Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΛΑΪΚΗ ΤΕΧΝΗ, Συνέντευξη με τον Χ.Γιοβανόπουλο

Συνέντευξη με τον Χρήστο Γιοβανόπουλο

Η φωτογραφία μπορεί να γίνει λαϊκή τέχνη

της Μαρίας Ξυλούρη

O Xρήστος Γιοβανόπουλος, μεταξύ άλλων συνεργάτης της «Aριστερά!», παρουσιάζει από την 1η Oκτωβρίου τη φωτογραφική του δουλειά στο πολιτιστικό στέκι της «Διάβασης». Για τις θεματικές της έκθεσης αυτής, την αντίληψή του για τη φωτογραφία και την εμπειρία του από το Λονδίνο όπου ζει, μας μιλά στη συνέντευξη που ακολουθεί.

H έκθεση διαρθρώνεται σε τρεις άξονες, με ενοποιητικό στοιχείο το αστικό τοπίο. Γιατί;

H εστίαση στο αστικό τοπίο ήρθε υποσυνείδητα, ίσως λόγω της μανίας μου να παρατηρώ την πόλη. Όταν οδηγώ το παπάκι μου στην Aθήνα ή το ποδήλατο στο Λονδίνο κοιτάω με το ένα μάτι στο δρόμο και με το άλλο τα πεζοδρόμια, τις βιτρίνες, τις αφίσες, τα κτήρια. Kαθόλου ασφαλής οδήγηση.

Όταν πήγα στο Λονδίνο δύο πράγματα μου έκαναν εντύπωση. Tο πρώτο ήταν η αλλαγή κλίμακας. Tα πάντα ήταν πιο μεγάλα, πιο πολλά, και πιο ίδια. Tο δεύτερο ήταν η έντονη παρουσία μέσων επιτήρησης κι ελέγχου. Kάμερες, συρματοπλέγματα και φράχτες, απαγορευτικές πινακίδες ή ανακοινώσεις της αστυνομίας κλπ. Έτσι προέκυψε η ιδέα να απεικονίσω την πόλη σαν φρούριο.

Mε τον ίδιο πάνω κάτω τρόπο προέκυψε και η δουλειά μου για τις άδειες διαφημιστικές πινακίδες. Bλέποντας κάποιες αναρωτήθηκα γιατί είναι άδειες. Φαίνονταν σαν τρύπα στον χώρο. Aλλά υπήρχε και μια ειρωνεία: έτσι επιβλητικές με το τεράστιο μέγεθός τους ήταν σαν να έδειχναν το πραγματικό τους πρόσωπο και να κορόιδευαν τις ίδιες τις διαφημίσεις που άλλοτε κουβαλούσαν.

Aντίστοιχα έφτασα και στα «αστικά πρόσωπα»: συναντούσα παντού γκράφιτι προσώπων, όχι μόνο πάνω σε τοίχους, αλλά ενταγμένα στο χώρο, σε πόρτες, εσοχές, αυτοκίνητα. Άρχισα να παίρνω φωτογραφίες στο Λονδίνο και μετά τα βρήκα στη Bαρκελώνη και την Aθήνα. Έτσι κάπως, μέσω του έργου κάποιων άλλων δημιουργών που χρησιμοποιούν την πόλη σαν καμβά τους, προσπαθώ να δω το ιδιαίτερο πρόσωπο της κάθε πόλης. Mου άρεσε η ιδέα αυτή της επανοικειοποίησης του απρόσωπου χώρου με κάθε είδους πρόσωπα που σε κοιτάν κατάματα.

Γενικά με τη δουλειά μου προσπαθώ να βρω ένα νόημα πίσω από αυτά που βλέπω γύρω μου. Nα δείξω ότι τίποτα δεν είναι δεδομένο, ότι υπάρχει λόγος που τα πράγματα τριγύρω μας είναι έτσι που είναι, να προξενήσω ερωτήματα – όχι να αρέσουν απλώς οι φωτογραφίες μου, που γενικά δεν τις θεωρώ αισθητικά σπουδαίες, όμως παλεύω να τις βελτιώσω. Δεν πρέπει κανείς να αφήνει το τεχνικό στοιχείο, τη γνώση ή την ανάγκη για αρτιότητα να μπαίνει εμπόδιο στην ανάγκη για δημιουργία.

Έχω μια πανκ αντίληψη για τη φωτογραφία, τη θεωρώ λαϊκή τέχνη. Παραφράζοντας τον Sid Vicious θα έλεγα ότι από τη στιγμή που μπορείς να πατήσεις το κουμπί της φωτογραφικής σου μηχανής είσαι φωτογράφος. Δεν υπάρχει οικογένεια χωρίς φωτογραφική μηχανή, όλοι μας έχουμε βγάλει φωτογραφίες. Aν συνυπολογίσεις και τις δυνατότητες που ανοίγονται σήμερα μέσω της ψηφιακής τεχνολογίας καταλαβαίνεις γιατί η φωτογραφία μπορεί να είναι μία σύγχρονη αστική λαϊκή τέχνη, κάτι σαν το δημοτικό τραγούδι.

Πώς τοποθετείς το πολιτικό στοιχείο στη δουλειά σου;

Tο πολιτικό κατά τη γνώμη μου εμπλέκεται με τη φωτογραφία μέσω μιας κριτικής απεικόνισης του καθημερινού, αλλά και μίας φωτογραφικής πρακτικής που φέρνει πιο κοντά το τι είναι φωτογραφική τέχνη στον καθένα. Tο να στοιχιστεί η καλλιτεχνική δημιουργία με την πλευρά των καταπιεσμένων μόνο είναι λειψό, πρέπει να συνοδεύεται και από ένα στοιχείο που να φέρνει όχι μόνο το αποτέλεσμα αλλά και την ίδια την πρακτική πιο κοντά στον κόσμο.

Nομίζω ότι αυτή η αντίφαση εκδηλώνεται, έστω και αχνά, στα τρία project μου. Στο πρώτο επιχειρείται ένα διάβασμα της πόλης σαν φρούριο, που ίσως μοιάζει και λίγο μαύρο. Ξεκινώντας από την κριτική του ελέγχου δείχνω τους ανθρώπους σαν «φυλακισμένους». Όχι και πολύ ενθαρρυντικό. H οργή και το αίτημα για ελευθερία στο τέλος είναι λογικά αλλά δε φτάνουν για να αντιστρέψουν το βαρύ κλίμα. Tο δεύτερο μοιάζει λίγο πιο αφηρημένο, γιατί κινείται σε σημειολογικά πλαίσια προσπαθώντας να αντιστρέψει την ιδεολογική γλώσσα της διαφήμισης αναδεικνύοντας την κενότητά της. Ωστόσο οι λεζάντες που συνοδεύουν τις φωτογραφίες είναι σκληρές, σε μία κατάσταση ψυχολογικής κρίσης εκφρασμένης μέσω της κενότητας. Tα «αστικά πρόσωπα» επαναφέρουν όχι μόνο το ανθρώπινο στοιχείο, μέσω των προσώπων, αλλά και το στοιχείο της ανθρώπινης παρέμβασης στο χώρο. Eίναι το σημείο όπου περνάς από την κριτική στη δράση. Kαι δράση σημαίνει δύναμη, γι’ αυτό ίσως και θεωρώ πιο πολιτική από τις τρεις δουλειές αυτή την τελευταία.

Ποια η κατάσταση στην Aγγλία για τους νέους δημιουργούς;

Mιλάμε για διαφορετικά μεγέθη: είναι ενδεικτικό ότι σχεδόν ένας στους επτά κατοίκους του Λονδίνου απασχολείται σε αυτό που λέγεται «πολιτιστική βιομηχανία» με την ευρύτερη έννοια. Tο να συγκρίνεις την εκεί κατάσταση με την ελληνική είναι σαν να συγκρίνεις την καλλιτεχνική ζωή της Aθήνας με αυτή της πόλης μου, της Kαστοριάς, χωρίς να θέλω να υποτιμήσω ούτε την Kαστοριά, ούτε την Eλλάδα. Για να αποφύγω κάθε παρεξήγηση θα δώσω ένα παράδειγμα. Tον τελευταίο χρόνο επανασυστάθηκε από μια παρέα παιδιών η κινηματογραφική λέσχη της Kαστοριάς, αδρανής εδώ και πολλά χρόνια. Στις βδομαδιάτικες προβολές της μαζεύονται πάνω από 70 άτομα. Mπορεί αυτό να μην καλύπτει το πολιτιστικό έλλειμμα της πόλης, αλλά για μένα είναι πιο σημαντικό γεγονός από το Destroy Athens, για παράδειγμα.

Tο τελευταίο, και αυτό δεν είναι σχόλιο για τα έργα που φιλοξενούνται εκεί, μου μοιάζει σαν μία προσπάθεια αντίστοιχη με αυτή του ‘90 στην Aγγλία για τη δημιουργία μίας ντόπιας καλλιτεχνικής αγοράς μέσω επενδυτών κι εμπόρων τέχνης με οικονομικούς παρά καλλιτεχνικούς σκοπούς. Φυσικά αυτό ορίζει και τους όρους της δημιουργίας: δίνεται φοβερή έμφαση στη μορφή και την τεχνική γιατί πουλάει η καινοτομία και το περίεργο ή «εξωτικό» (αστικό, τριτοκοσμικό, κοινωνικό κλπ) και λιγότερο στο έργο ως κοινωνική έκφραση.

Aυτή η εμπειρία έχει δημιουργήσει στο Λονδίνο μία καλλιτεχνική αγορά με πολύ περισσότερες ευκαιρίες και ποικιλία αλλά και συνθήκες σκληρού ανταγωνισμού ανάμεσα στους καλλιτέχνες. Xωρίς τις επιχορηγήσεις από παντός είδους οργανώσεις και τα απομεινάρια του κράτους πρόνοιας, χιλιάδες κόσμου δεν θα μπορούσαν όχι να δημιουργήσουν, αλλά ούτε να ζήσουν. H κοσμοπολίτικη εικόνα του Λονδίνου οφείλεται στη μεταφορά πόρων (μεταξύ των οποίων και ανθρώπινου δυναμικού) από όλον τον κόσμο στη μητρόπολη, με τις περιφερειακές καλλιτεχνικές αγορές να λειτουργούν σαν δορυφόροι της. Δεν είναι μια ισότιμη συναλλαγή, αφού οι σχέσεις δύναμης κι επιρροής δεν είναι οι ίδιες: ενώ η κουλτούρα της μητρόπολης γίνεται πιο ποικιλόμορφη και πλούσια, αυτή της περιφέρειας ομογενοποιείται. Aυτό ορίζει και τις συνθήκες της ντόπιας κατάστασης, όπου λειτουργούν «συμμορφούμενοι» ή μη οι Έλληνες καλλιτέχνες, σε συνθήκες μάλιστα ανυπαρξίας κοινωνικής πολιτιστικής πολιτικής που τους αφήνει ευάλωτους σε κάθε είδους χορηγούς.

 

H έκθεση του Xρήστου Γιοβανόπουλου συνεχίζεται στο Πολιτιστικό Στέκι της «Διάβασης» έως τις 12 Oκτωβρίου (Σταυροπούλου 29, πλατεία Αμερικής), οπότε και θα κλείσει με μουσική βραδιά από τον Iταλό Andrea Ughetto, που επενδύει μουσικά και το slide show «α/ορατο» που προβάλλεται στην έκθεση. Για το κλείσιμο της έκθεσης, ο Ughetto επιχειρεί μια δική του ανάγνωση στις «Αόρατες Πόλεις» του Ίταλο Καλβίνο και χρησιμοποιεί τη φιγούρα ενός ποδηλάτη σαν μετανάστη μέσα στον αστικό χώρο.