Ο λόγος για τις δημοσκοπήσεις

Πέφτει, πέφτει!
(όχι ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά η σοβαρότητα)

Αν είχατε μια επιχείρηση δημοσκοπήσεων, οι εκλογές θα ήταν η πιο χρυσοφόρα περίοδος. Βέβαια, τα αποτελέσματα των ερευνών θα πρέπει –αφού ζούμε σε ελεύθερη και ανταγωνιστική αγορά– να πληρούν δύο όρους: να χαϊδεύουν τα αυτιά του πελάτη (υπάρχουν πολλοί τρόποι και τεχνικές) και να διατηρούν ένα πέπλο αξιοπιστίας. Δηλαδή, αν προηγείται εξόφθαλμα ένα κόμμα, δεν μπορεί να εμφανίσεις ότι είναι τρίτο ή δεύτερο. Η διαφορά όμως, μαζί με τη δικαιολογία του στατιστικού λάθους (συν πλην 2,5%) δίνουν μεγάλες δυνατότητες για το χαΐδεμα των αυτιών.

Στις φετινές εκλογές θα ήσασταν διπλά ευχαριστημένος, αφού οι δημοσκοπήσεις θα δημοσιεύονται μέχρι την Παρασκευή προ των εκλογών, κι έτσι θα μεγαλώσει τη ζήτηση. Βέβαια ο φόρτος εργασίας οδηγεί αρκετούς να φτιάχνουν δημοσκοπήσεις με ελάχιστους συμμετέχοντες (έγινε λόγος για δημοσκόπηση με 83 μόνο συμμετέχοντες), οι περισσότερες είναι τηλεφωνικές, όχι με κάλπη, και συχνότατα το δείγμα είναι μικρό: κάτω από 1.000 άτομα. Στην περίπτωση των ευρωεκλογών τα πράγματα για την “επιστήμη” γίνονται πιο δύσκολα, γιατί ένα 30% αρνείται να απαντήσει, ή δεν ξέρει ακόμα τι θα κάνει. Αυτός ο άγνωστος Χ θα οδηγούσε, ίσως, πολλούς δημοσκόπους να… σκίσουν τα πτυχία τους, αλλά μάλλον θα συνεχίσουν να πουλάνε το προϊόν τους.

Το μεγάλο ψέμα: “Πέφτει ο ΣΥΡΙΖΑ”

Οι δημοσιογράφοι διαρκώς κάνουν την “κοινή διαπίστωση” ότι πέφτει ο ΣΥΡΙΖΑ στις δημοσκοπήσεις. Προσπαθούν έτσι να διαμορφώσουν ένα κλίμα ηττοπάθειας και απαξίωσης του ΣΥΡΙΖΑ. Την ίδια στιγμή εκτοξεύουν στα ύψη τους Οικολόγους.

Πρόκειται για σχεδιασμένη προσπάθεια:

Α) Η τάση που καταγράφεται δεν είναι σε όλες τις τελευταίες δημοσκοπήσεις καθοδική. Υπάρχουν δημοσκοπήσεις που καταγράφουν άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν παίρνει μόνο 5 και 6%, αλλά και 8 με 9%, τα οποία επιμελώς ξεχνιούνται.

Β) Οι δημοσκοπήσεις παρουσιάζονται με τέτοιο τρόπο ώστε δημιουργούνται λάθος εντυπώσεις. Συγκεκριμένα, ενώ για ΝΔ και ΠΑΣΟΚ παρουσιάζεται εκτός από το μέσο όρο και το άνω όριο που προκύπτει από τη δημοσκόπηση, για τον ΣΥΡΙΖΑ παρουσιάζεται μόνο ο μέσος όρος. Ποτέ δεν παρουσιάζεται το άνω όριο των δημοσκοπικών ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ, που είναι αρκετά υψηλό (συχνά και πάνω από 10%).

Γ) Η πτώση του ΚΚΕ που καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις (που είχε πάρει 9,5% στις ευρωεκλογές του 2004 και 8,1% το 2007) και είναι πιο πραγματικό στοιχείο από τη δήθεν πτώση του ΣΥΡΙΖΑ (ο ΣΥΝ είχε πάρει 4,4% στις ευρωεκλογές και ο ΣΥΡΙΖΑ 5% στις βουλευτικές) δεν αναφέρεται ποτέ σαν πτώση, ούτε οι δημοσιογράφοι βγάζουν το συμπέρασμα ότι “πέφτει” το ΚΚΕ. Μάλλον με ευχαρίστηση αναφέρουν ότι “φαίνεται ότι θα διατηρήσει την τρίτη θέση”.

Δ) Τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ συγκρίνονται με τα δημοσκοπικά ποσοστά του πέρυσι την άνοιξη. Με αυτόν τον τρόπο παρακάμπτεται και αποσιωπάται το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι η μοναδική πολιτική δύναμη του κοινοβουλίου που σταθερά καταγράφει ποσοστά πολύ πάνω από τα ποσοστά που έλαβε στις προηγούμενες εκλογές. Αντίθετα, τα δημοσκοπικά ποσοστά των δυνάμεων του δικομματισμού παρουσιάζουν κατακόρυφη πτώση σε σχέση με τα ποσοστά τους στις τελευταίες εκλογές.

Δ) Αποσιωπούνται ποιοτικά αλλά και ποσοτικά στοιχεία των δημοσκοπήσεων που ευνοούν τον ΣΥΡΙΖΑ, όπως για παράδειγμα το ότι το ποσοστό του στους νέους είναι περίπου το ίδιο με αυτό του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ (κοντά στο 20%).

Βιάζονται πολύ να ξεμπερδεύουν με τον ΣΥΡΙΖΑ. Στις 7 Ιούνη θα διαψευστούν από την επιτυχία του!

Μ.Σ.


Γκάλοπ: Θα μας κάνουν σαν τα μούτρα τους;

Θα μας αλλάξουν τα μυαλά στα γκάλοπ. Η “ελεύθερη” αγορά των ΜΜΕ, αποχαλινωμένη και ασύδοτη όσο ποτέ, παράγει σε καταιγιστικό ρυθμό “μετρήσεις της κοινής γνώμης”. Ο συνεχής βομβαρδισμός ποσοστών που συνοδεύεται από τη φτηνή παραθυρολογία περί μικρών και μεγάλων διαφορών, το μόνο σίγουρο αποτέλεσμα που έχει είναι ο εκφυλισμός της πολιτικής αντιπαράθεσης σε μια διαδικασία τζόγου και στοιχήματος. Το “αγοραστικό κοινό”, μην έχοντας άμεσο χειροπιαστό όφελος από την όλη διαδικασία, οδηγείται στην αποστασιοποίηση από ό,τι έχει καταντήσει να θεωρείται η πολιτική, ένα ανιαρό προϊόν προς κατανάλωση στην αγορά της πληροφόρησης.

Δεν είναι παράδοξη αυτή η εξέλιξη, αυτός ο εξευτελισμός, θα έλεγε κανείς, αν ήθελε ευγενικά να κυριολεκτήσει. Οτιδήποτε ανακυκλώνει στα γρανάζια της η αγορά των ΜΜΕ –κι όχι μόνο των ΜΜΕ– το κάνει σαν τα μούτρα της, για να το εκμεταλλευθεί και να κερδοφορήσει χωρίς όρια. Η επιδίωξη είναι συγκεκριμένη: η χειραγώγηση των συνειδήσεων. Ο Δ. Δεληολάνης, ανταποκριτής στη Ρώμη, μιλώντας για το νέο του βιβλίο όπου αναλύει το “φαινόμενο” Μπερλουσκόνι, ανέφερε ως πιο ενδιαφέρον στοιχείο όχι την προβολή του Ιταλού πρωθυπουργού από τα ΜΜΕ, που διατηρεί στην επιρροή του, αλλά το πώς σταδιακά οι πολίτες κατέληξαν κατ’ εικόνα και ομοίωση του Μπερλουσκονισμού! Ας κρατήσουμε αυτή τη σκέψη σαν ερέθισμα για προβληματισμό γύρω από το τι πραγματικά διακυβεύεται, τι παίζεται στο πολιτικό σκηνικό την τελευταία δεκαετία: Θα εμπεδωθεί ή όχι ο ολοκληρωτικός εξαμερικανισμός σε απολίτικα, αποχρωματισμένα πρότυπα με την κυριαρχία ενός πλαδαρού δικομματισμού, που στις κραυγές της πόλωσης θα κρύβει την ιδεολογικοπολιτική του κλωνοποίηση πάνω στα νεοφιλελεύθερα γονίδια, ενώ η Αριστερά που θα αντιπαλεύει αυτές τις πολιτικές θα εξοβελίζεται στο περιθώριο της νομιμότητας και της… κοινής λογικής;

Στοιχειωδώς αν εξετάσει κανείς δημοσκόπηση-δημοσκόπηση τα ευρήματα που ανακοινώνονται (όσο πλησιάζουμε τις εκλογές μπορεί να είναι σε συχνότητα και πάνω από δύο-τρεις την ημέρα) θα διαπιστώσει τόσο κραυγαλέες και αντιφατικές αποκλίσεις, που πολύ εύκολα μπορεί να αποδείξει πόσο χειριστικό και αντιεπιστημονικό είναι το έργο αυτών των εταιριών, που διεξάγουν πολιτικές έρευνες κατ’ ευφημισμόν, με ύποπτες συναλλαγές με πολιτικά και εκδοτικά συμφέροντα. Πίσω από όλα αυτά δεν μπορεί να μην αναγνωριστεί μια ενιαία τάση –με ελάχιστες εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα– σε πλήρη ταύτιση με τη βασική κατεύθυνση που σκιαγραφήσαμε παραπάνω. Μας “μετράνε”, μας παίρνουν τα μέτρα, ώστε να μας καλουπώσουν σε ανώδυνα πρότυπα για το πολιτικοεπιχειρηματικό κατεστημένο.

Τι επιδιώκουν; Αναστήλωση του δικομματισμού: ή ΠΑΣΟΚ ή ΝΔ. Όσο περισσότερο ταυτίζονται τα προγράμματά τους, τόσο η αντιπαράθεσή τους θα παίρνει ποδοσφαιρικά, εκφυλιστικά χαρακτηριστικά. Οποιαδήποτε άλλη επιλογή (εκτός βέβαια από τον άχρωμο περιβαλλοντισμό του συρμού ή το ρατσιστικό λαϊκισμό) εμφανίζεται ως μη ρεαλιστική.

Οι Οικολόγοι-Πράσινοι αποτελούν χαρακτηριστική περίπτωση ανάδειξης μέσω του μιντιακού μηχανισμού των γκάλοπ. Ένας πολιτικός λόγος ενταγμένος στην κυρίαρχη επιχειρηματική περιβαλλοντική πολιτική και μία πολιτική τακτική που επενδύει στον πολύτιμο ρόλο της συμπληρωματικής δύναμης στο δικομματισμό – και, μάλιστα, και στους δύο πόλους αν απαιτηθεί. Από την άλλη το ΛΑΟΣ, έχοντας πλέον κεφαλαιοποιήσει τα κέρδη από την τηλεοπτική και δημοσκοπική του υπερπροβολή, λειτουργεί σαν καταλύτης μετατόπισης του άξονα της πολιτικής και κοινωνικής ζωής σε συντηρητική, αυταρχική, ρατσιστική κατεύθυνση.

Η Αριστερά, που εκφράζεται στους αγώνες ενάντια στο άρθρο 16, στις μάχες των πολιτών για την υπεράσπιση του δημόσιου χώρου, στην αντίσταση στην εργασιακή ανασφάλεια, στο εξεγερσιακό πνεύμα του Δεκέμβρη, αυτή η πολιτική λογική και καθημερινή στάση ζωής, πρέπει να συμπιεστεί σαν πόλος αναφοράς, σαν σοβαρό πολιτικό μέγεθος μέσα στην ελληνική κοινωνία. Η δημοσκοπική συρρίκνωση της Αριστεράς είναι ένα πολιτικοϊδεολογικό εργαλείο διαμόρφωσης των συνειδήσεων των πολιτών, που φανερώνει τους φόβους και τις απειλές που νιώθει το “σύστημα”.

Αν οι εξελίξεις ελέγχονται απόλυτα με το λαό παθητικό παράγοντα, τότε τα συγκροτήματα μπορούν ανενόχλητα να ανακατεύουν τη σούπα ανάλογα με τα συμφέροντά τους. Πώς αλλιώς να ερμηνευτούν οι γνωστές πονηρούτσικες ερωτήσεις, όπου ενώ το ΠΑΣΟΚ σαφώς προκρίνεται σαν λύση σωτηρίας του πληγωμένου δικομματισμού, ο Γ. Παπανδρέου εμφανίζεται να υπολείπεται ακόμα και του Β. Βενιζέλου στην ικανότητά του να κυβερνήσει τη χώρα;

Η πορεία προς τις ευρωεκλογές αποκτά έτσι κι ένα χαρακτήρα αντίστασης στη χειραγώγηση, στην παθητικοποίηση, την ιδεολογική απονεύρωση. Όχι στον “γκαλοπισμό” της σκέψης, να δοθεί ψήφος μάχης, ψήφος αμφισβήτησης, ψήφος ανατροπής στις 7 Ιούνη!

Δημήτρης Υφαντής


Το βουβό κύμα κι η απάθεια στις κάλπες

Σε μια ομιλία της στον Πειραιά, στην έναρξη της προεκλογικής εκστρατείας του ΣΥΡΙΖΑ, η Ελένη Σωτηρίου, μιλώντας για το κλίμα που προσπαθούν να επιβάλλουν οι ειδικοί των δημοσκοπήσεων, έκανε λόγο για το “βουβό κύμα”.

Πρόκειται, είπε, “για το εκρηκτικό κοινωνικό μείγμα νέων, γυναικών, εργαζόμενων που βλέπουν να οικοδομείται η κοινωνία των 700 ευρώ για τους πολλούς και από την άλλη η κοινωνία των πολλών εκατομμυρίων ευρώ για τους λίγους. Είναι χιλιάδες χιλιάδων που αγανακτούν, που αμφισβητούν πλέον τις πολιτικές τους, τα δόγματά τους. Και το βλέπουμε καθημερινά, στα μάτια και στα πρόσωπα των ανθρώπων που συναντάμε παντού. Για μας, αυτή είναι η πραγματική δημοσκόπηση”.

Και πρόσθεσε: “Κάνουν πως δεν ακούν αυτό το βουβό κύμα που υπάρχει στην κοινωνία, γιατί το φοβούνται, τους ανησυχεί. Γιατί το έχουν δημιουργήσει ακριβώς όλοι αυτοί που κρατούσαν το οικονομικό και πολιτικό τιμόνι και οδήγησαν την κοινωνία σε μια γενική κρίση: οικονομική, περιβαλλοντική, αξιών”.

Αυτό το “βουβό κύμα”, που τείνει να γίνει πλειοψηφικό μέσα στην κοινωνία, είναι ο βασικός στόχος μιας διπλής επίθεσης. Από τη μια πλευρά βομβαρδίζεται με τα “ευρήματα” των δημοσκοπήσεων αλλά και του κλίματος πόλωσης που καλλιεργούν ΝΔ και ΠΑΣΟΚ. Στόχος είναι να παγώσει η σκέψη, να γκρεμιστούν οι ελπίδες, να “αποδειχθεί” ότι τα δεσμά του δικομματισμού σε ολόκληρη την κοινωνία είναι ακατάλυτα. Αυτό επιθυμεί ολόκληρο το δικομματικό σύστημα, ιδιαίτερα ενώ μέσα στην κρίση ξεσπούν αγώνες – σήμερα κατακερματισμένοι, αύριο ίσως όχι.

Την ίδια στιγμή όμως, σε μια μεγάλη κατηγορία κόσμου καλλιεργείται έντεχνα μια στάση απάθειας για τις εξελίξεις και αποχής από τις κάλπες. Η στάση αυτή είναι, στις σημερινές συνθήκες, το ίδιο καταστροφική. Δεν έχει να κερδίσει τίποτα ο κόσμος της δουλειάς, δεν αποτελούν μήνυμα για τις εξελίξεις ούτε το λευκό στις κάλπες, ούτε η αποχή. Το σύστημα έχει δείξει πολλές φορές μέχρι τώρα ότι μπορεί να αφομοιώνει τέτοιες στάσεις, να διαστρέφει το όποιο μήνυμα θέλουν να στείλουν οι υποστηρικτές τους, να παρουσιάσει με κομπορρημοσύνη τα υψηλά του ποσοστά στις κάλπες και, το χειρότερο, να αποθρασύνεται ακόμα περισσότερο, αναγορεύοντας τις επιλογές του σε… επιλογές της κοινωνίας.

Δεν έχουμε καμιά αυταπάτη, δεν καλλιεργούμε καμιά ψευδαίσθηση ότι η κάλπη των ευρωεκλογών μπορεί να αλλάξει την πορεία των πραγμάτων στη χώρα και την Ευρώπη. Υποστηρίζουμε όμως με επίταση, ότι το εκλογικό αποτέλεσμα, η μαζική αποδοκιμασία του δικομματισμού και ταυτόχρονα η ενίσχυση του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να γίνει καταλύτης πολιτικών εξελίξεων. Εξελίξεων που θα γεννηθούν από την τόνωση της πεποίθησης του κόσμου ότι είναι δυνατό να έχει επιτυχίες, ότι είναι δυνατό να αλλάξουν τα πράγματα. Και αυτό σήμερα είναι εξαιρετικά σημαντικό.

Σ.Π.