λογική που είχαν όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις και αποτελούσε σημείο τριβής και εντάσεων στις σχέσεις Ελλάδας-Κύπρου. Η εκλογική σύμπραξη του Κυπριανού με το ΑΚΕΛ που ακολουθούσαν τη γραμμή της διεθνοποίησης και υποστήριζαν ότι τον αποφασιστικό ρόλο πρέπει να τον έχει η Κύπρος και όχι η Ελλάδα, έφερε ένταση στις σχέσεις Αθήνας-Λευκωσίας.

Νικητής των εκλογών (Φλεβάρης ’83) ο Κυπριανού προσφεύγει στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ όπου υιοθετείται ψήφισμα (Μάης ’83) που θέτει την αποχώρηση των δυνάμεων κατοχής (για πρώτη φορά αναφέρονται κατοχικές και όχι ξένες δυνάμεις), την πλήρη αποστρατικοποίηση του νησιού, την μη αποδοχή των όποιων τετελεσμένων της τουρκικής εισβολής, και καλούσε τα δύο μέρη να μην προβούν σε μονομερείς ενέργειες που θα περιέπλεκαν το πρόβλημα. Ο Ντενκτάς αρνείται τη συμμετοχή του σε συνομιλίες και απειλεί ότι θα προχωρήσει στην ανακήρυξη τουρκοκυπριακού κράτους.

Το καλοκαίρι του ’83 με πρωτοβουλία του γ.γ. του ΟΗΕ Ξ.Π. ντε Κουεγιάρ, εκπονείται σχέδιο επίλυσης του Κυπριακού που συνίσταται στη δημιουργία μιας μορφής διζωνικής ομοσπονδίας. Το σχέδιο προέβλεπε παραχώρηση 23-30% του εδάφους στην τουρκοκυπριακή κοινότητα, δημιουργία Άνω (με ίση εκπροσώπηση) και Κάτω Βουλής (με εκπροσώπηση των τουρκοκυπρίων σε ποσοστό 20-30%), ελληνοκύπριο πρόεδρο και τουρκοκύπριο αντιπρόεδρο και συμμετοχή των τουρκοκυπρίων στην κυβέρνηση σε ποσοστό 40% ή εναλλαγή ελληνοκύπριων/τουρκοκύπριων στην προεδρία και συμμετοχή στην κυβέρνηση σε ποσοστά 70/30%. Το ΑΚΕΛ και ο ΔΗΣΥ (Κληρίδης) υποστηρίζουν ότι το σχέδιο πρέπει να γίνει αποδεκτό, ενώ ο Κυπριανού το απορρίπτει. Ο Ντενκτάς απορρίπτει το σχέδιο και απειλεί να ανακηρύξει το ψευδοκράτος του στο βαθμό που ο Κυπριανού δεν συναντηθεί μαζί του να συζητήσουν για διζωνική ομοσπονδία. Στις 15 Νοέμβρη πραγματοποιεί τις απειλές του και ανακηρύσσεται η «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου». Νέο ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας καταδικάζει την ανακήρυξη του ψευδοκράτους, καλεί όλα τα κράτη-μέλη του οργανισμού να μην αναγνωρίσουν το ψευδοκράτος και επαναβεβαιώνει ότι νόμιμος εκπρόσωπος όλου του κυπριακού λαού είναι η κυπριακή κυβέρνηση. Παρά τη μη αναγνώρισή του παρά μόνο από την Τουρκία, η ανακήρυξη του τουρκοκυπριακού ψευδοκράτους παγίωσε παραπέρα τα τετελεσμένα, με τα καταδικαστικά ψηφίσματα του ΟΗΕ να μένουν κενό γράμμα.

Τον Αύγουστο του ’84 ο Κουεγιάρ καλεί σε χωριστές διαβουλεύσεις τους εκπροσώπους της ελληνοκυπριακής και τουρκοκυπριακής πλευράς. Το περιεχόμενο των προτάσεων Κουεγιάρ δεν δημοσιοποιήθηκε αλλά μεταξύ άλλων δεν υπήρχε αναφορά για αποχώρηση των στρατευμάτων κατοχής από το νησί και ζητιόταν από την ελληνοκυπριακή πλευρά να μην εμμένει στην ανάκληση του ψευδοκράτους. Το Γενάρη του ’85 γίνεται συνάντηση Κυπριανού-Ντενκτάς στη Ν. Υόρκη χωρίς αποτέλεσμα.

Το 1987 νέα έξοδος του Σισμίκ για έρευνες σε περιοχές της ελληνικής υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο δημιουργεί πολεμικό κλίμα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ενώ οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις βρίσκονται σε πολεμική ετοιμότητα, η κυβέρνηση απειλεί με «καταλυτική αλλαγή στο σύστημα άμυνας των δυτικών». Τελικά η κρίση εκτονώνεται αφού το Σισμίκ περιορίζεται στα τουρκικά χωρικά ύδατα.

Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις μπαίνουν σε νέα φάση με τη συνάντηση Παπανδρέου-Οζάλ στο Νταβός της Ελβετίας το Γενάρη του ’88. Η συνάντηση κατέληξε στην προώθηση της συνεργασίας των δύο χωρών σε οικονομικά και πολιτιστικά θέματα, ενώ συμφωνήθηκε να καταγραφούν από επιτροπή εργασίας τα προβλήματα που θα αποτελέσουν αντικείμενο του ελληνοτουρκικού διαλόγου και να πραγματοποιηθεί επίσκεψη του Οζάλ στην Αθήνα. Η συνάντηση προκαλεί πλήθος αντιδράσεων στην Αθήνα ακόμα και στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ, αντιδράσεις που εντείνονται όταν αποκαλύπτεται κατά τη συνάντηση ο Οζάλ είπε πως δεν υπάρχουν ελληνοκύπριοι αγνοούμενοι στην Τουρκία. Η επιτροπή εργασίας που συνέρχεται το Μάη καταλήγει στην αμοιβαία άρση του βέτο για την πραγματοποίηση έργων υποδομής του ΝΑΤΟ στις δύο χώρες, στο «δικαίωμα χρήσης της ανοικτής θαλάσσης και του διεθνούς εναερίου χώρου του Αιγαίου» από τις δύο χώρες, και η Τουρκία αποσύρει από τα υπό συζήτηση ζητήματα το θέμα της μειονότητας στη Θράκη. Τον Ιούνη ο Οζάλ επισκέπτεται την Αθήνα μέσα σε κύμα διαδηλώσεων, όπου προβαίνει σε προκλητικές δηλώσεις ότι η Ελλάδα χρωστά την αποκατάσταση της δημοκρατίας στον Αττίλα και ότι και οι δύο χώρες είναι παιδιά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Το Κυπριακό στην εποχή της Νέας Τάξης Πραγμάτων

Στη δεκαετία του ’90, με την κατάρρευση των πρώην σοσιαλιστικών χωρών και την είσοδο στην εποχή της Νέας Τάξης Πραγμάτων τροποποιείται το σκηνικό και οι όροι για το Κυπριακό. Οι αμερικάνοι ιμπεριαλιστές θέλουν να κλείνουν ανοιχτά ζητήματα και να ξεμπερδεύουν με οτιδήποτε ενοχλεί τους σχεδιασμούς τους και δεν ευθυγραμμίζεται απόλυτα με την πολιτική και τα συμφέροντά τους. Ο ΟΗΕ διαμορφώνεται σε πρωτοκολλητή των νεοταξικών επιλογών και αποφάσεων και το διεθνές δίκαιο, τα ανθρώπινα δικαιώματα, η εθνική ανεξαρτησία και κυριαρχία είναι έννοιες κενές περιεχομένου. Η αστική τάξη της Τουρκίας ανεβάζει τις απαιτήσεις και τον επεκτατισμό της εκμεταλλευόμενη τη θέση και το ρόλο της στην περιοχή, ενώ η ελληνική πολιτική γίνεται όλο και πιο ραγιάδικη και υποχωρητική, έτοιμη να δώσει γη και ύδωρ όταν αυτό της ζητιέται. Παράλληλα, η ανάπτυξη της κυπριακής οικονομίας φέρνει το εθνικό σε δεύτερη μοίρα. Για την ελληνοκυπριακή αστική τάξη το πρωτεύον είναι η επέκταση των δραστηριοτήτων της και διατίθεται να προχωρήσει σε υποχωρήσεις και συμβιβασμούς προκειμένου να απαλλαγεί από το άλυτο πρόβλημα. Η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση γίνεται στρατηγικός στόχος και καλλιεργείται η αντίληψη ότι η ένταξη και το ευρωπαϊκό «κεκτημένο» θα είναι η πανάκεια για την επίλυση του Κυπριακού.

Το 1992 το Συμβούλιο Ασφαλείας υιοθετεί πρόταση του γ.γ. του ΟΗΕ Μπ. Γκάλι για λύση του Κυπριακού στη βάση διζωνικής ομοσπονδίας. Γίνονται συνομιλίες μεταξύ Βασιλείου (πρόεδρος της Κύπρου από το ’88) και Ντενκτάς πάνω στην πρόταση Γκάλι, σε δύο φάσεις. Ο Ντενκτάς εμφανίζεται αδιάλλακτος και οι συνομιλίες ναυαγούν.

Το 1993 εγκαινιάζεται το δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου Ελλάδας-Κύπρου, με βάση το οποίο πραγματοποιούνται κοινές ασκήσεις των δύο χωρών.

Στις αρχές του ’96 έχουμε ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις με αφορμή την αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας στις βραχονησίδες Ίμια από την Τουρκία. Μια σειρά ελληνικά νησιά και βραχονησίδες θεωρούνται «γκρίζες ζώνες» από την Άγκυρα. Το «ευχαριστώ» του Σημίτη στους αμερικάνους έμεινε στην ιστορία σαν η πιο ραγιάδικη δήλωση έλληνα πολιτικού στη μεταπολιτευτική Ελλάδα. Αρχίζουν ελληνοτουρκικές συνομιλίες με αμερικάνικη εποπτεία στη βάση Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης στο Αιγαίο.

Το καλοκαίρι του ’96 ελληνοκύπριοι διαδηλωτές επιχειρούν να περάσουν την «πράσινη γραμμή». Οι Σ. Σολωμού και Τ. Ισαάκ εκτελούνται εν ψυχρώ από τούρκους στρατιώτες.

Το 1997 η Κύπρος υπογράφει συμφωνία για την αγορά του ρωσικού πυραυλικού αντιαεροπορικού συστήματος S-300. Μετά από έντονα αμερικανικά και τουρκικά διαβήματα και πιέσεις ο Κληρίδης (πρόεδρος της Κύπρου από το ’93) αποφασίζει να μην αναπτυχθούν οι πύραυλοι στην Κύπρο αλλά να… αποθηκευτούν στην Κρήτη. Την ίδια χρονιά η Κυπριακή Δημοκρατία γίνεται υποψήφια χώρα για ένταξη στην ΕΕ.

Η «μετασεισμική» περίοδος των ελληνοτουρκικών σχέσεων φέρει έντονα την αμερικάνικη βούλα. Συναντήσεις Γιωργάκη-Τζεμ και Κληρίδη-Ντενκτάς σε διαπραγματεύσιμα και «αδιαπραγμάτευτα» θέματα. Εναγκαλισμοί των δύο ΥπΕξ, δηλώσεις περί αμοιβαίας φιλίας και αλληλοεκτίμησης, ζεϊμπέκικα και άλλα φαιδρά, που αποσκοπούν στο να διαμορφώσουν την κοινή γνώμη ώστε να αποδεχτεί χωρίς πολλές αντιδράσεις την επερχόμενη νεοταξική ρύθμιση στο Αιγαίο και στην Κύπρο και τη νομιμοποίηση των τετελεσμένων του Αττίλα. Η τουρκική εισβολή και κατοχή έγινε «πολιτικό πρόβλημα» που πρέπει να ρυθμιστεί με ρεαλισμό, σύνεση, υπευθυνότητα και χωρίς τις «αναχρονιστικές» εμμονές του παρελθόντος.

Έτσι, η ελληνική πλευρά όχι απλά αίρει τις αντιρρήσεις της αλλά γίνεται ο θερμότερος υποστηριχτής της ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση στη σύνοδο του Ελσίνκι το Δεκέμβρη του ’99. Το Δεκέμβρη του 2002 στη σύνοδο κορυφής της ΕΕ στην Κοπεγχάγη ορίζεται η 1η Μάη 2004 ως ημέρα όπου η Κυπριακή Δημοκρατία θα είναι μέλος της ΕΕ. Ο επίσημος πολιτικός κόσμος σε Ελλάδα και Κύπρο πανηγυρίζει το γεγονός θεωρώντας την ένταξη σαν πανάκεια για την επίλυση του «πολιτικού προβλήματος», ενώ οι αμερικάνοι πιέζουν για άμεση λύση.

Το σχέδιο Ανάν

Έχοντας εξασφαλισμένη την υποχωρητικότητα και τον ενδοτισμό της ελληνοκυπριακής και ελληνικής πλευράς και διαγράφοντας όλα τα προηγούμενα ψηφίσματα και αποφάσεις του ΟΗΕ, ο Κ. Ανάν παρουσιάζει το Νοέμβρη του 2002 το πρώτο σχέδιο για το Κυπριακό. Οι πιέσεις και οι εκβιασμοί των αμερικάνων και των εντολοδόχων τους δίνουν και παίρνουν και τον περασμένο Φλεβάρη οι εκπρόσωποι των δύο κοινοτήτων παρουσία εκπροσώπων της ελληνικής και τουρκικής κυβέρνησης συμφωνούν στη σύγκληση τετραμερούς διάσκεψης βάσει του σχεδίου Ανάν και δέχονται την επιδιαιτησία του Κ. Ανάν σε περίπτωση μη συμφωνίας. Το τελικό σχέδιο θα πρέπει να εγκριθεί από δημοψηφίσματα στις δύο κοινότητες πριν την 1η Μάη 2004.

Στις διαπραγματεύσεις στη Λουκέρνη γίνονται δεκτές όλες οι ενστάσεις και οι τροποποιήσεις της τουρκοκυπριακής πλευράς και το τελικό σχέδιο διαγράφει ένα κράτος-έκτρωμα νομιμοποιώντας και επιβραβεύοντας τα τετελεσμένα του Αττίλα. Η «συμβουλευτική» παρουσία του Φερχόιγκεν έδειξε κατά πόσο και για ποιους είναι κεκτημένο το ευρωπαϊκό «κεκτημένο».

Το σχέδιο Ανάν δημιουργεί ένα κράτος-έκτρωμα με δύο συστατικά κράτη που θα έχουν δική τους νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική εξουσία, και ένα κεντρικό, και ξεχωριστές υπηκοότητες, σημαίες και εθνικούς ύμνους. Δημιουργούνται δύο κοινοβουλευτικά σώματα, το ένα με ποσοστά 75-25% και το άλλο με ποσοστά 50-50%. Δημιουργείται 6μελές υπουργικό συμβούλιο (4-2) που για να πάρει αποφάσεις θα πρέπει τουλάχιστον ο ένας τουρκοκύπριος να συμφωνήσει με τους 4 ελληνοκύπριους.

Την επίβλεψη της λειτουργίας του συντάγματος θα την έχει 9μελές ανώτατο δικαστήριο που η σύνθεσή του θα είναι 3 ελληνοκύπριοι, 3 τουρκοκύπριοι και 3 ξένοι και θα επιδικάζει διαφορές μεταξύ των συστατικών κρατών ή μεταξύ των συστατικών και του κεντρικού κράτους σχετικά με την εγκυρότητα των νόμων και την ερμηνεία των συνταγματικών διατάξεων. Ακόμα, θα αποφασίζει για τυχόν διαφορές που μπορεί να προκύψουν στο εδαφικό. Η κεντρική τράπεζα θα διοικείται από τριμελές συμβούλιο όπου το ένα μέλος μπορεί να μην είναι κύπριος.

Ο στρατός κατοχής παραμένει στο νησί και μειώνεται σταδιακά μέχρι να φτάσει στα επίπεδα της συμφωνίας της Ζυρίχης (950 έλληνες στρατιώτες, 650 τούρκοι). Το κυπριακό «κράτος» δεν θα διαθέτει δικό του στρατό.

Δεν τροποποιείται το καθεστώς των βρετανικών βάσεων και δημιουργείται ουσιαστικά ένα τρίτο ξεχωριστό κράτος στην Κύπρο, το αγγλικό το οποίο αποκτά τη διάσταση νομίμου κράτους – γι’ αυτό ορισμένοι σωστά μιλούν για τριχοτόμηση και όχι διχοτόμηση. Με βάση το νέο σύνταγμα, τα δύο συστατικά κράτη αποδέχονται ότι δεν έχουν κανένα δικαίωμα να αμφισβητήσουν το καθεστώς των αγγλικών βάσεων. Μάλιστα, οι βάσεις αποκτούν κυριαρχικά δικαιώματα στον εναέριο χώρο, στη θάλασσα και στην υφαλοκρηπίδα, τα όρια της οποίας μάλιστα θα καθορίσουν οι ίδιοι οι Άγγλοι (!).

Επιστρέφεται ένα μικρό μέρος των κατεχόμενων εδαφών. Το τουρκοκυπριακό κράτος θα καλύπτει το 30% τους εδάφους του νησιού (τα κατεχόμενα καλύπτουν το 37%). Ουσιαστικά παραμένουν όλοι οι έποικοι. Επιστρέφει σταδιακά ένας αριθμός προσφύγων χωρίς όμως να έχει πολιτικά δικαιώματα. Όσοι δεν επιστρέψουν αποζημιώνονται. Το κόστος των αποζημιώσεων δεν επιβαρύνει τον εισβολέα, αλλά κατά το μεγαλύτερο μέρος θα καλυφθεί από τους ελληνοκύπριους. Παύουν οι προσφυγές στο ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρώπινων Δικαιωμάτων και δεν επιδικάζονται όσες έχουν ήδη γίνει. Δίνεται στους ελληνοκύπριους η δυνατότητα απόκτησης δευτερεύουσας κατοικίας στο τουρκοκυπριακό κράτος, αλλά με τον περιορισμό της 15ετίας ή μέχρις ότου το ΑΕΠ του τουρκοκυπριακού κράτους φτάσει το 85% του αντίστοιχου ελληνοκυπριακού. Οι ελληνοκύπριοι που θα εγκατασταθούν τελικά (μετά από 19 χρόνια ή μέχρι την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ) στο τουρκοκυπριακό κράτος δεν θα μπορούν να υπερβαίνουν το 1/3 του πληθυσμού του.

Ένα νεοταξικό προτεκτοράτο: Δύο κράτη, τρεις σημαίες, τρεις διεθνείς επιδιαιτητές

Το σχέδιο Ανάν δημιουργεί ένα «κράτος» νεοταξικό προτεκτοράτο χωρίς κρατική υπόσταση επί της ουσίας, χωρίς καμία έννοια ανεξαρτησίας και κυριαρχίας, όπου οι όποιες αποφάσεις θα ελέγχονται και θα επικυρώνονται από τους ξένους εγκάθετους δικαστές, και που θα κηδεμονεύεται από τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό. Ένα διχοτομημένο «κράτος» έκτρωμα που η μειονότητα είναι ισότιμος εταίρος με την πλειονότητα και μπορεί να μπλοκάρει την οποιαδήποτε απόφαση καθιστώντας αδύνατη και τη στοιχειώδη λειτουργία του. Το σχέδιο Ανάν επισημοποιεί τη διχοτόμηση του νησιού και νομιμοποιεί την τουρκική εισβολή και κατοχή.

Ο επίσημος πολιτικός κόσμος σε Ελλάδα και Κύπρο έσπευσε να συστήσει «σύνεση, ψυχραιμία και υπευθυνότητα» μετά την ανακοίνωση του τελικού σχεδίου. Αποδεχόμενοι τον ωμό εκβιασμό των ιμπεριαλιστών, προσπαθούν να εκβιάσουν με τη σειρά τους τον κυπριακό λαό και στήνουν ολόκληρη επιχείρηση διαμόρφωσης της κοινής γνώμης για τα «θετικά» του σχεδίου και τις «καταστροφικές» συνέπειες της άρνησής του, προσπαθώντας να υποκλέψουν τη θετική ψήφο των ελληνοκυπρίων. Πρώτος απ’ όλους ο Γιώργος Παπανδρέου, πιστός υπηρέτης του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, συνεπής προωθητής και εφαρμοστής της αμερικάνικης γραμμής για τα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό τα τελευταία χρόνια, δήλωσε απερίφραστα την υποστήριξή του στο σχέδιο. Η ΝΔ και ο ΣΥΝ παίζουν κρυφτούλι δηλώνοντας δι’ αντιπροσώπων την υποστήριξή τους, αλλά αναμένοντας την τοποθέτηση των κυπριακών κομμάτων για να τοποθετηθούν επίσημα.

Ο κυπριακός λαός όμως τους «χάλασε τη σούπα». Το κλίμα του ΟΧΙ στο δημοψήφισμα παραμένει δυνατό, παρόλο που έχουν πέσει πάνω του ο ιμπεριαλισμός, ο ΟΗΕ, οι ντόπιες αστικές τάξεις, ελλαδικά κι ελληνοκυπριακή, παρόλο που έχει πέσει πάνω του ο «ρεαλισμός», οι απειλές για χειρότερο μέλλον και καταστροφή εάν δεν λυθεί τώρα το Κυπριακό, οι κάθε είδους εκβιασμοί, ακόμη και η εξαγορά με τα εκατομμύρια δολάρια που υπόσχονται οι «δωρητές» ότι θα εισρεύσουν αν το δημοψήφισμα βγάλει ΝΑΙ στις δυο πλευρές του νησιού. Ο κυπριακός λαός αρνείται να γίνει η Κύπρος προτεκτοράτο, αρνείται να νομιμοποιήσει τη διχοτόμηση, για την οποία έχουν αγωνιστεί πολλές δεκαετίες τώρα οι ισχυροί του κόσμου. Αρνείται να ξεχάσει τις βαρβαρότητες του Αττίλα, να ξεχάσει τους πρόσφυγες, τους αγνοούμενους, τους νεκρούς του.

Ο κυπριακός λαός λέει ΟΧΙ στο σχέδιο Ανάν. Το ΟΧΙ στις 24 Απρίλη είναι ένα πρώτο βήμα. Το αναγκαίο επόμενο βήμα όμως πρέπει να είναι η ανάπτυξη ενός μαζικού λαϊκού κινήματος που να αντιμάχεται την ιμπεριαλιστική Νέα Τάξη, να παλεύει για τον τερματισμό της διχοτόμησης και της τουρκικής κατοχής, για μια ενιαία και ανεξάρτητη Κύπρο, χωρίς ξένους στρατούς και βάσεις, χωρίς κηδεμόνες, με ίσα δικαιώματα στην τουρκοκυπριακή μειονότητα, με τον κυπριακό λαό αφέντη στον τόπο του.

10-4-2004

Ένα τριπλό κοινό μέτωπο: Το αστικό και ραγιάδικο ΝΑΙ-Το κοσμοπολίτικο ΝΑΙ-Το εθνικιστικό ΟΧΙ

Όσοι έχουν αναλάβει εργολαβικά να προωθήσουν το σχέδιο Ανάν (δηλαδή όλες αυτές οι «ρεαλιστικές» φωνές που τραγουδάνε στον ίδιο σκοπό με τον Σημίτη, το Μητσοτάκη, το Γ. Παπανδρέου, τον Καραμανλή, το Μάνο, τον Ανδρουλάκη), αντιλαμβάνονται το ρεαλισμό ως ακόμη μία εξυπηρέτηση του αμερικανοβρετανικού παράγοντα. Ξέρουν ότι ειδικά σήμερα που έχουν ανοίξει οι ασκοί του Αιόλου σε όλη την ευρύτερη περιοχή, είναι επιτακτικό για τις ΗΠΑ: α) Να ελέγξουν αποφασιστικά τη σημαντικής γεωστρατηγικής σημασίας Κύπρο. β) Να «ρυθμίσουν» την εσωτερική λογική και την «προστασία» αυτού του μεγάλου τόξου της Νοτιοανατολικής Μεσογείου. γ) Να δώσουν μπόνους στον σημαντικότατο σύμμαχο Τουρκία και να επενδύσουν στο φασιστικό άξονα Τουρκία – Ισραήλ. δ) Να επιχειρήσουν δυναμικά την αναδιάταξη δυνάμεων και επιρροής, σε μια στιγμή που οι «σύμμαχοι» έτεροι ιμπεριαλιστές Ευρωπαίοι δεν δείχνουν τη διάθεση –κι ούτε έχουν τη δύναμη– να κοντράρουν τις ΗΠΑ.

Αυτά τα δεδομένα επέβαλαν στο ελλαδικό αστικό πολιτικό προσωπικό να αποδυθεί σε έναν τιτάνιο αγώνα υπέρ της διχοτόμησης και προτεκτορατοποίησης της Κύπρου. Και έβγαλαν μπροστά παραδοσιακές και νέες ραγιάδικες φωνές να διατρανώσουν κηρύγματα υποτέλειας ενδεδυμένα με μπόλικο ρεαλισμό. Και χρησιμοποιώντας καταφανή ψεύδη (επιστροφή Aμμόχωστου και Mόρφου, αποστρατιωτικοποίηση, απομάκρυνση εποίκων, ευρωπαϊκή προοπτική…), χυδαίες συκοφαντίες (όσοι ομιλούν ενάντια στη «λύση» Ανάν ταυτίζονται με εθνικιστικές, μισαλλόδοξες, ακόμα και φασιστικές λογικές), εκβιασμούς (είναι η τελευταία ευκαιρία για το Κυπριακό). Πρόκειται για την ευθεία γραμμή επικοινωνίας και συνεργασίας που συνδέει τον ιμπεριαλισμό με τον αστικό πολιτικό κόσμο της χώρας μας, ο οποίος αγωνίζεται για τα… πατροπαράδοτα «ιερά και όσια της εθνικής πολιτικής»: την εξυπηρέτηση, την υπόκλιση, την υποταγή στους πάτρωνες, που παίρνει ιδιαίτερη ένταση στις σημερινές συνθήκες του νεοταξικού εμπρησμού και του διαρκούς πολέμου. Η ιστορία με το Κυπριακό είναι για τον ελλαδικό αστικό πολιτικό κόσμο και ένα τεστ υποχωρητικότητας, αφού εδώ και χρόνια έχουν ανοίξει τα θέματα του Αιγαίου, της υφαλοκρηπίδας. Και η Τουρκία αδημονεί…

Η έμπειρη στις εθνικές υποκλίσεις αμερικανόφιλη φωνή του ΠΑΣΟΚ και του Γ. Παπανδρέου φέρνει τον ελληνικό και τον κυπριακό λαό «προ των ευθυνών του» και υπερασπίζεται ό,τι έχει χτίσει τα τελευταία χρόνια της κατά –αμερικανική– παραγγελία ελληνοτουρκικής προσέγγισης. Όμως και η στάση της κυβέρνησης Καραμανλή είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη: η εικόνα της “άρνησης” στη Λουκέρνη μετατράπηκε πολύ γρήγορα σε “θετική” ουδετερότητα. Αξιοποιώντας την εθνική συναίνεση που απλόχερα της προσφέρθηκε από Δεξιά και Αριστερά και εμβαπτισμένη στη μη υπογραφή της Λουκέρνης, η κυβέρνηση μπορεί να διαφοροποιείται από τον έξαλλο αμερικανισμό του Γ. Παπανδρέου και έτσι να λειτουργήσει πιο αποτελεσματικά στον “εθνικό κορμό” της υποτέλειας, αλλά και να διαχειριστεί πιθανούς κλυδωνισμούς της πρόσφατης λαϊκής υποστήριξης ψήφου, η οποία είχε σε ένα βαθμό και τέτοιους χρωματισμούς, ενάντια στην ακραία υποτέλεια της κυβέρνησης Σημίτη – Παπανδρέου.

Αυτό το μαύρο μέτωπο εκμεταλλεύεται το εθνικιστικό δηλητήριο που ενστάλαξαν και έθρεψαν στην Κύπρο οι Άγγλοι και οι Αμερικάνοι ιμπεριαλιστές, για να νομιμοποιήσουν σήμερα μια «λύση» που θα δίνει αύριο κάθε περιθώριο για να ξεσπάσουν ακόμη πιο επικίνδυνες εθνικιστικές αντιπαραθέσεις, τις οποίες θα εκμεταλλευτεί και πάλι για να διαιωνίσει την κυριαρχία του ο αγγλοαμερικάνικος ιμπεριαλισμός. Αποτελεί μια τεράστια λαθροχειρία να χρησιμοποιούνται τα εγκλήματα των ιμπεριαλιστών, που με τη διαχρονική συνενοχή της ελλαδικής αστικής τάξης, του κυπριακού αστισμού και με την παλαιότερη συνεργασία παρακρατικών και φασιστών, βύθισαν τους ελληνοκύπριους και τους τουρκοκύπριους στο διχασμό, στο μίσος και το αίμα και έδωσαν έδαφος στην τουρκική επιθετικότητα, για να νομιμοποιηθεί σήμερα το «κράτος Ανάν», που διαιωνίζει αυτή τη γεμάτη ανοιχτές πληγές και κινδύνους για το μέλλον κατάσταση.

Ο σωβινισμός και ο εθνικισμός που προβάλλουν ως φόβητρο οι υπηρέτες του πιο φτηνού ραγιάδικου εθνικισμού της “ισχυρής Ελλάδας”, γεννιέται και θα αναπτύσσεται όλο και περισσότερο, όσο εμπεδώνεται η νεοταξική κυριαρχία. Μόνο ο αγώνας για ανεξαρτησία ειρήνη και δικαιοσύνη, αγώνας που απευθύνεται και αφορά τους ίδιους τους λαούς τον ελληνικό, τον κυπριακό, τον τουρκικό ενάντια στους ξένους “προστάτες” και τους ντόπιους υποτελείς μπορεί να αναπτύξει τη φιλία και την αλληλεγγύη, να απομονώσει την πατριδοκαπηλία, τους μισαλλόδοξους φανατισμούς και το σκοταδισμό. Αυτά, δηλαδή, τα ιδεολογικά δηλητήρια των λαϊκών συνειδήσεων που στη σύντομη ιστορία της νεοταξικής αταξίας είναι τα πιο πολύτιμα όπλα των αμερικάνων και ευρωπαίων ιμπεριαλιστών, κάτω από τις μεγάλες κουβέντες περί

πολυπολιτισμικότητας”, “προστασίας των μειονοτήτων”, “πολυεθνιστικών” κρατικών μορφωμάτων. Ποιος δεν το βλέπει στη Βοσνία χτες, στο Κόσοβο σήμερα, στο κυπριακό «κράτος Ανάν»;

Ποιος ξεχνάει και τι;

Ένα απλό περιδιάβασμα στην ιστορία του Κυπριακού δείχνει με τον πιο απερίφραστο τρόπο ότι αυτή είναι άμεσα συνυφασμένη με τις παρεμβάσεις και τους ανταγωνισμούς των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων στην ευρύτερη περιοχή, η οποία έχει αποδειχθεί από τις πλέον θερμές του πλανήτη. Αν κανείς απαλείψει αυτή την κύρια πλευρά, του ιμπεριαλισμού δηλαδή, ειδικά στην εποχή της Νέας Τάξης Πραγμάτων, αν επίσης «ξεχάσει» τη διαχείριση που επεφύλαξαν στο ζήτημα οι ντόπιες υποτελείς αστικές τάξεις, ελλαδική κι ελληνοκυπριακή, αν «παραλείψει» την πολιτική και τις βλέψεις του τούρκικου επεκτατισμού όχι μόνο στην Κύπρο αλλά σε όλη την περιοχή, τότε είναι πανεύκολο:

α) να κλείσει τα μάτια του στη νέα προσπάθεια διχοτόμησης που επιχειρείται με το σχέδιο Ανάν, προσπάθεια που ουσιαστικά διαρκεί δεκαετίες,

β) να θεωρήσει «βιώσιμη και λειτουργική λύση» (γιατί το «δίκαιη» το έχουν ξεχάσει όλοι) την προτεκτορατοποίηση του νησιού,

γ) να ανακαλύψει εθνικιστική διάθεση πίσω από την αντίθεση και σε αυτό το νέο ιμπεριαλιστικό σχέδιο Ανάν το οποίο δημοψηφίστηκε στις 24 Απρίλη,

δ) να ευλογήσει έστω και με ολίγη (ή λίγο περισσότερη) κριτική τις αφόρητες πιέσεις, εκβιασμούς και απειλές που έχουν ασκηθεί για το ΝΑΙ στο δημοψήφισμα, ένα ΝΑΙ που θα λύσει υποτίθεται το πρόβλημα,

ε) να συνεχίσει να θεωρεί λύση στο Κυπριακό την ευρωπαϊκή πορεία της Κύπρου, τη στιγμή μάλιστα που αυτό το επιχείρημα –το οποίο πιπιλάει η ελλαδική και η ελληνοκυπριακή αστική τάξη πολλά χρόνια τώρα– καταρρέει υπό το βάρος των διχοτομικών εξελίξεων (ακριβώς όπως κατέρρευσε και το παλαιότερο αντίστοιχο ελλαδίτικο επιχείρημα ότι μια Ελλάδα ενταγμένη στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες δεν θα αντιμετώπιζε ποτέ κίνδυνο σε εθνικά της θέματα),

στ) να διατυπώσει τα «καλά» και τα κακά ενός ιμπεριαλιστικού σχεδίου και αφού τα βάλει σε μια ζυγαριά να αποδεχτεί ασμένως τη διχοτόμηση της Κύπρου (όπως έκαναν στην Ελλάδα η κυβέρνηση της ΝΔ, το αμερικανοποιούμενο ΠΑΣΟΚ του Γ. Παπανδρέου, αλλά και ο Συνασπισμός της Αριστεράς της Οικολογίας κλπ.).

ζ) να «ξεχάσει» αυτή την εντυπωσιακή και τερατώδη εκστρατεία ιδεολογικού εκφοβισμού των λαών της Ελλάδας και της Κύπρου απέναντι στη νεοταξική κυριαρχία που εκφράζει το σχέδιο Ανάν και την οποία είδαμε να στήνεται τις τελευταίες εβδομάδες.

Όταν όμως ξεχνάει κανείς όλα τα παραπάνω, δύσκολα μπορεί να διακρίνει τα σύνορα ανάμεσα στο διεθνισμό και τον κοσμοπολιτισμό, τη φιλοϊμπεριαλιστική στάση. Και εύκολα γεννάει «αντιεθνικιστικές» κορόνες οι οποίες πολύ λίγο διαφέρουν από τις ραγιάδικες φωνές που υποστηρίζουν τη νεοταξική λύση στην Κύπρο. Για παράδειγμα, οι «ρεαλιστικές» φωνές –που εδράζονται και σε μερίδα της αριστεράς στην Ελλάδα– ταυτίζουν το ΟΧΙ στο σχέδιο Ανάν, με ακροδεξιούς κύκλους, ή έστω με έναν αριστερό εθνικισμό. Είναι αλήθεια ότι φωνές του λεγόμενου «πατριωτικού» ΠΑΣΟΚ διατρανώνουν το ΟΧΙ – ακόμη και ο Λαλιώτης, το ίδιο. Είναι αλήθεια ότι αρκετές εθνικιστικές φωνές έχουν σηκώσει τη σημαία του ΟΧΙ. Είναι επίσης αλήθεια όμως ότι ιστορικά τέτοιοι κύκλοι έχουν ταυτιστεί με την προδοσία και το ξεπούλημα της Κύπρου, με τις φασιστικές και παραστρατιωτικές τουρκοφαγικές συμμορίες, ή και με τη βαθιά υποτέλεια και την πολιτική του γιες μεν, με την εκχώρηση της Ελλάδας στους διεθνείς προστάτες της. [Όπως είναι εξίσου αλήθεια ότι πλούσιο έδαφος δράσης και εθνικιστικής δημαγωγίας άφησε σε αυτές τις φωνές η τραγική απουσία και αδιαφορία της αριστεράς τα τελευταία 25 χρόνια στα σχετικά με το Κυπριακό θέματα]. Με απλά λόγια ειπωμένο, το ακροδεξιό ΟΧΙ είναι το ίδιο αμαρτωλό με το αστικό, κοσμοπολίτικο, ρεαλιστικό, διχοτομικό, προδοτικό ΝΑΙ. Πρόκειται για δύο διαφορετικές στάσεις που συγκροτούν ένα κοινό μέτωπο, γιατί έχουν κοινή μήτρα: το ραγιαδισμό. Η υπηρέτηση ξένων αφεντάδων ενώνει ιστορικά και διαχρονικά αυτό το συρφετό ρεαλιστών, εθνικιστών, παραεκκλησιαστικών, κοσμοπολιτών, ακροδεξιών, νεοφιλελεύθερων.

Η αριστερά

Από την περίοδο του ’45-’50 ακόμα, στην Ελλάδα οποιαδήποτε αναφορά στο Κυπριακό θεωρείτο κομμουνιστικής προέλευσης και αντιμετωπιζόταν αναλόγως. Είναι αλήθεια ότι και τότε και αργότερα, ο κόσμος της Αριστεράς ήταν αυτός που έδινε με τους αγώνες του μάχη για το Κυπριακό. Το κομμουνιστικό κίνημα πάλευε μέσα στις εξελίξεις να εκφράσει τη γραμμή που θα έφερνε στο προσκήνιο το λαϊκό παράγοντα και θα έδενε ιδανικά τον αντικαπιταλιστικό με τον αντιιμπεριαλιστικό αγώνα.

Το Κυπριακό έγινε κεντρικό σημείο αντιπαράθεσης που εκφράστηκε με τις μεγάλες διαδηλώσεις και συγκρούσεις οι οποίες διαπαιδαγωγούσαν πολιτικά τη νεολαία και ανησυχούσαν τους ιθύνοντες πως η έκταση και η ορμητικότητά τους κρύβει τη συμπύκνωση όλης της αντίθεσης λαού από τη μια και κυβερνήσεων – ξενοκρατίας από την άλλη.

Η παρουσία του κόσμου στους δρόμους, και εδώ και στην Κύπρο, είναι σε μεγάλο βαθμό η αιτία που επί τόσα χρόνια τα σχέδια των ιμπεριαλιστών για την Κύπρο δεν γίνονταν αποδεκτά. Διαφορετικά, θα «είχαν ξεμπερδέψει με το πρόβλημα» από το ‘64 με το σχέδιο Άτσεσον, το οποίο δεν τόλμησαν να αποδεχτούν κάτω από τη λαϊκή κατακραυγή ενάντια στη διχοτόμηση του νησιού. Ανάλογη κατάσταση δημιουργούνταν κάθε φορά που προωθούνταν κάποιο σχέδιο σε βάρος του κυπριακού λαού. Ακόμα και η αποχώρηση της Ελλάδας απ’ το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ έγινε κάτω από το βάρος των λαϊκών κινητοποιήσεων ενάντια στην εισβολή στην Κύπρο και τις ευθύνες των αμερικανοNATOϊκών γι’ αυτή.

Ζήτημα παρέμβασης της Αριστεράς και του λαϊκού κινήματος ήταν λοιπόν το Κυπριακό για δεκαετίες. Αν την τελευταία 25ετία έχει αφεθεί να το θυμάται η Αριστερά όχι μόνο ευκαιριακά, όχι μόνο με «άσφαιρες τουφεκιές», αλλά και με πολύ ρεαλισμό, αυτό συνέβη γιατί το Κυπριακό ήταν πρόβλημα για την επίσημη αριστερά, άλλο τόσο όσο ήταν «μπελάς» για την ελληνική και την ελληνοκυπριακή αστική τάξη. Για τη δεύτερη σήμαινε προβλήματα στις σχέσεις με τους πάτρωνές της. Για την πρώτη σήμαινε προβλήματα για την ένταξή της στον «εθνικό κορμό» – και γι’ αυτό αναγκαστικά έπαιζε ανάμεσα στην κινητοποίηση και πίεση του λαού για υποστήριξη του αγώνα του κυπριακού λαού και για αντίθεση στα ιμπεριαλιστικά σχέδια, από τη μια, και στις πιέσεις «απ’ τα πάνω» για ρεαλισμό και αναγνώριση της εθνικής στρατηγικής από την άλλη. Έφτασε έτσι να ζητήσει και να επικροτήσει τη διεθνοποίηση του Κυπριακού (για να μπει στο παιχνίδι και η πάλαι ποτέ Σοβιετική Ένωση), να αποδεχτεί έστω και ως αναγκαίο συμβιβασμό τη διζωνική-δικοινοτική ομοσπονδία μετά το ’74 (διχοτόμηση δηλαδή), να απεμπολήσει κάθε σύνθημα για Κύπρο Ενιαία – Κυρίαρχη – Ανεξάρτητη, να αναγνωρίσει την πρωτοκαθεδρία του αστισμού στον εθνικό αγώνα (είτε με τη μορφή της Ένωσης Κέντρου στα ελλαδικά είτε με τη μορφή του Μακαρίου στα κυπριακά). Και να κρύβεται ταυτόχρονα πίσω από τις θέσεις της κυπριακής αριστεράς (του ΑΚΕΛ δηλαδή, του κόμματος που έχει αναδειχτεί σε πλειοδότη του ενδοτισμού και παλιά και πρόσφατα).

«Μοιραία» λοιπόν φτάνουμε στο «αριστερό» ΝΑΙ του Συνασπισμού της Οικολογίας κλπ., ΝΑΙ στο ιμπεριαλιστικό σχέδιο, ΝΑΙ στη διχοτόμηση, ΝΑΙ στην προτεκτορατοποίηση. «Μοιραία» όμως φτάνουμε και σε ένα ξεδοντιασμένο ΟΧΙ από την πλευρά του ΚΚΕ, επειδή «υποστηρίζουμε το ΟΧΙ ακριβώς γιατί το σχέδιο Ανάν δεν προβλέπει καν, δεν συγκροτεί μια διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία…» (Αλ. Παπαρήγα, μετά το πρόσφατο Συμβούλιο των Πολιτικών Αρχηγών της 15/4/2004).

Το «μοιραία» λοιπόν αφορά το γεγονός ότι η αριστερά έδιωξε γενικά από το λόγο της το Κυπριακό ως σημείο αντιιμπεριαλιστικού αγώνα και δράσης, το «παραχώρησε» στον ελλαδικό κι ελληνοκυπριακό αστισμό, το «χάρισε» στην εθνικιστική δημαγωγία, δεν πήρε πρωτοβουλίες ενώ ήταν φως-φανάρι ότι πλησίαζε εν μέσω αφόρητων εκβιασμών και απειλών η τελική «λύση», δεν «σήκωσε» το θέμα με τη –μόνιμη– δικαιολογία ότι δεν ασχολείται κανείς με αυτό. Αν μιλάς από την πλευρά της Αριστεράς και θέλεις να τα κάνεις όλα αυτά, ανοίγεις αυτή τη συζήτηση παντού όπου φτάνουν τα χέρια και τα πόδια σου, διαθέτεις όλες τις δυνάμεις, κάνεις φασαρία γι’ αυτά τα ζητήματα, γυρίζεις τον κόσμο ανάποδα κινητοποιώντας τον. Αντίθετα, αν αισθάνεσαι το βάρος της «εθνικής ομοψυχίας», τότε απλώς πηγαίνεις στο Συμβούλιο των Πολιτικών Αρχηγών και λες τη γνώμη σου στον Καραμανλή, στον Παπανδρέου και στον Στεφανόπουλο, κάνεις μια ανακοίνωση, άντε και μια συγκέντρωση, και τελεία.

Το αντιιμπεριαλιστικό ΟΧΙ

Το σχέδιο Ανάν δεν λύνει το Κυπριακό, ούτε συνιστά καλό πλαίσιο για την επίλυση. Είναι ένα νεοταξικό έκτρωμα που μετατρέπει ένα κυρίαρχο κράτος σε προτεκτοράτο, σε μια τεράστια βάση των Αμερικανοβρετανών, και μάλιστα σε μια κρίσιμη στιγμή για τους λαούς της περιοχής (Ιράκ, Παλαιστίνη, Συρία, Λιβύη κλπ., αλλά και Ελλάδα, Βαλκάνια, Αιγαίο κλπ.). Νομιμοποιεί και επιβραβεύει τη διχοτόμηση που επέφερε η τούρκικη εισβολή του 1974. Άρα δεν έχει τίποτε θετικό και η στάση των λαών θα πρέπει να είναι κατηγορηματική: αντιιμπεριαλιστικό ΟΧΙ στο σχέδιο Ανάν, πάλη ενάντια στον ιμπεριαλισμό στην περιοχή, και φιλία των λαών. Ειδικά στην ταραγμένη περιοχή μας, όπως αποδεικνύουν με πεισματικό τρόπο τα γεγονότα, η αντιιμπεριαλιστική πάλη είναι αυτή που αποδεσμεύει δυνάμεις από τον εθνικισμό και ανοίγει διάπλατα το δρόμο και για την αντικαπιταλιστική πάλη.

Αγωνιζόμαστε γενικά για την ανατροπή της Νέας Τάξης Πραγμάτων και για τη Διεθνή Κοινότητα των Λαών. Τι σημαίνουν αυτές οι γενικές διακηρύξεις για την περιοχή μας και για την Κύπρο;

Πρώτο και κύριο, ότι μας ενδιαφέρει η οικοδόμηση ενός μετώπου των λαών ενάντια στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, παρεμβάσεις, πιέσεις, μεθοδεύσεις, κατοχές κλπ. Πραχτικά αυτό σημαίνει Βαλκάνια, Αιγαίο, Μεσόγειος, Κύπρος, χωρίς ξένες βάσεις και στρατεύματα αμερικάνικα ή ΝΑΤΟϊκά. Να κλείσουν άμεσα οι βάσεις και να φύγουν όλοι οι ξένοι στρατοί.

Δεύτερον, μη αναγνώριση του τετελεσμένου που δημιουργούν οι ιμπεριαλιστικές παρεμβάσεις ώστε, με πλήρη ελευθερία, οι λαοί να διαλέξουν το δρόμο που θέλουν, το μέλλον που επιθυμούν. Αυτή η κατεύθυνση σημαίνει ανεξαρτησία των λαών και από τις αστικές – εθνικιστικές πτέρυγες στο εσωτερικό κάθε χώρας γιατί αυτές είναι οι καλύτεροι σύμμαχοι των ιμπεριαλιστών στην περιοχή, γιατί αυτές υλοποιούν όλες τις συνταγές του νεοφιλελευθερισμού τις οποίες σχεδιάζουν τα διάφορα ιμπεριαλιστικά υπερεθνικά όργανα και θεσμοί.

Τρίτον, τη συγκέντρωση των κύριων πυρών στις πιο αντιδραστικές και αντιδημοκρατικές δυνάμεις της περιοχής που παίζουν τον πιο φανερό και απροκάλυπτο ρόλο εξυπηρέτησης των ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών. Π.χ. ο άξονας Ισραήλ – Τουρκίας με την προσθήκη στο μέλλον και της Αλβανίας θα παίξει (αν δεν παίζει ήδη) το ρόλο του χωροφύλακα της περιοχής ενάντια σε εθνικά και λαϊκά κινήματα. Ο φασιστικός – σιωνιστικός χαρακτήρας του άξονα αυτού δεν μπορεί να συγκαλυφθεί από τις όποιες βιτρίνες «εκδημοκρατισμού». Αποτελεί το μακρύ χέρι (φασιστικό και οπλισμένο) της αμερικανικής πολιτικής.

Όμως, δεν φτάνει ένα ΟΧΙ σε ένα δημοψήφισμα, χρειάζεται μια άλλη πραχτική στάση όλων των λαών της περιοχής. Ίσως το δημοψήφισμα να δώσει την ευκαιρία για να βγουν πιο γόνιμα συμπεράσματα για την αναγκαιότητα σύσφιγξης των δεσμών και της αλληλεγγύης όλων των λαών της περιοχής ενάντια στους κοινούς εχθρούς.

Στις σημερινές συνθήκες μια ενιαία Κύπρος, χωρίς ξένους στρατούς, με πλήρη σεβασμό των δικαιωμάτων των δύο κοινοτήτων, χωρίς εδαφικούς και εθνοτικούς διαχωρισμούς, χωρίς καμιά ξένη βάση, με μία κεντρική κυβέρνηση, μία ιθαγένεια, μία διεθνή εκπροσώπηση θα ήταν θετικός παράγοντας για την ειρήνη και τη φιλία των λαών στην περιοχή. Αυτή την προοπτική δεν τη θέλουν οι ιμπεριαλιστές και οι αστικές δυνάμεις στην περιοχή. Αυτή όμως είναι η προοπτική των λαών!

 

Γιατί η KOE λέει: Κάτω το νεοταξικό τερατούργημα Μπους – Ανάν

Η KOE τοποθετείται με σαφήνεια: Όχι στο σχέδιο Ανάν, από πλευρά αντινεοταξική, ανεξαρτησιακή, αντικυβερνητική, διεθνιστική και κινηματική. Αυτές οι πλευρές είναι αλληλένδετες μεταξύ τους αλλά καθεμιά έχει μια συγκεκριμένη στόχευση. 

Η αντινεοταξική στόχευση σημαίνει:

Αντίσταση στη διαμόρφωση ενός διεθνούς προτεκτοράτου στο οποίο τον κυριαρχικό έλεγχο θα ασκούν οι Αμερικανοβρετανοί και οι Ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές.

Αντίσταση στη διάλυση ενός κυρίαρχου και διεθνώς αναγνωρισμένου κράτους, της Κυπριακής Δημοκρατίας, και στη διαμόρφωση ενός μορφώματος τύπου Βοσνίας, που θα είναι αδύνατο να λειτουργήσει χωρίς την επιδιαιτησία των ιμπεριαλιστών.

Καταγγελία των σχεδίων των HΠA, που επιδιώκουν να διαμορφώσουν μια νέα, διχοτομημένη, διαλυμένη Κύπρο, κομμάτι της συνολικής αναδιάταξης στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και των Βαλκανίων, με κυρίαρχη θέση του φασιστικού άξονα Τουρκίας-Ισραήλ.

Καταγγελία των σχεδίων των ιμπεριαλιστών της Ε.Ε., που ακρωτηριάζουν και ευρω-διχοτομούν ένα κυρίαρχο κράτος, διεκδικώντας αναβαθμισμένη θέση στην περιοχή.

Η ανεξαρτησιακή στόχευση σημαίνει:

Καταγγελία της τουρκικής εισβολής, του “Αττίλα” και μη αποδοχή των “τετελεσμένων”, που δημιούργησε με την παρουσία και τις επιχειρήσεις του στρατού κατοχής (πρόσφατα στα Στροβίλια), με το ψευδοκράτος, με τους εποίκους αλλά και με τον ξεριζωμό των προσφύγων, με τους αγνοούμενους.

Καταγγελία του καθεστώτος των εγγυητριών δυνάμεων (Αγγλία, Τουρκία, Ελλάδα) και του δικαιώματος επέμβασης καθεμιάς απ’ αυτές, που ισχύει ήδη από τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου και διαιωνίζεται.

Να φύγουν όλοι οι ξένοι στρατοί από το νησί, να ξηλωθούν οι αγγλικές βάσεις.

Να αφεθεί ο λαός του νησιού να καθορίσει μόνος του τις τύχες του, χωρίς καμιά επέμβαση, χωρίς προβοκάτσιες, που συνήθως καθοδηγούνται από τους ιμπεριαλιστές, και με ίσα δικαιώματα για όλους τους κατοίκους του, Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους. 

Η αντικυβερνητική στόχευση σημαίνει:

Καταγγελία των κυβερνήσεων-πειθήνιων οργάνων και υποτακτικών της νεοταξικής πολιτικής.

Χρέωση στον αστικό κόσμο σε Κύπρο και Ελλάδα του ξεπουλήματος της Κύπρου.

Καταγγελία της στρατηγικής του ρεαλισμού – ραγιαδισμού – εθνικισμού που ακολουθήθηκε από τον αστικό κόσμο τα 30 τελευταία χρόνια.

Η διεθνιστική και κινηματική στόχευση σημαίνουν:

Κοινός αγώνας των λαών της περιοχής ενάντια στη Νέα Τάξη, ενάντια στους ιμπεριαλιστές, ενάντια στις λογικές της υποτέλειας, ενάντια στο φασιστικό άξονα Τουρκίας-Ισραήλ.

Να καθορίζεται ο ορίζοντας των στόχων του κινήματος, όχι από τα σχέδια των ιμπεριαλιστών, όχι από το δήθεν ρεαλισμό της ευρω-υποταγής αλλά από τους αγώνες και την αλληλεγγύη των λαών.

Όχι στη λογική της διζωνικής -δικοινοτικής ομοσπονδίας, που είναι μια καλυμμένη έκφραση της διχοτόμησης. Το Kυπριακό δεν είναι πρόβλημα μεταξύ δύο κοινοτήτων, δεν είναι πρόβλημα ελληνο-τουρκικό. Αντίθετα, είναι πληγή που άνοιξαν οι επιδιώξεις και ανταγωνισμοί των ιμπεριαλιστών, είναι πρόβλημα εισβολής και κατοχής.

Πλήρη δικαιώματα στην τουρκοκυπριακή μειονότητα, όχι στη χρησιμοποίησή της σαν φτηνό εργατικό δυναμικό.

Καμιά αυταπάτη για το “ευρωπαϊκό κοινοτικό κεκτημένο”, που με την ελευθερία διακίνησης κεφαλαίων και εμπορευμάτων μόνο σε χειροτέρευση της κατάστασης θα οδηγήσει.

Προώθηση της ενότητας των εργαζομένων ανεξάρτητα από ποια κοινότητα προέρχονται, κοινός αγώνας ενάντια στα δεινά που θα φέρει η ευρωποποίηση της οικονομίας της Κύπρου.