ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗ ΥΠΟΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΙ ΑΠΩΛΕΙΕΣ ΟΡΩΝ

Συστηματική υποχρηματοδότηση και απώλειες όρων

του Σαββα Γ. Ρομπολη*, Καθημερινή, 07/10/2007

Η επιστημονική έρευνα και η μελέτη του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης (ΣΚΑ) από το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το κεντρικότερο πρόβλημα του ΣΚΑ στην Ελλάδα είναι η συστηματική υποχρηματοδότησή του από το κράτος και οι απώλειες, μεταξύ των άλλων, σημαντικών πόρων (4 δισ. ευρώ τον χρόνο) από την εισφοροδιαφυγή.

Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι η συρρίκνωση του αποθεματικού της κοινωνικής ασφάλισης και η ανατροπή της μακροχρόνιας χρηματο-οικονομικής ισορροπίας του κοινωνικο-ασφαλιστικού συστήματος. Το κράτος δεν αποδίδει στην κοινωνική ασφάλιση τις οφειλές του, κρατώντας έτσι σε ασφαλιστική ομηρεία τα Ταμεία τα οποία διατηρούν, για την πλειοψηφία του ασφαλιστικού και συνταξιοδοτικού πληθυσμού, χαμηλό το επίπεδο των παροχών και αδυνατούν να βελτιώσουν με την εκτεταμένη χρήση της νέας τεχνολογίας τις συνθήκες εξυπηρέτησης των ασφαλισμένων και των συνταξιούχων. Χαρακτηριστικό και πρόσφατο παράδειγμα αυτής της συμπεριφοράς του κράτους απέναντι στην κοινωνική ασφάλιση αποτελεί ο κρατικός Προϋπολογισμός του 2008, στον οποίο το ποσό της κρατικής επιχορήγησης που εγγράφεται (σελ. 30) για το ΙΚΑ είναι 1.900 δισ. ευρώ αντί των 3.386 δισ. ευρώ σύμφωνα με τη νομοθετημένη υποχρέωση (1% ΑΕΠ) (άρθρο 4 παρ. 1α Ν.3029/2002).

Κατά συνέπεια, η κεντρική αναγκαιότητα για τη μακροχρόνια βιωσιμότητα και την κοινωνική αποτελεσματικότητα της κοινωνικής ασφάλισης είναι η συνεπής και συστηματική χρηματοδότησή της αφενός με βάση την πλήρη είσπραξη των νομοθετημένων πόρων και αφετέρου με τον σχηματισμό του αναγκαίου αποθεματικού από συγκεκριμένες πηγές εξασφάλισης των νέων πόρων διαμέσου της εκτεταμένης αναδιανομής του εισοδήματος.

Η εισφοροδιαφυγή στην Ελλάδα που έχει, μεταξύ των άλλων, ως αφετηρία την αδήλωτη και ανασφάλιστη εργασίας (25% του εργατικού δυναμικού, 1.100.000 εργαζόμενοι) απαιτεί πολιτική βούληση και μεθοδική εφαρμογή της υπάρχουσας νομοθεσίας. Σε μία χώρα όπου οι επιθεωρήσεις και οι έλεγχοι στους χώρους εργασίας είναι σχεδόν ανύπαρκτοι, είναι τουλάχιστον υποκρισία να θρηνούμε πάνω από το πτώμα της εισφοροδιαφυγής. Το ίδιο συμβαίνει και με τις αλλεπάλληλες ρυθμίσεις των οφειλών των εργοδοτών (με κύριο οφειλέτη το ελληνικό κράτος) προς τα ασφαλιστικά ταμεία, οι οποίες από άποψη αξιολόγησής τους κάθε φορά που νομοθετούνται και εφαρμόζονται δεν αποδίδουν στα Ταμεία, παρά μόνο γύρω στο 10% των οφειλών. Επιπλέον, εκπέμπουν το μήνυμα προς τους συνεπείς εργοδότες που καταβάλλουν τις εισφορές των εργαζομένων που έχουν παρακρατήσει καθώς και τις δικές τους, να προσανατολισθούν προς την κατεύθυνση της εισφοροδιαφυγής αξιοποιώντας επιχειρηματικά και χωρίς επιτόκιο το διαμορφούμενο από τις εισφορές κεφάλαιο, αφού η απόδοση του συγκεκριμένου κεφαλαίου καθίσταται μεγαλύτερη από την επερχόμενη ρύθμιση η οποία μειώνει το ποσό των επιβαλλόμενων προστίμων. Βέβαια, η σημερινή έκταση της εισφοροδιαφυγής (4 δισ. ευρώ τον χρόνο) καθώς και το μέγεθος της ανασφάλιστης και αδήλωτης εργασίας (μερικά ή ολικά) περικυκλώνουν ασφυκτικά στον βαθμό που τα αφορά, τόσο τη χρηματο-οικονομική λειτουργία των Ταμείων, όσο και τη λειτουργία της αγοράς εργασίας. Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι τα περιθώρια ανοχής ή περίθαλψή της έχουν εξαντληθεί και γι’ αυτό επιβάλλεται η λήψη συγκεκριμένων μέτρων για την καταπολέμησή της στην κατεύθυνση καταρχήν της πολιτικής βούλησης και συνεπακόλουθα της εφαρμογής της νομοθεσίας, με εκσυγχρονισμό του συστήματος ελέγχου, βεβαίωσης και είσπραξης των εισφορών, αύξησης της αποτελεσματικότητας των ελεγκτικών και επιθεωρητικών μηχανισμών. Τα μέτρα αυτά σταδιακά θα αποφοβίσουν σε περιόδους υψηλής ανεργίας τους εργαζόμενους και ταυτόχρονα θα ενεργοποιήσουν το ενδιαφέρον τους για τις διαδικασίες και τους όρους της ασφάλισής τους.

 

* Ο κ. Σάββας Γ. Ρομπόλης είναι καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου και επιστημονικός διευθυντής ΙΝΕ/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ.