του Αντώνη Ανδρουλιδάκη
Εκτός των τόσων δεινών που επισώρευσε η τρέχουσα Κρίση, παρήγαγε και πολυάριθμα κοινωνικά αντισώματα αλληλεγγύης και ανθρωπιάς. Διαφόρων ειδών και τύπων συλλογικά εγχειρήματα, από παρέες, συντροφιές και εκδηλώσεις, μέχρι και κοινωνικές επιχειρήσεις και κολεκτίβες ή δημιουργικές κοινότητες.
Ατυχώς, όμως, τα πιο πολλά από τα εγχειρήματα αυτά καταλήγουν, το πιο συχνά, σε απογοητευτική ματαίωση των προσδοκιών που είχαν καλλιεργήσει και μάλιστα για λόγους που μοιάζει να μην συναρτώνται άμεσα με την ίδια την αποτυχία της συλλογικότητας και την αστοχία των σκοπών της, όσο με δυσλειτουργικά στοιχεία που ανακύπτουν από την ατομική στάση ενός εκάστου των συστατικών της μελών. Λες και είναι αδύνατο να οικοδομηθούν οάσεις μέσα στην καπιταλιστική έρημο. Λες και είναι αδύνατον να απαλλαγεί κανείς από το ατομοκεντρικό-καπιταλιστικό μπόλιασμα και τις ψυχικές συνέπειες του, παρά την όποια θεωρητική-διανοητική μαρξιστική του κατάρτιση.
Ίσως γιατί μπορεί να το έχουμε ξεχάσει, αλλά οι άνθρωποι έχουμε ανάγκες. Όχι επιθυμίες, αυτές συνήθως τις θυμόμαστε εύκολα και άλλο τόσο εύκολα τις ξεχνάμε. Ανάγκες! Συχνά άρρητες, ανομολόγητες, ανεπεξέργαστες. Ανάγκες απ’ αυτές που, όπως λέει ο Rycroft, αν ματαιωθούν είναι πιθανόν και να αποδεχτούμε την πραγματικότητα, αλλά που μόνο η ικανοποίηση τους μπορεί να μας οδηγήσει στο να την αγαπήσουμε. Κι’ όπως καίρια το ορίζει ο Παύλος, «η απελπισία περίστροφο και σφαίρες της οι ανάγκες».
Αν γυρεύουμε λοιπόν, πραγματικά, να αγαπήσουμε τη συλλογική πραγματικότητα που φτιάχνουμε κάθε φορά, αν ζητούμενο είναι να εκπληρώσουμε μέσα απ’ αυτήν και τις υποκειμενικές μας ανάγκες, τότε είναι βέβαιο πως οι ανάγκες αυτές, οι βαθιές υπαρξιακές μας ανάγκες, οφείλουν να κατατίθενται με σαφήνεια. Γιατί οι συλλογικότητες, οι πάσης φύσεως συλλογικότητες, από την ερωτική-φιλική σχέση και την οικογένεια, μέχρι το κόμμα ή την κοινωνία, είναι δυναμικά πεδία σχέσεων. Και καθώς οι ανάγκες υπεισέρχονται σ’ αυτές, μπορούν ανά πάσα στιγμή να εκπέσουν από Σχέσεις σε απλές συσχετίσεις ή χρήσεις.
Να λοιπόν 13+1σίγουροι τρόποι που οι ανάγκες δεν κατατίθενται, αλλά στρεβλώνονται και υποθηκεύουν τη συλλογική πραγματικότητα, για την οποία -κατά τα λοιπά- τόσο νοιαζόμαστε. Κι’ αυτό δεν είναι καθόλου μια «αμερικανιά», ούτε μια συνταγή…
- Καθώς αρνιόμαστε να ομολογήσουμε ξεκάθαρα τι είναι αυτό που πραγματικά μας πείραξε στη συμπεριφορά του Άλλου. Το αυτονόητο δικαίωμα μας, ότι ο Άλλος -επειδή είναι σύντροφος, επειδή έχουμε «φάει μαζί ψωμί κι αλάτι»- οφείλει με κάποιο μαγικό τρόπο να ξέρει τι μας ζορίζει και τι μας ενοχλεί, χωρίς να χρειάζεται να μιλήσουμε εμείς γι’ αυτό. Λες και η συντροφικότητα δεν προϋποθέτει το ψυχικό άνοιγμα. Λες και η συντροφικότητα συναρτάται και μόνον με την κοινή μας στόχευση αλλαγής των υλικών όρων της ζωής.
- Καθώς ο σύντροφος δυσκολεύεται, κατά κάποιο τρόπο, να εκφραστεί, εμείς δεν έχουμε χρόνο να τον ακούσουμε ενεργητικά. Είναι και οι ριμάδες οι διαδικασίες που πρέπει να προχωρήσουν. Κι ίσως δεν είναι και πολύ κοντά στον διαλεκτικό υλισμό να ρωτήσουμε τον Άλλο πώς νιώθει γι’ αυτό.Άσε που τις περισσότερες φορές εμείς, που πιάνουμε πουλιά στον αέρα, καθώς έχουμε εμπειρία απ’ αυτές τις διαδικασίες, ξέρουμε τι συμβαίνει πριν ακόμη και από τον σύντροφο που τον αφορά.
- Καθώς ο σύντροφος είναι θυμωμένος ή κάτι τον έχει στεναχωρήσει ή κάτι μέσα του τον ζόρισε σ’ αυτή την διαδικασία, δεν είναι δική μας ευθύνη. Ας πάει στον ψυχαναλυτή του! Από πότε οι επαναστατικές πρωτοπορίες έχουν ευθύνη και χρόνο για τέτοια θέματα; Και στο φινάλε, αν θέλει να μιλήσει όταν ηρεμήσει, έχει καλώς. Αλλιώς, σκασίλα μας. Εμείς δεν οφείλουμε να ριψοκινδυνεύσουμε να συναντήσουμε τον πόνο του Άλλου. Αυτό, δεν είναι δουλειά της Αριστεράς.
- Καθώς δεν θα «αφήσουμε τίποτα να πέσει κάτω». Είναι δικαίωμα μας, αναφαίρετο μάλιστα, να κρίνουμε τον άλλο, όχι μόνο για τις πράξεις ή τις παραλείψεις του, αλλά γι’ αυτό που είναι ο ίδιος. Η φοβερή εμπειρία μας από ανάλογες συλλογικότητες μας έχει δείξει, ότι πάντα κάπου από πίσω υπάρχουν κάποια κακοπροαίρετα κίνητρα. Ανυποψίαστοι ότι αυτός ο παρανοειδής τρόπος του σχετίζεσθαι, σχεδόν πάντα λειτουργεί σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία, βγάζοντας αληθινά τα χειρότερα σενάρια μας.
- Καθώς τα δικά μας λάθη δεν έχουν ποτέ την ίδια βαρύτητα με τα λάθη των συντρόφων. Στο κάτω-κάτω, για μας πάντα υπάρχει μια σοβαρή δικαιολογία, που ποτέ δεν ισχύει για τους Άλλους.
- Καθώς μια συζήτηση αποτυγχάνει ή η σχέση μας μ’ ένα σύντροφο δεν πάει στη «σωστή» κατεύθυνση, εμείς θα έχουμε στο νου μας πως να το πάρουμε προσωπικά. Πως να προσβληθούμε ή πως να αποτινάξουμε άμεσα από πάνω μας την προσβολή. Να αμυνθούμε επιθετικά. Αδυνατώντας να δούμε πίσω από τις λέξεις του Άλλου, τί πραγματικά μπορεί να τον επηρέασε. Πού και ο Άλλος ζορίστηκε.
- Καθώς αγνοούμε ότι πίσω από τον θυμό του συντρόφου, υπάρχει πάντα μια μετάφραση. Μια μετάφραση που λέει, «χρειάζομαι περισσότερο χρόνο, προσοχή και νοιάξιμο -γιατί όχι- ρε συ. Και μένα, οι ανάγκες μου είναι που ουρλιάζουν».
- Καθώς προσεκτικά αποφεύγουμε να μιλήσουμε για τις σκέψεις και κυρίως, τα όποια συναισθήματα μας για τον Άλλο. Κυρίως αν είναι θετικά, δεν τολμάμε να μιλήσουμε γι’ αυτά μην τυχόν μας «πάρει τον αέρα», μην τυχόν και μας κυριαρχήσει εμάς τους σούπερ αυτόνομους. Αν πάλι πρόκειται για αρνητικά συναισθήματα, αντί να μπούμε στη δύσκολη θέση να πούμε πώς αισθανθήκαμε γι’ αυτό, προτιμάμε να μιλήσουμε χαρακτηρίζοντας τον Άλλο. Λες και, είναι ο Μαρξισμός που απαγορεύει την επαφή με το συναίσθημα μας και τη γνήσια έκφραση του, και όχι η χυδαία και περίκλειστη αυτοαναφορικότητα του καπιταλισμού.
- Καθώς ο Άλλος δεν φαίνεται να καταλαβαίνει άμεσα το ζήτημα, η λύση είναι να ανέβουν οι τόνοι, να τα χώσουμε ή να το κάνουμε πιο κομψά, με την απαραίτητη «μαρξιστική» ειρωνεία και υποτίμηση. Στο τέλος-τέλος, μπορεί να ρίξουμε και καμιά απειλή που πάντα «βοηθάει», ώστε να χτίζεται μια συναισθηματική απόστασηασφαλείας για μας και ανασφάλειας για τον Άλλο…Βλέπεις, η Αριστερά μπορεί να «πεθαίνει από συναίσθημα», δεν είναι όμως διαλεκτικό να μιλάει για τα συναισθήματα της. Υπάρχει βέβαια και η περίπτωση που μπορούμε να εξωτερικεύσουμε τα συναισθήματα μας, αρκεί να είναι όσο πιο κοντά γίνεται σε εμετό. Η «αυθεντικότητα» μας επιτρέπει να είμαστε ο χειρότερος δυνατός εαυτός μας ξερνώντας στα μούτρα του Άλλου ό,τι «θηρίο» κουβαλάμε μέσα μας, αδιαφορώντας, όχι μόνο για το πως μπορεί να νιώσει εκείνος, αλλά και την εξέλιξη της διαπροσωπικής μας σχέσης, ή την προοπτική του ίδιου του συλλογικού εγχειρήματος.
- Καθώς συζητάμε ένα ζήτημα μπορούμε να «κατεβάσουμε» μια ολόκληρη λίστα με παρεμφερή ζητήματα που ανάγονται στο πρόσφατο ή μακρινό ή και «αρχαίο» παρελθόν. Τα προβλήματα για την Αριστερά δεν είναι ποτέ, ούτε και συζητιούνται, μεμονωμένα. Είναι πάντα σε «συνάρτηση με» ουρές…που κουνιούνται, ίσως επειδή δεν μπορούν να ξεκουνηθούν οι φορείς των ουρών. Έτσι κι αλλιώς, το να τίθεται η λίστα και να εκτονώνεται ο ψυχισμός, είναι σημαντικότερο από το βρίσκεται μια λύση για το, κάθε φορά, συγκεκριμένο ζήτημα.
- Καθώς το πιο συχνά εντοπίζουμε στα λάθη του Άλλου και μάλιστα με τρόπο, που δεν του αφήνει κανένα άλλο τρόπο διαφυγής, παρά μονάχα την αντεπίθεση. Γιατί, τα δικά του λάθη είναι «επαναλαμβανόμενα πάντα». Αυτός, κάνει «πάντα το ίδιο πράγμα». Κι εμείς, «του το έχουμε πει εκατό φορές». «Αλλά αυτός ποτέ δεν ακούει». «Κάνει πάλι τα ίδια». Αντίθετα, εμείς, «μερικές φορές μπορεί να κάνουμε λάθος». Βλέπεις, η σχετικότητα του «μερικές φορές», του «μπορεί», ισχύει για μας. Για τον Άλλο, ισχύει η απολυτότητα του «πάντα», του «ποτέ» και του «πάλι». Μονάχα, που αυτή η απολυτότητα στην έκφραση μας, είναι ωτοασπίδα στα αυτιά του συντρόφου.
- Καθώς θυμόμαστε με ενάργεια και με λογιστική τακτοποίηση τα αρνητικά στη σχέση μας με τον Άλλο. Ίσως, γιατί πάντα θυμόμαστε την καλή μανούλα μας, που δεν εντόπιζε τα θετικά γιατί μετά «θα έπαιρναν τα μυαλά μας αέρα και δεν βελτιωνόμαστε». Ίσως, γιατί μόνο οι δυσκολίες και τα αρνητικά μας «ατσαλώνουν». Ίσως, γιατί η «μίρλα» είναι συστατικό στοιχείο της αδικημένης ταξικής μας υπαγωγής.
- Καθώς, όταν η κατάσταση σε μια συλλογικότητα μας δημιουργεί πρόβλημα κι έχουμε μια δυσκολία να μιλήσουμε γι’ αυτό, είναι πιο βολικό να ενδώσουμε στο θυμό ή στο φόβο και, ή να κλειστούμε στο ασφαλές ατομικό καβούκι μας, ή να την «κάνουμε» με ελαφρά πηδηματάκια από τη συλλογικότητα που μας «κουράζει». «Άσε με ρε με τους μαλάκες!». Εκείνο που μετράει, είναι εμείς να νιώσουμε ανακούφιση. Γιατί όποιος φοβάται να μιλήσει, δεν φοβάται να τσακωθεί.
- Καθώς έχουμε «εκπαιδευτεί» να επιδιώκουμε μια καλή εξωτερική εμφάνιση των σχέσεων μας με τους Άλλους, προτιμάμε να μην ριψοκινδυνεύσουμε στο να γνωρίσουμε τον άλλο πραγματικά. Να μην μάθουμε, έστω κάποιες πτυχές του εαυτού του, να μην γνωρίσουμε τις ανάγκες του, τα συναισθήματα και τα «θέλω» του. Κι’ εκείνος το ίδιο. Η Αριστερά δεν χρειάζεται αυτό το βάθος.
Αυτή η Αριστερά που κάποτε τολμούσε να «είναι πάντα με τους Άλλους», ξέμαθε να είναι και με τον Εαυτό της.
Αλλά μερικές φορές, καλή ώρα, οι ανθρώπινες ανάγκες μας στέλνουν, με τον τρόπο τους, ραβασάκια. Μας λένε τον πόνο τους. Βγάζουνε στην επιφάνεια το ακόρεστο, το πονετικό ανεκπλήρωτο τους. Και χρειαζόμαστε, σήμερα περισσότερο παρά ποτέ, τις συλλογικότητες, και μόνο αυτές, που θα μπορούν να αρθρώσουν μια λέξη γι’ αυτόν τον πόνο, αν όχι να τον γειάνουν.