ΓΙΑ ΤΟΝ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΣΜΟ, Αύγουστος 2005

Για τον ιστορικό αναθεωρητισμό και την εμπέδωση του αντικομμουνισμού

 

 

 

Ιστορικός Αναθεωρητισμός: μια «σύγχρονη» προσπάθεια για την εμπέδωση του αντικομουνισμού στην ιστορική μνήμη

 

 

 

Η Νέμεση της ιστορίας

 

«…Είναι ασφαλώς ορθή η κρίση του Βρετανού ιστορικού Eric Hobsbawm, σύμφωνα με την οποία ο κομμουνισμός είναι το φαινόμενο που σημάδεψε τον 20ό αιώνα. Ασφαλώς, όμως, έχει δίκιο και ο Γάλλος ιστορικός Francois Furet, όταν γράφει ότι ο κομμουνισμός ήταν μια παρένθεση στην εξέλιξη της ανθρωπότητας, μια συλλογική χίμαιρα, «η ψευδαίσθηση της εποχής», για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του Μαρξ.

 

Το κομμουνιστικό σύστημα κατέρρευσε στην Ευρώπη. Καταδικάστηκε ιστορικά, με τα κριτήρια που το ίδιο όρισε στον εαυτό του: της πρακτικής του εφαρμογής και της επικράτησής του σε παγκόσμια κλίμακα. Η κατάρρευσή του επιβεβαιώνει με τον πιο πανηγυρικό τρόπο τη διάψευση της θεωρίας που τον στήριζε και αποδεικνύει τον χιμαιρικό του χαρακτήρα. Όμως, ο κομμουνισμός δεν ήταν μόνο ένα λάθος, αλλά κάτι περισσότερο: ήταν ένα έγκλημα και μάλιστα γιγαντιαίων διαστάσεων.

 

Αυτό συμβαίνει διότι στην καρδιά του κομμουνισμού, ως συστήματος σκέψης και πράξης, βρίσκεται η βία. Όπως γράφει ο Merleau-Ponty, το θέμα της βίας είναι κεντρικό ζήτημα στον κομμουνισμό. Και πέρα από την άσκηση άμεσης φυσικής βίας, κάθε πράξη που γίνεται με πρόθεση να βλάψει τον άλλο περιλαμβάνεται στην έννοια της βίας: το ψέμα, η απάτη, η επιβολή ενός ανελεύθερου καθεστώτος.

 

Για καιρό, πολλοί διανοούμενοι, ανάμεσα στους οποίους και ο Merleau-Ponty, πίστεψαν ότι, παρά το τρομοκρατικό στοιχείο με το οποίο είναι συνυφασμένος ο κομμουνισμός, παρά τα εγκλήματα που έχει διαπράξει, το κίνημα αυτό ανταποκρίνεται στις «ανθρωπιστικές προθέσεις» που έχει, εφόσον «κύρια αποστολή του μαρξισμού είναι να αναζητήσει εκείνη τη μορφή της βίας που υπερβαίνει τον εαυτό της προς την κατεύθυνση του μέλλοντος της ανθρωπότητας».

 

Δεν είναι δυνατόν να γίνει αυτό αποδεκτό σήμερα: όχι διότι χειροτέρεψε η πρακτική του κομμουνισμού τις τελευταίες δεκαετίες, αλλά διότι η εμπειρία μας μας αναγκάζει να δεχθούμε το αντίθετο συμπέρασμα από αυτό που υιοθετεί ο Merleau-Ponty, ότι δηλαδή, ο κομμουνισμός ήταν και είναι εγκληματικός, παρά τις διακηρυγμένες ανθρωπιστικές του προθέσεις οι οποίες είναι γενεσιουργές ψευδαισθήσεων σε πολλούς, ενδεχομένως καλοπροαίρετους ανθρώπους… ”

 

Αυτό είναι το μήνυμα της Μαύρης Βίβλου του Κομμουνισμού»

 

 

 

Πρόκειται για την αρχή του προλόγου της «Μαύρης Βίβλου του Κομμουνισμού», μιας ανθολογίας «των εγκλημάτων του κομμουνισμού» που εκδόθηκε στη Γαλλία το 1997 και μεταφράστηκε στην Ελλάδα το 2001. Αυτή η «συλλογική» ανθολογία υπό το γάλλο Στεφάν Κουρτουά, γνώρισε την παγκόσμια αναγνώριση των ΜΜΕ και των διανοούμενων πρώην Ανατολής και Δύσης. Διαφημιστές αυτής της έκδοσης στη χώρα μας ήταν δημοσιογράφοι καταξιωμένοι στη συνείδηση των αρχουσών τάξεων, όπως οι Γ. Πρετεντέρης και Ρ. Σωμερίτης, που ανέλαβαν εργολαβικά την προώθηση της αντίληψης που περιγράφεται στον πρόλογο. Ακόμα και πρώην αριστεροί τύπου Σ. Κούλογλου την προέβαλαν μετά δόξης και τιμής.  Η έκδοση αυτού του βιβλίου αποτέλεσε σταθμό στη «νέα» αντίληψη της ιστορίας που επιχειρείται να επικρατήσει. Παρουσίασε ως νέα στοιχεία αναμασήματα μυστικών υπηρεσιών της περιόδου του Ψυχρού Πολέμου προσπαθώντας να πείσει το αναγνωστικό κοινό, ούτε λίγο ούτε πολύ ότι το κομμουνιστικό κίνημα «χρωστάει» στην ανθρωπότητα 80 με 100 εκατομμύρια νεκρούς μες στον 20ο αιώνα.

 

 

 

Η έκταση που πήρε η δημοσιότητα αυτής της έκδοσης (μέσα σε 2 χρόνια πούλησε 200000 αντίτυπα μόνο στη Γαλλία) μαρτυράει την ύπαρξη μιας εκστρατείας  σε παγκόσμια διάσταση που την αντιθετική ενότητα λογικής και ιστορίας (ό,τι φαίνεται λογικό στην ιστορική εξέλιξη δε σημαίνει ότι επικρατεί με αυτοματισμούς, αλλά ό,τι εμπεδώνεται στην ίδια ιστορική στιγμή εξηγείται με τη μελέτη των νόμων της κοινωνικής εξέλιξης και της ταξικής πάλης) θέλει να την μεταβάλλει, με μια γραμμική λογική, σε κριτική των ιστορικών αποτελεσμάτων. Αυτό φαίνεται αθώο, μια «άλλη» άποψη για την ιστορία. Μόνο που είναι η μεθοδολογία των «νικητών», η μεταφυσική αντίληψη για την ιστορία που προωθεί η αστική τάξη και ανάγει την ιστορική εξέλιξη σε ιστορία των ατόμων και των σχέσεών τους όταν δεν παρεμβαίνει και ο θεϊκός ..δάκτυλος.

 

 

 

Οι «νικητές» ξαναγράφουν την ιστορία, εξομοιώνοντας το απελευθερωτικό όραμα των λαών έτσι όπως πραγματώθηκε μέσα από την ύπαρξη του κομμουνιστικού κινήματος με τα αίσχη της ναζιστικής και φασιστικής θηριωδίας. Μιας θηριωδίας που η ίδια η αστική τάξη εξαπέλυσε στα μέσα του προηγούμενου αιώνα προκειμένου να προλάβει την αφύπνιση των καταπιεζόμενων μαζών που με γρήγορους ρυθμούς ριζοσπαστικοποιούνταν μέσα από το καμίνι του Α’ Π.Π., του κραχ του ’29 και της απελευθερωτικής δράσης του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος στο φως της Οκτωβριανής Επανάστασης.

 

 

 

Στο όνομα του αντιολοκληρωτισμού, ενοχλητικές συγχύσεις καθιστούν κοινοτοπία την απόλυτη φρίκη του ναζισμού. Συσκοτίζοντας τη φύση της αντιφασιστικής συμμαχίας που θριάμβευσε το 1945, και επωφελούμενο της ρευστότητας που περιβάλλει ορισμένες ιστορικές έννοιες, ένα νέο χρηματιστήριο αξιών τείνει να εξομοιώσει τις «διαστρεβλώσεις» του κομμουνισμού με το εθνικοσοσιαλιστικό δόγμα, το οποίο κατέστησε τη φυλή ακρογωνιαίο λίθο του.

 

Ο ολοκληρωτισμός σαν έννοια επικράτησε στη δυτική ορολογία αμέσως μετά την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου το 1947. Σήμαινε την ταυτοποίηση φασισμού-κομμουνισμού. Αντικαταστάθηκε η λέξη-ύβρις φασισμός στην πολιτική επιστήμη με την πιο πλατιά της (ολοκληρωτισμός) προκειμένου να ενταχθεί ο κομμουνισμός στις δυνάμεις του «απόλυτου κακού» ενώ μέχρι πριν λίγο είχε διολισθήσει στο «μικρότερο κακό»  του συμμάχου για την αντιφασιστική νίκη. Ο κομμουνισμός δαιμονοποιείται, ο Στάλιν παρουσιάζεται σαν ιερέας του Βεελζεβούλ, τα ανατολικά καθεστώτα καταγγέλλονται σαν στυγνές δικτατορίες που ο φασισμός ωχριά μπροστά τους.

 

 

 

Ο Ιμπεριαλισμός παίρνει τη θέση του θεματοφύλακα της Δημοκρατίας παγκόσμια, προωθώντας με γοργούς ρυθμούς την εξάλειψη από την ιστορική μνήμη των εγκλημάτων του σ’ όλα τα μήκη και πλάτη της γης. Α’ Π.Π., Β’ Π.Π., Χιροσίμα, Ναγκασάκι, Κορέα, Βιετνάμ, Αφρική, Χιλή, Αργεντινή, Γουατεμάλα, Κύπρος, Νικαράγουα, Παναμάς, Γιουγκοσλαβία, Παλαιστίνη, Αφγανιστάν, Ιράκ και ο κατάλογος συνεχώς μακραίνει..

 

 

 

Θα ‘λεγε κανείς πως ένας είναι ο στόχος όλων αυτών των κέντρων «αναθεώρησης της Ιστορίας»: η αφαίρεση από τη συλλογική συνείδηση του ρόλου των μαζών στο γράψιμο της παγκόσμιας ιστορίας, των προσπαθειών για μια κοινωνία χωρίς την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, χωρίς ιμπεριαλισμό, χωρίς πόλεμο.

 

Η πάλη για τον Κομμουνισμό φαντάζει σα μια σκοτεινή παρένθεση-σφήνα στην ανάπτυξη των δυνάμεων της ελεύθερης αγοράς και του «λεζέ φερ» που η αστική τάξη υπήρξε, πάλεψε γι αυτό.

 

Το «Τέλος της Ιστορίας» που εξαγγέλθηκε με την αναίμακτη πτώση του ανατολικού μπλοκ το ‘89-’90 («πατέρας» της έκφρασης ο Φράνσις Φουκουγιάμα) χρησιμοποιήθηκε με την έννοια ότι ο κόσμος έφτασε στο ανώτερο και αρμονικότερο σημείο πολιτικής και οικονομικής ολοκλήρωσης, αφού το τερατώδες σχίσμα που επέφερε στην πορεία ολοκλήρωσης η μπολσεβίκικη και κομμουνιστική ουτοπία αποτελεί πλέον παρελθόν.

 

 

 

Διάφορα, λοιπόν, μέτωπα αναθεώρησης έχουν κάνει την εμφάνισή τους την τελευταία εικοσαετία ιδίως: κατ’ αρχήν, όπως ειπώθηκε παραπάνω, η ουσία και τα γεγονότα που περιλαμβάνουν το Β’ Π.Π. και την αντιφασιστική νίκη. Η «εγκληματολογία» της περιόδου της Μετάβασης. Η βία των εθνικοαπελευθερωτικών και κοινωνικών κινημάτων του 2ου μισού του 20ου αιώνα. Η αμφισβήτηση των κατακτήσεων του σοσιαλισμού. Η από-ενοχοποίηση του ναζισμού. Και άλλα πολλά που θ’ ανοίξουν την επόμενη περίοδο. Στη χώρα μας η ιστορία της Κατοχής και του Εμφυλίου αποτελεί πεδίο δόξης λαμπρόν για ξαναγράψιμο.

 

 

 

Οι πηγές αυτού του «νέου» ρεύματος.

 

Η επιστημονική του βάση.

 

Παραδείγματα ..εξ Εσπερίας

 

 

 

Ποιος γράφει την ιστορία; Πως πρέπει να ερμηνεύεται η ιστορία; Υπό το φως του παρόντος; Η κρίση, η ανεργία, ο ρατσισμός, η κατάρρευση των συστημάτων κοινωνικής προστασίας είναι φαινόμενα που έπειτα από ένα διάλειμμα 50 χρόνων επαναλαμβάνονται. Η αρχή και το τέλος του 20ου αιώνα φαίνεται τώρα να συναντώνται. Κι όλα αυτά την ώρα που οι μαζικές εξοντώσεις, όλο και πιο βιομηχανοποιημένες, θέτουν σε κίνδυνο την ιδέα μιας ανθρωπότητας που μαθαίνει και απελευθερώνεται.

 

Αυτοί που ξανα-γράφουν την ιστορία –η αστική τάξη δηλαδή- στηρίζονται σε πάρα πολύ παλιά υλικά και μεθόδους: την απόκρυψη, τη διαστρέβλωση, το ψέμα, την κατασκευή γεγονότων, τις ελεεινότητες των απελευθερωτικών προσπαθειών (κι εδώ ο άλλος ρεβιζιονισμός, αυτός του κομμουνιστικού κινήματος, έχει συμβάλλει σε εξαιρετικό βαθμό).

 

Πρακτικά, δεν πρόκειται για κάτι νέο στην ιστορική επιστήμη. Ούτε εμπλουτίστηκαν ιδιαιτέρως οι πηγές που επικαλείται η αναθεωρητική σχολή, ούτε συνέβησαν συνταρακτικά γεγονότα στην εξέλιξη της ιστορικής μεθοδολογίας.

 

 

 

Αυτό που συνέβη είναι η αλλαγή των πολιτικών και ιδεολογικών συσχετισμών στις κοινωνίες, άρα και στους διανοούμενους, διαδικασία που συνδέεται άμεσα με τις εξελίξεις στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα τα τελευταία 30 χρόνια τουλάχιστον.

 

 

 

Με καίρια στιγμή γι αυτό την κατάρρευση του ’89-’91, η πίεση για ξαναδιάβασμα της ιστορίας κόντρα στο «αριστερό κατεστημένο» (όπως με πολλή ειλικρίνεια ομολογούν οι εντόπιοι αναθεωρητές) οδηγεί στην υιοθέτηση ψυχροπολεμικών εικασιών. Η προσπάθεια να παρουσιαστεί η ιστορία σαν «συλλογή ατομικών ιστοριών» ξεκομμένες από το πολιτικό πλαίσιο της εποχής, τους συσχετισμούς, τα πολιτικά προτάγματα είναι το καινούργιο σ’ αυτή την υπόθεση. Θα το δούμε πιο συγκεκριμένα στην ελληνική εκδοχή του.

 

Κατά τα’ άλλα, πρόκειται για χοντροκομμένα αναμασήματα αντικομουνιστικών θεωριών που κυκλοφορούν στην ιστορική πιάτσα πολλές δεκαετίες τώρα. (Μια προσεκτική μελέτη της Μαύρης Βίβλου ή έστω της πολεμικής που άνοιξε με την έκδοση αυτού του πονήματος δείχνει του λόγου το αληθές).

 

 

 

Η «αναθεωρητική σχολή» έχει τις ρίζες της στη δεκαετία του ‘80 και στον «αρνητιστή» καθηγητή Ερνστ Νόλτε. Αναθεώρηση του αριθμού των θυμάτων του ναζισμού προς τα κάτω, αποενοχοποίηση του φασισμού που «αναγκάστηκε να προσφύγει στον πόλεμο προκειμένου να μην επικρατήσει ο κομμουνισμός», αμφισβήτηση της ύπαρξης και λειτουργίας των στρατοπέδων εξόντωσης των ναζί κλπ. Αυτό δεν αφορούσε μόνο την γερμανική υπόθεση αλλά και τους υπόλοιπους «εταίρους» του άξονα. Η εξαφάνιση των εγκλημάτων των Ιαπώνων μιλιταριστών ιδίως στην Κίνα από το ’33 ως το ’45. Η «αθωότητα» του ιταλικού φασισμού –λίγα τα θύματα εκεί…- Η υποβάθμιση του ρόλου της Σ.Ε. στην αντιφασιστική νίκη με την ταυτόχρονη αναβάθμιση μαχών ή στιγμών του Β’ Π.Π. (Νορμανδία, Β. Αφρική).

 

Αυτό δεν αφορά μόνο τις «σχολές»: το 1994 αγνοήθηκε στην επέτειο της αντιφασιστικής νίκης ο ρώσος πρόεδρος, έστω κι αν επρόκειτο για τον Γέλτσιν. Φέτος στην ίδια επέτειο, οι εκπρόσωποι των Βαλτικών χωρών (οι ίδιοι που απαγόρευσαν τα σύμβολα του κομμουνισμού και συνεργάστηκαν με τους ναζί το ’41) δε δέχτηκαν να συμμετέχουν στους εορτασμούς γιατί οι Σοβιετικοί «τους κατέλαβαν» το ’45.

 

 

 

Η σχολή αυτή εκτράφηκε από ποικίλα κέντρα της Δύσης, ιδίως αμερικάνικα. Στη σχολή αυτή συμμετείχαν και ξακουστά ονόματα της αριστεράς –ανανήψαντες διανοούμενοι-  όπως ο Ροζέ Γκαρωντί, ο Φρανσουά Φουρέ και άλλοι. Και συνεχίζει, με συνέδρια, σεμινάρια, σωματεία να ποτίζει με την «αλήθεια» της την ιστορική επιστήμη.

 

 

 

Αναθεωρητισμός και Ελλάδα (Κατοχή – Αντίσταση – Εμφύλιος).

 

Η περίπτωση Καλύβα – Μαραντζίδη

 

 

 

Την άνοιξη του 2004 άρχισε ένας δημόσιος διάλογος μέσα από το ΒΙΒΛΙΟΔΡΟΜΙΟ των ΝΕΩΝ. Οι ανερχόμενοι αστέρες της Ελληνικής ιστορικής επιστήμης Στάθης Καλύβας (καθηγητής στο Γέιλ) και Νίκος Μαραντζίδης (καθηγητής στην Κρήτη) με άρθρο τους στη συλλογική εργασία που επιμελήθηκε ο Μαρκ Μαζάουερ «Μετά τον Πόλεμο» αναφέρθηκαν στην κόκκινη τρομοκρατία του ΚΚΕ.

 

Ως εδώ καλά. Ούτε οι πρώτοι ήταν ούτε οι τελευταίοι. Το θέμα είναι πως αυτή τους τη δουλειά την ενέταξαν σ’ ένα νέο ρεύμα που θέλει να βλέπει την ιστορία με μια άλλη ματιά, πιο ψύχραιμη και αποστασιοποιημένη και να λαμβάνει υπ’ όψιν της μαρτυρίες ατόμων που ενεπλάκησαν αλλά πέρασαν αρκετά χρόνια και τα πάθη κατασίγασαν.

 

Πάλι καλά ως εδώ. Ας πάμε στη μέθοδο. Μαρτυρίες θυμάτων του ΚΚΕ σε μια περιοχή της Αργολιδοκορινθίας το 1943, ενός πράκτορα των Εγγλέζων, λίγα σκόρπια έγγραφα της εποχής και να η φρέσκια ματιά για την ιστορία: το ΚΚΕ έσφαζε ως μη όφειλε όπως και οι άλλοι, κανένα ρόλο δεν έπαιξε η ιδεολογική τοποθέτηση, αλλά όλα ήταν αποτέλεσμα προσωπικής βεντέτας, οι κατακτητές δεν ήταν άμεσα εμπλεκόμενοι, άρα ο εμφύλιος άρχισε το ’43, αντίσταση δεν υπήρξε και το ΚΚΕ πάλευε μόνο για την εξουσία του και χρησιμοποιούσε εγκληματικά στοιχεία.

 

 

 

Ας δούμε τη θεωρητική τους κατάρτιση:

 

 

 

«Αξίζει λοιπόν να αναφερθούμε εν συντομία στα καινοτόμα στοιχεία που συνεισφέρουν οι έρευνες αυτές και που συνδέονται: α) με σύγχρονες μεθόδους (διεπιστημονική προσέγγιση, συστηματική εμπειρική έρευνα), β) με μια φρέσκια ματιά, καινούργιες ευαισθησίες και γόνιμα ερωτήματα, γ) με νέα πορίσματα. Τα στοιχεία αυτά θα μπορούσαμε να τα συνοψίσουμε στα εξής δέκα σημεία:

 

 

 

1. Μετακίνηση της χρονολογικής έναρξης του εμφυλίου πολέμου στα χρόνια της κατοχής (1943-1944). Έχει πλέον γίνει συνείδηση πως όταν μιλάμε για εμφύλιο αναφερόμαστε σε ολόκληρη την περίοδο 1943-1949. Σειρά πρόσφατων ερευνών έχουν αναδείξει τόσο την έκταση των εμφυλίων συγκρούσεων στη διάρκεια της κατοχής όσο και τη σύνδεση τους με τις μετακατοχικές εξελίξεις. Είναι χαρακτηριστικό πως οι πλέον πολύνεκρες μάχες στη διάρκεια της κατοχής δεν έγιναν ανάμεσα σε Έλληνες και ξένους αλλά αποκλειστικά μεταξύ Ελλήνων και πως τα γεγονότα της κατοχής σηματοδοτούν και επηρεάζουν αποφασιστικά την πορεία των πραγμάτων μετά την απελευθέρωση. Για παράδειγμα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η σύνδεση της «λευκής τρομοκρατίας» με τα γεγονότα της κατοχής.

 

 

 

2. Αποφόρτιση και αποστασιοποίηση. Ο καταγγελτικός, ηθικοπλαστικός και εν τέλει έντονα ιδεολογικός λόγος αποτελεί παρελθόν. Προφανώς κανείς δεν ισχυρίζεται ότι οι νέοι ερευνητές δεν έχουν τις δικές τους ευαισθησίες και ιδεολογικές αναφορές. Όμως άλλο είναι αυτό και άλλο είναι η μόνιμη και έμμονη προσπάθεια να δικαιωθεί η μία ή η άλλη παράταξη και να απαξιωθεί η αντίπαλη. Όπως άλλο είναι η σωστή εφαρμογή κάποιων βασικών ερευνητικών εργαλείων και άλλο η αγνόησή τους ή η επιλεκτική εφαρμογή τους.

 

 

 

3. Αποφυγή ηρωοποίησης και δαιμονοποίησης. Οι πρωταγωνιστές δεν αντιμετωπίζονται ως ήρωες ή προδότες, ως πατριώτες ή όργανα των ξένων. Από την άποψη αυτή, πρόσφατες εκδόσεις που κινήθηκαν προς αυτήν την κατεύθυνση, διόλου δεν εκφράζουν το νέο ερευνητικό ρεύμα.

 

 

 

4. Έρευνα θεμάτων ταμπού, όπως η βία και η συνεργασία με τις αρχές κατοχής. Πρόσφατες έρευνες δείχνουν πως η βία δεν υπήρξε μονοπώλιο μίας παράταξης και πως αποτελεί ένα σημαντικό στοιχείο για την ανάλυση και ερμηνεία του φαινομένου της συνεργασίας με τις κατοχικές δυνάμεις και των πολιτικών εξελίξεων που ακολούθησαν. Αναγνωρίζεται επίσης πως η αντίσταση δεν υπήρξε το καθολικό φαινόμενο που περιγράφουν τα σχολικά εγχειρίδια. Τα φαινόμενα αυτά έλαβαν χώρα σε περίοδο που η χώρα ήταν μεν υπό κατοχή αλλά βασικό διακύβευμα – ειδικότερα μετά το καλοκαίρι του 1943 – υπήρξε η φύση και το περιεχόμενο της εξουσίας στη μετακατοχική Ελλάδα. Σημαντική είναι επίσης η παρατήρηση πως η «πολιτική βία» συχνά συγκαλύπτει τοπικές και οικογενειακές βεντέτες: οι άνθρωποι λύνουν συχνά τις διαφορές τους με τα όπλα υπό το πρόσχημα πολιτικών και ιδεολογικών αντιπαραθέσεων.

 

 

 

5. Αλλαγή του χαρακτήρα της έρευνας. Παρατηρείται μια μετάβαση από το ογκώδες εγκυκλοπαιδικό έργο που παρουσιάζει τη «μια αλήθεια» σε αυτό της συλλογικής, μερικής και αλληλοσυμπληρούμενης έρευνας που αποφεύγει τα μεγαλόπνοα ερμηνευτικά ανοίγματα όταν αυτά δεν στηρίζονται σε λεπτομερή και πλήρη τεκμηρίωση. Παλαιότερα, πολλές εργασίες υπηρετούσαν προϋπάρχουσες ερμηνείες οι οποίες υπαγόρευαν και τα αρχικά ερωτήματα με αποτέλεσμα τον εξοστρακισμό των ερευνητικών αντικειμένων που τις υπονόμευαν ή δεν τις εξυπηρετούν. Τα ερευνητικά ερωτήματα υπαγορεύονται πλέον κυρίως από σειρά γενικότερων προβληματισμών: π.χ. πώς κινητοποιούνται οι άνθρωποι. Πώς διαιρούνται οι μικρές κοινωνίες. Πώς δομείται η πολιτική συμπεριφορά σε συνθήκες εμφυλίου. Πότε και πώς ασκείται η βία. Ποιος είναι ο ρόλος της ιδεολογίας και ποιος της ανάγκης επιβίωσης. Πώς λειτουργεί η ατομική και συλλογική μνήμη.

 

 

 

6. Τάση προς το μερικό και το τοπικό. Έχει γίνει κατανοητό ότι οι γενικεύσεις χωρίς λεπτομερή εμπειρικό έλεγχο, χωρίς σαφή εικόνα των δεδομένων σε κοινωνικό και τοπικό επίπεδο, όχι μόνο δεν προσφέρουν αλλά συσκοτίζουν την εικόνα. Έχει, λοιπόν, ξεκινήσει μια προσπάθεια λεπτομερούς «χαρτογράφησης» του εμφυλίου με σοβαρές τοπικές έρευνες, βασισμένες σε πολύχρονες κοπιαστικές έρευνες πεδίου και πηγές από τα τοπικά αρχεία, οι οποίες συχνά αναδεικνύουν πολλές άγνωστες ώς τώρα πτυχές του Εμφυλίου και σχηματίζουν ένα εντυπωσιακό μωσαϊκό που σιγά-σιγά συμπληρώνεται.

 

 

 

7. Ξεπέρασμα απλουστευτικών εννοιολογικών σχημάτων. Αυτό ξεκινά από τις πιο απλές και διαδεδομένες αντιλήψεις (π.χ. η αποκλειστική έμφαση στον ρόλο των ξένων δυνάμεων στις οποίες καταλογίζονται όλα τα δεινά) και προχωράει στις πιο σύνθετες (αναγνωρίζεται πλέον πως η κατοχή και η αντίσταση παρήγαγαν δυναμικές που διαίρεσαν τον πληθυσμό από πολύ νωρίς και πως η διαίρεση αυτή είχε σύνθετες και πολλαπλές κοινωνικές αναφορές).

 

 

 

8. Ανάδειξη της πολυμορφίας του Εμφυλίου. Διαπιστώνεται πως ο εμφύλιος είναι ένα σύνθετο φαινόμενο που καλύπτει πλειάδα μικρότερων και συχνά ημι-αυτοτελών εμφυλίων. Είναι αδύνατο π.χ. να ερμηνευθούν οι εξελίξεις στη Μακεδονία αγνοώντας τη δράση (ή και την ίδια ύπαρξη) ομάδων όπως οι Τουρκόφωνοι Πόντιοι και οι Σλαβόφωνοι. Το ίδιο ισχύει για τη γεωγραφική έκφραση του εμφυλίου που παρουσιάζει τεράστιες διαφοροποιήσεις από περιοχή σε περιοχή καθιστώντας πολλές γενικεύσεις προβληματικές. Άλλη η εμπειρία του βουνού και άλλη της πεδιάδας, άλλη του χωριού και άλλη της πόλης, άλλη του Βορά και άλλη του Νότου, κ.ο.κ.

 

 

 

9. Στροφή προς το μαζικό επίπεδο και μελέτη των απλών ανθρώπων μέσα σε ένα πλαίσιο ανασφάλειας. Οι έρευνες μέχρι τώρα ασχολούνταν σχεδόν αποκλειστικά με τις ηγεσίες και τις αποφάσεις τους. Είναι πλέον αποδεκτό πως οι εξελίξεις δεν είναι δυνατό να κατανοηθούν ερήμην και των δυναμικών στη βάση. H οπτική «από τα κάτω» επικεντρώνει στην καθημερινότητα των ανθρώπων και αποκαλύπτει συμπεριφορές που δεν καθορίζονται αποκλειστικά από την πολιτική και την ιδεολογία. H αντίληψη πως η ατομική «στράτευση» σε κάποια οργάνωση είναι καθαρά ιδεολογική υπόθεση ή πως εξηγείται με ένα κοινό κίνητρο για τους πάντες έχει ανατραπεί. Αντίστοιχα έχει γίνει αντιληπτό πως δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα το σκηνικό της περιόδου ως απόλυτα διαμορφωμένο από τα αντίπαλα στρατόπεδα, όπου απουσιάζει αυτό που θα αποκαλούσαμε «γκρίζες ζώνες» όπου κυριαρχούν στάσεις όπως η ουδετερότητα, οι μετατοπίσεις, ο καιροσκοπισμός κ.λπ. Στην πραγματικότητα οι νέες έρευνες δείχνουν ότι υπάρχει μια τεράστια «γκρίζα» ζώνη στην οποία κάποιοι μετακινούνται ανάμεσα στις παρατάξεις ανάλογα με το ποιος κυριαρχεί στην περιοχή τους, κάποιοι προσπαθούν να παραμείνουν ουδέτεροι, κάποιοι ενδιαφέρονται να βρεθούν με την πλευρά του (όποιου) νικητή κ.λπ.

 

 

 

10. Ένταξη του εμφυλίου σε ευρύτερα θεωρητικά και συγκριτικά πλαίσια. Ο Εμφύλιος δεν αποτελεί ελληνική πρωτοτυπία και η σύγκρισή του με άλλους εμφυλίους (και την έρευνά τους) έχει ανοίξει γόνιμες προοπτικές. Το ίδιο ισχύει και για ευρύτερα θέματα που αναδεικνύει η μελέτη του εμφυλίου και τα οποία ξεφεύγουν από το πλαίσιό του, όπως π.χ. η διαμόρφωση πολιτικών ταυτοτήτων και συμπεριφορών, η ταξική και εθνοτική συμπεριφορά, η δυναμική της βίας, κ.λπ.»

 

 

 

Στη θέση των εν λόγω ιστορικών, στο «δεκάλογο» αυτό, ας παραθέσουμε μια πρώτη ακατέργαστη απάντηση του καθηγητή Βασίλη Κρεμμύδα

 

 

 

«Ποιες είναι όμως αυτές οι «νέες» θέσεις; Ότι μια νέα γενιά ιστορικών, κοινωνικών ανθρωπολόγων και πολιτικών επιστημόνων αντιμετωπίζει το παρελθόν με «φρέσκια» ματιά (ήτοι: ιστορικός είναι όποιος έτσι νομίζει!)· ότι ο Εμφύλιος άρχισε το 1943 και όχι τότε που νομίζαμε (ήτοι: δεν υπήρξε Αντίσταση!), αφού «οι πιο πολύνεκρες μάχες στη διάρκεια της Κατοχής έγιναν ανάμεσα σε Έλληνες» και όχι ανάμεσα σε Έλληνες και «ξένους» (ήτοι: πρόκειται για «ξένους» όχι για συγκεκριμένο κατακτητή!)· ότι «η βία δεν υπήρξε μονοπώλιο μιας παράταξης (ήτοι: κατακτητής και κατακτημένος είναι απλώς παρατάξεις!) και ότι κακώς νομίζουμε ότι η Αντίσταση ήταν καθολική, όπως «περιγράφουν τα σχολικά εγχειρίδια»· ότι η «πολιτική βία» «συχνά συγκαλύπτει τοπικές και οικογενειακές βεντέτες» (ήτοι: μη μας μιλάτε για ιδεολογίες, ταξικές διαφορές και υπεράσπιση της ελευθερίας, γιατί απλώς κάποιοι εκτέθηκαν στη μήνιν του κατακτητή για να λύσουν τις οικογενειακές τους διαφορές – όχι ότι αυτές, που ασφαλώς υπήρχαν, εντάχθηκαν σε ταξικού – ιδεολογικού τύπου προϋποθέσεις!)· ότι η «έρευνα πεδίου» έδειξε… (ήτοι: η έρευνα πεδίου είναι εργαλείο της Ιστοριογραφίας – τα Αρχεία;)· ότι ο Εμφύλιος «δεν αποτελεί ελληνική πρωτοτυπία» – το είπε κάποιος αυτό; – και ότι, τέλος, ο Άρης Βελουχιώτης πρέπει να αντιμετωπίζεται χωρίς «ηρωοποιήσεις και δαιμονοποιήσεις» και άλλα πολλά.»

 

 

 

Η συζήτηση έχει ανοίξει και θα συνεχίσει για αρκετό καιρό ακόμα. Η προσπάθεια ανατροπής του «αριστερού» καταστημένου στην ιστορία του εμφυλίου θα συνεχιστεί. Η συμβολή των αριστερών ανθρώπων όμως στην αντίσταση του ξανα-γραψίματος της ιστορίας του εμφυλίου πριν αυτή ακόμα γραφτεί καλά καλά, είναι ένα καθήκον που δεν πρέπει να παραβλεφτεί.

 

 

 

Αναθεωρητισμός και Αριστερά:

 

Ρεβιζιονισμός και Ιστορικός Αναθεωρητισμός

 

 

 

Στην εισαγωγή μιλήσαμε για «πάτημα» της αναθεώρησης της ιστορίας στις «ελεεινότητες» των προσπαθειών για μια άλλη κοινωνία. Εδώ ο ρεβιζιονισμός έχει δώσει πολύ ψωμί σ’ αυτή την πολεμική.

 

Από τις τροτσκιστικές κατηγορίες, την έκθεση του Χρουτσώφ στο 20ο συνέδριο του ’56 για τα σταλινικά εγκλήματα (παρεπιπτόντως, κυκλοφόρησε στη Δύση πριν καν την ακούσουν οι σύνεδροι), το ερμητικό κλείσιμο των αρχείων του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος από τους «διαχειριστές-ιδιοκτήτες του» ως την απολογητική των επιλογών τους μετά τον ψυχρό πόλεμο που οδήγησαν στη διάλυση.

 

Αυτή την περίοδο παρακολουθούν αυτή την πολεμική σαν εξωτερικοί συνεργάτες, αφήνοντας το βάρος της επίθεσης να το σηκώσουν ακόμα και οι δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας (περίπτωση Μοντ Ντιπλοματίκ) ή έντιμοι ιστορικοί όσον αφορά στην ελληνική περίπτωση.

 

 

 

Ο «σύντομος 20ος αιώνας» κατά τον Έρικ Χομπσμπάουμ καθορίστηκε από την ύπαρξη και δράση του κομμουνιστικού κινήματος.

 

Η προσωρινή υποχώρησή του δίνει τα περιθώρια στους αστούς να προσπαθούν να σκυλεύσουν «το πτώμα του».

 

Η διάλυση της συλλογικής συνείδησης των καταπιεσμένων όπου γης είναι ο στόχος τους.

 

Η προετοιμασία μας θα προσανατολίσει εμάς και τις μάζες.

 

 

 

 

 

Βιβλιογραφία-Φιλμογραφία

 

Στεφάν Κουρτουά κ.ά. «Η Μαύρη Βίβλος του Κομμουνισμού» (Αθήνα 2001, εκδ. Βιβλιοπωλείον της «Εστίας»). Η ελληνική εκδοχή του περιβόητου έργου που κυκλοφόρησε το 1997 στη Γαλλία, επιχειρώντας να «αποδείξει» πως ο κομμουνισμός, ως ενιαία διαχρονική πρακτική σε ολόκληρη την υδρόγειο, υπήρξε πολύ χειρότερος από το ναζισμό.

 


Michel Dreyfus κ.ά «Le siecle des communismes» (Ο αιώνας των κομμουνισμών) (Παρίσι 2000, εκδ. Les Editions de l’ Atelier). Η επιστημονική «απάντηση» στην πρόκληση της «Μαύρης Βίβλου» αναδεικνύει την πολυπλοκότητα -αλλά και την εσωτερική ποικιλομορφία- του κομμουνιστικού φαινομένου στον εικοστό αιώνα. Επιμέρους κεφάλαια για τη διαδικασία της ανάδυσης του κομμουνιστικού κινήματος μετά το 1914, για τις κατά καιρούς ερμηνείες του, για τον κομμουνισμό ως κρατικό σύστημα αλλά και ως αντιπολιτευτικό κοινωνικό κίνημα.
 

 


Erick Hobsbaum «Ο αιώνας των άκρων» (εκδόσεις Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης)

 

 

 

Γιώργος Μαργαρίτης «Ο Εμφύλιος Πόλεμος»

 

 

 

Γιάννης Χοντζέας «Το ‘τέλος’ του Κομμουνισμού»

 

 

 

ΒΙΒΛΙΟΔΡΟΜΙΟ των ΝΕΩΝ 20/3/2004-27/11/2004 και άλλα δημοσιεύματα της ίδιας περιόδου

 

Ελένη (Eleni) του Πίτερ Γέιτς (1985) Κινηματογραφική μεταφορά του γνωστού μυθιστορήματος του Νικ Γκέιτζ, με θέμα τις βιαιότητες των ελλήνων κομμουνιστών το 1948-49. Προϊόν του «Δεύτερου Ψυχρού Πολέμου», έκανε διεθνή αντικομμουνιστική καριέρα.

 


«Κομμουνισμός, η μεγάλη ουτοπία του εικοστού αιώνα» του Στέλιου Κούλογλου (2000) Σειρά ρεπορτάζ της ΝΕΤ, με τον Στεφάν Κουρτουά στο ρόλο του βασικού «εμπειρογνώμονα».