Σύντροφοι, συντρόφισσες, φίλες και φίλοι,
Το 1941 κομμουνισμός στην Ελλάδα σήμαινε τον αγώνα ενάντια στον κατακτητή και την οργάνωση του λαού στο ΕΑΜ/ΕΛΑΣ για την απελευθέρωση και τη λαοκρατία. Τι σημαίνει σήμερα, το 2013, «αγωνίζομαι για τον κομμουνισμό»; Αν ξεφύγουμε από τις λέξεις και προτιμήσουμε την ουσία από τη φλυαρία, κομμουνισμός είναι σήμερα η σωτηρία της χώρας, η επιβίωση του ελληνικού λαού και το άνοιγμα ενός διαφορετικού δρόμου. Γιατί με τα δεσμά της τρόικας και των μνημονίων και με το λαό στο περιθώριο, κανένα βήμα προς τα μπρος δεν πρόκειται να γίνει και η ολότελα καλύτερη κοινωνία που προσδοκούμε όλοι θα μείνει στη φαντασία μας. Ο κομμουνισμός του σήμερα σημαίνει να φτιάξουμε μια άλλη Ελλάδα και από την πορεία καταστροφής να βγούμε σ’ ένα μετατροικανό ξέφωτο. Αν κάποιοι το θεωρούν αυτό «λίγο» και «μικρό», για εμάς αποτελεί μια δύσκολη και αναγκαία μετάβαση γεμάτη ρήξεις, βαθιές ανατροπές, εξεγέρσεις, συγκρούσεις, εκλογές. Αλλά και μια διαδικασία που απαιτεί να ξεφύγουμε από την αριστερά που καταγγέλει και περιγράφει τα δεινά –πράγμα σχετικά εύκολο- στην αριστερά που θα δημιουργεί, που θα δίνει σάρκα και οστά σ’ ένα κίνημα πραγματικής αλλαγής της χώρας.
Η συνθηματολογία λοιπόν μάς τέλειωσε. Πρέπει να μιλήσουμε ουσιαστικά για το τι Ελλάδα θέλουμε, για το για ποια Ελλάδα θ’ αγωνιστεί η γενιά μας.
Πρώτο, θέλουμε μια χώρα που να μπορεί να στέκεται όρθια, άρα να παράγει, ζωντανή και δημιουργική και όχι δέσμια των δανείων και της χρέωσης. Να σώσουμε όσες υποδομές έχουν απομείνει. Και ως νέοι (επιστήμονες και μη) –με ό,τι εφόδια κουβαλάμε: γνώση, δύναμη, αντοχή, εργατικότητα- να βρούμε τη θέση μας σ’ αυτή την προσπάθεια, πέρα από τις συμπληγάδες της ανεργίας και της εργασιακής εξαθλίωσης. Ένα κίνημα λοιπόν παραγωγικής ανασυγκρότησης. Όχι για το μέλλον αλλά άμεσα, εδώ και τώρα.
Δεύτερο, να χτίσουμε την Πραγματική Δημοκρατία σ’ αυτή τη χώρα. Όχι απλά να αποκατασταθεί το Σύνταγμα και το κοινοβούλιο που έχει γίνει κουρελόχαρτο και διακοσμητικό, αλλά να στήσουμε ένα διαφορετικό πολιτικό σύστημα. Ανεξάρτητο από τη γερμανική επιτροπεία, χωρίς διαπλοκή και μίζες, χωρίς την απόλυτη ασυδοσία των ΜΜΕ, χωρίς την πελατειακή κομματοκρατία που γέννησε κάθε είδους παρασιτισμούς, με τιμωρία όλων όσων κατέστρεψαν τη χώρα. Και πάνω απ’ όλα με την εκπροσώπηση της κοινωνίας και των κινημάτων, με τη συμμετοχή και τον έλεγχο στις «μεγάλες αποφάσεις» της χώρας. Με την Πολιτική να πάψει να είναι η δούλα των τραπεζών και των αριθμών. Στην Ισλανδία ο λαός δημιούργησε ένα νέο Σύνταγμα, εμείς γιατί όχι;
Τρίτο, να διεκδικήσουμε την ανεξαρτησία και την εθνική κυριαρχία της χώρας. Σήμερα, η Ελλάδα μετατρέπεται σε αποικία, σε προτεκτοράτο, γίνεται οικόπεδο προς πώληση. Και δεν είμαστε Λουξεμβούργο. Ούτε η παγκόσμια οικονομική κρίση αφορά μόνο…μισθούς και συντάξεις. Ένα παιχνίδι γεωπολιτικών, ενεργειακών ανταγωνισμών βρίσκεται σε εξέλιξη. Ας δούμε μόνο τη Λιβύη, το Ιράκ, τη Συρία, το Λίβανο, τη Σλοβενία και πρόσφατα την Κύπρο. Ό,τι δε χωρά στους σχεδιασμούς των ισχυρών διαλύεται. Κρατικές οντότητες διαμελίζονται, χάνουν την ίδια τους την υπόστασή. Και όσοι νομίζουν ότι αυτό δεν αφορά τους λαούς, αλλά μόνο τους κυβερνώντες και τους αστούς, λαθεύουν επικίνδυνα. Αν κάποιοι ακούν τη λέξη πατρίδα και βγάζουν σπυράκια, εμείς λέμε ότι εθνική πορεία σημαίνει πρώτα απ’ όλα να στηριζόμαστε στις δικές μας δυνάμεις, να κάνει ο λαός κουμάντο στον τόπο του, να μπαίνει φρένο στις ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις. Και αυτό είναι ό,τι πιο ουσιωδώς ταξικό μπορεί να γίνει σήμερα.
Τέταρτο. Σε μια πρόσφατη εκδήλωση για τα 70 χρόνια της ΕΠΟΝ, μια 80άρα ΕΠΟΝίτισα, μάς έλεγε ότι παρά τις τόσες κακουχίες, τα τόσα προβλήματα που πέρναγαν οι νέοι της εποχής, κανείς δεν έφτανε στο σημείο να αυτοκτονήσει, όπως γίνεται σήμερα. Γιατί μέσα από τον αγώνα, η ζωή αποκτούσε νόημα. Μέσα από τη συλλογικότητα και τη συμμετοχή στο κίνημα, οι νέοι χειραφετούνταν, δημιουργούσαν, εκφραζόντουσαν, ένιωθαν ελεύθεροι, βίωναν τη νεότητα τους. Μέσα από τους σκοπούς και τις μορφές της συλλογικής δράσης, κέρδιζαν σαν άνθρωποι, έβρισκαν ρόλο πιο πλούσιο και «γεμάτο» απ’ αυτό που τους προσέφερε η κατοχή. Μιλώντας για εμάς, για τη γενιά μας, μπορούμε να δημιουργήσουμε σήμερα άλλα πρότυπα, άλλες αξίες, μια άλλη ηθική. Όχι όμως ως διακηρύξεις, ούτε σαν ιδιαίτερη κουλτούρα και συμπεριφορά κάποιων δήθεν ψαγμένων, αλλά μια εναλλακτική που θα παρακινεί και θα υιοθετείται από τη συντριπτική πλειοψηφία των νέων ανθρώπων.
Πως όμως θα γίνουν πράξη όλα αυτά; Δύσκολα, αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Έπειτα, σίγουρα δε φτάνει ένα κόμμα, ένα ποσοστό και μια ηγεσία. Σήμερα, πρέπει και μπορούμε να δημιουργήσουμε ένα μεγάλο, πολιτικό ρεύμα, ένα αριστερό πολιτικό κίνημα αλλαγής της χώρας πάνω στα ταυτοτικά και αξιακά στοιχεία που αναφέρθηκαν πιο πάνω. Ένα μαζικό ρεύμα, με διάρκεια και μονιμότητα, με στόχο όχι απλά τη διακυβέρνηση αλλά τη βαθιά αλλαγή. Δεν αρκεί ένας κομματικός ή και κρατικός μηχανισμός, δεν αρκούν οι ψηφοφόροι. Ούτε είμαστε στη φάση που το πρόβλημα θα λυθεί από τους ιδιαίτερους, επιμέρους αγώνες. Θέλουμε διαδικασίες βάσης, όπου κάθε κοινωνικός χώρος, κάθε κοινωνική κατηγορία, κάθε επιμέρους αγώνας θα βρει το ρόλο του, θα μπολιάζεται και θα συνεισφέρει στη μεγάλη πολιτική ανατροπή που χρειαζόμαστε. Χρειάζεται η ορμή, η οργάνωση, η δραστηριοποίηση και η συμμετοχή εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων, να δέσουν με τις κεντρικές στοχεύσεις για το «για ποια Ελλάδα παλεύουμε». Στην Βενεζουέλα, υπάρχουν οι λεγόμενοι «Τσαβίστες». Αυτοί έκαναν άνω-κάτω τη χώρα, αγωνιζόμενοι, προπαγανδίζοντας προτάσεις, οργανώνοντας το λαό σε κάθε γειτονιά, αφοσιωμένοι στο χτίσιμο μιας καλύτερης Βενεζουέλας, υποστηρίζοντας αλλά και υλοποιώντας ενίοτε τα προγράμματα και τις αλλαγές της κεντρικής κυβέρνησης. Στην Ελλάδα ποιοι;
Το μεγάλο στοίχημα για τη νεολαία ΣΥΡΙΖΑ είναι λοιπόν αυτό. Αν θα συμβάλουμε στο να φτιαχτεί στη χώρα μας ένα τέτοιο ρεύμα. Με αυτό να μετρηθούμε και όχι στο γενικώς «κάτι να κάνουμε ρε παιδιά». Αυτό να υπηρετήσει η αυτόνομη και ενιαία οργάνωση των νέων του ΣΥΡΙΖΑ. Κι εδώ αρχίζουν τα δύσκολα. Γιατί οι νέοι, οι φίλοι μας, οι συμφοιτητές μας δεν συμμετέχουν στον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ τον ψηφίζουν πλειοψηφικά; Τι τους κρατά, τι τους διώχνει; Γιατί ενώ δημιουργούν μεγαλειώδη κινήματα (βλ. Πλατείες, παρελάσεις), ενώ λειτουργούν ξανά συλλογικά, δε συγκινούνται από τον φορέα μας; Γιατί ενώ οι ριζοσπαστικές διαθέσεις φάνηκαν με εκκωφαντικό τρόπο το τελευταίο τρίχρονο, η ριζοσπαστική αριστερά δεν τους τραβά; Πιστεύουμε ότι όσο η ταυτότητά μας, ο λόγος μας, οι στόχοι μας, έχουν μικρή σχέση με τις πραγματικές ανάγκες της εποχής, με τα ζητήματα που το πραγματικό κίνημα –και όχι τα κομματικά επιτελεία- έθεσε, τότε δε θα προχωρήσουμε ούτε μισό βήμα, όσο καλές προθέσεις κι αν έχουμε. Αν πιστεύουμε ότι εμείς είμαστε η πρωτοπορεία και το μόνο που μένει είναι να πείσουμε τις μάζες που δεν καταλαβαίνουν, δεν έχουμε και πολύ μέλλον. Η αριστερά και το κομμουνιστικό κίνημα μεγαλούργησε όταν συνδέθηκε με τις αγωνιστικές διαθέσεις και τον ριζοσπαστισμό του λαού και όχι όταν τον θεωρούσε «λίγο», «ανεπαρκή» και «καθυστερημένο». Όταν θέλησε να είναι χρήσιμη στα κινήματα και όχι όταν τους κούναγε το δάκτυλο. Όταν –ως οργανικό κομμάτι τους- πάσχιζε να υλοποιήσει τις διεκδικήσεις τους και δεν έφτιαχνε αποκομμένες απ’ αυτά δήθεν επαναστατικές, δήθεν πλατφόρμες.
Χρειαζόμαστε όμως και κάτι ακόμα, αν θέλουμε η νεολαία του ΣΥΡΙΖΑ να παίξει σημαντικό ρόλο: Δημοκρατία. Πραγματική δημοκρατία και όχι χειρισμούς και κόλπα. Όχι δημοκρατία που να σημαίνει απλά την ελεύθερη αντιπαράθεση -ή και σύνθεση- απόψεων, επιτελείων, τάσεων, αλλά δημοκρατία των πολλών. Με χώρους ελεύθερης έκφρασης και όχι γραφειοκρατίες. Με δημιουργικό πνεύμα που να ευνοεί τη συμμετοχή και όχι πλατφόρμες που δεν παράγουν τίποτα. Με συζήτηση ουσίας και όχι συνθηματολογία. Με άνοιγμα των ζητημάτων και όχι ματαιοδοξία για βιαστικές καταλήξεις. Με έμφαση στη συλλογικότητα και τη μαζικότητα και όχι στους μικροσυσχετισμούς των μηχανισμών. Με ανοιχτότητα και όχι να θυμίζει τα κόμματα του τωρινού πολιτικού συστήματος. Με φιλικές και ανθρώπινες διαδικασίες και όχι τερέν για λογίδρια. Με ζύμωση για τα κεντρικά επίδικα της πολιτικής στη χώρα και όχι μόνο για τα ιδιαίτερα, τα τοπικά, αυτά που αφορούν μονάχα την κινητοποίηση και τη δράση. Έτσι φανταζόμαστε εμείς τη νεολαία του ΣΥΡΙΖΑ. Περισσότερο δηλαδή σαν ένα κόμμα-κίνημα, παρά σαν έναν κλειστό κομματικό μηχανισμό καθοριζόμενο από συσχετισμούς. Κάτι δηλαδή που θα αφορά εκατοντάδες χιλιάδες νέους σ’ αυτή τη χώρα και όχι μια συνεννόηση συνιστωσών, κέντρων ή μια φοβερή οργανωτική δομή.
Τελειώνοντας, μια μικρή υπόσχεση και ένα δώρο. Η υπόσχεση είναι ότι εμείς θα προσπαθήσουμε να μείνουμε εδώ. Να μη μας διώξουν απ’ την πατρίδα μας. Να μείνουμε εδώ. Στηρίζοντας ο ένας τον άλλο. Ολόψυχα μέσα σε κάθε αγώνα του ελληνικού λαού. Με ψηλά το κεφάλι. Μέσα στις εξεγέρσεις που δε μπορούν να απουσιάζουν για καιρό. Σκεπτόμενοι. Με επίγνωση των δυσκολιών. Ελπίζοντας. Γνωρίζοντας πως χωρίς εμάς –τη γενιά μας δηλαδή- δεν πρόκειται ν’ αλλάξει κάτι. Σεμνά αλλά και με τη περηφάνεια που μάς στερούν κάθε μέρα. Ξέροντας πως η υπόθεση μας αφορά όλο τον πλανήτη κι ας μην το νιώθουμε συχνά μέσα στη ροή των γεγονότων. Στο κάτω κάτω και με απόλυτο ρεαλισμό, δεν υπάρχει κι άλλος δρόμος για μια ζωή με αξιοπρέπεια.
Τέλος, το δώρο σας. Πριν λίγες μέρες, τυπώσαμε μια κονκάρδα που ίσως έχετε δει. Γράφει «εγώ θα μείνω» κι έχει το χάρτη της χώρας. Χωρίς υπογραφή. Γιατί μας ενδιαφέρει η ουσία και όχι η ταμπέλα. Θα σας κάνουμε λοιπόν δώρο για τις διαδικασίες του συνεδρίου σας αύριο 30 κομμάτια. Και σας προτείνουμε να τις φοράμε μαζί. Καλή επιτυχία στο συνέδριο σας, καλή δύναμη σε όλους μας.