Λερναία κείμενα, λερναίες αντιλήψεις, της Μαρίας Ξυλούρη

Με αφορμη μια… περιθωριακη συζητηση για τη γλωσσα

Τις τελευταίες βδομάδες, οι παρατηρητικοί αναγνώστες της Ελευθεροτυπίας –αυτοί που την ξεκοκαλίζουν, τέλος πάντων- θα έχουν ίσως αντιληφθεί έναν ιδιότυπο πόλεμο επιστολών με αντικείμενο την ελληνική γλώσσα. Την αφορμή έδωσε ένα άρθρο που είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα στις 15/4, παρουσιάζοντας ομιλία Έλληνα ακαδημαϊκού για τον πλούτο της ελληνικής, που περιλαμβάνει, τάχα, 5.000.000 λέξεις – πλούτος που απειλείται, λέει, από την υπέρμετρη χρήση ξένων λέξεων.

Ακολούθησε μια επιστολή που υποδείκνυε ότι ο ισχυρισμός περί του πλήθους των λέξεων της ελληνικής (που δεν είναι καινούργιος) δεν ευσταθεί: δεν υπάρχει γλώσσα με τέτοιο πλήθος λέξεων. Καταγεγραμμένα πλουσιότερη, ως προς τον αριθμό των λέξεων, αν αυτό έχει πράγματι αξιολογική σημασία για μια γλώσσα, είναι η αγγλική, μα κι αυτή δεν ξεπερνά τις 500.000 λέξεις. Και μετά άρχισαν διάφοροι να γράφουν κόντρα επιστολές που επιμένουν –χωρίς σοβαρά επιχειρήματα– στις εκατομμύρια λέξεις της ελληνικής και αναρωτιούνται για τα κίνητρα όσων αμφισβητούν αυτόν τον πλούτο.

Είναι αυτή μια γραφική και περιθωριακή διαμάχη; Μακάρι να ήταν. Η ιστορία περί “ελληνικής που κινδυνεύει” είναι παλιά και διαδεδομένη. Κομμάτι, συχνά, της πίστης στην ανωτερότητα της ελληνικής έναντι άλλων γλωσσών, που υποτίθεται προέρχονται όλες απ’ αυτήν – και στην ανωτερότητα της Ελλάδας έναντι όλων των άλλων χωρών. Στην πιο ακραία τους μορφή, μπορεί ίσως κανείς εύκολα να απορρίψει τέτοιους μύθους, να τους θεωρήσει γραφικότητες προορισμένες μόνο για τάχα επιστημονικά και αποκαλυπτικά βιβλία, γέμισμα τηλεοπτικού χρόνου στα κάθε λογής παρακάναλα. Όμως αυτές οι στρεβλές αντιλήψεις περί γλώσσας κατορθώνουν να περνάνε από το περιθώριο στον κοινό λόγο… συχνά διά της πλαγίας οδού.

Σαν βασικό επιχείρημα στον πόλεμο επιστολών που αναφέραμε, η πλευρά των γλωσσαμυντόρων χρησιμοποιεί ένα διαδεδομένο την τελευταία δεκαετία στο διαδίκτυο κείμενο –έναν αστικό μύθο περί γλώσσας, στην ουσία–, σύμφωνα με το οποίο: το CNN έχει καταρτίσει ένα πρόγραμμα εκμάθησης της ελληνικής με τον τίτλο Hellenic Quest, πρόγραμμα παραγωγής της Apple? το πανεπιστήμιο Ιρβάιν της Καλιφόρνιας αποθησαύρισε 6.000.000 ελληνικές λέξεις (φάτε τη σκόνη των ελληνικών, αγγλικά)? διάφοροι επιχειρηματίες παρακινούν τα στελέχη τους να μάθουν τη γλώσσα του μέλλοντος, που είναι… τα αρχαία ελληνικά? η ελληνική γλώσσα είναι η γλώσσα των υπολογιστών, η μόνη νοηματική γλώσσα, η μόνη μη οριακή (κάτι που δεν θέλει, δα, και πολλές γνώσεις πληροφορικής για να καταλάβει κανείς ότι είναι αναληθές) και ούτω καθεξής. Ο Νίκος Σαραντάκος έχει ανασκευάσει ένα προς ένα τα “επιχειρήματα” του κειμένου αυτού, που αποκαλεί Λερναίο, στο βιβλίο του Γλώσσα Μετ’ Εμποδίων – και αρκετοί άλλοι έχουν επίσης ασχοληθεί με το θέμα, δείχνοντας ότι πρόκειται για μια συρραφή από ψέματα και μισές αλήθειες? το κείμενο πάντως συνεχίζει, με παραλλαγές, να κάνει κύκλους μέσω μέιλ και περνάει ακόμα και στον κυρίαρχο λόγο: σπαράγματά του βρίσκει κανείς σε διάφορα άρθρα από καιρό σε καιρό, και από αυτό είχε αντλήσει επιχειρηματολογία μέχρι και ο Στυλιανίδης, σε ομιλία του για τη γλώσσα την εποχή που ήταν υπουργός Παιδείας… Γι’ αυτό και Λερναίο: παρά το ότι έχει εκτενώς ανασκευαστεί, εξακολουθεί να εμφανίζεται, και κάποιοι εξακολουθούν να τσιμπάνε.

Ο καθένας παίρνει κάθε μέρα σχεδόν έναν μεγάλο αριθμό μέιλ που του ζητάνε να τα προωθήσει, να τα διαδώσει κ.λπ. Μερικά μπορεί να έχουν απλώς φωτογραφίες, άλλα σε απειλούν ότι αν δεν τα στείλεις σε άλλους δέκα όλες οι πληγές του Φαραώ θα πέσουν πάνω σου, άλλα είναι εκκλήσεις για βοήθεια σε ανθρώπους που χρειάζονται αίμα κ.λπ. Δεν είναι, βεβαίως, όλα αυτά αληθινά, ακόμα κι όταν δείχνουν αληθινά: συχνά, με μια υποτυπώδη έρευνα στο Google, διαπιστώνεις ότι το μήνυμα είναι ένα φάντασμα που επιζεί επί μήνες ή χρόνια επειδή όλο και κάποιοι θα βρεθούν να το προωθήσουν χωρίς να το πολυσκεφτούν. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με το Λερναίο. Ακόμα χειρότερα, που το κείμενο αυτό μας κολακεύει εθνικά – την ίδια ώρα που δεν είναι όλοι οι παραλήπτες καταρτισμένοι ή υποψιασμένοι, ώστε να αντιληφθούν, ακόμα κι αν το διαβάσουν προσεκτικά, ότι είναι επιστημονικοφανές, όχι επιστημονικό, και ότι γλωσσολογικά δεν στέκει. Μόνο που αυτές οι ανακρίβειες δεν ενδιαφέρουν όσους κόπτονται για την ισχύ του κειμένου. Το Λερναίο θεωρείται σωστό γιατί μας αρέσει να είναι σωστό.

Το γλωσσικό ζήτημα υπήρξε από τα σημαντικότερα του προηγούμενου αιώνα: η κατάργηση του άχρηστου πολυτονικού, η ανάγκη να σταματήσει η διγλωσσία και να μπορέσει επιτέλους ο κόσμος να γράψει στη γλώσσα του, κι όχι σ’ έναν κατασκευασμένο τύπο. Κι αυτά δεν ήταν αιτήματα της αριστερής μονάχα πλευράς. Η Μεταπολίτευση βρήκε την καθαρεύουσα να έχει δεχτεί το τελειωτικό χτύπημα από την ίδια τη Χούντα, που με τα γλωσσικά της εκτρώματα την απονομιμοποίησε πλήρως. Η μετάβαση στη δημοτική και στο μονοτονικό δεν ήτανε κάποιο μυστήριο κοινοβουλευτικό πραξικόπημα της ξενόδουλης και ανθελληνικής Αριστεράς – που εξάλλου δεν κυβερνούσε καν, δεν είχε την πλειοψηφία. Για κάποιους, όμως, αυτές οι δύο κατακτήσεις θεωρούνται τα τελειωτικά χτυπήματα στη γλώσσα και τον ελληνισμό: για να σωθεί, λοιπόν, το μέλλον της γλώσσας που προφανώς απειλείται από τη συνωμοσία των προοδευτικών (του… πράκτορα των Αμερικάνων Γληνού και του κατάπτυστου Κριαρά, για παράδειγμα), πρέπει να γυρίσουμε στο παρελθόν της και να το καταπιούμε αμάσητο. Αίφνης, μαθαίνουμε ότι το πολυτονικό θεραπεύει, τάχα, τη δυσλεξία – από έρευνες αμφίβολης μεθοδολογίας και εγκυρότητας, που όμως παρουσιάζονται από μεγάλες εφημερίδες? στοιχεία της καθαρεύουσας ξαναβρίσκουν το δρόμο τους προς τη γλώσσα, σε μια προσπάθεια να διακριθεί, προφανώς, ο ομιλητής από την πλέμπα που εξακολουθεί να λέει της Γωγώς και της Τασώς έναντι των “ελληνοπρεπέστερων” (και γελοίων) Γωγούς ή Τασούς? ακόμα και ρήματα που ποτέ δεν συντάσσονταν με γενική, ξαφνικά τη βρίσκουν παντού δίπλα τους, γιατί τα κάνει, φαίνεται, πιο καθώς πρέπει.

Η ιστορία της ελληνικής γλώσσας είναι η ευχή και η κατάρα της: ερμηνεύεται κι αυτή σαν μια απόδειξη ελληνικής υπεροχής και αδιάλειπτης συνέχειας στο χώρο και στο χρόνο, συνέχεια στην οποία δεν διακρίνεται καμία αντίφαση μεταξύ αρχαίας Ελλάδας και Βυζαντίου, για παράδειγμα (ή τέλος πάντων όποιος βλέπει αντίφαση είναι ανθέλληνας και υπηρετεί ξένα συμφέροντα). Είναι αυτό το κλίμα που θρέφει τους αρχαιολάτρες της ακροδεξιάς, αυτό το κλίμα που επιτρέπει στον Ε.Τ. να κυκλοφορεί, το Δεκέμβρη, με πηχυαίο τίτλο το παραποιημένο κατά το δοκούν ρητό του Ισοκράτη: μια βολική ερμηνεία της ελληνικότητας που παρουσιάζεται σαν η μόνη αληθινή, η μόνη σωστή και πατριωτική. (Πριν από λίγο καιρό, εξάλλου, πήγαιναν να μας πείσουν κόντρα στο ίδιο το περιεχόμενο του Εθνικού Ύμνου ότι στην πραγματικότητα ο Σολωμός είχε γράψει έναν χίπικο ύμνο στα λουλούδια και την αγάπη, γιατί μετά τον Δεκέμβρη μία είναι η μοναδική γραμμή για έναν Έλληνα: Καταδικάζουμε τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται.)

Και τέλος πάντων, όταν μιλάμε για γλώσσες, πόση αξία έχει να μιλάμε για ανώτερες και κατώτερες γλώσσες, και ποιος αποφασίζει για την ανωτερότητα και την κατωτερότητά τους; Και, το δεύτερο, ως πού μπορεί να μας πάει αυτή η λατρεία μιας ελληνικότητας που δεν την κατανοούμε, αλλά την επικαλούμαστε διαρκώς και τη διαστρεβλώνουμε όπως μας ακούγεται καλύτερα, η ετυμολόγηση αλά Γκας Πορτοκάλος (“Η λέξη κιμονό προέρχεται από την ελληνική λέξη χειμώνας. Τι φοράς το χειμώνα για να ζεσταθείς; Μια ρόμπα. Ρόμπα, κιμονό”), το αιώνιο άλλοθι της νεοελληνικής ηλιθιότητας “Όταν εσείς ήσασταν ακόμα στα δέντρα, εμείς χτίζαμε τον Παρθενώνα”; Για πόσο ακόμα θα πιστεύουμε ότι μας σώζουν οι αρχαίοι;

Μαρία Ξυλούρη

* Μια εκδοχή του Λερναίου μπορείτε να διαβάσετε στη διεύθυνση: http://www.sarantakos.com/language/neo_lernaio.html. Η ολοκληρωμένη κριτική του Σαραντάκου στους ισχυρισμούς του κειμένου αυτού βρίσκεται στο βιβλίο του, Γλώσσα Μετ’ Εμποδίων, αλλά και στη διεύθυνση http://www.sarantakos.com/language/hquest2.html. Στο ιστολόγιο του Σαραντάκου (sarantakos.wordpress.com) μπορείτε να διαβάσετε όλο το ιστορικό της ανταλλαγής επιστολών.