Πράγματα που δεν ακούστηκαν στο λόγο με τον οποίο ο Ομπάμα αποδέχτηκε το χρίσμα των Δημοκρατικών

Paul Street, 31/08/2008

Οι άνδρες και οι γυναίκες που συγκεντρώθηκαν εκεί, είδαν πολλά:

Είδαν τον Barack Obama να μιλά για τους ανθρώπους που άκουσαν το Δρ Μάρτιν Λούθερ Κινγκ στην ομιλία του «έχω ένα όνειρο» (στις 28 Αυγούστου 1963).

Το μεγαλοπρεπές σόου του Obama ενώπιον 84.000 ακροατών στο Εθνικό Συνέδριο των Δημοκρατικών στο Ντένβερ την τελευταία Πέμπτη το βράδυ ήταν ένα αριστούργημα στη συνδυασμένη τέχνη μαζικής προπαγάνδας – διαχείρισης της δημοκρατίας.

Το σόου Obama κατηύθυνε το θυμό και την κριτική στην οπισθοδρομική ημερήσια διάταξη των Ρεπουμπλικανών, στις «αποτυχημένες πολιτικές του George W.Bush», και στον επικίνδυνο και παραπλανητικό John McCain. Ο Obama έριξε έξυπνα και θανατηφόρα βέλη στον McCain για την αφ’ υψηλού στάση των Ρεπουμπλικάνων όσον αφορά την άσχημη οικονομική κατάσταση που βιώνουν οι πολίτες στην αμερικανική επικράτεια. Ο Obama χλεύασε τη στάση των Ρεπουμπλικάνων που διαφημίζουν την κοινωνία – Self Service για τους πολίτες, επικαλούμενοι την «κοινωνία που βασίζεται στην ιδιοκτησία», και παρατήρησε ότι αυτή η κοινωνία μεταφράζεται στην εγκατάλειψη και στην ατίμωση των καθημερινών, απλών, εργαζομένων.

Τα μάτια του έλαμπαν, όταν σούβλιζε τον McCain και τους Ρεπουμπλικάνους που στηρίζουν «τη μείωσης των φόρων για τις μεγάλες επιχειρήσεις», την ιδιωτικοποίηση της κοινωνικής ασφάλισης, και άλλα παρόμοια.

Επικαλέσθηκε τη σκληρή εμπειρία των εργαζόμενων Αμερικανών που αγωνίζονται να αρπάξουν «την αμερικανική ευκαιρία» για να ανέβουν κοινωνικά και να αισθανθούν οικονομική ασφάλεια, καθώς πασχίζουν να παίξουν σύμφωνα με τους κανόνες και δουλεύουν πάρα πολύ σκληρά με αίσθηση «προσωπικής ευθύνης». 

Παρουσίασε λιγότερο έναν λαϊκισμό που έχει κάνει θραύση στην εκστρατεία του, και που οδήγησε πολλούς να τον παρομοιάσουν με τον Dukakis, τον Gore, τον Kerry.

Πολύ καλά όλα αυτά, αλλά οποιοσδήποτε θέλει να παραστήσει ότι η πρόσφατη μεγάλη ομιλία του Obama βγήκε έξω από την τυπική καπιταλιστική και ιμπεριαλιστική παράδοση της αμερικανικής πολιτικής βλέπει όνειρα. Βλέπει την εξουσία όπως την επιθυμεί και όχι όπως πραγματικά είναι.

Κάτω από την περιστασιακή και ευκαιριακή ρητορική του, ο Obama δεν αμφισβήτησε καμιά εσωτερική πολιτική και κανένα ιμπεριαλιστικό δόγμα. Ο θυμός του ήταν μόνο για το θεαθήναι. Προορίστηκε να καλύψει με το ένδυμα του επαναστάτη μια ακόμη μεγαλύτερη δέσμευση προς την αμερικανική αυτοκρατορία και την κοινωνική ανισότητα.

Το πρόσφατο εορταστικό κήρυγμα του Obama δεν κατέβαλε καμία προσπάθεια να ξεπεραστούν τα στενά και ελιτιστικά όρια του αμερικανικού πολιτικού συστήματος των «1,5 κομμάτων» που συναινούν μεταξύ τους και της αυταρχικής στενότατης σύνδεσης των επιχειρήσεων και της ιμπεριαλιστικής αμερικανικής πολιτικής.

Οι προτάσεις του δεν ήρθαν σε κανένα σημείο κοντά στην ικανοποίηση των πραγματικών αναγκών της πλειοψηφίας των φτωχών και της εργατικής τάξης, της οποίας το χάλι ο -εκατομμυριούχος γερουσιαστής- Obama χρησιμοποίησε ως ρητορικό σχήμα για να φτιάξει ξανά τα ξεθωριασμένο του προφίλ στις καθημερινές δημοσκοπήσεις. Σε καμιά περίπτωση δεν αναφέρθηκε στην τεράστια δυστυχία που προκλήθηκε από τις ΗΠΑ, από τους νόμους τους, από τις πολιτικές τους, από τις πρακτικές τους μέσα στη χώρα και σε ολόκληρο τον κόσμο.

Όπως ακριβώς και ο John McCain, ο Obama δεν κάλεσε σε άμεσο τέλος στην εγκληματική κατοχή του Ιράκ – μια κατοχή που ο Obama σαφώς θα συνεχίσει και αυτό το έχει σαφώς υποστηρίξει με διάφορους τρόπους, και φραστικούς και ψηφίζοντας επανειλημμένα τη συνέχιση της χρηματοδότησης.

Όπως και ο McCain, ο Obama δεν έκανε καμία αναφορά στα 1,2 εκατομμύρια Ιρακινών που σκοτώθηκαν από την εισβολή της Αμερικής – εισβολή που ο Obama έχει αποδώσει στην ευγενή μεν αλλά υπερβολική επιχείρηση «εξαγωγής δημοκρατίας» στη διακυβέρνηση Μπους.

Ο Obama δεν είχε τίποτα να πει για τον παράνομο, ανήθικο, και παράφρονα ιμπεριαλιστικό βιασμό της Μέσης Ανατολής που γεννιέται από την αμερικανική επιθυμία για κυριαρχία στα πετρέλαια.

Δεν απαίτησε ένα τέλος στην εξίσου παράνομη κατοχή του Αφγανιστάν, αντίθετα ο Obama ελπίζει να κλιμακώσει αυτή τη ματωμένη ιμπεριαλιστική εισβολή.

Επανέλαβε τον δυσάρεστο ισχυρισμό του ότι οι ΗΠΑ είναι «ένα έθνος σε πόλεμο». Είναι ένας παράλογος τρόπος να περιγραφεί μια αυτοκρατορία με μονομερείς αποικιακές εκστρατείες στην άλλη πλευρά του πλανήτη. Οι περισσότεροι Αμερικανοί ζουν καθημερινά χωρίς «πολεμικές» απαιτήσεις και θυσίες ενώ η κυβέρνησή «τους», επιβάλλει ένα πραγματικό ολοκαύτωμα στο Ιράκ και δολοφονεί πολίτες στο Αφγανιστάν.

Ο Obama δεν απαίτησε βαθιές περικοπές στον αμερικανικό στρατιωτικό προϋπολογισμό ώστε να ελευθερώσει δισεκατομμύρια ακόμα και τρισεκατομμύρια δολαρίων, για κοινωνικά προγράμματα, για μείωση της φτώχειας, για περιορισμό της ανισότητας στην Αμερική.

Δεν ήταν αντάξιος της κληρονομιάς του Δρ Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, δεν υποστήριξε ότι οι ΗΠΑ πρέπει να σταματήσουν να δίνουν το μισό από τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό τους για ένα μαμούθ «αμυντικό» σύστημα που διατηρεί περισσότερες από 720 ξένες στρατιωτικές βάσεις (που σχεδόν βρίσκονται πάνω σε κάθε άλλο έθνος στη γη) και που αποτελεί παγκόσμια τη μισή στρατιωτική δαπάνη.

Ο Obama δεν σημείωσε ότι αυτή η απέραντη και πανάκριβη αυτοκρατορία αποτελεί σοβαρή απειλή για τη περιβαλλοντική και οικονομική ασφάλεια αλλά και για την πολιτική ελευθερία των αμερικανών πολιτών. Δεν σημείωσε ότι με την λοξοδρόμηση της χρηματοδότησης από τα κοινωνικά προγράμματα, και τη χρηματοδότηση στρατιωτικών επιχειρήσεων, γεννιέται η αντιαμερικανική οργή σε όλο τον κόσμο και δικαιολογούνται οι επιθέσεις στις πολιτικές ελευθερίες και στο εσωτερικό και στο εξωτερικό των ΗΠΑ.

Ο Obama δεν έμοιασε στον King στην παρατήρηση του Δόκτωρα ότι ένα έθνος φθάνει στο «πνευματικό θάνατο» όταν ξοδεύει εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια κάθε χρόνο στον καρκίνο της πολεμικής βιομηχανίας, ενώ εκατομμύρια παιδιά του ζουν στην απόλυτη φτώχεια.

Δεν απαίτησε την ελεύθερη υγειονομική περίθαλψη για όλους, πληρωμένη από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση.

Δεν πρότεινε την κρατική εγγύηση για μια σημαντική, κοινωνικά χρήσιμη, και αποδοτική απασχόληση για καθέναν που ψάχνει δουλειά.

Δεν πρότεινε την κρατική εγγύηση για να ανακουφιστεί το ογκώδες οικιστικό πρόβλημα για εκατομμύρια ανθρώπους στην Αμερική που αντιμετωπίζουν τον αποκλεισμό ή και τη απέλαση.

Δεν απαίτησε ένα εγγυημένο εθνικό εισόδημα που να καλύπτει το πραγματικό κόστος μιας ελάχιστα αξιοπρεπούς διαβίωσης στις ΗΠΑ.

Δεν κατήγγειλε την τραγικά άνιση κατανομή του πλούτου στις ΗΠΑ, στο πιο ισχυρό, εκβιομηχανισμένο κράτος στον κόσμο, όπου το πλουσιότερο 1% του πληθυσμού κατέχει το 40% του πλούτου και επίσης «κατέχει» ένα ακόμη μεγαλύτερο ποσοστό πολιτικών και όσων σχεδιάζουν τις πολιτικές.

Είπε ότι «αυτή η χώρα, η δική μας χώρα έχει περισσότερο πλούτο από οποιοδήποτε άλλο έθνος» χωρίς να ενοχληθεί να αναφέρει τον βαθιά οπισθοδρομικό τρόπο με τον οποίο αυτός ο «εθνικός πλούτος» διανέμεται στο εσωτερικό των ΗΠΑ. Δεν είπε τίποτα για τους ταξικούς αποκλεισμούς που εξασφαλίζουν ότι τα παιδιά των πλούσιων γονέων τείνουν να παραμείνουν πλούσια (ανεξάρτητα από το πόσο «προσωπικά ανεύθυνοι» είναι οι απόγονοι), ενώ τα παιδιά των φτωχών γονέων τείνουν να παραμείνουν φτωχά ανεξάρτητα από το πόσο «προσωπικά ικανά» μπορούν να είναι.

Δεν ανέφερε τον συγκλονιστικά αυξανόμενο αριθμό Αμερικανών που ζουν στην ένδεια και την ακραία φτώχεια.

Δεν απαίτησε ριζικές αλλαγές στις πολιτικές φόρων και εξόδων του έθνους ώστε να χρηματοδοτήσει την κοινωνική αναδημιουργία.

Δεν προώθησε τα συνδικαλιστικά δικαιώματα ώστε να επανοικοδομηθεί και να επεκταθεί το εργατικό κίνημα, που αποτελεί το μοναδικό, τεράστιο, αντίθετο στη φτώχεια, πρόγραμμα στην αμερικανική ιστορία.

Δεν απαίτησε την συμμετοχή και την ισότητα του εργατικού κινήματος στους εργασιακούς χώρους ή τον επαναπροσανατολισμό των οικονομικών δραστηριοτήτων του έθνους για να υπηρετήσει χρήσιμους στόχους για την κοινωνία και όχι μόνο για το ιδιωτικό κέρδος.

Δεν έκανε καμία αναφορά στο βαθύ και μόνιμο πρόβλημα του ρατσισμού στη αμερικανική ζωή. Ένα πρόβλημα τόσο μεγάλο, που η καθαρή αξία ενός μέσου μαύρου νοικοκυριού είναι το 7% ενός μέσου λευκού νοικοκυριού.

Δεν απαίτησε ένα τέλος στο ρατσιστικό «πόλεμο των ναρκωτικών» που ταΐζει μια πρωτοφανή αμερικανική φυλακή που τοποθετεί εκατομμύρια μαύρους Αμερικανούς πίσω από τα σίδερα και σημαδεύει έναν στους τρεις μαύρους ενήλικες με λερωμένο κακουργηματικό μητρώο.

Δεν σημείωσε τον κίνδυνο που η υποψηφιότητά του και η επιτυχία των άλλων προεξεχόντων αριστοκρατών μαύρων απειλούν να βαθύνουν τη χρόνια εθνική τύφλωση της Αμερικής των μετα-αστικών δικαιωμάτων. Μιας Αμερικής που  διαιωνίζεται επίμονα από τις φυλετικές διακρίσεις και που τώρα με τον Obama θα ενισχύσει την δηλητηριώδη συνήθεια της λευκής Αμερικής να εξηγεί τις φυλετικές διαφορές από την πλευρά των προσωπικών ή πολιτιστικών αποτυχιών των μαύρων Αμερικανών. Αυτό είναι μια απαράδεκτη ερμηνεία που ο Obama έχει χρησιμοποιήσει και άμεσα και έμμεσα σε περισσότερες από μια περιπτώσεις.

Ενώ διαφημίζει τον θυμό του για τις πολιτικές του παρελθόντος ο Obama δεν απαίτησε την πλήρη και αποκλειστικά δημόσια χρηματοδότηση των αμερικανικών εκλογών ή άλλα μέτρα που θα περιόριζαν την αγρίως δυσανάλογη επιρροή της ολιγαρχίας στην αμερικανική «δημοκρατία δολαρίων» – αυτή η δημοκρατία είναι ότι καλύτερο μπόρεσαν και αγόρασαν τα χρήματα.

Δεν ζήτησε την αλλαγή της εκλογικής διαδικασίας ώστε να ανοίξει ο πολιτικός χώρος και να μπορούν να εκφραστούν και άλλα, προοδευτικά, και έξω από την υπάρχουσα συναίνεση, κόμματα και να δημιουργηθούν έτσι εκλογικές επιλογές που να αντικατοπτρίζουν πραγματικά ολόκληρο το φάσμα της αμερικανικής κοινής γνώμης σχετικά με βασικά ζητήματα πολιτικής.

Δεν απαίτησε τον περιορισμό του δικαιώματος των επιχειρήσεων να διαμορφώνουν τα σχέδια νόμου.

Δεν υποστήριξε να βγει παράνομη η χρήση κεφαλαίων για πολιτικούς λόγους από τις επιχειρήσεις.

Δεν απαίτησε την απαγόρευση σε υψηλόβαθμους πολιτικούς 10 χρόνια ή και περισσότερο μετά τη θητεία τους να γίνονται μέλη επιχειρηματικών λόμπι.

Δεν υποστήριξε την απαγόρευση σε υψηλόβαθμους υπαλλήλους εταιρειών να συμμετάσχουν σε επιτροπές με ρυθμιστική δύναμη για τις βιομηχανίες τους.

Δεν απαίτησε να γίνει παράνομο για τις εταιρίες το να προσπαθούν να καθορίσουν την ψήφο των υπαλλήλων τους.

Δεν απαίτησε την αποσύνθεση των ισχυρών μονοπωλίων μέσω της απαρέγκλιτης εφαρμογής αντιμονοπωλιακών νόμων και θέσπισης ακριβών ορίων για το μέχρι ποιο ποσοστό μπορεί να ελέγχει μια εταιρεία.

Δεν απαίτησε την επέκταση των δημόσιων ΜΜΕ και την δημόσια επιχορήγηση για εναλλακτικά ΜΜΕ για τον πολίτη.

Δεν απαίτησε τους νέους εταιρικούς χάρτες που επαναπροσδιορίζουν τη μεγάλη επιχείρηση ως έναν δημόσιο φορέα από τον οποίο απαιτείται να εξυπηρετήσει το δημόσιο ενδιαφέρον και το κοινό καλό και να είναι υπεύθυνος στην ευρύτερη κοινότητα.

Κατηγορώντας για τα προβλήματα της Αμερικής σχεδόν εξ ολοκλήρου τους Ρεπουμπλικάνους, ο Obama δεν έδειξε να καταλαβαίνει ότι και το δικό του κόμμα είναι αιχμάλωτο των εταιρειών, συμβάλλει και συναινεί στην στρατοκρατική πολιτική και συναινεί κεντρικά στην επεξεργασία και την εφαρμογή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών της αυτοκρατορίας. Συναινεί στην πολιτική που έχει κάνει τόσο πολλή ζημιά στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Οι συναινετικοί στους Ρεπουμπλικάνους Δημοκρατικοί, παρέμειναν αόρατοι στην ομιλία του.

 

Φυσικά, δεν υπάρχει τίποτα που εκπλήσσει στην εκκωφαντική σιωπή του Obama στα θέματα που κανονικά θα ήταν στην πρώτη γραμμή της ημερήσιας διάταξης οποιασδήποτε σοβαρής προοδευτικής αριστερής «αλλαγής». Όπως σημείωσε τον περασμένο Μάρτιο ο Howard Zinn «το Δημοκρατικό Κόμμα τα έχει σπάσει με τον ιστορικό συντηρητισμό του, την προσκόλλησή του στους πλουσίους, την προτίμησή του για τον πόλεμο, τότε και μόνο τότε που αντιμετώπισε την εξέγερση της βάσης, όπως στις δεκαετίες του ’30 και του ’60». Σήμερα δεν υπάρχει καμία άξια λόγου ριζοσπαστική εξέγερση.

Δεν υπάρχει κανένας που να σπρώχνει τον Obama προς τη βάση και προς τα αριστερά. Πράγματι πολλοί από τους ανθρώπους που θα έπρεπε να κάνουν ακριβώς αυτό, έχουν γίνει αιχμάλωτοι καταναλωτές της Obama μανίας. Η μικρή παρουσία του αντιπολεμικού κινήματος στο Ντένβερ οφείλεται εν μέρει σε πολλές παιδαριώδεις ή και κυνικές θεωρίες «αριστερών» ηγετών ότι ο Obama είναι ο προοδευτικός αντιπολεμικός υποψήφιος.

Οι σοβαροί προοδευτικοί άνθρωποι πρέπει να ξεπεράσουν αυτή την ψευδαίσθηση – και ίσως χρειάζεται να δουν τον ήρωα τους να ασκεί πολιτική από το Οβάλ Γραφείο για να την ξεπεράσουν. Πρέπει να υποστηρίξουν επιθετικά την προοδευτική ατζέντα στην οποία ο Obama δεν έδωσε φωνή χτες το βράδυ. Και πρέπει να εκτιμήσουν το σοφό σχόλιο που έκανε ο Noam Chomsky:

«Μια τεράστια εκστρατεία προπαγάνδας επιχειρείται για να κάνει τους ανθρώπους να δουν τις εκτυφλωτικές λογοκοπίες και να πουν “αυτό είναι πολιτική”. Αλλά δυστυχώς δεν είναι. Είναι μόνο ένα μικρό μέρος της πολιτικής. Ο στόχος για εκείνους που θέλουν να μετατοπίσουν την πολιτική σε προοδευτική κατεύθυνση είναι να αυξηθούν και να γίνουν αρκετά ισχυροί έτσι ώστε να μην μπορούν να αγνοηθούν από τα κέντρα εξουσίας…  Στις εκλογές πρέπει να γίνουν λογικές επιλογές. Αλλά είναι δεύτερες σε σημασία σχετικά με τη σοβαρή πολιτική δράση. Το κύριο καθήκον είναι να δημιουργηθεί μια πραγματικά ανταγωνιστική δημοκρατική κουλτούρα και αυτή η προσπάθεια αφορά και πριν και μετά τα εκλογικά αποτελέσματα, οποιοσδήποτε κι αν είναι η έκβασή τους " (Chomsky, Interventions [San Francisco, 2007] Σελ. 99-100).        

Είναι αλήθεια ότι ο Obama δεν θα μπορούσε να πει πολλά από αυτά που του κάνω κριτική χωρίς να εκτεθεί σε μια τεράστια και θανατηφόρα επίθεση από τις εταιρείες. Όμως η βαθιά σιωπή του συντηρητικού Obama στα ζητήματα που αφορούν τους πραγματικά προοδευτικούς, απλά απεικονίζει τους κανόνες του αμερικανικού εκλογικού παιχνιδιού.  Αυτοί οι κανόνες πρέπει να ακολουθηθούν από οποιοδήποτε υποψήφιο που πάει στα σοβαρά να το κερδίσει.

Εντάξει, αλλά από την άλλη μεριά – όπως ακριβώς πρότεινε ο Chomsky την παραμονή του πρόσφατου μεγάλου προεδρικού φρικτού σόου- η προοδευτική αμερικανική πολιτική δεν πρέπει να περιμένει πρώτα από όλα τις προεδρικές εκλογές. Ίσως οι προοδευτικοί να πρέπει να κάνουν περισσότερα για να απαξιώσουν το καπιταλιστικό παιχνίδι της ψήφου και να εστιάσουν περισσότερο στον ακτιβισμό των κινημάτων ανάμεσα στις εκλογικές μάχες.

Ίσως πιο επείγον είναι να ανοικοδομήσουμε και να επεκτείνουμε τις λαϊκές οργανώσεις, τους δημοκρατικούς θεσμούς, τις αρχές και τις αξίες, έξω και πέρα από τις εκκωφαντικές συγκρούσεις των μαζικά διαφημιζόμενων υποψηφίων – εμπορικών σημάτων. Ίσως πρέπει να αναπτύξουμε μια πολιτική και ένα κίνημα ριζωμένο στις μάζες που θα συμμετάσχουν τακτικά και μόνιμα και δεν θα αποτελούν πια ένα διοικούμενο «εκλογικό σώμα» που είναι άγεται και φέρεται είτε από τους Ρεπουμπλικάνους είτε από τους Δημοκρατικούς. Ίσως οι πραγματικά προοδευτικοί θα πρέπει να αποδομήσουν την παρωδία με τις «μεγάλες προσωπικότητες» και την «εκλογική παγίδα» και να εστιάσουν περισσότερο στη «σοβαρή πολιτική δράση» πριν και μετά τις επιμέρους, παραπλανητικές, υποσχέσεις που δεν θα κρατηθούν και τις μεγάλες σιωπές που κυριαρχούν κατά το εκλογικό θέαμα ανά τετραετία.