ΤΟ ΘΕΜΑ: Επίθεση στον ΟΑΕΔ, της Μαρίας Ξυλούρη

Μια… περφόρμανς απόγνωσης

Λίγο πριν από το Πάσχα εισήχθη στην Ελλάδα ένα αιματηρό… έθιμο που πολλοί δεν πίστευαν ότι θα υιοθετούσαμε τόσο σύντομα. Ανέλαβε να μας εξοικειώσει με αυτό ένας νεαρός μαθητής σε σχολή του ΟΑΕΔ, που, ακολουθώντας το παράδειγμα δεκάδων μαθητών και φοιτητών ανά τον κόσμο, εμφανίστηκε πάνοπλος στη σχολή του έχοντας πρώτα ανεβάσει στο ίντερνετ, στο MySpace, το μανιφέστο του, μαζί με μπόλικες φωτογραφίες του με τα όπλα που είχε προμηθευτεί. Το σχέδιό του ήταν να μπει στις τάξεις σκοτώνοντας χωρίς διακρίσεις.

Κείμενα: Μαρία Ξυλούρη

Η συνέχεια της ιστορίας είναι γνωστή. Στην είσοδο, ένας αργοπορημένος μαθητής λειτούργησε σαν αστάθμητος παράγοντας που χάλασε το σχέδιο. Ο υποψήφιος δολοφόνος τον πυροβόλησε και, μάλλον ξαφνιασμένος, αποπροσανατολισμένος, μη μπορώντας να “αυτοσχεδιάσει” στις ειδικές συνθήκες, απομακρύνθηκε απ’ τη σχολή. Στη διαδρομή τραυμάτισε και δύο ανθρώπους που είχαν την ατυχία να βρεθούν μπροστά του πριν αυτοκτονήσει σε ένα κοντινό παρκάκι. Στο “γράμμα” του έλεγε ότι δεν είχε σκοπό ν’ αφήσει κανέναν να συνεχίσει τη ζωή του εφόσον ο ίδιος δεν μπορούσε να συνεχίσει τη δική του? δήλωνε απογοητευμένος απ’ όλους και παρουσίαζε την πράξη του σα προσπάθεια ν’ αποδείξει την αξία του στα μάτια μιας κοπέλας που τον αγνόησε (και δεν μπορεί κανείς να μη σκεφτεί ότι η πράξη του ήταν και μια προσπάθεια ν’ αποδείξει όχι την αξία του, αλλά την ίδια του την ύπαρξη, σε όλους όσοι τον αγνόησαν)? τελικά ο μόνος που σκοτώθηκε ήταν ο ίδιος.

Η ιστορία του ανθρώπινου είδους, φυσικά, είναι γεμάτη γεμάτη ανθρώπους που σε διάφορες στιγμές της ζωής τους, πολλοί για όλη τους τη ζωή, αισθάνθηκαν βαθιά απογοητευμένοι απ’ τους γύρω τους ή απομονωμένοι. Αλλά δεν απάντησαν όλοι αυτοί στην απογοήτευση παίρνοντας τα όπλα.

Και μετά όλοι κοιτάζαμε την οθόνη. “Μα δεν ήταν δυνατόν”, “Δεν περιμέναμε ότι θα συνέβαινε και στην Ελλάδα”. Κάποιοι έλεγαν για την ευθύνη των γονέων που δεν είναι κοντά στα παιδιά τους. Δεν εξήγησαν, όμως, πώς η συντριπτική πλειοψηφία των εργαζόμενων γονέων σήμερα θα μπορούσε να το καταφέρει αυτό, λες και πρόκειται απλώς για ζήτημα προθέσεων. Ούτε αυτοί που είπαν το “Όλοι φταίμε” εξήγησαν από πού κι ως πού έχουμε όλοι τις ίδιες ευθύνες και πού αλλού εκτός απ’ το “Δεν φταίει κανείς” μπορεί να μας οδηγήσει αυτό το γενικόλογο και κενό “Όλοι φταίμε”. Μας έμειναν το “σοκ” και το “συγκλονισμένο πανελλήνιο”, τα δημοσιογραφικά κλισέ δηλαδή, μαζί με τις εύκολες αναλύσεις στα παράθυρα, σε ένα άκρως τηλεοπτικό θέαμα, που γρήγορα αντικαταστάθηκε από κάτι άλλο, μέχρι το επόμενο “σοκ” που “θα συγκλονίσει το πανελλήνιο”.

Ειπώθηκε ότι ο δράστης, που είχε και ιστορικό βίαιης συμπεριφοράς, ήταν απομονωμένος και κρατούσε τους άλλους σε απόσταση. Συνήθως όμως αυτές οι αποστάσεις αφορούν και τον θύτη, αλλά και το θύμα, που με τη σειρά του είναι και λίγο θύτης. Οι ρόλοι αυτοί στα σχολικά περιβάλλοντα εναλλάσσονται. Και δεν είναι εύκολο να πεις αν πρώτα η αδιαφορία των άλλων προκάλεσε την αδιαφορία του Πατμανίδη γι’ αυτούς ή το αντίστροφο. Όμως εδώ δεν φαίνεται να έχουμε να κάνουμε μόνο με έναν κύκλο βίας μεταξύ μαθητών (παρόλο που αυτή η βία φαίνεται ότι είναι υπαρκτή μέσα στη συγκεκριμένη σχολή, και όχι μόνο σ’ αυτή). Στην πραγματικότητα είναι ένας κύκλος βίας που περιλαμβάνει περίπου τους πάντες. Άλλοτε με ορατούς, άλλοτε με αόρατους τρόπους.

Ένας πολύπλοκος συνδυασμός ατομικών, οικογενειακών, οικονομικών και κοινωνικών χαρακτηριστικών και συγκυρίας φτιάχνει το εκρηκτικό κοκτέιλ, ένα είδος παγκοσμιοποιημένης “περφόρμανς” που περιοδεύει από χώρα σε χώρα, μιλώντας την εσπεράντο της βίας. Ακόμα και η Φινλανδία, παρά το πολυδιαφημισμένο εκπαιδευτικό της σύστημα, έχει τα δικά της περιστατικά? και, αν για τη Φινλανδία και τις ΗΠΑ το φαινόμενο εξηγείται, ως ένα βαθμό, (και) από τη βαθιά ριζωμένη κουλτούρα οπλοκατοχής, αυτό δεν ισχύει τόσο απόλυτα, και σίγουρα δεν ισχύει σε όλες τις χώρες.

Ούτε όμως η ψυχοπαθολογία από μόνη της αρκεί για να δώσει μια εξήγηση: δεν είναι όλοι οι ψυχικά ασθενείς βίαιοι: για την ακρίβεια, μόνο ένα μικρό ποσοστό τους είναι βίαιοι – κοινώς, για κάθε Πατμανίδη υπάρχουν χιλιάδες άλλοι που δεν έφτασαν μέχρι εκεί, κι αυτό παρά το ότι οι υποστηρικτικοί για την ψυχική υγεία θεσμοί εξακολουθούν εν πολλοίς να είναι ζητούμενο κι όχι δεδομένο (σε αρκετές περιπτώσεις, τα προβλήματα των δραστών ήταν ήδη γνωστά, χωρίς αυτό να αποτρέψει την κατάληξη? και φυσικά το να αντιμετωπίζεται όποιος δείχνει “μοναχικός”, “περίεργος” σαν υποψήφιος δολοφόνος δεν είναι λύση). Και σίγουρα δεν αρκεί να ενοχοποιηθεί μια μπάντα ή ένα βιντεογκέιμ – γιατί, και πάλι, δεν καταλήγουν όσοι ακούνε την ίδια μουσική ή παίζουν τα ίδια παιχνίδια να μπουκάρουν στα σχολεία τους οπλισμένοι σαν αστακοί. Όπως καταλήγουν δολοφόνοι όσοι, πάνω στα νεύρα τους, σκέφτονται “Να είχα τώρα ένα πιστόλι στα χέρια και θα καθάριζα αφεντικά, συναδέλφους, τους πάντες”.


Βία μέσα σε μεγαλύτερη βία

Το περιστατικό έδωσε την ευκαιρία να φωτιστεί η κατάσταση στις σχολές του ΟΑΕΔ: μαθητές χωρισμένοι σε συμμορίες με βάση την καταγωγή? λογικό ίσως, αν σκεφτεί κανείς, δίπλα στην ενδογενή βία του εκπαιδευτικού συστήματος, τα χρόνια ολόκληρα της παραμέλησης αυτού του κλάδου της εκπαίδευσης ειδικά, με μαθητές σε δύσκολες συνθήκες, εργαζόμενους ταυτόχρονα, και με ακατοχύρωτα επαγγελματικά δικαιώματα? μαθητές δεύτερης και τρίτης κατηγορίας σε σχέση με τους των λυκείων, ουσιαστικά απόβλητοι του κυρίως κορμού του εκπαιδευτικού συστήματος, μέσα σε ένα τελείως θολό πλαίσιο όπου το μόνο που διαγράφεται ξεκάθαρα είναι η διαρκής πίεση και η αβεβαιότητα, και φυσικά χωρίς υποστηρικτικούς θεσμούς, χωρίς άλλο σχέδιο έξω απ’ αυτό της διάλυσης.

Κι είναι σχεδόν ειρωνικό: όλο αυτό να συμβαίνει ακριβώς την εποχή που καλούμαστε να καταδικάσουμε μετά βδελυγμίας τη βία, απ’ όπου κι αν προέρχεται (τις ίδιες πάνω κάτω μέρες γινόταν σάλος στη Βουλή για τον τόνο στη λέξη βία του εθνικού ύμνου). Σαν για να μας υπενθυμίσει ότι η βία είναι αναφαίρετο κομμάτι του καπιταλισμού, όποιοι κι αν είναι οι “κουκουλοφόροι” που την ασκούν.


Ένας τρόπος να φωνάξεις “παρών”

Η επίθεση του Πατμανίδη, ο τρόπος που στήθηκε, ακόμα και τα χαρακτηριστικά του, όπως τουλάχιστον περιγράφτηκαν στη συνέχεια, κάνουν τις συγκρίσεις με τις αντίστοιχες επιθέσεις στο εξωτερικό αναπόφευκτες. Οι –στη συντριπτική πλειοψηφία, άντρες– δράστες συνήθως είναι απομονωμένοι –κάποιες φορές το πόσο ξένοι είναι σφραγίζεται και από την καταγωγή τους–, και, τουλάχιστον εκ των υστέρων, το βίαιο ξέσπασμα δείχνει αναμενόμενο.

Η σκηνοθεσία της πράξης, επιπλέον, είναι σχεδόν πανομοιότυπη. Είναι έκδηλη η έμπνευση από τους προηγούμενους, η απόπειρα “αντιγραφής” τους (σε αυτή την “αλυσίδα” δεσπόζει σαν παράδειγμα και ιδανικό το Κολουμπάιν): ανεβάζουν τα μανιφέστα τους στο διαδίκτυο, ανεβάζουν πόζες του εαυτού τους οπλισμένου, σε μια στιγμή δόξας: μια εικονογράφηση ενός “αντιήρωα”, που φαίνεται ελκυστική σε ανθρώπους διαλυμένους από λογής προβλήματα.

Ως ένα βαθμό τουλάχιστον, η ίδια η πράξη τους αποκτά την αξία της ακριβώς επειδή θα γίνει γνωστή, θα προβληθεί, θα συγκλονίσει. Οι αόρατοι βγαίνουν στο φως, έστω με το θάνατό τους? για να γίνουν ορατοί μέσα στη γενικευμένη, παγκοσμιοποιημένη σαπίλα, πρέπει να μιλήσουν με τους δικούς της όρους, όρους βίαιους και μιντιακούς. Έχουν επίγνωση των κανόνων του παιχνιδιού, και την ώρα που μοιάζουν να προσπαθούν να βγουν απ’ αυτό, γίνονται κομμάτι του. Μετατρέπουν το θάνατο σε θέαμα, γιατί έτσι ακριβώς τον βλέπουν καθημερινά: μια σύμβαση που τη χρησιμοποιούν για να γίνουν, έστω και αργά, κατανοητοί. Γιατί από τα λόγια τους, αν κάτι βγαίνει, είναι μια απόλυτη αίσθηση μοναξιάς, κενού και ανυπαρξίας που δεν την αντέχουν άλλο.

Και είναι αυτές οι ομοιότητες, ο τρόπος που οι επιθέσεις “περνάνε” από χώρα σε χώρα, ο τρόπος που ο ένας δράστης εμπνέει τον άλλο, κι ας βρίσκονται χιλιόμετρα μακριά, που υποδεικνύουν ότι υπάρχουν, παγκόσμια, κοινωνικές συνθήκες που οδηγούν σε αυτού του είδους τη βία σαν τη μοναδική απάντηση στο ταραγμένο μυαλό των θυτών. Συσσωρευμένοι φόβοι, αδιέξοδα, στρεβλώσεις: μια καθημερινή ολομέτωπη επίθεση εναντίον της ζωής όλων.

Οι δράστες φαίνεται να αντιλαμβάνονται μια ρωγμή γύρω τους. Αφήνουν πίσω τους μανιφέστα εναντίον της αδιαφορίας των άλλων, εναντίον του συστήματος, εναντίον όσων τους πλήγωσαν. Η μόνη λύση που βρίσκουν είναι μια προσπάθεια να ανταποδώσουν ακριβώς αυτή τη βία (συμβολική ή πραγματική) που υπέστησαν? έχουν αντιληφθεί ότι το μόνο “νόμισμα” που περνάει είναι αυτό. Μη βλέποντας άλλη προοπτική έξω απ’ τον αφανισμό, φροντίζουν τουλάχιστον αυτός ο αφανισμός να τους κάνει για λίγο έστω ορατούς, να τους βγάλει για λίγο έξω από την κατάσταση του “άλλου”, του “ξένου”, και να τους τοποθετήσει στο εδώ με τρόπο που να μην επιδέχεται αντίρρηση.

Από το σημείωμα του Πατμανίδη μπορεί κανείς να δει έναν ταραγμένο άνθρωπο που αναζητούσε ένα τρόπο να ανήκει. Ο μόνος τρόπος που βρήκε ήταν ο μόνος, ίσως, που θα προκαλούσε ένα ρίγος συγκίνησης στο παχύδερμο της πραγματικότητας, ο μόνος που θα τον έκανε να υπάρξει, όντως, στα μάτια των άλλων.