Σκάνδαλα επιταχυντές των εξελίξεων, του Σπύρου Παναγιώτου

Το προκλητικό κούνημα του χεριού του Α. Παυλίδη στη διάρκεια της ομιλίας του στη Βουλή δεν ήταν μόνο έκφραση θράσους ενός πολιτικού που βαρύνεται με χειροπιαστές πολιτικές ευθύνες, ίσως και ποινικές, στην υπόθεση του οργίου επιδοτήσεων εφοπλιστών που λυμαίνονται τις “άγονες γραμμές”. Κυρίως ήταν μια ένδειξη των αδιεξόδων του δικομματικού πολιτικού συστήματος.

Οπρώην υπουργός Αιγαίου, με την άρνησή του να συμμορφωθεί προς τας υποδείξεις, εκβιάζει και απαιτεί την απαλλαγή του. Και μάλιστα εκ του ασφαλούς. Γνωρίζει ότι αυτό θα γίνει, ότι είναι υποχρεωτικό να γίνει.

Όπλο του είναι η κυβερνητική αδυναμία. Αποτελεί τον έναν από τους 151 βουλευτές της κυβερνητικής αυτοδυναμίας. Και αυτό είναι πιο δυνατό χαρτί από τη γραμμή της “ελεύθερης βούλησης” που υιοθέτησε η κυβέρνηση για την υπόθεσή του. Δεν είναι μονάχα αυτό. Ακατανίκητο όπλο του είναι το κοινό σχέδιο του δικομματισμού για τη χρήση της σκανδαλολογίας σαν κυρίαρχο χαρτί διαχείρισης του ανταγωνισμού τους για την εξουσία.

Αν ρίξει κανείς μια ματιά στον πίνακα των εκκρεμών ποινικών υποθέσεων της Βουλής θα δει ότι εκκρεμούν 5 υποθέσεις: Παυλίδης μέρος δεύτερο, υπόθεση Βατοπεδίου, δομημένα ομόλογα, Siemens, υπόθεση Cosmote-Γερμανός.

Αυτές οι υποθέσεις είναι αρκετές να κυριαρχήσουν στην επικαιρότητα όχι μόνο μέχρι τις επόμενες, αλλά και τις μεθεπόμενες εκλογές.

Να κυριαρχήσουν όχι βέβαια για να απονεμηθεί δικαιοσύνη. Η κατά τις περιστάσεις αλληλουχία εντάσεων και υφέσεων στην αντιπαράθεση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ αποτελεί βασικό όπλο αποπροσανατολισμού, απόκρυψης της ταυτότητας θέσεων των δύο πυλώνων του δικομματισμού, ανώδυνο πεδίο αντιπαράθεσης για την εξουσία και τη συνέχιση της ίδιας και απαράλλακτης πολιτικής. Η ταύτιση θέσεων των δύο κομμάτων για το φόρτωμα της κρίσης στις πλάτες των εργαζόμενων επιχειρείται να διασκεδαστεί με την επίδειξη τάχα διαφορετικών σχεδίων (πράσινη ανάπτυξη και Στίγκλιτς από δω, μεγάλα έργα και φιλολαϊκό προφίλ αλά Σουφλιά από κει), κυρίως όμως με ισχυρές δόσεις αντιπαράθεσης για το ποιος έκλεψε περισσότερο. Και στον κοντινό ορίζοντα οι ευρωεκλογές, η διαχείριση του αποτελέσματος, προβάλλουν σαν σημείο καμπής για τη διαμόρφωση των όρων μιας “δεύτερης ευκαιρίας” μέσω των βουλευτικών εκλογών που έτσι κι αλλιώς δεν θα αργήσουν πολύ. Σε αυτό το κλίμα διάφορες μπούρδες προβάλλονται σαν βαθυστόχαστες αναλύσεις: Αν χάσει η ΝΔ με διαφορά μικρότερη από 3% μπορεί το κλίμα να ανατραπεί και να καθυστερήσει τις εκλογές. Αν η διαφορά είναι μεγαλύτερη θα κάνει εκλογές για να αναγκαστεί να πάρει το ΠΑΣΟΚ τα δύσκολα μέτρα. Και ανάποδα: “αποφασιστική αντιπολίτευση” αλλά όχι εξώθηση της ΝΔ σε παραίτηση για να πιει αυτή το “πικρό ποτήρι”.

Και όλα αυτά τη στιγμή που η ανεργία και η απόγνωση φτάνουν σε κάθε σπίτι.

Αυτά είναι βέβαια γνωστά. Το πραγματικό ερώτημα είναι τι κάνει το δικομματικό σύστημα τόσο βέβαιο ότι το σημερινό “ξεκατίνιασμα” δεν θα οδηγήσει στην αποδόμηση της κυριαρχίας του, ιδιαίτερα στην περίοδο της κρίσης που οξύνονται οι κοινωνικές αντιθέσεις και φανερώνονται οι αδυναμίες του συστήματος να παρουσιάσει μια κάποια λύση.

Ο δικομματισμός στηρίζει τη βεβαιότητά του σε δυο κυρίως δεδομένα.

Πρώτον, στη δύναμη των δικτύων μαζικής ενημέρωσης. Η ενημέρωση, έντυπη και ηλεκτρονική, πουλάει λασπομαχία με τον τρόπο που πουλάει και τις διαφημίσεις. Οι “αποκαλύψεις” και η αντίστοιχη “κριτική” είναι το τίμημα της διαφύλαξης του ανύπαρκτου κύρους της. Ένα όχημα, ώστε την κατάλληλη στιγμή να πουλήσει εκβιαστικά διλήμματα. Έτσι αποκτούν δύναμη οι εναγώνιες αναρωτήσεις του Πρετεντέρη και των ομολόγων του, όχι για το ποιος από τους δυο θα κυβερνήσει τη χώρα αλλά για το αν η χώρα θα κυβερνηθεί.

Για το σύστημα, βέβαια, το δίλημμα είναι υπαρκτό. Γιατί όμως να είναι και για τον απλό κόσμο, όταν γνωρίζει ότι αυτό το σύστημα μόνο σε βάρος του μπορεί να λειτουργήσει;

Εδώ γίνονται φανερές οι αδυναμίες της Αριστεράς, το δεύτερο δεδομένο. Η ηγεσία της μιας πτέρυγας, εγκλωβισμένη στον αυτισμό των μεγάλων “αληθειών” και στις υγειονομικές ζώνες για τη δική της προστασία απέναντι σε ό,τι κινείται, παραμένει ουσιαστικά ανώδυνη για το σύστημα – προσφέρει, σε τελική ανάλυση, στήριξη στο δικομματισμό. Γιατί ακόμα και ο πιο καλοπροαίρετος δεν μπορεί παρά να αναλογιστεί ότι η αναζήτηση –αναγκαία χωρίς αμφιβολία– των μεγάλων αληθειών εξυπηρετείται καλύτερα σε ένα περιβάλλον ήττας του νεοφιλελευθερισμού από τα κάτω, παρά κυριαρχίας του. Η ηγεσία της άλλης πτέρυγας έδειξε ατολμία να εκμεταλλευτεί τις ευκαιρίες που παρουσιάστηκαν το τελευταίο διάστημα, ενώ πολλές φορές με διάφορα αμφίσημα μηνύματα για κυβερνητικές συνεργασίες καλλιέργησε σύγχυση τέτοια, που τελικά φέρνει καθυστερήσεις σε όσα έχει ανάγκη και ο τόπος και ο κόσμος της Αριστεράς. Έτσι, η αυτονόητη απαίτηση για ήττα του δικομματισμού, για απαλλαγή του τόπου από τη διαφθορά και από το καθεστώς εκμετάλλευσης των εργαζομένων παραμένει ζητούμενο των καιρών. Η αλλαγή συσχετισμών στους κόλπους της Αριστεράς, η συγκρότηση και ανάπτυξη του κομμουνιστικού πόλου, η αλλαγή της ίδιας της Αριστεράς παραμένει προϋπόθεση για την ικανοποίηση των αναγκών των εργαζόμενων.

Σπύρος Παναγιώτου