15 χρόνια από τον θάνατο του Γιάννη Χοντζέα

Νέα συνείδηση και Πράξη της σύγχρονης Αριστεράς

Γιάννης Χοντζέας
1930-1994

Ο Γιάννης Χοντζέας γεννήθηκε στην Κορώνη της Μεσσηνίας το 1930. Σε ηλικία μόλις 11 χρονών αποκτά τις πρώτες επαφές με την αντίσταση. Οργανώνεται στην ΕΠΟΝ και στο ΚΚΕ σε νεαρότατη ηλικία και αναπτύσσει πλούσια δράση στο χώρο των Ανατολικών Συνοικιών της Αθήνας, όπου είναι γνωστός σαν Αριστείδης.

Η αγωνιστική του δράση και η κομμουνιστική του ταυτότητα τον έφερε αντιμέτωπο, όπως και χιλιάδες άλλους κομμουνιστές, με διώξεις, συλλήψεις, βασανισμούς, δίκες, εξορίες.

Άντεξε σε όλα τα κολαστήρια, όπως αυτό της Μακρονήσου, με βαριές συνέπειες για την υγεία του. Στη δεκαετία του ‘50 εξόριστος στον Άη Στράτη, μαζί με τη μεγαλύτερη μάζα των κομμουνιστών αντιτάσσεται στην ανατροπή της επαναστατικής κατεύθυνσης στο ΚΚΕ.

Από τις αρχές της δεκαετίας του ‘60 πρωταγωνιστεί στη δημιουργία του μαρξιστικού-λενινιστικού κινήματος στην Ελλάδα.

Τα τελευταία 15 χρόνια της ζωής του αφιερώθηκε σε μια πολυεπίπεδη ιδεολογική δουλειά γενικής προετοιμασίας, δίνοντας και μ’ αυτό τον τρόπο το “παρών” του. Υπήρξε βασικός ιδεολογικός και πολιτικός διαμορφωτής της Α/συνεχεια.

Πέθανε στις 24 Οκτώβρη του 1994.


“Από πρώτη ματιά όλα συντελούν στο να γενικευτεί η χαμοζωή. Και χαμοζωή σημαίνει ήττα από το χρόνο, αρτηριοσκλήρωση, γερατειά. Αυτά πρώτα από όλα χτυπάνε στην αντίληψη, στον τρόπο σκέψης, αλλά και στην ίδια την πνευματική και ψυχική ζωτικότητα…

Ο κόσμος έχει μεγαλώσει πάρα πολύ και ταυτόχρονα έχει ανέβει η δυνατότητα για μια καθολικότερη εποπτεία από χιλιάδες και εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους. Αυτός ή αυτοί που θα αποδεσμεύσουν, που θα διευκολύνουν την αποδέσμευση αυτή και ταυτόχρονα θα τη “δέσουν” (αν μπορεί να ειπωθεί), αυτοί θα εκφράζουν το σύγχρονο πνεύμα…

Μια φρέσκια άποψη του κόσμου είναι κάτι το χρειαζούμενο τώρα.

Μια φρέσκια του εαυτού μας.

Μια ανάλογη του άμεσου περιβάλλοντός μας.

Ξεκινάμε…”

Αναμφίβολα ο Γιάννης Χοντζέας ήταν ο άνθρωπος που επηρέασε και διαμόρφωσε το βασικό δυναμικό που στελέχωσε την Α/συνεχεια αρχικά και την ΚΟΕ στην συνέχεια, και η ΚΟΕ θεωρεί ως βασικό διαμορφωτή της σε ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο τον Γιάννη Χοντζέα. Αν και χωρίζουν εννιά χρόνια τον θάνατο του Γιάννη Χοντζέα (1994) από την ίδρυση της ΚΟΕ (2003), οι βάσεις για την πολιτική συμπεριφορά και την πολιτική τοποθέτηση της ΚΟΕ σε κρίσιμα ζητήματα στρατηγικής και τακτικής βρίσκονται στο έργο του και με την έννοια αυτή έχει ενδιαφέρον, έστω με συνοπτικό τρόπο να αναφερθούμε στην αντίληψη, στην λογική και στις εκτιμήσεις του Γ.Χ. σχετικά με τα ζητήματα της στάσης, της μεθόδου, της στρατηγικής και της τακτικής που πρέπει να έχει ένας φορέας στις σύγχρονες συνθήκες.

Ο Γιάννης Χοντζέας πάντα ξεχώρισε για την φρέσκια, διεισδυτική, αντιδογματική ματιά και εκτίμηση που είχε γύρω από τα κάθε φορά κομβικά ζητήματα του κομμουνιστικού κινήματος. Η ματιά του πάντα ήταν στραμμένη στο πως θα αντιμετωπιστεί μια δύσκολη κατάσταση στην οποία βρέθηκε το κομμουνιστικό κίνημα στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα και ιδιαίτερα στα τελευταία 15 χρόνια του αιώνα αυτού. Παρόλο που ήταν κομμουνιστής διαμορφωμένος μέσα στο καμίνι της ταξικής πάλης στην Ελλάδα στις δεκαετίες ’40-’60, εντούτοις τα θεωρητικά και πολιτικά του εφόδια τον έκαναν ικανό να τοποθετείται για την πορεία των σύγχρονων ζητημάτων, να παρακολουθεί με ενδιαφέρον όλες τις οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές και ιδεολογικές διεργασίες και να χαράζει μια γενική γραμμή και στάση απέναντί τους. Μια φράση που μπορεί κωδικά να συμπυκνώσει τη σκέψη του και την αντίληψή του σχετικά με το τι χρειαζόταν να γίνει σε μεγάλες στροφές του κινήματος και της πολιτικής ζωής ήταν η φράση “όχι όπως πριν”.

Παρελθόν και παρόν στο έργο του Γ.Χ.

Αυτή η φράση εμπεριέχει δύο “χρόνους”: Το “πριν”, το παρελθόν και το “τώρα”, το παρόν στο οποίο πρέπει να δράσουμε. Η φράση δεν είναι γενικά απορριπτική του παρελθόντος. Ο Γ.Χ. υποστήριζε μια βαθιά και ουσιαστική “εκκαθάριση λογαριασμών” με το παρελθόν, χωρίς να απορρίπτει και να μηδενίζει ιστορικές φάσεις, προχωρήματα και εφόδους, εξεγέρσεις, αγώνες και επαναστάσεις. Ίσα-ίσα που αυτά τα μελετούσε και τα αξιολογούσε ιδιαίτερα. Μάλιστα τα όσα γίνονταν στα χρόνια ’85-’91 στον “υπαρκτό σοσιαλισμό” και τις διαδικασίες καπιταλιστικής παλινόρθωσης, ο τρόπος και τα συμπεράσματα με τα οποία ήθελε να κλείσει τον 20ό αιώνα η αστική τάξη επέβαλλαν μια “βουτιά στο παρελθόν” σαν αναγκαία απαίτηση στο να δοθεί μια απάντηση στο βασανιστικό ερώτημα, “γιατί φτάσαμε στο σημείο αυτό;”.

Όμως είχε πλήρη επίγνωση πως το “παρελθόν δεν ξαναγίνεται”, και πως η νοσταλγία περασμένων καταστάσεων δεν υποβοηθά την πράξη του σήμερα. Το “όχι όπως πριν”, παράλληλα, δηλώνει πως κάτι πρέπει να γίνει, πως πρέπει να παρέμβουμε για να αλλάξουν κάποια δεδομένα, να αλλάξουν οι συσχετισμοί. [Στο επίπεδο αυτό είναι ο Γιάννης Χοντζέας που διακρίνεται από όλους όσους υπήρχαν στο μ-λ ρεύμα ή επέμεναν να ανεμίζουν σύμβολα και σημαίες ενός παρελθόντος]. Ο ίδιος δηλώνει μάλιστα, πως σε αδόκιμες καταστάσεις δοκιμάζεις και αδόκιμους τρόπους για να ανοίξεις δρόμους, δεν ακολουθείς την “πεπατημένη”, δεν προχωράς με “κλασικούς” τρόπους. Θεωρεί δε πως από πολλές πλευρές βρεθήκαμε σε αδόκιμες καταστάσεις και άρα και η πράξη μας μπορούσε να γνωρίσει και “αδόκιμους” τρόπους, νέους τρόπους μέσα σε πρωτόγνωρες καταστάσεις που θα έρθουν.

Ο Γ.Χ. για 15 χρόνια, τα τελευταία της ζωής του, επιδόθηκε σε μια “αδόκιμη” διαδικασία: παράλληλα με την “εκκαθάριση των λογαριασμών” με το παρελθόν, έκανε μια ταυτόχρονη μελέτη της ήδη διαμορφωμένης σύγχρονης πραγματικότητας. Μελέτησε την καπιταλιστική κρίση και τις διαδικασίες αναδιάρθρωσης, τις εξελίξεις και τις επιπτώσεις τους μέσα στην εργατική τάξη και την κοινωνία και έδωσε πολύτιμο έργο σχετικά με τα ζητήματα αυτά. Μελέτησε δηλαδή και το παρόν, έτσι όπως αυτό είχε δημιουργηθεί και σαν αποτέλεσμα ενός συσχετισμού ταξικής δύναμης σε παγκόσμιο επίπεδο ανάμεσα στην εργατική και την αστική τάξη.

Γιατί όμως όλα αυτά; Για δύο λόγους, για δύο βασικές εκτιμήσεις του Γ.Χ.: α) η επικαιρότητα του κομμουνισμού σαν θέσης και η ανάγκη του κομμουνιστικού κινήματος το οποίο θα προβάλλει αυτή τη θέση αποτελούν την μοναδική θετική υπέρβαση του γενοκτονικού καπιταλισμού και β) η επίγνωση της πραγματικής κατάστασης του κομμουνιστικού κινήματος και της οπισθοχώρησης που έχει συντελεστεί οδηγούν στην ανάγκη μιας “νέας συνείδησης”.

“Νέα συνείδηση” και Πράξη

Έτσι θα καταλήξει σε ένα πρώτο συμπέρασμα ιδιαίτερης σημασίας: “Για να ωριμάσει η νέα συνείδηση δεν αρκεί η “κάθοδος στα βάθη” στο παρελθόν, στην ιστορία, αλλά η ταυτόχρονη “κάθοδος” σε βάθος στην ήδη διαμορφωμένη πραγματικότητα”. Η διπλή “κάθοδος” έχει σαν στόχο την ανάδειξη και ενδυνάμωση μιας “νέας συνείδησης”, νέων στοιχείων προγράμματος και στόχων του υποκειμένου που θα δρα, που θα έχει ενεργό ρόλο που θα συγκρουστεί με την πραγματικότητα που έχει δημιουργηθεί, που θα είναι σε θέση να ενώσει και να πολλαπλασιάσει δυνάμεις αλλάζοντας τα πράγματα σε όλους τους τομείς.

Η απάντηση όμως των ζητημάτων αυτών δεν μπορεί να γίνει μονόπλευρα, δεν είναι καθαρά ή κύρια ζήτημα διανοητικής προσπάθειας (παρόλο που χρειάζεται κι αυτή σε μεγάλο βαθμό). Μπορεί να γίνει και είναι αναγκαίο να γίνει ξεκινώντας, ή ακόμα ξαναξεκινώντας από το επίπεδο των αναγκών, της ταξικής πάλης, του βαθμού οργάνωσης και του συγκεκριμένου επίπεδου συνείδησης που σήμερα έχει διαμορφωθεί. Η διαρκής ενασχόληση με αυτά τα πεδία ορίζει μια πράξη πλούσια η οποία οφείλει, αν σέβεται τον εαυτό της, να πασχίζει να υπάρχει μια αξεδιάλυτη ενότητα ανάμεσα στην θεωρητική και την πρακτική της πλευρά.

Αυτή η απαίτηση θα οδηγήσει –αργά ή γρήγορα– στην δυνατότητα να εντοπιστούν διεργασίες και τάσεις, στην ικανότητα πρόβλεψης, εκτίμησης και παρέμβασης με στόχο πάντα την τροποποίηση των συσχετισμών.

Πρόγραμμα – συσχετισμός – στρατηγικός στόχος

Πάλι με κωδικό τρόπο η αντίληψη του Γιάννη Χοντζέα είναι ότι είναι αναγκαίο ένα ορισμένο πρόγραμμα. Αυτό δεν μπορεί να σημαίνει τίποτα περισσότερο –και τίποτα λιγότερο φυσικά– από την απάντηση-τοποθέτηση για τους αντικειμενικούς και υποκειμενικούς όρους, την σύγχρονη δηλαδή πραγματικότητα όπως αυτή έχει διαμορφωθεί, συν την προσπάθεια –μέσα από στόχους και αιτήματα– οικοδόμησης κομμουνιστικής οργάνωσης και κινημάτων αντίστασης που θα οδηγούν στην τροποποίηση των υποκειμενικών όρων αρχικά και στην συνέχεια μέσα από επαναστατικές μεταβολές και των αντικειμενικών όρων.

Η μεγάλη συμβολή του Γ.Χ. είναι όταν θέτει την έννοια του στρατηγικού στόχου, ή καλύτερα όταν βοηθά να ξεκαθαριστεί το τι είναι ο στρατηγικός στόχος μέσα σε μια διαμορφωμένη συγκυρία, φάση κ.λπ. Ο στρατηγικός στόχος δεν είναι ο σκοπός του κινήματος, δεν είναι π.χ. η επανάσταση, αλλά η ενεργητική τροποποίηση του συσχετισμού δύναμης προς όφελος της εργατικής τάξης συνολικά και η αλλαγή όλου του σκηνικού σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. Για παράδειγμα, το πέρασμα από την κατάσταση μιας παθητικής άμυνας που χαρακτηρίζεται από το στοιχείο της ανοργάνωτης αυθόρμητης, σκόρπιας και ασυντόνιστης πάλης σε διεθνές και εθνικό επίπεδο, στην κατάσταση της ενεργητικής αντίστασης όπου το στοιχείο της οργάνωσης, του συντονισμού, της δυνατότητας δημιουργίας ρηγμάτων στον αντίπαλο κ.λπ. είναι ένας στρατηγός στόχος μεγάλης σημασίας. Όταν τεθεί ένας τέτοιος στόχος και κατανοηθεί σε βάθος η σημασία του, η θεωρητικοπολιτική δουλειά για την επίτευξή του αποκτά πιο συγκεκριμένο και ειδικό χαρακτήρα.

Όπως θα το συμπυκνώσει ο Γ.Χ.: “Το πέρασμα από μια κατάσταση “παθητικότητας”, δηλαδή σε παγκόσμιο επίπεδο γενικά, παθητικής άμυνας, σε μια ενεργητική άμυνα, επομένως σε μια ποιοτικά άλλη κατάσταση, πρέπει να είναι ο στρατηγικός στόχος. Για να επιτευχθεί αυτό θα χρειαστούν χιλιάδες μεγάλες και μικρές μάχες σε όλα τα μέτωπα που μέσα σε αυτές να σφυρηλατούνται τα πρωτοπόρα αποσπάσματα αλλά και οι βασικές δυνάμεις που θα εκφράζουν βαθύτερες επιδιώξεις και ελπίδες για μια στροφή στην παγκόσμια εξέλιξη”.

“Πόρτες, παράθυρα, διόδους προς την κοινωνία”

Στις σημερινές συνθήκες δεν υπάρχουν “τυφλοσούρτες”, “λυσάρια” που απαντούν σε κάθε πρόβλημα. Χρειάζεται η σκέψη να μην είναι δειλή, να μην είναι παγωμένη και κυρίως να είναι προσανατολισμένη στο άνοιγμα δρόμων, διόδων, δυνατοτήτων για την αλλαγή των δεδομένων. Άρα και μια πράξη τέτοια που να αλλάζει τα δεδομένα, να δημιουργεί ανατροπές και εκπλήξεις, να κατοχυρώνει θέσεις και σημεία, να αλλάζει τα πράγματα.

Ο Γιάννης Χοντζέας δεν έχει καμιά σχέση με την διαστροφή της “ψευτοοργάνωσης, με το κόμμα της φαντασίας και την φανταστική συσσώρευση δυνάμεων”. Ούτε με την άλλη διαστροφή που δικαιολογεί την παθητικότητα και την παράκαμψη των καθηκόντων στο όνομα της μη συντελεσμένης συσσώρευσης δυνάμεων. Τον ενδιαφέρει το πραγματικό κίνημα και μια ζωντανή κομμουνιστική οργάνωση που παρεμβαίνει ενεργητικά, που πολλαπλασιάζει τις δυνατότητες παρέμβασης, που αλλάζει τα δεδομένα. Σε όσα θα καταθέσει σε ένα από τελευταία του κείμενα (Για το κομμουνιστικό πρόγραμμα της εποχής μας, εκδόσεις Α/συνεχεια, 2000) θα δώσει πολλές σκέψεις για τα θέματα αυτά ειδικά στο κεφάλαιο “σκέψεις για την κομμουνιστική οργάνωση, τα αναγκαία βήματα”, όπως για τα αιτήματα και τους στόχους που προβάλλονται, όπου τονίζει διαρκώς ότι πρέπει να “είμαστε μαζί με αυτούς που ενδιαφέρουν” οι σχεδιασμοί μας και τα αιτήματα, για την “διάχυση” μέσα στον κόσμο, την οργάνωση και την συσσώρευση δυνάμεων, τον αναγκαίο συνδυασμό διάχυσης και συγκέντρωσης δυνάμεων που “στην παρούσα φάση είναι βασικός κρίκος της αλυσίδας”.

Η κεντρική πολιτική γραμμή της ΚΟΕ “να αλλάξουν τα πράγματα στην κοινωνία, στην χώρα και την Αριστερά” και οι τακτικές μέσα από την οποία προωθείται σε όλα τα επίπεδα (ΣΥΡΙΖΑ, κεντρικό πολιτικό επίπεδο, κοινωνικοί χώροι εργασία, νεολαία, γειτονιά, πόλη, αυτοδιοίκηση), αποτελεί μια εφαρμογή των αντιλήψεων αυτών, αποτελεί μια προσπάθεια συγκεκριμένης υλοποίησης μιας γενικής κατεύθυνσης. Οι χιλιάδες μικρές και μεγάλες μάχες σε όλα τα μέτωπα μας περιμένουν και πρέπει να ανταποκριθούμε σε αυτές. Με αυτόν τον τρόπο τιμούμε ουσιαστικά τον Γιάννη Χοντζέα και το έργο του για “να ξελασπώσουμε το μέλλον”.


“Διάχυση” και “όχι διάλυση”

[…] Η ουσία της θέσης αυτής είναι καθαρή και κάπως “παραχωμένη”. Γνώση των γενικών συνθηκών και συσχετισμών στο κοινωνικό πεδίο, και επομένως των πολιτικών συσχετισμών. Η πρώτη στάση –που τη θεωρητικοποίησαν πολλοί ριζοσπάστες από την άποψη της “υπέρβασης του μοντέλου”, ενώ επιφανειακά είναι ντούρα εργατική– οδηγεί στην υπαγωγή στις επιδιώξεις της αστικής πολιτικής, γιατί εξαλείφει κάθε ανεξάρτητη στάση στο κοινωνικό και πολιτικό πεδίο. Με αυτή την έννοια εδώ γίνεται λόγος για “πόρτες, παράθυρα, διόδους προς την κοινωνία”.

Στις συνθήκες που ζούμε και εδώ που ζούμε, αυτό μπορεί να γίνεται με δύο τρόπους: με “το άνοιγμα στην κοινωνία”, που έχει καταντήσει καραμέλα που πιπιλίζεται και που σημαίνει συμμόρφωση με κάποιες απαιτήσεις που θέτει η “κοινωνία”, δηλαδή οι ηγετικοί της κύκλοι και στρώματα και προσπάθεια εισόδου στο “παιχνίδι που παίζεται” με όλα τα συνεπαγόμενα δηλαδή αναρρίχηση στην πολιτική πιάτσα κ.λπ. Όσοι επιχείρησαν τέτιες στροφές έφαγαν τα μούτρα τους και τα τρώνε, το λιγότερο.

Υπάρχει όμως και ένας άλλος τρόπος που σημαίνει δύο γενικά πράγματα: αυτό που γίνεται μέχρι σ’ ένα σημείο: μελέτη των πραγμάτων, τοποθετήσεις, αναλύσεις, παρεμβάσεις. Εκείνο που γίνεται λίγο, και αποτελεί το σημαντικότερο είναι η “διάχυση” αλλά όχι διάλυση μέσα στην πολυποίκιλη “αγορά του Δήμου”.

Ο τρόπος ζωής που επιβάλλεται είναι τέτιος που ωθεί στην απομόνωση, στην ιδιώτευση, ή το πολύ σε στενούς κύκλους. Σ’ αυτό προστίθεται η μακροχρόνια πολιτική περιθωριοποίηση που ασκήθηκε και ασκείται με πολλούς τρόπους (συνδικάτα, οργανώσεις, κ.λπ.) πέρα των άλλων. Εδώ η διάχυση κι όχι η διάλυση. Τι σημαίνει άμεσα, πραχτικά;

Με δεδομένους τους όλους, αριθμητικούς, επαγγελματικούς, οικονομικούς αυτό επιβάλλει ένα σχεδιασμό, μια κλιμάκωση, ένα “μίνιμουμ” απαιτήσεων για μια πρώτη περίοδο που πρέπει να τείνει στο μάξιμουμ.

Μπορεί να προβληθεί πως αυτό είναι ανακόλουθο ή αδόκιμο ή και απαράδεκτο από θεωρητική άποψη. Σε “αδόκιμες” και “ανακόλουθες” καταστάσεις γίνονται “αδόκιμα” και “ανακόλουθα” πράγματα και δημιουργήθηκαν τέτοιες.

“Διάχυση” και “όχι διάλυση” με όλες τις έννοιες σημαίνει σ’ ένα πρώτο στάδιο, σ’ αυτό που αντιστοιχεί η περίοδος που καθορίστηκε πριν, ταυτόχρονο “άνοιγμα” και “κλείσιμο”. Δηλαδή μια κίνηση με διπλό χαραχτήρα. Με απλούς όρους: σύναψη ποικίλων δεσμών σε ποικίλα επίπεδα: να ζητάς από τον καθένα στην κατάλληλη στιγμή εκείνο που κρίνεις ό,τι μπορεί να εισφέρει και μια τάση στο περισσότερο.

Απόσπασμα από το βιβλίο
Για το Κομμουνιστικό Πρόγραμμα της Εποχής μας,
σελ. 220.


Βιβλία του Γιάννη Χοντζέα
από τις εκδόσεις Α/συνεχεια

Από τις εκδόσεις Α/συνεχεια έχουν ως τώρα εκδοθεί τα ακόλουθα έργα του Γιάννη Χοντζέα:

  1. Μάης ’68 – 15 χρόνια μετά, 1983
  2. Ανολοκλήρωτες θύελλες και η προσαρμογή τους, 1985
  3. Κρίση της οικονομίας-κόσμος, 1992, σελ.: 36
  4. Νίκος Ζαχαριάδης: τυμβωρυχία, καπηλεία και ιστορία, 1992, σελ.: 56
  5. Το “τέλος” του κομμουνισμού, 1993, σελ.: 448
  6. Για το έργο του Μάο Τσε Τουνγκ, 1993, σελ.: 36
  7. Μερικά ζητήματα για την περίοδο ’44-’49, [1975] 1994
  8. 60 χρόνια από την ίδρυση του ΚΚΕ, [1978] 1994
  9. Κριτική αποτίμηση του μ-λ κινήματος στην Ελλάδα, 1994
  10. 15 χρόνια από το θάνατο του Ι. Στάλιν, [1968] 1995
  11. Κείμενα εξορίας 1970-1971,1995, σελ.: 88
  12. Σελίδες από το ημερολόγιο ενός μαχητή της 105ης Ταξιαρχίας, [1959, 1960] 1995, σελ.: 104
  13. Σημειώσεις για το εργατικό κίνημα και το λενινισμό, [1984] 1996, σελ.: 64
  14. Η αναγνώριση της τάξης, [1981, 1993] 1996, σελ.: 88
  15. Για το Κομμουνιστικό πρόγραμμα της εποχής μας, 2000, σελ.: 240
  16. Για το Κομμουνιστικό Κίνημα της Ελλάδας, 2004, σελ.: 344