ΣΥΡΙΖΑ: Αναζητώντας διέξοδο, των Κώστα Ανδριανόπουλου, Γιάννη Τσούτσια

Οι ευρωεκλογές

Οι ευρωεκλογές κατέγραψαν:

  • Τη συνεχιζόμενη αποστασιοποίηση της κοινωνίας από τη νεοφιλελεύθερη διαχείριση. Αποστασιοποίηση χαμηλής έντασης μεν, αλλά και μεγάλης έκτασης που αφορούσε στο σύνολο των πολιτών. (Έτσι, η κοινωνική δυναμική δεν είναι τουλάχιστον αρνητική για το μαζικό κίνημα.)
  • Την απορριπτική κριτική απέναντι στο πολιτικό σύστημα, τόσο συνολικά –ως προς την αρχιτεκτονική του–, όσο και προς κάθε κόμμα ξεχωριστά και κατ’ αναλογία. Απόρριψη που αποκτά μεγαλύτερη σημασία, καθώς το αμέσως προηγούμενο διάστημα, η μαζική αμφισβήτηση προσέβλεπε σε κοινωνική ανασύνταξη μέσα από μεταβολές στο πολιτικό σκηνικό. (Έτσι, τα καθήκοντα της Αριστεράς απέναντι στο πολιτικό σύστημα και τον εαυτό της διαγράφονται επιτακτικά. Παράλληλα όμως έκλεισε ένας πρώτος κύκλος όπου η Αριστερά απέτυχε και στα δύο.)
  • Την παντοειδή πολιτική ρευστότητα που διαπιστώνεται στην πολύμορφη απαγκίστρωση της αμφισβήτησης από τις συστημικές ανασχέσεις. (Έτσι, ο δρόμος για κεντρικές πολιτικές πρωτοβουλίες παραμένει κατ’ αρχήν ανοιχτός.)

Και ο ΣΥΡΙΖΑ

Το κακό εκλογικό αποτέλεσμα μετάτρεψε την υπόγεια κρίση του ΣΥΡΙΖΑ σε ανοιχτή. Στο προηγούμενο διάστημα η δημοσκοπική “φουσκονεριά” παρήγαγε ισορροπίες ανάμεσα στους φορείς των αντιθέσεων, επιτρέποντας τις χωριστές τους ελπίδες. Κυρίως όμως διόγκωσε την αμεριμνησία απέναντι στο στρατηγικό πλαίσιο της αριστερής ανεπάρκειας. Με τις εκλογές κατεδαφίστηκαν οι ισορροπίες και άνοιξε η τριγωνική σύγκρουση Αλαβάνου, Τσίπρα και “ανανεωτικών”, που καταγράφηκε ως διαμάχη υποκειμένων και όχι πολιτικών, προς γενική ζημία, αλλά ακόμα περισσότερο προς ζημία της στάσης Αλαβάνου που προσδοκούσε πολιτικοποίηση των παραμέτρων του προβλήματος.

Αξίζει εδώ να σταθεί κανείς στη διακινούμενη άποψη ότι “το εκλογικό αποτέλεσμα δεν ήταν τόσο κακό, όσο η διαχείρισή του”. Η θέση αυτή που υποστηρίζει το μεγαλομανιακό πως τα πάντα είναι διαχειρίσιμα (ιδιοσυστασιακό της αντίληψης που έχει η ηγεσία του ΣΥΝ για την πολιτική), παρακάμπτει υποκριτικά την πολυδιάστατη κρίση για να αποφύγει στη συνέχεια τις μεγάλες αναδιατάξεις στις οποίες εγκαλεί το εκλογικό αποτέλεσμα. Μέσα από αυτά και άλλα, καλλιεργείται τελικά η πίστη σ’ ένα μοντέλο οργάνωσης, το οποίο βρίσκεται σε δυναμική ισορροπία μέσα από τριβές και αντεγκλήσεις, που κάποιες στιγμές παροξύνονται, ωστόσο έχει πάντα τη δυνατότητα αυτορρύθμισης, αγνοώντας τόσο τα όρια ενός τέτοιου μοντέλου, όσο και το ότι η ισορροπία αποκαθίσταται μόνο από αντίστοιχες παρεμβάσεις.

Στους κόλπους του ΣΥΡΙΖΑ, οι περισσότεροι ερμηνεύουν την εκλογική αποτυχία μέσα από τους τακτικούς όρους διεξαγωγής της προεκλογικής καμπάνιας (προσωπικές πολιτικές, αυτοκαταστροφικές νοοτροπίες, χειροτεχνισμοί, έπαρση, ανικανότητα, ξεχωριστές επιδιώξεις κ.λπ.). Καλλιεργείται έτσι η αυταπάτη πως το αποτέλεσμα είναι αντιστρέψιμο, αρκεί να γίνουν τα κατάλληλα συμμαζέματα. Όμως η κάμψη του ΣΥΝ εκτείνεται πέραν αυτών των ορίων και παραπέμπει στην ουσία του εγχειρήματος.

Στις ευρωεκλογές, η κοινωνική βάση επέκρινε όχι μόνον τα επιμέρους, αλλά τη συνολική πολιτική παρουσία του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ, συμπεριλαμβανομένου του τρόπου που χειρίστηκε την αύξηση της πολιτικής του επιρροής.

Είναι πλέον φανερό πως απαιτούνται ευρύτερες αναπροσαρμογές, η έκταση των οποίων αγγίζει τις ιδεολογικοθεωρητικές ορίζουσες του εγχειρήματος, περιλαμβάνει αλλαγές στις πολιτικοαξιακές ιεραρχήσεις και σίγουρα εκτεταμένες μεταβολές στα οργανωτικολειτουργικά της καθημερινότητας.

Η κρίση είναι πάντα ευκαιρία για συμπεράσματα και επαναπροσδιορισμούς. Αρκεί βεβαίως να τη δει κανείς ως τέτοια.

Τα πεδία της ανασύνταξης

1) Πρωτίστως χρειάζεται μια άλλη σχέση του ΣΥΡΙΖΑ με την κοινωνική αμφισβήτηση. Τεκμηριωμένη, θεωρητικά και πολιτικά. Πρέπει να εγκαταλειφθούν κληροδοτημένα εργαλεία κοινωνικοπολιτικής ανάλυσης ώστε να γίνει αποδεκτό ότι η κοινωνική αμφισβήτηση είναι στρατηγικός παράγοντας (πρωταρχικός, θεμελιωτικός, διαρκώς αναπαραγόμενος) διαμόρφωσης της Αριστεράς.

Η οικοδόμηση της αναγεννημένης Αριστεράς βασίζεται λιγότερο στ’ αφομοιωμένα, τα “σωστά” και περισσότερο στις διαδικασίες του κινήματος αμφισβήτησης.

Η ίδια η αμφισβήτηση εγκαλεί στην επαναξιολόγησή της. Επιβάλλει να δεις την έκτασή της. Δεν είναι μόνο οι μαχητικές εκδηλώσεις. Αλλά και το ρεύμα αποχής. Η συνεχής απαίτηση ανασυγκρότησης μέσα από κάθε ευκαιρία. Η προσδοκία αλλαγών. Η μεταστροφή της κοινής γνώμης. Σε υποχρεώνει να τη δεις συνολικά. Να βρεις αυτό που την ενοποιεί. Ν’ ανταποκριθείς στην ανάγκη της για έκφραση.

Ταυτόχρονα, πρέπει να εγκαταλειφθεί το μοντέλο πολιτικής που εστιάζει στην επινόηση πλατφόρμας, ικανής να προδιαγράφει τη διέξοδο, περιορίζοντας έτσι τη μεν πολιτική σε μηχανισμό αναπαραγωγής της πλατφόρμας, τις δε “μάζες” σε υποστηριχτή, διατασσόμενο στις ανάλογες μετωπικές θέσεις. (Μοντέλο ποικιλοτρόπως παρόν στις ηγετικές πρακτικές του ΣΥΝ).

2) Η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ μπάζει από παντού. Πρέπει να ξαναϊδωθεί. Ανεπαρκής στο ίδιο της το έδαφος αδυνατεί να προσδώσει ταυτότητα στο όλο εγχείρημα. Στριμωγμένη ανάμεσα στην αφοριστική απορριπτικότητα και την ενσωματωτική λογική των θετικών προτάσεων, ταυτίζεται με τη διατύπωση μετέωρων “θέσεων”. Οι θέσεις όμως γίνονται πολιτική, μόνον όταν μπορούν να οργανώσουν και εμπνεύσουν αντίστοιχες πρακτικές.

Ενδεικτικός των μεγάλων πολιτικών αδυναμιών του ΣΥΡΙΖΑ είναι ο τρόπος που αντιμετωπίζεται ο κίνδυνος της κεντροαριστερής στροφής. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που γνωρίζοντας τον ετεροπροσδιορισμό του ΣΥΡΙΖΑ, πολλαπλασιάζουν τις εκκλήσεις για ρήξεις και οξύνουν την αντικεντροαριστερή ορολογία, χωρίς όμως να μεταβάλουν τα εσωτερικά ιδεολογικοπολιτικά στοιχεία που καθορίζουν την ουσία της.

Παρομοίως ενδεικτική είναι και η αποτυχία της αριστερής παρέμβασης στο ζήτημα της οικονομικής κρίσης. Ενδεικτική, όχι τόσο για τις επιφανειακές προσεγγίσεις της, όσο για το ναυάγιο της λογικής των ευκαιριακών παρεμβάσεων στο κενό που επιφέρουν τα αδιέξοδα της συστημικής διαχείρισης.

Χαρακτηριστικότερο όμως όλων είναι ο τρόπος που αντιμετωπίστηκε το δημοσκοπικό 18%. Δηλαδή απλώς σαν ευκαιρία να γίνουν και να ειπωθούν πιο αποφασιστικά τα ίδια πράγματα. Άντε και με ολίγη επιπλέον προγραμματική διαμόρφωση. Δεν συνειδητοποιήθηκε ούτε τότε, ούτε και τώρα, ότι η αποπεριθωριοποίηση εγκαλούσε τον ΣΥΡΙΖΑ σε ριζικά διαφορετικό ρόλο.

Ο ΣΥΡΙΖΑ καλείται να διαμορφώσει αντιπολιτευτική πρόταση στοιχειώδους συνέπειας και προοπτικής. Να αρθρώσει δηλαδή, οργανωμένη αντίθεση και μαζική αντίσταση απέναντι στις αιχμές της κυρίαρχης πολιτικής.

3) Το σκηνικό της σύγκρουσης γύρω από το άμεσο μέλλον:

Οι ανανεωτικοί επιδιώκουν πολιτικοποίηση της εσωκομματικής αναμέτρησης μέσα από τέσσερις άξονες: Φιλοπασοκική στροφή, Ευρωπαϊσμός, Αντίθεση στον ΣΥΡΙΖΑ και σε πρωτοβουλίες βάσης, “Είναι άχρηστοι και οι δύο” (Τσίπρας-Αλαβάνος). Από αυτά, μόνον το σύνθημα για αριστερό ευρωπαϊσμό είχε απήχηση έξω από τα όρια του συσχετισμού τους, συνδεμένο αφενός με την απαίτηση του κόσμου του ΣΥΝ για πολιτική ταυτότητα, έστω και ψευδεπίγραφη, και αφετέρου με τις μνήμες του ευρωκομμουνιστικού ρεύματος και τη συμβολή του τελευταίου στο κομμουνιστικό κίνημα μιας άλλης εποχής. Επί της ουσίας, καθώς τα μεγαλεπήβολα σχέδια ευρωπαϊκής ενοποίησης εκλείπουν, ο διακηρυσσόμενος αριστερός ευρωπαϊσμός συρρικνώνεται θλιβερά σε ακολουθητισμό της δυτικοευρωπαϊκής επικαιρότητας. (Σαν εσωκομματική πολιτική βέβαια, αφορά την αναπαραγωγή του ως απαίτηση κυριαρχίας έναντι εσωκομματικών αντιπάλων και τίποτε άλλο.)

Ωστόσο η ενίσχυση των ανανεωτικών δεν προέρχεται από τις θέσεις τους, αλλά από τους Οικολόγους Πράσινους και τη διέξοδο που τους παρέχουν, αποκτώντας έτσι οι τελευταίοι τη δυνατότητα να ορίσουν τη συνεργασία, αλλά και τις εξελίξεις στο εσωτερικό του ΣΥΝ! (Αυτά, για όσους φαντασιώνονται ότι ο ΣΥΝ με την ηγεμονία του θα πολιορκούσε εύκολα τους Οικολόγους.)

Ο Α. Τσίπρας, από την πλευρά του, πιστεύει ότι μπορεί να τα καταφέρει στις εκλογές και γενικότερα, αφού διαθέτει τις κατάλληλες επικοινωνιακές ικανότητες, αρκεί να παραμερίσει τους εσωκομματικούς του αντιπάλους. Το σχέδιο αυτό, που από τη φύση του απαιτεί τον απόλυτο έλεγχο του ΣΥΝ, σήμερα εστιάζεται στην ανάγκη απομάκρυνσης του Αλαβάνου. Γι’ αυτό διατυπώνεται η απαίτηση για τα πρωτεία, υποβαθμίζεται ο ΣΥΡΙΖΑ, ουδετεροποιείται το “αριστερό ρεύμα” και διαμορφώνεται άνοιγμα στους “ανανεωτικούς”, το οποίο με τη σειρά του επιβάλλει μετριασμό της αντιπασοκικής ρητορείας και επιστροφή μέρους της κομματικής ισχύος, που αποκτήθηκε στο κενό της απουσίας του Αλαβάνου και του αριστερού ρεύματος. Ενώ όλοι πλέον υποψιάζονται ένα κρυφό-κυνικό μέρος μιας συμφωνίας, που αν δεν υπάρχει ήδη, θα επιδιωχθεί.

Ο Α. Αλαβάνος διαθέτει την καλύτερη επίγνωση των στρατηγικών αναγκών του εγχειρήματος ΣΥΡΙΖΑ και την ηγετική ικανότητα για προσανατολισμένες κεντρικές πολιτικές παρεμβάσεις. Επιμένει στη δύναμη των ανοιχτών πολιτικών απόψεων αρνούμενος να καταφύγει στη δημιουργία μηχανισμών, προσωπικών συσχετισμών, περιβάλλοντος κ.λπ. (Άραγε οι κριτικές περί αρχηγισμού, κατανοούν τι σημαίνουν αυτά;) Στη σημερινή κρίση φαίνεται πως ανιχνεύει την προοπτική μέσα από προσφυγή στη βάση του ΣΥΡΙΖΑ και το σχεδιασμό κεντρικών παρεμβάσεων που θα φέρουν τον ΣΥΡΙΖΑ στο πολιτικό προσκήνιο.

Εκ των πραγμάτων οι οργανωτικές μεταβολές τέθηκαν στο επίκεντρο. Το γεγονός σαν αφετηρία δεν είναι αρνητικό. Δεν πρόκειται περί οργανωτισμού. Έτσι κι αλλιώς, η ιδεολογικοπολιτική κατιούσα μετατοπίζει την ενοποίηση (ρόλοι και καθήκοντα) σε ειδικότερες πολιτικές επιλογές και στους φορείς τους. Μέσα από αυτή την πύλη θα δοθεί η συνολική μάχη.

Στο μεταξύ υπάρχουν διάφορα επείγοντα που πρέπει κατά προτεραιότητα να αντιμετωπιστούν για να βελτιωθούν οι όροι διεξόδου. Ενδεικτικά αξίζει να αναφέρει κανείς:

  • Η παρέμβαση της βάσης στα όρια των ηγεσιών.
  • Η ανατροπή του νοσηρού κλίματος με διαδικασίες ενοποίησης, αλλά και ανοιχτής πολιτικής κριτικής όπου χρειάζεται.
  • Η ανάγκη να μιλήσει η βάση του ΣΥΝ που παραμένει βουβή.
  • Η αποφυγή της στρατοπεδοποίησης των αντιθέσεων.
  • Η συνειδητοποίηση πως δεν προβλέπεται ριζοσπαστική ανασύνταξη του ΣΥΡΙΖΑ χωρίς τη συμμετοχή της βάσης του ΣΥΝ.
  • Η απόρριψη της στάσης που παρασιτεί στις αντιθέσεις για ίδιον όφελος.
  • Τα “κολλήματα” στα δευτερεύοντα, συνειδητοποιώντας ότι αξιοποιούνται από αντίπαλες απόψεις που κινούνται εξυπνότερα.
  • Η αδυναμία κεντρικών στελεχών να κατανοήσουν κίνητρα, στάσεις καθώς και τα παραπειστικά, τα ψευδεπίγραφα, ακυρώνοντας τον ίδιο τους το ρόλο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτοί που υποστήριξαν τον “αριστερό” Τσίπρα, παραγνωρίζοντας εξαρχής την καθηλωτική του άποψη για τον ΣΥΡΙΖΑ στον οποίο οι ίδιοι πίστευαν, για να αιφνιδιαστούν στη συνέχεια από τις αναθεωρημένες θέσεις του τελευταίου για το ΠΑΣΟΚ.

Τέλος, κάτι για τους ανένταχτους και την οργανωτική ανασυγκρότηση, που δεν γίνεται για να αποκαταστήσει αδικίες στην εκπροσώπησή τους, όπως μερικοί περιοριστικά ισχυρίζονται: Οι ανένταχτοι, πανταχού παρόντες ως πρακτική, συνεισφορά, δυναμική, αλλά και ως αδυναμία δέσμευσης, είναι ο κόσμος που κινείται ανάμεσα στο μέσα και στο έξω. Καταλύουν τα όρια και διευκολύνουν την προσπέλαση. Ακροδέκτες οι ίδιοι του κοινωνικού μηνύματος, αλλά και της κομματικής γραμμής, σηματοδοτούν πιο αξιόπιστα από κάθε άλλον αυτήν την αμφίδρομη σχέση. Η διαδικασία που τους συμπεριλαμβάνει και τους αναδεικνύει, μοιάζει με τη διαδικασία που θα ήθελε να συμπεριλάβει τη γνώμη της κοινωνίας σε μια ευρύτερη κοινωνικοπολιτική ανασυγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτός θα ήταν ο τρόπος για να ανταποκριθεί ο ΣΥΡΙΖΑ στο μήνυμα των εκλογών και της ευρύτερης περιόδου.

Κώστας Ανδριανόπουλος, Γιάννης Τσούτσιας