Ο θάνατος που προαναγγέλθηκε: Η δολοφονία της Ρόζας Λούξεμπουργκ και του Καρλ Λίμπκνεχτ

"Η τάξη επικρατεί στο Βερολίνο". Ηλίθιοι λακέδες! Η τάξη σας είναι χτισμένη πάνω στην άμμο. Η επανάσταση αύριο ήδη "και πάλι θ’ ανορθωθεί μέσα σε κλαγγές" και μες στον τρόμο σας θα την ακούσετε σαλπίζοντας να διακηρύσσει: "Υπήρξα, υπάρχω, θα υπάρξω".

Έτσι τελείωνε το τελευταίο (15/1/1919) κύριο άρθρο στην εφημερίδα "Die Rote Fahne" (Η Κόκκινη Σημαία) της Ρόζας Λούξεμπουργκ. Η Ρόζα διηύθυνε –τυπικά από κοινού με τον Καρλ Λίμπκνεχτ, στην πραγματικότητα μόνη της, καθώς ο Λίμπκνεχτ δεν προλάβαινε να περάσει ούτε απ’ τα γραφεία–, τις μέρες της Νοεμβριανής Επανάστασης του 1918 την εφημερίδα που η ίδια είχε στήσει μόλις απελευθερώθηκε από τη φυλακή (10/11/1918), όπου είχε περάσει σχεδόν ολόκληρο τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η εφημερίδα "Die Rote Fahne" υπήρξε όργανο αρχικά της Ένωσης Σπάρτακος και στη συνέχεια του νεοσύστατου (Πρωτοχρονιά 1919) ΚΚΓ.

Θεωρητικός και δημοσιολόγος της επανάστασης

Η διεύθυνση μιας εφημερίδας ήταν παλιά υπόθεση για τη Ρόζα: Φοιτήτρια ακόμα έγραφε σχεδόν μόνη της και εκτύπωνε στην Ελβετία και στο Παρίσι την πολωνική εφημερίδα "Εργατική Υπόθεση", που εξέδιδε η –κυρίως ακόμα τότε φοιτητική– ομάδα της με την ονομασία Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα του Βασιλείου της Πολωνίας. Και ήταν η πρώτη γυναίκα που είχε χρηματίσει διευθύντρια ή αρχισυντάκτρια των σημαντικότερων από τις περισσότερες από 30 ημερήσιες εφημερίδες που εξέδιδε το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας (SPD), συμπεριλαμβανομένου και του κεντρικού οργάνου του "Vorwaerts" (Εμπρός). Σε καθεμιά απ’ αυτές για λίγους μήνες, καθώς οι διαφωνίες για την πολιτική τους κατεύθυνση κατέληγαν συνήθως στην, όχι χωρίς ομηρικές μάχες, αποχώρησή της. Και μέσα από τις φυλακές της Μπάρνιμ Στράσε, είτε μέσα από το Φρούριο του Βρόνκε στην Γερμανική Πολωνία, είτε μέσα από τις φυλακές του Μπρεσλάου, στη διάρκεια του πολέμου είχε γράψει το μεγαλύτερο μέρος των άρθρων (συμπεριλαμβανομένης και της περίφημης "Μπροσούρας του Γιούνιους"), που κυκλοφορούσαν παράνομα ως δελτίο με την ονομασία Επιστολές του Σπάρτακου, φθάνοντας μέχρι τα χαρακώματα στο Ανατολικό και στο Δυτικό Μέτωπο.

Με το τελευταίο άρθρο της, που έμελλε ν’ αποτελέσει και την πολιτική της διαθήκη, η Ρόζα απαντούσε στο κυβερνητικό ανακοινωθέν της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης του Προέδρου των Λαϊκών Αντιπροσώπων Έμπερτ, που άρχιζε με τη φράση "Η τάξη επικρατεί στο Βερολίνο".

Νοεμβριανή Επανάσταση: Το μεγάλο ξεπούλημα

Μ’ αυτό η κυβέρνηση ουσιαστικά ανάγγελλε όχι μόνο την αιματηρή συντριβή της Γεναριάτικης Εξέγερσης του 1919, αλλά και την ήττα της ίδιας της Νοεμβριανής Επανάστασης του 1918, που υποτίθεται ότι η κυβέρνηση Έμπερτ εκπροσωπούσε: Την είχε όμως "πουλήσει" κανονικά από την αρχή, με μεταμεσονύχτιο μυστικό τηλεφώνημα, στις 10 Νοεμβρίου 1918, του Προέδρου του Συμβουλίου των Λαϊκών Αντιπροσώπων Έμπερτ με τον Στρατηγό Γκρένερ, Επικεφαλής του Γενικού Επιτελείου Στρατού – του Αυτοκρατορικού Επιτελείου, που μόλις είχε χάσει τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σ’ αυτό ο Έμπερτ εγγυήθηκε ότι κανείς δε θα πειράξει το Σώμα των Αξιωματικών του Κάιζερ ούτε τα προνόμια των Γιούγκερς μεγαλοτσιφλικάδων, απ’ τους οποίους προερχόταν οι πάνω βαθμοί. Κι ο Γκρένερ εγγυήθηκε την πλήρη στήριξη του στρατού (ουσιαστικά των αξιωματικών, οι άντρες στη μεγάλη τους πλειοψηφία είχαν εγκαταλείψει τις μονάδες τους και επιστρέψει σπίτι μαζί με τα όπλα τους) για τον αφοπλισμό της ένοπλης εργατικής τάξης, ξεκινώντας από το Βερολίνο, και την αποτροπή της επικράτησης μιας επανάστασης που θα "μπολσεβικοποιούσε" τη Γερμανία. Ας σημειωθεί ότι ο ίδιος ο Γκρένερ κατάθεσε για το περίφημο τηλεφώνημα ως μάρτυρας σε δίκη του 1926. Διαφωτιστική είναι και η καταγραφή της στιγμής παράδοσης της εξουσίας στα απομνημονεύματα του τελευταίου Αυτοκρατορικού Καγκελάριου, Πρίγκιπα Μαξ φον Μπάντεν. Ο Μαξ (Βασιλικός Οίκος Χοεντσόλερν) έφτασε στο σημείο ν’ αναγγείλει δημόσια αργά το πρωί στις 9 Νοεμβρίου 1918, κι ενώ η εργατική τάξη του Βερολίνου είχε κατακλύσει τους δρόμους του, την παραίτηση του Κάιζερ χωρίς ο ίδιος ο Κάιζερ να έχει συμφωνήσει – χρειάστηκαν άλλες τρεις βδομάδες ακόμα για να τον πείσουν να βάλει την υπογραφή του στην Ολλανδική λουτρόπολη όπου "ξεκουραζόταν" προκειμένου να προλάβουν τις επαναστατικές εξελίξεις και η Καγκελαρία να περάσει "ομαλά" στα χέρια του Προέδρου του SPD. Κι ο Έμπερτ του είπε, παραλαμβάνοντας απρόθυμα –καθώς ήθελε διάσωση της μοναρχίας– την πρωθυπουργία: "Ξέρετε ότι την επανάσταση τη σιχαίνομαι πιο πολύ κι από τις αμαρτίες μου…".

Τρεις μέρες αργότερα το Προεδρείο των Γερμανικών Συνδικάτων έκλεινε συμφωνία με την Ένωση Εργοδοτών: Οι βιομήχανοι θα παραχωρούσαν το 8ωρο, αυξήσεις και θα δεσμεύονταν ότι δε θ’ αναγνώριζαν κανέναν άλλο ως συνομιλητή τους μέσα στα εργοστάσια. [Μέσα σ’ αυτά, στο μεν Βερολίνο υπήρχαν οι Επαναστάτες Ομπλόιτε – οι παράνομες εργοστασιακές επιτροπές μεγάλου κύρους, που είχαν καθοδηγήσει το απεργιακό κίνημα εκατοντάδων χιλιάδων εργατών στα μεγαλύτερα εργοστάσια του Βερολίνου το Γενάρη του 1918, οι επικεφαλής των οποίων ανήκαν στους Ανεξάρτητους Σοσιαλδημοκράτες. Ο Λίμπκνεχτ βρισκόταν σε συνεχή επαφή μαζί τους κατά τη διάρκεια του ιδρυτικού Συνέδριου του ΚΚΓ, χωρίς να καταφέρει τελικά να τους πείσει να συμμετάσχουν. Ενώ σε κάθε γερμανική πόλη, με βάση τους αντιπρόσωπους τους εκλεγμένους στα εργοστάσια, εμφανίζονταν Συμβούλια Εργατών (Σοβιέτ).] Τα Γερμανικά Συνδικάτα απ’ την πλευρά τους εγγυούνταν το απαραβίαστο της ιδιοκτησίας, ότι δε θα κοινωνικοποιούταν καμιά επιχείρηση, και εργασιακή ειρήνη. Τη διπλή αυτή συμφωνία του παλιού κρατικού μηχανισμού, που εξασφάλιζε έτσι ότι θα περνούσε στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης ανέπαφος, και των γερμανικών ιθυνουσών τάξεων με μέλη της ηγεσίας του SPD και με την ηγεσία των συνδικάτων, ενίσχυε πολιτικά και οικονομικά η Αντιμπολσεβίκικη Λίγκα, που συνένωνε στις γραμμές της μεγαλοκαπιταλιστές και αξιωματικούς: Διδαγμένη από τα γεγονότα στη Ρωσία και αποφασισμένη να αποτρέψει εξελίξεις ανάλογες με το Ρωσικό Οκτώβρη στη Γερμανία, είχε ήδη από το Δεκέμβρη του 1918 επικηρύξει τα "κεφάλια" της Ρόζας και του Καρλ αντί 100.000 μάρκων.

Η Γεναριάτικη Εξέγερση

Ας σημειωθεί ότι ακόμα και σήμερα η Γεναριάτικη Εξέγερση του 1919 στα "επίσημα" (π.χ. στα σχολικά) γερμανικά βιβλία ιστορίας αποδίδεται στους Σπαρτακιστές. Ξέρουμε όμως πλέον ότι ήταν στην πραγματικότητα εξέγερση "από τα κάτω" της εργατικής τάξης του Βερολίνου, πριν απ’ όλα των σοσιαλδημοκρατών εργατών, ωθούμενων από τη διάψευση των υποσχέσεων που το κόμμα τους είχε δώσει τις πρώτες μέρες της επανάστασης προκειμένου να τους χειραγωγήσει. Ενώ την αφορμή έδωσε η άρνηση του Προέδρου (Διευθυντή) της Αστυνομίας του Βερολίνου Εμίλ Άιχορν, Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκράτη, να παραιτηθεί, όπως του ζητούσε η Κυβέρνηση Έμπερτ, από ένα πόστο που ο ίδιος καταλάβαινε πόσο κρίσιμο ήταν για την υπόθεση του προλεταριάτου. Οι Σπαρτακιστές στήριξαν τη Γεναριάτικη Εξέγερση και συμμετείχαν με όλες τους τις δυνάμεις μέχρι το πικρό τέλος. Και μάλιστα παρόλο που μετά το πρώτο διήμερο, όταν η Ναυτική Μεραρχία που επηρεαζόταν από τους Ανεξάρτητους Σοσιαλιστές δεν προσχώρησε αλλά δήλωσε "ουδέτερη", οι τελευταίοι, που ουσιαστικά την είχαν προκαλέσει, την εγκατέλειψαν, μαζί και την 50μελή επιτροπή, στην οποία είχαν τη μεγάλη πλειοψηφία, αφήνοντας μόνο του τον Λίμπκνεχτ. Η Ρόζα διαφωνούσε από την αρχή με την εξέγερση: πίστευε ότι δεν υπήρχε ακόμα ένα τέτοιος συσχετισμός δυνάμεων, ώστε μια ολομέτωπη επίθεση για ανατροπή της κυβέρνησης εκείνη τη στιγμή να έχει ελπίδες νίκης και ότι θα έπρεπε να δουλέψουν για να δημιουργήσουν ανατροπές των συσχετισμών μέσα στα εργοστάσια και στα υπολείμματα του στρατού. Από τη στιγμή όμως που η εξέγερση αποτελούσε πραγματικότητα, τη στήριξε σταθερά, εκείνο το δύσκολο 10ήμερο του Γενάρη του 1919 κι ενώ στο Βερολίνο μαίνονταν οι οδομαχίες, με τα καθημερινά φλογερά κύρια άρθρα της και μ’ όλο το περιεχόμενο της εφημερίδας και των προκηρύξεων που κυκλοφορούσαν. Κι όταν φάνηκε πλέον ότι η εξέγερση είχε ηττηθεί, αρνήθηκε, όπως κι ο Καρλ Λίμπκνεχτ, να υποχωρήσει στις πιέσεις των συντρόφων της και να εγκαταλείψει το Βερολίνο, όπου ολοφάνερα βρίσκονταν κι οι δύο στο μάτι του κυκλώνα, με το επιχείρημα ότι αυτό θα ισοδυναμούσε με εγκατάλειψη των εξεγερμένων εργατών την ώρα της μεγάλης τους ανάγκης. (‘Ηταν άραγε σωστή από πολιτική άποψη αυτή η στάση; Σε ανάλογη περίπτωση, τον Ιούλιο του 1917, ο Λένιν πάνω στο μεγάλο κύμα τρομοκρατίας στην Πετρούπολη κι ενώ τον έψαχναν παντού, πέρασε μεταμφιεσμένος τα σύνορα και βρέθηκε στη Φινλανδία. Από κει γύρισε τρεις μήνες αργότερα και καθοδήγησε την Οκτωβριανή Επανάσταση. Είναι εξαιρετικά αμφίβολο, με τις δυσκολίες που υπήρχαν στην ηγεσία των μπολσεβίκων μέχρι την τελευταία στιγμή, σε περίπτωση που είχε παραμείνει στην Πετρούπολη κι είχε την τύχη της Ρόζας και του Καρλ, αν θα είχε υπάρξει ο Οκτώβρης…)

Σύλληψη κι εκτέλεση

Αργά το απόγευμα της 15ης Ιανουαρίου 1919 κι ενώ είχε κυκλοφορήσει από το πρωί το τελευταίο της άρθρο, η Ρόζα και ο Καρλ, που κρύβονταν σε άλλο σπίτι κάθε μέρα, συνελήφθησαν στο σπίτι μιας εύπορης εβραϊκής οικογένειας στο προάστιο Βίλελμσντορφ από περίπολο της πολιτοφυλακής, κάθε μέλος της οποίας πήρε γι’ αυτό στη συνέχεια 15 μάρκα από την Αντιμπολσεβίκικη Λίγκα. Τους μετέφεραν σε χωριστά αυτοκίνητα στο ξενοδοχείο Έντεν, στο οποίο ήταν εγκαταστημένο το Αρχηγείο της Μεραρχίας Έφιππης Φρουράς Πυροβολικού, από τις βασικότερες δυνάμεις που είχαν χρησιμοποιηθεί για την αιματηρή συντριβή της Γεναριάτικης Εξέγερσης. Λίγες ώρες αργότερα, πριν τα μεσάνυχτα, το σώμα της Ρόζας Λούξεμπουργκ, παραμορφωμένο από κοντακιές όπλων και με μια σφαίρα στο κεφάλι, θα ριχνόταν από τη γέφυρα Λάντβερ σε κανάλι του ποταμού του Βερολίνου Σπρέε και θα χανόταν. Επίσημη εκδοχή: "Η κυρία Ρόζα Λούξεμπουργκ λιντσαρίστηκε από τον όχλο" κατά τη μεταφορά της από το ξενοδοχείο Έντεν στη φυλακή. Μια ώρα πριν, στο Ζωολογικό Κήπο του Βερολίνου "ο Δόκτωρ Κάρλ Λίμπκνεχτ", που υποτίθεται ότι επίσης μεταφερόταν στις Φυλακές Μόαμπιτ του Βερολίνου, είχε πέσει νεκρός, χτυπημένος από 5 σφαίρες αξιωματικών της συνοδείας του "ενώ προσπαθούσε να δραπετεύσει".

Στη συγκλονιστική κηδεία του Λίμπκνεχτ και άλλων 31 δολοφονημένων Σπαρτακιστών θα έθαβαν δίπλα του, με το όνομα της Ρόζας, ένα άδειο φέρετρο. Το πτώμα της θα ξεβραζόταν από το νερό ένα εξάμηνο αργότερα και το Βερολίνο θα σηκωνόταν στο πόδι ξανά για να τη συνοδέψει τον Ιούνιο του 1919 για δεύτερη φορά στην τελευταία της κατοικία. Ανάμεσα στις δύο κηδείες είχε μεσολαβήσει η Μαρτιάτικη Εξέγερση, όταν οι –και πάλι στην πλειοψηφία τους σοσιαλδημοκράτες– εργάτες είχαν κατεβεί σε ειρηνική γενική απεργία με οικονομικά, κυρίως, αιτήματα κι η κυβέρνηση είχε απαντήσει με ένα λουτρό αίματος και τρομοκρατίας (π.χ. 30 ναύτες της Ναυτικής Μεραρχίας, αυτοί που είχαν μείνει "ουδέτεροι" τον Γενάρη κι εξίσου "ουδέτεροι" παρέμεναν και το Μάρτη, απήχθησαν ενώ περίμεναν στην ουρά για να πληρωθούν το μισθό τους και τουφεκίστηκαν κατευθείαν και χωρίς εξηγήσεις). Μαζί με τους 1.200 νεκρούς της Μαρτιάτικης Εξέγερσης είχε ενταφιαστεί ουσιαστικά και η Νοεμβριανή Επανάσταση στο Βερολίνο.

"Ελεύθερα Σώματα": Οι δράστες

Δράστες της δολοφονίας της Ρόζας και του Καρλ ήταν άντρες των "Ελευθέρων Σωμάτων" –αργότερα τους αποκάλεσαν και "πρώιμους ναζί"–, απ’ αυτούς που έδρευαν στο ξενοδοχείο Έντεν. Το Δεκέμβριο του 1919, πολύ πριν ξεσπάσει η Γεναριάτικη Εξέγερση, η κυβέρνηση Έμπερτ είχε συγκατατεθεί να συγκροτηθούν μυστικά αυτά τα (παρα)στρατιωτικά σώματα σε στρατόπεδα έξω από το Βερολίνο προκειμένου το Γενικό Επιτελείο Στρατού να τους ρίξει πάνω στις εργαζόμενες μάζες – μέσω συνένωσης ακροδεξιών υπολειμμάτων του στρατού, δυσαρεστημένων από την ήττα στον πόλεμο, με αυτοκρατορικούς αξιωματικούς, ιδιαίτερα του Ναυτικού, που έφεραν βαριά την "ατίμωση" τους, καθώς η Νοεμβριανή Επανάσταση είχε ξεσπάσει με ναυτική ανταρσία στο Ναύσταθμο του Κίελου. Σε κάποιες περιπτώσεις σ’ αυτά οι αξιωματικοί ήταν περισσότεροι από τους άντρες. Εννιά απ’ αυτούς –οι εφτά αξιωματικοί–, δικάστηκαν στη συνέχεια για τη διπλή δολοφονία από στρατοδικείο της ίδιας τους της μονάδας(!) το Μάιο της ίδιας χρονιάς: Χάρη στις έρευνες του Λέο Γιόγκισες, που δημοσίευσε επώνυμο άρθρο στις 12 Φεβρουαρίου 1919 στη "Rote Fahne" με συγκεκριμένες λεπτομέρειες και μαρτυρίες αυτοπτών, αποκαλύφθηκε σε γενικές γραμμές η πραγματική αλληλουχία των γεγονότων.

Λέο Γιόγκισες

Στο άρθρο ο Λέο δημοσίευε και μια φωτογραφία που είχε ανακαλύψει, η οποία παρουσιάστηκε και στη δίκη: Μετά τα μεσάνυχτα οι φονιάδες γιορτάζουν με μια μπυροποσία τη διπλή δολοφονία στο ξενοδοχείο Έντεν.

Η δίκη ήταν προσχηματική και είχε επιβληθεί από τον υπουργό Στρατιωτικών Νόσκε για να έχει καλυμμένα τα νώτα του. Μέσα από ένα εκπληκτικό σκηνικό ψεμάτων, απάτης και ίντριγκας "στήθηκε" ένα εξοργιστικό αποτέλεσμα: Κανείς δεν πήγε φυλακή εκτός από τον τελευταίο τροχό της αμάξης, τον ουσάρο Ότο Ρούνγκε, που είχε κατ’ εντολή χτυπήσει και τους δύο με τον υποκόπανο του όπλου του κι έκατσε μέσα δύο χρόνια. Τον (υπαξιωματικό) Ρούνγκε τον ανάγκασαν να πάρει πάνω του όλη την ευθύνη. Ο Γιόγκισες δεν ήταν εκεί για να σχολιάσει τη δικαστική απόφαση. Η Ρόζα τάφηκε τον Ιούνιο κοντά στον τάφο του: τις αποκαλύψεις του για τους δολοφόνους της Ρόζας και του Καρλ τις είχε πληρώσει ένα μήνα αργότερα με τη ζωή του…

Ο Γιόγκισες, εβραίος της ρωσικής Λιθουανίας, μέντορας της Ρόζας κατά τα νεανικά της χρόνια, ήταν ο μόνος άντρας που η Ρόζα αποκάλεσε "ο σύζυγός μου". Συνδέθηκε μαζί του επί 15 χρόνια, από τα 20 μέχρι τα 35 της, κι αυτή ήταν μια σχέση ζωής: Τον εγκατέλειψε μαθαίνοντας για ένα σύντομο δεσμό του με τη συντρόφισσα που τον έκρυβε σπίτι της κατά τη διάρκεια της Ρωσικής Επανάστασης του 1905, όταν κι οι δυο καθοδηγούσαν τον αγώνα στη Βαρσοβία, συνέχισαν όμως να συνεργάζονται στενά πολιτικά μέχρι το τέλος της ζωής της. Χαρισματικός επαναστάτης-οργανωτής, επικεφαλής μαζί της και με τον Φέλιξ Ντερζίνσκι του κόμματος, στο οποίο μετεξελίχθηκε η αρχική φοιτητική ομάδα, του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος του Βασιλείου της Πολωνίας και της Λιθουανίας, ο Λέο Γιόγκισες ήταν ο βασικός οργανωτής του Σπάρτακου στην παρανομία κατά τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο. Μετά τη διπλή δολοφονία ανέλαβε επικεφαλής του μικροσκοπικού ΚΚΓ (δεν είχε καν γερμανική υπηκοότητα…). Παράνομος, πιάστηκε στις 10/3/1919, αναγνωρίστηκε (σε προηγούμενες συλλήψεις του δεν είχαν καταλάβει ποιος είναι) κι αφού κακοποιήθηκε άγρια, εκτελέστηκε μέσα σε αστυνομικό τμήμα με μια σφαίρα στην πλάτη, κι αυτός "επιχειρώντας να δραπετεύσει". Ο δολοφόνος του, αστυνομικός του Τμήματος Ανθρωποκτονιών Ερνστ Τάμσιτς, σκότωσε λίγες βδομάδες αργότερα ακριβώς με τον ίδιο τρόπο και τον επικεφαλής της Ναυτικής Μεραρχίας που επηρέαζαν οι Ανεξάρτητοι Σοσιαλιστές αλλά στις εξεγέρσεις, στο όνομα της ενότητας της σοσιαλδημοκρατίας, έμενε πάντα "ουδέτερη", υποπλοίαρχο Ντόρενμπαχ. Και αυτός επίσης ουδέποτε τιμωρήθηκε: Είχε μετεωρική άνοδο στην υπηρεσία του επί Δημοκρατίας της Βαϊμάρης κι έγινε σημαντικό στέλεχος της Γκεστάπο επί Χίτλερ.

Βάλντεμαρ Παμπστ: Καριέρα ενός αντεπαναστάτη

Οργανωτής της διπλής δολοφονίας ήταν ο Βάλντεμαρ Παμπστ, επικεφαλής του Ελεύθερου Σώματος που έδρευε στο ξενοδοχείο Έντεν, πλοίαρχος του Αυτοκρατορικού Πολεμικού Ναυτικού και μέλος του Γερμανικού Ανώτατου Επιτελείου Στρατού κατά τον παγκόσμιο πόλεμο, δεξί χέρι του Στρατάρχη Λούντεντορφ. Σε συνεργασία με έναν υποπλοίαρχό του ("είναι ο καλύτερος άντρας μου"), τον γνωστό μας, επί Χίτλερ, Αρχηγό της Υπηρεσίας Πληροφοριών του Στρατού "Αμπβέρ", Βίλχελμ Φον Κανάρις. Ο Κανάρις, ο οποίος χειρίστηκε και τις πληρωμές από την επικήρυξη της Αντιμπολσεβίκικης Λίγκας στους δολοφόνους και φυγάδευσε ο ίδιος τον Ρούνγκε από το Βερολίνο με πλαστά χαρτιά σε ψεύτικο όνομα την περίοδο που ήλπιζαν ακόμα ν’ αποφύγουν τη δίκη, ήταν ένας από τους στρατοδίκες που απάλλαξαν τους αξιωματικούς! Ενώ ο εισαγγελέας του στρατοδικείου Πάουλ Γιορνς, πάλι, έγινε μετά το 1933 ο Γενικός Εισαγγελέας του Τρίτου Ράιχ! Ο Παμπστ, μετά από καριέρα φασίστα (παρα)στρατιωτικού-οργανωτή φασιστικών σωμάτων, μυστικού πράκτορα και έμπορου όπλων σε τρεις χώρες, Γερμανία, Αυστρία και Ελβετία, επέστρεψε το 1955 από την Ελβετία στην πατρίδα του, όταν βεβαιώθηκε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να τον παραδώσουν στους Σοβιετικούς. (Οι τελευταίοι είχαν ανακαλύψει και συλλάβει ήδη με την κατάληψη του Βερολίνου τον Μάιο του 1945 τον Ρούνγκε, που ζούσε με ψεύτικο όνομα στον ανατολικό τομέα του. Για πρώτη φορά το 1996 δόθηκε στη δημοσιότητα από τα Ρωσικά Στρατιωτικά Αρχεία η αναφορά του Συνταγματάρχη Στρατιωτικής Δικαιοσύνης του Κόκκινου Στρατού Κοτλιάρ, που τον ανέκρινε μέχρι τον Σεπτέμβρη του 1945, οπότε ο Ρούνγκε πέθανε κρατούμενος υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες – στην αναφορά ο θάνατος του αποδίδεται "στα γηρατειά, ήταν ήδη 70 ετών"…)

Ο Παμπστ, αντιθέτως, πέθανε πλήρης ημερών, 90χρονος, πάμπλουτος και τιμημένος από το γερμανικό κράτος (επί Καγκελαρίας Κόνραντ Αντενάουερ) το 1970 στο Ντίσελντορφ, χωρίς ποτέ να κατηγορηθεί μπροστά σε δικαστήριο για οτιδήποτε. Όταν, μάλιστα, τον Γενάρη του ‘69, στα 50 χρόνια από τη διπλή δολοφονία, εξαγριωμένοι φοιτητές έκαναν διαδήλωση έξω απ’ το σπίτι του απαιτώντας την παραπομπή του σε δίκη για τη δολοφονία της Ρόζας και του Καρλ, η αστυνομία του παρέδωσε τα ονόματα των οργανωτών της διαδήλωσης για την περίπτωση που θα ήθελε να υποβάλλει μηνύσεις… Η ιστορία όμως δεν ξεχνά. Πριν δύο βδομάδες στη Γερμανία κυκλοφόρησε, σε συνδυασμό με τα 90χρονα από τη δολοφονία, από τον ιστορικό ερευνητή και σκηνοθέτη Κλάους Γκίτινγκερ ένα ογκώδες βιβλίο: Βασισμένο στην έρευνα της ιστορικού Ντόρις Κασούλε, που πέθανε νέα πριν 4 χρόνια χωρίς να προλάβει να την ολοκληρώσει, και στο αδημοσίευτο αρχείο του Παμπστ, έχει τίτλο "Ο αντεπαναστάτης. Βάλντεμαρ Παμπστ – μια γερμανική καριέρα".

Αυτοί, πάλι, που έδωσαν την τελική έγκριση και εξασφάλισαν την ατιμωρησία των δολοφόνων, ήταν δυο κορυφαίοι σοσιαλδημοκράτες: ο Λαϊκός Αντιπρόσωπος (υπουργός) Στρατιωτικών Γκούσταβ Νόσκε και ο Πρόεδρος του Συμβουλίου Λαϊκών Αντιπροσώπων και Πρόεδρος του SPD Φρίντριχ Έμπερτ: Λίγες βδομάδες αργότερα ο Έμπερτ θα γινόταν ο πρώτος Πρόεδρος της νεοσύστατης Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.

Δολοφονία με κρίσιμες επιπτώσεις

Η δολοφονία της Ρόζας Λούξεμπουργκ και του Καρλ Λίμπκνεχτ ήταν ίσως η πολιτική δολοφονία με τις σημαντικότερες επιπτώσεις στην ιστορία. Σύμφωνα με έναν από τους σπουδαιότερους σύγχρονους Γερμανούς ιστορικούς, τον Σεμπάστιαν Χάφνερ, συγγραφέα του βιβλίου του 1970 "Η προδομένη επανάσταση", που αποτέλεσε τομή στη γερμανική ιστοριογραφία για τη Νοεμβριανή Επανάσταση, η Ρόζα και ο Καρλ με τις απόψεις και με τη στάση τους είχαν ήδη τότε μετατραπεί σε σύμβολα: ο Λίμπκνεχτ, ο μόνος σοσιαλδημοκράτης βουλευτής που μέσα στη Γερμανική Βουλή είχε τολμήσει να καταψηφίσει τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ένα όνομα που στη διάρκεια του πολέμου βρισκόταν στα χείλη όσων αγωνίζονταν σ’ ολόκληρη την Ευρώπη, σύμβολο του "ακατανίκητου θάρρους". Η Λούξεμπουργκ, η σημαντικότερη γυναίκα θεωρητικός του 20ου αιώνα και ταυτόχρονα, όχι τυχαία, το στέλεχος της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας που είχε περάσει περισσότερα χρόνια απ’ οποιονδήποτε άλλο, ακόμα κι από τους ιδρυτές του κόμματος, στη φυλακή, σύμβολο του "αδάμαστου πνεύματος". Έπρεπε οπωσδήποτε να φύγουν από τη μέση προκειμένου να ποδηγετηθεί το κίνημα και ν’ αποτραπεί αποτελεσματικά οποιαδήποτε πιθανότητα ριζικής κοινωνικής αλλαγής.

Η δολοφονία τους, σύμφωνα με την Χάνα Άρεντ, άνοιξε μια άβυσσο αίματος μεταξύ σοσιαλδημοκρατών και κομμουνιστών στη Γερμανία, που έκανε πλέον αδύνατη την οποιαδήποτε παραπέρα μεταξύ τους συνεννόηση. Ταυτόχρονα, πάντα σύμφωνα με την Άρεντ, υπήρξε η πρώτη ατιμώρητη πολιτική δολοφονία στη Γερμανία και ως τέτοια άνοιξε την όρεξη κι ένα κεφάλαιο φυσικής εξόντωσης δεκάδων αρχηγών του ριζοσπαστικού εργατικού κινήματος μέσα στο 1919. Η Άρεντ υποστηρίζει ότι η ατιμωρησία αυτής της διπλής δολοφονίας έπαιξε από ιστορική άποψη τέτοιο ρόλο, ώστε να οδηγήσει τελικά στη βιομηχανοποίηση του θανάτου στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Η θέση του γερμανικού κράτους

Διαχρονικά η θέση του επίσημου γερμανικού κράτους για τη διπλή δολοφονία παρέμεινε αυτή της κατάπτυστης απόφασης του Στρατοδικείου του 1919: Η δολοφονία της Ρόζας Λούξεμπουργκ υπήρξε περίπου τυχαίο προϊόν της πρωτοβουλίας ενός υπαξιωματικού και κάποιου –άγνωστου– αξιωματικού, αυτού που την πυροβόλησε εξ επαφής στο κεφάλι. (Τ’ όνομά του, υποπλοίαρχος Βίλχελμ Σουσόν, έγινε γνωστό μόλις το 1967 κι ο ίδιος είχε τότε το θράσος να μηνύσει τον δημοσιογράφο που πρώτος το δημοσίευσε.) Ο φόνος του Καρλ Λίμπκνεχτ, πάλι, υπήρξε αποτέλεσμα ακατάλληλης (απερίσκεπτης) χρήσης των όπλων ενώ προσπαθούσε να δραπετεύσει, καθώς –όπως επισήμανε στην αγόρευσή του και ο εισαγγελέας– οι συνοδοί του αξιωματικοί, πέντε νέοι και δυνατοί άντρες, θα μπορούσαν εύκολα να πιάσουν ξανά αυτόν, μεγαλύτερό τους κατά είκοσι χρόνια κι επιπλέον σε κακή φυσική κατάσταση, καθώς ήταν χτυπημένος με υποκόπανο όπλου, χωρίς να χρειαστεί να τον πυροβολήσουν… Κι αυτό, παρόλο που απανωτές δίκες σε πολιτικά δικαστήρια μετά από μηνύσεις και διάφορα δημοσιεύματα του Τύπου είχαν αποκαλύψει τις σημαντικότερες πτυχές του συγκεκριμένου πολιτικού εγκλήματος πριν το τέλος της δεκαετίας του ’20 – π.χ. ο Πρόεδρος του Στρατοδικείου Χάιντς διώχθηκε από το δικαστικό σώμα για κακοδικία, όταν αποκαλύφθηκε ότι είχε υπαγορεύσει στο Ρούνγκε τι να πει κι ότι επιπλέον του είχε προσφέρει χρήματα.

Για πρώτη φορά, 43 χρόνια μετά τη διπλή δολοφονία, η Κυβέρνηση του Καγκελαρίου Αντενάουερ εγκατέλειψε τη θέση αυτή εκδίδοντας το Ομοσπονδιακό Δελτίο Τύπου της 8ης Φεβρουαρίου 1962. Στο Δελτίο Τύπου οι δύο δολοφονίες χαρακτηρίζονται "νόμιμη εκτέλεση σύμφωνα με το στρατιωτικό νόμο", σημειώνοντας ότι χάρη στα Ελεύθερα Σώματα η Μόσχα απέτυχε να εντάξει, με το τέλος του Α’ Παγκόσμιου Πόλεμου, ολόκληρη τη Γερμανία στην "κόκκινη αυτοκρατορία της". Την αλλαγή ρότας είχε προκαλέσει η, επίσης για πρώτη φορά, δημόσια ανάληψη ευθύνης από μεριάς του Βάλντεμαρ Παμπστ σε συνέντευξή του σε φοιτητική νεοφασιστική εφημερίδα του Μονάχου τον Ιανουάριο 1962. Η μήνυση που κατέθεσε στον Ανώτατο Εισαγγελέα της Ομοσπονδιακής Γερμανίας εναντίον του Κυβερνητικού Εκπροσώπου Τύπου για "εγκωμιασμό δολοφονίας" η χήρα του Καρλ, Σόνια Λίμπκνεχτ, που ζούσε στο (Ανατολικό) Βερολίνο, μπήκε στο αρχείο. Την ίδια τύχη είχε και η μήνυση μιας ομάδας φοιτητών, ηγετών του Γερμανικού Μάη, ενάντια στον Βάλντεμαρ Παμπστ ως ηθικό αυτουργό των δύο δολοφονιών. Αντίστοιχη και η άσκηση δίωξης ενάντια στον Παμπστ από τον Ανώτατο Εισαγγελέα του (Ανατολικού) Βερολίνου το 1963.

 


Η αναγκαιότητα μιας δολοφονίας

Από τη μοναδική συνέντευξη του Παμπστ στο περιοδικό "Der Spiegel" (τεύχος 18/4/1962). Απαντά στην ερώτηση των δημοσιογράφων σχετικά με τη συμμετοχή του στη διπλή δολοφονία:

Παμπστ: Ξέρετε ακριβώς τι έγινε.

Spiegel: Δεν ξέρουμε ακριβώς τι έγινε.

Παμπστ: (γελώντας ρηχά) Αυτό δεν το πιστεύετε ούτε σεις οι ίδιοι. Ολόκληρη η Γερμανία το ξέρει. Κι εσείς όχι; Πάλι καλά!

Spiegel: Αυτό που ολόκληρη η Γερμανία ξέρει είναι ότι και οι δύο δολοφονήθηκαν.

Παμπστ: Όλα παραπέμπουν σ’ ένα ερώτημα: Ήταν αναγκαίο ή δεν ήταν;

Από τη συνέντευξη Παμπστ στη νεοφασιστική εφημερίδα του Μονάχου "Φοιτητικό Αναγγελτήριο" (15/1/1962):

"Το αποφασιστικό ερώτημα ήταν και είναι ένα και μοναδικό: Υπήρξε η αναγκαιότητα να επιτρέψει κανείς στους δύο κομμουνιστές ηγέτες, οι οποίοι είχαν συλληφθεί με τόσο κόπο και θα οδηγούνταν φυλακή… να συναντήσουν εκείνο το τέλος, στο οποίο μπορεί να υπολογίζει ο ηγέτης κάθε επανάστασης κατά τη διάρκεια των οδομαχιών; Γι’ αυτήν την αναγκαιότητα, παίρνοντας υπόψη τις τότε συνθήκες, απαντώ με έμφαση καταφατικά".

 


Ο Παμπστ, η διπλή δολοφονία κι οι σοσιαλδημοκράτες

Από τα αδημοσίευτα Απομνημονεύματα του Παμπστ (Αρχείο Παμπστ), που πρώτη ανακάλυψε πριν λίγα χρόνια η ιστορικός Ντόρις Κασούλε, η οποία τον χαρακτηρίζει ως "πρωτο-φασίστα": "Είναι ξεκάθαρο ότι αυτή τη δράση δε θα μπορούσα να την είχα αναλάβει ποτέ ούτε θα μπορούσα να προστατεύσω τους άντρες μου χωρίς την έγκριση του Νόσκε – με τον Έμπερτ στο μπακγκράουντ. Ελάχιστοι άνθρωποι έχουν όμως συνειδητοποιήσει γιατί ποτέ δεν ανακρίθηκα ούτε μου απαγγέλθηκε κατηγορία. Πάτσισα ως κύριος τη συμπεριφορά του τότε SPD κρατώντας επί 50 ολόκληρα χρόνια κλειστό το στόμα μου για τη μεταξύ μας συνεργασία".