Μια πραγματική θεραπεία για την παγκόσμια οικονομική κατάρρευση, του Τζόζεφ Ε. Στίγκλιτζ

Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί μιας από τις πλέον προβεβλημμένες οικονομικές αναλύσεις για τη διεθνή οικονομική κρίση, τις επιπτώσεις της στην παγκόσμια οικονομία, το βαθμό που αυτή επηρεάζει αναπτυγμένες και αναπτυσσόμενες χώρες, ενώ θέτει συγκεκριμένα ζητήματα για την οικονομική στρατηγική που πρέπει να ακολουθηθεί στο άμεσο μέλλον. Γράφτηκε από τον οικονομολόγο Τζόζεφ Ε. Στίγκλιτζ και δημοσιεύθηκε στο τελευταίο τεύχος του αμερικανικού περιοδικού The Nation.

Η Αριστερά! δημοσιεύοντας το πλήρες κείμενο του Στίγκλιτζ άνοιξε διάλογο για την συγκεκριμένη οικονομική ανάλυση, ζητώντας από τρεις ανθρώπους της ελληνικής αριστεράς να την μελετήσουν και να την σχολιάσουν. Στις επόμενες σελίδες, λοιπόν, ακολουθούν οι απόψεις των Γιάννη Δραγασάκη, Κώστα Βεργόπουλου και Βασίλη Χατζηλάμπρου, για τις θέσεις του Στίγκλιτζ και την οικονομική κρίση.

Η τρέχουσα παγκόσμια οικονομική ύφεση δεν είναι μόνο η χειρότερη της μεταπολεμικής εποχής: είναι και η πρώτη σοβαρή παγκόσμια ύφεση της σύγχρονης εποχής της παγκοσμιοποίησης. Οι αμερικανικές χρηματαγορές απέτυχαν να πράξουν ό,τι έπρεπε: καλή διαχείριση ρίσκου και ορθή τοποθέτηση κεφαλαίων. Και αυτές οι αποτυχίες είχαν τεράστιο αντίκτυπο σε όλο τον κόσμο. Η παγκοσμιοποίηση, επίσης, δεν δούλεψε όπως υποτίθεται ότι θα δούλευε. Συντέλεσε στη διάδοση των συνεπειών των αποτυχιών των χρηματαγορών των ΗΠΑ σε όλο τον κόσμο. Η 11η Σεπτέμβρη 2001 μας δίδαξε ότι με την παγκοσμιοποίηση δεν ταξιδεύουν ευκολότερα πέραν των συνόρων μόνο καλά πράγματα, αλλά και άσχημα. Η 15η Σεπτέμβρη 2008 επαλήθευσε την εγκυρότητα αυτού του διδάγματος.

Μια παγκόσμια οικονομική ύφεση απαιτεί μια παγκόσμιας εμβέλειας απάντηση. Αλλά, ως τώρα, οι απαντήσεις μας –για την ώθηση και τη ρύθμιση της παγκόσμιας οικονομίας– έχουν σε μεγάλο βαθμό περιοριστεί σε εθνικό επίπεδο και συχνά λαμβάνουν λίγο υπόψη την επίδραση στο εξωτερικό. Το αποτέλεσμα είναι να υπάρχει μικρότερος συντονισμός από τον απαιτούμενο, όπως και μικρότερα και πιο κακοσχεδιασμένα κίνητρα από τα βέλτιστα. Κάτι τέτοιο σημαίνει ότι η ύφεση θα διαρκέσει περισσότερο, η ανάκαμψη θα έρθει πιο αργά, και θα υπάρχουν περισσότερα αθώα θύματα. Μεταξύ αυτών των θυμάτων είναι οι πολλές αναπτυσσόμενες χώρες – συμπεριλαμβανομένων εκείνων που είχαν καλύτερες ρυθμιστικές και μακροοικονομικές πολιτικές από τις ΗΠΑ και κάποιες ευρωπαϊκές χώρες. Στις ΗΠΑ, η χρηματοπιστωτική κρίση μετατράπηκε σε οικονομική – και σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες η οικονομική ύφεση δημιουργεί χρηματοπιστωτική κρίση.

Δύο επιλογές μπροστά στην κρίση

Ο κόσμος έχει δύο επιλογές μπροστά του: είτε θα κινηθούμε προς ένα καλύτερο παγκόσμιο ρυθμιστικό σύστημα, είτε θα χάσουμε κάποια από τα σημαντικά οφέλη που έχουν προκύψει από την παγκοσμιοποίηση. Αλλά το να συνεχίσουμε τον υπάρχον στάτους κβο διαχείρισης της παγκοσμιοποίησης δεν είναι πια λογικό: πάρα πολλές χώρες υποχρεώθηκαν να πληρώσουν ένα πολύ υψηλό τίμημα. Η απάντηση του G-20 στην παγκόσμια οικονομική κρίση, όπως μαστορεύτηκε στις συναντήσεις του Νοέμβρη στην Ουάσινγκτον και του Απρίλη στο Λονδίνο, ήταν μια αρχή, μα μόνο μια αρχή. Δεν έκανε αρκετά για να αντιμετωπίσει τα άμεσα προβλήματα, ούτε έθεσε επί τάπητος τη μακρόχρονη αναδόμηση που είναι απαραίτητη για να αποφευχθεί μια άλλη κρίση.

Μια συνάντηση του ΟΗΕ στα τέλη Ιούνη ελπίζει να συνεχίσει την παγκόσμια διαβούλευση που άρχισε στις προγενέστερες συναντήσεις του G-20 και να διευρύνει τη συζήτηση σχετικά με αυτό που πήγε λάθος, ώστε να πετύχουμε περισσότερα στην πρόληψη άλλων κρίσεων. Οι παγκόσμιες πολιτικές αυτής της συνάντησης είναι σύνθετες. Πολλές από τις 173 χώρες που δεν είναι μέλη του G-20 ισχυρίζονται ότι οι αποφάσεις που επηρεάζουν τους πολίτες τους δεν θα πρέπει να λαμβάνονται από έναν κλειστό όμιλο χωρών που δεν έχει πολιτική νομιμοποίηση. Σε κάποια μέλη του G-20 αρέσει η σημερινή κατάσταση ως έχει: τους αρέσει να είναι στον κλειστό κύκλο, και ισχυρίζονται ότι η διεύρυνσή του απλώς θα περιέπλεκε τα πράγματα. Πολλές από τις αναπτυγμένες βιομηχανικές χώρες θα επιθυμούσαν να αποφύγουν την ανοιχτή σκληρή κριτική στις τράπεζές τους, που έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στην κρίση, ή την κριτική στους διεθνείς οικονομικούς οργανισμούς, που όχι μόνο απέτυχαν να αποφευχθεί η κρίση αλλά και προώθησαν τις απορρυθμιστικές πολιτικές που συνέβαλλαν τα μάλα στη δημιουργία της και στην ταχύτατη μετάδοσή της σε όλο τον κόσμο. Πράγματι, η απάντηση του G-20 στην κρίση στις αναπτυσσόμενες χώρες βασίστηκε κυρίως σε όσα έλεγε το ΔΝΤ.

Προήδρευσα της Επιτροπής Εμπειρογνωμώνων του ΟΗΕ, στην οποία η Γενική του Συνέλευση έθεσε ως καθήκον να ετοιμάσει μια ενδιάμεση έκθεση πριν τη συνάντηση του Ιούνη. Ελπίζω η έκθεση να έχει κάποια επίδραση στις συζητήσεις. Είναι αρκετά νωρίς για να πούμε αν κάτι τέτοιο θα γίνει, ή εάν θα προκύψει κάτι συγκεκριμένο από τη σύνοδο αυτή. Η διεθνής κοινότητα θα έπρεπε να συνειδητοποιήσει, ωστόσο, ότι πρέπει να γίνουν πολύ περισσότερα από όσα έχει κάνει ως τώρα το G-20.

Η αρχική μας έκθεση αναφέρει 10 πολιτικές που πρέπει άμεσα να εφαρμοστούν. Αυτές περιλαμβάνουν ισχυρές προσπάθειες ώθησης της οικονομικής δραστηριότητας από τις αναπτυγμένες χώρες, παροχή επιπρόσθετων χρηματοδοτήσεων για τις αναπτυσσόμενες, δημιουργία ενός χώρου για τις αναπτυσσόμενες χώρες για εφαρμογή των δικών τους πολιτικών, αποφυγή προστατευτισμού, άνοιγμα των αγορών των αναπτυγμένων χωρών στις εξαγωγές των λιγότερο αναπτυγμένων, και βελτίωση του συντονισμού των οικονομικών πολιτικών παγκόσμιας εμβέλειας. Επιπρόσθετα, η επιτροπή προτείνει 10 βαθύτερες μεταρρυθμίσεις στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, επί του οποίου πρέπει να ξεκινήσει δουλειά.

Πραγματική βοήθεια προς τις αναπτυσσόμενες χώρες

Οι ΗΠΑ μπορεί να έχουν τους πόρους να στηρίζουν τις τράπεζές τους και να τονώνουν την οικονομία τους, όχι όμως και οι αναπτυσσόμενες χώρες. Οι αναπτυσσόμενες χώρες ήταν σημαντικά μοτέρ για την οικονομική ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια, και είναι δύσκολο να δει κανείς μια ισχυρή παγκόσμια ανάκαμψη χωρίς αυτές να παίζουν ένα σημαντικό ρολο. Υπάρχει μια ομοθυμία, ότι όλες οι χώρες πρέπει να παρέχουν μεγάλα πακέτα τόνωσης της οικονομίας – αλλά πολλές από τις φτωχότερες αναπτυσσόμενες χώρες δεν έχουν τους πόρους για κάτι τέτοιο. Πολλοί στον αναπτυγμένο κόσμο ανησυχούν για τα βάρη στο δημόσιο χρέος που προκύπτουν από τα πακέτα τόνωσης της οικονομίας τους αλλά, για όσους πλήττονται ήδη από κρίσεις χρέους, η ανάληψη επιπρόσθετου χρέους μπορεί να αποτελέσει ένα ασήκωτο βάρος. Η βοήθεια πρέπει να παρασχεθεί υπό μορφή δωρεάς, όχι μόνο ως δάνεια.

Κατά το παρελθόν, το ΔΝΤ παρείχε βοήθεια συνοδευόμενη από “όρους”. Σε πολλές περιπτώσεις απαιτούσε οι χώρες να αυξήσουν τα επιτόκια σε υψηλά (και συχνά πολύ πολύ υψηλά) επίπεδα και να μειώσουν τα ελλείματα, περικόπτοντας δαπάνες ή/και αυξάνοντας τους φόρους – ακριβώς το αντίθετο από τις πολιτικές των ΗΠΑ και των Ευρωπαίων. Αυτό οδήγησε σε αποδυνάμωση των εθνικών οικονομιών, όταν ακριβώς στόχος της βοήθειας του ΔΝΤ ήταν να τις ενισχύσει. Παρότι όσοι παρείχαν βοήθεια θέλαν να είναι σίγουροι ότι τα χρήματά τους χρησιμοποιούνται ορθώς, αυτό το είδος των όρων είναι αντιπαραγωγικό και κάνει τις αναπτυσσόμενες χώρες να διστάζουν να λάβουν βοήθεια. Ένας όρος που πρέπει να επιβληθεί στους διεθνείς οργανισμούς είναι να μην έχει τέτοιους “όρους” η παροχή βοήθειας στις αναπτυσσόμενες χώρες.

Για να βοηθήσουν στη χρηματοδότηση αυτών των τεράστιων απαιτούμενων πακέτων βοήθειας, οι αναπτυγμένες χώρες πρέπει να βάλουν στην άκρη 1% των εθνικών τους πακέτων στήριξης προκειμένου να βοηθήσουν τις αναπτυσσόμενες χώρες. Τα χρήματα πρέπει να διανεμηθούν μέσω διαφόρων καναλιών, συμπεριλαμβανομένων και περιφερειακών οργανισμών, και πιθανώς μέσω και μιας νέας υπηρεσίας πιστωτικής διευκόλυνσης, της οποίας η διοίκηση θα απηχεί καλύτερα τους νέους πιθανούς δωρητές (ασιατικές και μεσανατολικές χώρες) και και αποδέκτες της βοήθειας.

Προστασία των αναπτυσσόμενων χωρών από τον προστατευτισμό

Το G-8 έκανε σημαντικές προσπάθειες να διευρύνει την πιστοδοτική ικανότητα του ΔΝΤ – εν μέρει, όπως κάποιοι υποψιάζονται, περισσότερο εξαιτίας του ρόλου που το ΔΝΤ μπορεί να παίξει για να σώσει την ανατολική Ευρώπη παρά εξαιτίας της επιθυμίας του να βοηθήσει τις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες. Ένας έξυπνος τρόπος για κάτι τέτοιο ήταν μια νέα έκδοση “χρήματος” του ΔΝΤ (της τάξης των 250 δισεκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ), που ονομάστηκε special drawing rights (ειδικά δικαιώματα ανάληψης) – μια θετική κίνηση. Όμως πολύ λίγα από αυτά θα καταλήξουν στα χέρια των φτωχότερων χωρών.

Παρότι το G-20 έκανε πομπώδεις δηλώσεις στη σύνοδό του το Νοέμβρη περί αποφυγής του προστατευτισμού, η Παγκόσμια Τράπεζα επισημαίνει ότι, από τότε, 17 μέλη έχουν λάβει προστατευτικά μέτρα. Οι αναπτυσσόμενες χώρες πρέπει να προστατευτούν από τον προστατευτισμό και τις συνέπειές του, ειδικά όταν παίρνει χαρακτήρα διακρίσεων σε βάρος τους. Οι ΗΠΑ, π.χ., συμπεριέλαβαν μια πρόβλεψη στο δικό τους πακέτο στήριξης που ευνοεί την αγορά αμερικανικών εμπορευμάτων. Όμως πολλές αναπτυγμένες βιομηχανικές χώρες εξαιρούνται από αυτόν τον αποκλεισμό μη αμερικανικών προϊόντων, λόγω μιας διακυβερνητικής απόφασης του ΠΟΕ. Έτσι, στην πράξη, αυτό τελικά μεταφράζεται σε διακριτική μεταχείριση από την Αμερική εναντίον αποκλειστικά των φτωχών χωρών.

Γνωρίζουμε ότι οι επιδοτήσεις παραποιούν το ελεύθερο και δίκαιο εμπόριο όσο και οι δασμοί – όμως είναι χειρότερες από αυτούς, γιατί οι αναπτυσσόμενες χώρες δύσκολα τις αντέχουν. Οι μαζικές στηρίξεις με απαλλαγή από υποχρεώσεις και οι εγγυήσεις που παρέχουν οι ΗΠΑ και άλλες πλούσιες χώρες στις επιχειρήσεις τους, δίνουν σε αυτές ένα άδικο συγκριτικό πλεονέκτημα. Είναι ένα πράγμα για επιχειρήσεις από φτωχές χώρες να ανταγωνίζονται τις ήδη πλούσιες σε κεφάλαια επιχειρήσεις των ΗΠΑ, και άλλο να ανταγωνίζονται την ίδια την Ουάσινγκτον. Τέτοιες επιδοτήσεις, στηρίξεις και εγγυήσεις είναι κατανοητές – αλλά πρέπει να αναγνωριστούν οι αντίθετες επιδράσεις που έχουν στις αναπτυσσόμενες χώρες, και πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να τις αποζημιώσουμε ώστε να εξαλειφθεί αυτό το άδικο πλεονέκτημα.

Κοινό και αποτελεσματικό διεθνές ρυθμιστικό καθεστώς

Διεθνής συνεργασία χρειάζεται επίσης για να εφαρμοστεί ένα αποτελεσματικό ρυθμιστικό καθεστώς. Υπάρχει διεθνής συμφωνία απόψεων σε δέκα σημεία: Πρώτον, η κρίση είναι αποτέλεσμα ακροτήτων της απορρύθμισης (χαλάρωση ρυθμιστικών κανονισμών) και ανεπαρκειών στην εφαρμογή των υπαρχόντων ρυθμιστικών μέτρων. Δεύτερον, η αυτορρύθμιση δεν είναι αρκετή. Τρίτον, η ρύθμιση είναι απαραίτητη, επειδή οι αποτυχίες σε μεγάλους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς και στο χρηματοπιστωτικό σύστημα γενικότερα μπορεί να έχουν “εξωτερικές” συνέπειες: αρνητικές επιπτώσεις στους εργαζόμενους, ιδιοκτήτες σπιτιών, φορολογούμενους και άλλους, σε παγκόσμιο επίπεδο. Τέταρτον, χρειάζεται κάτι περισσότερο από διαφάνεια – ακόμα και η πλήρης γνωστοποίηση της σύνθεσης των πολύπλοκων παραγώγων και άλλων χρηματοπιστωτικών προϊόντων μπορεί να μην είναι αρκετή ώστε να γίνει μια κατάλληλη εκτίμηση ρίσκου. Πέμπτον, παράλογα κίνητρα που ώθησαν στη λήψη ακραίων ρίσκων και σε μυωπική συμπεριφορά συνέβαλαν σε κακές τραπεζικές λειτουργίες. Έκτον, ελλείψεις στην εταιρική άσκηση διοίκησης συνέβαλαν σε ελαττωματικές δομές κινήτρων. Έβδομον, το γεγονός ότι πολλές τράπεζες αναπτύχθηκαν τόσο ώστε να είναι “πολύ μεγάλες για να χρεοκοπήσουν” σήμαινε ότι αν έπαιζαν και κέρδιζαν, ιδιοποιούνταν τα κέρδη – αλλά αν έχαναν, οι φορολογούμενοι επιβαρύνονταν τη ζημιά.

Όγδοον, αν η ρύθμιση δεν είναι περιεκτική, μπορεί να υπάρξει ένας “αγώνας δρόμου προς τον πάτο”, όπου οι χώρες με χαλαρές ρυθμίσεις θα ανταγωνίζονται ώστε να προσελκύσουν χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες. Ένατον, αν ένας τέτοιος “αγώνας δρόμου” γίνει πραγματικότητα, μια σειρά χώρες θα πρέπει να ενεργήσουν ώστε να προστατέψουν τις οικονομίες τους – δεν μπορεί να επιτρέψουν σε κακές πρακτικές που εφαρμόζονται αλλού να βλάψουν τους δικούς τους πολίτες. Και, δέκατον, οι ρυθμίσεις πρέπει να αφορούν όλο το φάσμα των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Όπως έχουμε δει, αν ρυθμίσουμε το τραπεζικό σύστημα αλλά όχι και το σκιώδες τραπεζικό σύστημα, οι επιχειρηματικές δραστηριότητες θα μεταφερθούν στο σύστημα που ρυθμίζεται λιγότερο και έχει μικρότερη διαφάνεια.

Τα τρία “αγκάθια” της χρηματοπιστωτικής κρίσης

Παρόλη τη γενική συμφωνία στα παραπάνω σημεία, το G-20 είπε λίγα ή τίποτα πάνω σε κάποια σημεία-κλειδιά: τίποτα για το πώς θα αντιμετωπιστούν οι τράπεζες που όχι μόνο είναι “πολύ μεγάλες για να χρεοκοπήσουν” αλλά και (σύμφωνα με τη την κυβέρνηση Ομπάμα) παραείναι μεγάλες για να αναδιαρθρωθούν. Το G-20 απέτυχε να θέσει τις δύσκολες ερωτήσεις: αν οι μέτοχοι και οι εγγυητές αυτών των τραπεζών είναι προστατευμένοι κατά της αθέτησης των υποχρεώσεων που πηγάζουν από τα ρίσκα, πώς μπορεί να υπάρξει πειθαρχία στην αγορά; Τι θα αντικαταστήσει αυτή την πειθαρχία; Το G-20 μίλησε για γρήγορη επιστροφή του “ιδιωτικού κεφαλαίου”, αλλά τι προμηνύει αυτό εάν το ιδιωτικό κεφάλαιο επιστρέψει χωρίς την πειθαρχία της αγοράς; Συζητήθηκε ακόμα η συνέχιση των συναλλαγών παραγώγων μέσα σε μη διαφανή πλαίσια. Αλλά χωρίς τη διαφάνεια κάθε συναλλαγής –ώστε να μπορεί να γίνει εκτίμηση του ρίσκου κάθε συναλλασσομένου– πώς θα υπάρξει πειθαρχία της αγοράς;

Το G-20 ανέλαβε, με μεγάλη καθυστέρηση, δράση σε σχέση με τα αδιαφανή offshore κέντρα τραπεζικών επιχειρήσεων. Το μεγαλύτερο μέρος της τραπεζικής δραστηριότητας αυτών των κέντρων δεν συνδέεται με κάποιο συγκριτικό πλεονέκτημα των χωρών αυτών στην παροχή τραπεζικών υπηρεσιών. Είναι προϊόν της αποφυγής φορολόγησης, της φοροδιαφυγής και της ανυπαρξίας ρυθμίσεων. Αλλά αυτά τα προβλήματα, παρόλο που είναι σοβαρά, έπαιξαν μικρό ρόλο στην τρέχουσα κρίση. Γιατί λοιπόν καταβλήθηκαν τόσες προσπάθειες σε αυτούς τους εξωγενείς, μη ουσιαστικά υπεύθυνους για την κρίση παράγοντες, και όχι σε αυτούς που είχαν πιο άμεση σχέση με την κρίση;

Έτσι όπως το βλέπουν, ωστόσο, οι αναπτυσσόμενες χώρες, δεν έγιναν αρκετά σχετικά με την τραπεζική “εχεμύθεια” στα offshore τραπεζικά κέντρα. Οι αναπτυσσόμενες χώρες συχνά κατηγορούνται για διαφθορά. Αλλά οι μυστικοί τραπεζικοί λογαριασμοί, οπουδήποτε κι αν υπάρχουν, ευνοούν τη διαφθορά, και παρέχουν έναν ασφαλή παράδεισο για κλεμμένα κεφάλαια. Οι αναπτυσσόμενες χώρες θέλουν την επιστροφή αυτών των χρημάτων και επιθυμούν πρόσβαση στις πληροφορίες που θα τους επιτρέπουν την ανακάλυψη μυστικών λογαριασμών.

Η φιλελευθεροποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και των κεφαλαιαγορών –όπως και η τραπεζική απορρύθμιση– συνέβαλαν στη κρίση και στη διάχυση της κρίσης από τις ΗΠΑ στις αναπτυσσόμενες χώρες. Τα αναπτυγμένα βιομηχανικά κράτη διστάζουν να παραδεχτούν ότι αυτές οι πολιτικές, τις οποίες έχουν επιβάλει στις αναπτυσσόμενες χώρες, είναι μέρος του προβλήματος. Δεν είναι λοιπόν παράξενο ότι το G-20 δεν συζήτησε την ενδεχόμενη επανεξέταση αυτών των μακροχρόνιων πολιτικών.

Παγκόσμια οικονομική διακυβέρνηση

Η παγκόσμια οικονομική κρίση υπογραμμίζει τις ανεπάρκειες των υπαρχόντων διεθνών οργανισμών. Όπως σημείωσα, το ΔΝΤ και το Φόρουμ Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας –που δημιουργήθηκαν την επαύριο της οικονομικής κρίσης του 1997-98– δεν αποσόβησαν την κρίση. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις προώθησαν πολιτικές τις οποίες τώρα αναγνωρίζουμε ως αιτίες της κρίσης. Παρόλο που ορισμένες προτάσεις κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση, άλλες (όπως η αλλαγή του ονόματος του Φόρουμ Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας σε Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας) είναι απίθανο να έχουν κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα, και σαν πακέτο δεν θα είναι αρκετό.

Αν θέλουμε να λειτουργήσει καλύτερα το παγκόσμιο οικονομικό μας σύστημα, πρέπει να αποκτήσουμε καλύτερα συστήματα παγκόσμιας οικονομικής διακυβέρνησης. Είναι σημαντικό να προχωρήσουμε από τις ad hoc διευθετήσεις σε πιο περιεκτικά και αντιπροσωπευτικά πλαίσια λειτουργίας. Χρειαζόμαστε ένα παγκόσμιο οικονομικό συντονιστικό συμβούλιο μέσα στα Ηνωμένα Έθνη, όχι μόνο για να συντονίζει οικονομικές ρυθμίσεις (παραδείγματος χάρη το μέγεθος του κινήτρου και των ρυθμιστικών πλαισίων), αλλά και για να αναγνωρίζει και να διορθώνει κενά στο παγκόσμιο οικονομικό θεσμικό πλαίσιο. Παραδείγματος χάρη, αυτή η κρίση σχεδόν σίγουρα θα σημαδευτεί από κάποιες πτωχεύσεις κρατών. Παρά τις εκτεταμένες συζητήσεις την περίοδο του χρεοκοπίας της Αργεντινής το 2001, δεν υπήρξε πρόοδος σε σχέση με τη δημιουργία ενός μηχανισμού αναδιάρθρωσης εθνικού χρέους. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο –κυριαρχούμενο από τις χώρες-πιστωτές– δεν μπορεί να παίξει κεντρικό ρόλο στη σχεδίαση ενός τέτοιου μηχανισμού (όπως κι εμείς στις ΗΠΑ δεν θα μπορούσαμε να βασιστούμε στις δικές μας τράπεζες για να σχεδιάσουν ένα καλό νόμο περί πτωχεύσεων).

Ένας από τους ισχυρισμούς που προβάλλονται ως εξήγηση για το ότι δεν ακολουθήθηκαν οι κανόνες του παιχνιδιού και δεν υποχρεώθηκαν οι προβληματικές διεθνείς τράπεζες να υποστούν χρηματοπιστωτική αναδιάρθρωση (αντίθετα, τους παρασχέθηκαν εγγυήσεις) ήταν ότι κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε τεράστιες διακρατικές επιπλοκές. Η Citibank, για παράδειγμα, λειτουργεί διεθνώς, και οι καταθέτες σε πολλές χώρες δεν είναι ασφαλισμένοι. Τι υποχρέωση έχουν οι Αμερικάνοι φορολογούμενοι στους καταθέτες εκτός συνόρων αν η Citibank αποτύχει; Οι τελευταίοι δεν έχουν πληρώσει ασφάλιση για τις καταθέσεις τους, και δεν υπάρχει συμβόλαιο που να μας αναγκάζει να πληρώσουμε τα σπασμένα. Παρ’ όλα αυτά, κάποιοι υποστηρίζουν ότι θα έκανε ανεπανόρθωτο κακό στην εικόνα της Αμερικής αν δεν αναλαμβάναμε την ευθύνη. Τα τραπεζικά προβλήματα της Ισλανδίας δείχνουν την πιθανή σοβαρότητα τέτοιων διασυνοριακών προβλημάτων. Το βιοτικό επίπεδο των πολιτών της ίσως φθαρεί για δεκαετίες εξαιτίας της χρεοκοπίας των τραπεζών της και της απόφασης της ισλανδικής κυβέρνησης να αναλάβει μέρος της ευθύνης για αυτές τις αποτυχίες. Παρ’ όλα αυτά, για μια ακόμη φορά, τίποτα δεν έγινε για να αντιμετωπιστούν αυτά τα προβλήματα.

Το πιο σημαντικό, η επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών εστιάζει την προσοχή στην ανάγκη για μεταρρύθμιση του παγκόσμιου αποθεματικού συστήματος που βασίζεται στο δολάριο – και υποστηρίζει τη δημιουργία ενός παγκόσμιου αποθεματικού συστήματος. Το υπάρχον σύστημα όχι μόνο φθίνει, αλλά επίσης συμβάλλει σε μια ανεπάρκεια της παγκόσμιας συνολικής ζήτησης και στην παγκόσμια αστάθεια. Κάθε χρόνο οι αναπτυσσόμενες χώρες βάζουν στην άκρη εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια για να προστατευθούν από το κόστος αυτής της αστάθειας, η οποία έγινε τόσο εμφανής από την κρίση της Ανατολικής Ασίας. Η επιτροπή υποστήριξε πειστικά ότι αυτό το πρόβλημα πρέπει να αντιμετωπιστεί, αν θέλουμε μια εύρωστη παγκόσμια ανάκαμψη. Οι πρόσφατες τοποθετήσεις των χωρών της ομάδας BRIC (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία και Κίνα), που εξέφρασαν την ανησυχία τους σε σχέση με το σημερινό αποθεματικό σύστημα που βασίζεται στο δολάριο, πρόσθεσαν το στοιχείο της αμεσότητας στη σύσταση της επιτροπής. Αυτή είναι μια παλιά ιδέα –ο Κέινς είχε υποστηρίξει σθεναρά, εδώ και πάνω από εξήντα χρόνια, την ανάγκη για τη δημιουργία διεθνούς αποθεματικού νομίσματος– και η ώρα της έχει φτάσει.

Να μοιραστούν οι καρποί της ευημερίας!

Αυτοί που επιθυμούν να γυρίσουμε πίσω, στον κόσμο όπως ήταν πριν την κρίση, θα βρουν μερικές από τις ερωτήσεις της διάσκεψης των Ηνωμένων Εθνών άβολες. Θα ήταν πιο ικανοποιημένοι με κάποιες αυστηρές επιπλήξεις προς τα νησιά που φιλοξενούν οffshore επιχειρήσεις, μερικές διακοσμητικές μεταρρυθμίσεις στη ρύθμιση των τραπεζών, μερικές διαλέξεις για τα κεφάλαια οικονομικής αντασφάλισης (τα οποία, όπως και τα offshore τραπεζικά κέντρα, δεν ήταν στο κέντρο της οικονομικής κρίσης), ένα καινούργιο όνομα και κάνα-δυο νέα μέλη για το Φόρουμ Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Αυτά θα τα θεωρήσουν αρκετά για να προχωρήσουμε μπροστά. Πολλές αναπτυσσόμενες χώρες θα είναι όμως λιγότερο ικανοποιημένες με την προοπτική να αποδεχτούν τέτοιου είδους “μεταρρυθμίσεις” σαν ουσιαστική επίλυση του προβλήματος.

Καθώς οι αναπτυγμένες χώρες αγωνίζονται για να διασφαλίσουν μια γρήγορη ανάκαμψη, πρέπει να σκεφτούν για τις επιπτώσεις των πράξεών τους στις αναπτυσσόμενες χώρες. Έχει έρθει η ώρα να αρχίσει η αναδιάρθρωση του διεθνούς οικονομικού και χρηματοπιστωτικού συστήματός μας, με τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλιστεί ένα πιο ευρύ μοίρασμα των καρπών της ευημερίας, και μια μεγαλύτερη σταθερότητα του συστήματος. Αυτό το εγχείρημα δεν θα πραγματοποιηθεί μέσα σε ένα βράδυ. Αλλά είναι ένα εγχείρημα που πρέπει να αρχίσει, τώρα!

Τζόζεφ Ε. Στίγκλιτζ,
Οικονομολόγος

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο αμερικανικό περιοδικό The Nation (13/7/2009).