Η ΕΚΘΕΣΗ ΣΠΡΑΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ: ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΙΣ – ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΙΔΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ

Η ΕΚΘΕΣΗ ΣΠΡΑΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ

Κοινωνικές ασφαλίσεις, πορεία προς την ιδιωτικοποίηση. Μια ξεχασμένη αλλά πολύ επίκαιρη ιστορία

του Γιώργου Σταμάτη*

περιοδικό Διάπλους, τ.13 και τ.14, Απρίλιος 2006

ΜΕΡΟΣ 1ο

Τα τελευταία χρόνια οι κυβερνήσεις ανασύρουν, όποτε το θεωρήσουν σκόπιμο, και επισείουν ως απειλή προς τους εργαζόμενους το Ασφαλιστικό. Όχι για να το αντιμετωπίσουν, αλλά, πρώτον, για να προετοιμάσουν σιγά-σιγά τον κόσμο για την προγραμματισμένη ιδιωτικοποίηση του και, δεύτερον, για να διεκπεραιώσουν, υπό την απειλή της «αναμόρφωσης» των Κοινωνικών Ασφαλίσεων, χωρίς τριβές επί μέρους ασφαλιστικά προβλήματα, τα οποία προκύπτουν για αυτές κατά την εκτέλεση του προγράμματός τους της ιδιωτικοποίησης όλων των δημόσιων επιχειρήσεων. Οι τελευταίες για να ιδιωτικοποιηθούν, για να πουλήσει δηλαδή το κράτος τις μετοχές του στους ιδιώτες, θα πρέπει, όπως προφανώς απαιτούν οι τελευταίοι και όπως συναινεί το κράτος σ’ αυτήν τους την επιθυμία, να πουληθούν απαλλαγμένες από τα βάρη των ασφαλιστικών τους ταμείων, τα οποία είχαν συνιδρύσει βάσει συλλογικών συμβάσεων με τους εργαζομένους τους. Έτσι, προκειμένου να βγει η ΔΕΗ στο χρηματιστήριο, το ελληνικό κράτος επωμίστηκε 3,5 δις δραχμές οφειλές της ΔΕΗ προς το ασφαλιστικό ταμείο των εργαζομένων της ΔΕΗ. Το ίδιο έγινε και με το ασφαλιστικό ταμείο του ΟΤΕ (μόνον που εδώ τα βάρη θα τα επωμισθεί το ΙΚΑ). Το ίδιο θα γίνει -οι σχετικές φιλότιμες προσπάθειες έχουν αρχίσει ήδη πρότινος- και με τα ασφαλιστικά ταμεία ορισμένων τραπεζών, σημαντικός μέτοχος των οποίων είναι το κράτος.

Και η Αριστερά; Η Αριστερά πώς προετοιμαζόταν και πώς προετοιμάζεται για να αντιμετωπίσει όλα αυτά; Δεν προετοιμαζόταν και δεν προετοιμάζεται. Μπαίνει απλώς αμήχανη και περιδεής, αλλά ωστόσο όπως πάντα μαχητική, στη συζήτηση -όποτε για τους προαναφερθέντες λόγους ανοίξει π κυβέρνηση αυτήν τη συζήτηση- και συμμετέχει, όπως συμμετέχει, σ’ αυτήν, όσο η κυβέρνηση θεωρεί σκόπιμο να τη διατηρήσει. Και όχι μόνο δεν προετοιμάζεται, φροντίζοντας να αποκτήσει επιστημονική εικόνα για το ασφαλιστικό ζήτημα, ώστε να μπορεί να το ανοίξει αυτή, όποτε θεωρήσει ότι αυτό είναι ορθό και σκόπιμο, ή να μπορεί να αντιπαρατεθεί αποτελεσματικά στην κυβέρνηση, κάθε φορά που αυτή το ανοίγει για τους προαναφερθέντες δικούς της λόγους, αλλά και λησμονεί τις απειλές που δέχτηκε στο παρελθόν. Σχετικά πρόσφατα (το 1997) ο κ. Σπράος στην περιβόητη Έκθεση του για το Ασφαλιστικό «προέβλεπε» ότι το σύστημα των Κοινωνικών Ασφαλίσεων θα καταρρεύσει το 2005. Διανύουμε ήδη το 2006. Κατά τα λοιπά το κράτος έκανε και κάνει, με πράξεις και παραλείψεις, ό,τι είναι δυνατό για να οδηγήσει τα ταμεία κοινωνικής ασφάλι­σης σε κατάσταση τέτοια, που αυτά να μην εί­ναι πλέον σε θέση να ανταποκριθούν στις υπο­χρεώσεις τους και να δημιουργηθεί έτσι η εικό­να κατάρρευσης του συστήματος της δημόσιας κοινωνικής ασφάλισης.

Στην εισηγητική της ομιλία στη συνέντευξη τύπου του ΚΚΕ για το ασφαλιστικό η ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ Αλέκα Παπαρήγα (δες Ριζοσπάστης, 14.3.2006) έδωσε ορισμένα άκρως ενδιαφέροντα σχετικά στοιχεία: «Η ετήσια απώλεια εσόδων από εισφοροδιαφυγή υπολογίζεται σε 1,8 δι σ. ευρώ. Το Δημόσιο οφείλει στο ΙΚΑ από βεβαιωμένες οφειλές χω­ρίς προσαυξήσεις 4,1 δισ. ευρώ. Οι ιδιώτες επι­χειρηματίες οφείλουν 2,1 δισ. ευρώ. Πάνω από 20 δισ. ευρώ είναι οι απώλειες από τη ληστεία των αποθεματικών τα τελευταία χρόνια. Η ένταξη των τραπεζικών ταμείων και άλλων ειδι­κών ταμείων με βάση το νόμο Ρέππα επιβάρυνε το ΙΚΑ. Μόνο η συγχώνευση του Ταμείου της Ιονικής και Λαϊκής Τράπεζας στο ΙΚΑ που συμφωνήθηκε από το ΠΑΣΟΚ και την ΑΛΦΑ ΜΠΑΝΚ φόρτωσε στο ΙΚΑ έλλειμμα 600 εκατομμυρίων ευρώ». Και αυτά μόνον όσον αφορά το ΙΚΑ. Πα­ρόμοια ισχύουν και για τα άλλα ταμεία. Όπως στο παρελθόν, έτσι και τώρα η κυβέρ­νηση θα επανέλθει, όποτε το κρίνει σκόπιμο για την επίτευξη των στόχων της, στο ασφαλιστικό ζήτημα -είτε για την επίτευξη επιμέρους στόχων, είτε για την προώθηση του γενικού στόχου της τής ιδιωτικοποίησης της κοινωνι­κής ασφάλισης.

Πώς προετοιμάζεται η Αριστερά να αντιμε­τωπίσει κάτι τέτοιο; Τι κάνουν τα Ινστιτούτα της, το ΚΜΕ και το «Νίκος Πουλαντζάς»;

Επειδή λοιπόν το ασφαλιστικό ζήτημα, καίτοι θέλουμε να το ξεχάσουμε, είναι διαρκώς ανοι­κτό και επειδή η κυβέρνηση μπορεί, όποτε κρί­νει σκόπιμο, να το θέσει επί τάπητος, για να επιτύχει επί μέρους στόχους ή την προώθηση του μακροπρόθεσμου στόχου της τής ιδιωτι­κοποίησης της κοινωνικής ασφάλισης, θεωρώ σκόπιμο να επανακαταθέσω τις απόψεις μου για την περιβόητη Έκθεση Σπράου όπως είχαν δημοσιευθεί στην «Εποχή» της 26-10-1997 (σελ. 12,13 και 14), που αποκτούν μια δραμα­τική επικαιρότητα.

Τι ευαγγελίζεται η προσφάτως κατατεθείσα «Έκθεση Σπράου»[i] για τις Κοινωνικές Ασφαλί­σεις; Τον «εκσυγχρονισμό» τους! Δηλ. την αποδόμησή τους μέσω:

Α) της συρρίκνωσής τους σε ένα τμήμα μιας ανάξιας λόγου κρατικής κοινωνικής φιλανθρω­πίας (μηνιαία «εθνική σύνταξη» 34 χιλ. δραχ­μών) και σε ένα τμήμα κεφαλαιοποιητικής υπο­χρεωτικής δημόσιας κοινωνικής ασφάλισης (που θα δίνει συντάξεις γύρω στις 40 χιλ. μηνι­αίως) και,

Β) στην ιδιωτικοποίηση του εναπομείναντος μεγαλύτερου τμήματός τους.

Η Έκθεση Σπράου κάνει δύο τινά:

α) κατασυκοφαντεί το ισχύον σύστημα των κοινωνικών ασφαλίσεων και,

β) διογκώνει σκοπίμως -χωρίς στοιχεία, με απλές περιπτωσιολογίες- τις υπαρκτές πραγματι­κές αδυναμίες και δυσκολίες του, όχι για να υπο­βάλλει προτάσεις για τη βελτίωσή του, αλλά για να προετοιμάσει το έδαφος για την αποδοχή της πρότασης αποδόμησής του και αντικατάστασής του από το σύστημα που υπαινικτικά αναφέραμε παραπάνω και θα αναλύσουμε στα ακόλουθα.

Κατά τα λοιπά η Έκθεση βρίθει ιδεολογημάτω­ν, τα οποία εξυπηρετούν το σκοπό της απρόσκο­πτης αποδοχής της αποδόμησης των Κοινωνικών Ασφαλίσεων εκ μέρους των θιγομένων, δηλ. των ίδιων των θυμάτων αυτής της αποδόμησης. Τα ιδεολογήματα αυτά είναι τόσα, και η ανταπόκρι­ση που βρίσκουν στον «υγιή κοινό νου», στον οποίο απευθύνονται, είναι τέτοια που ούτε καν να τα παραθέσουμε, πολλώ δε μάλλον να τα ανασκευάσουμε μπορούμε εδώ.

Για να γίνουν κατανοητές οι προτάσεις της «Επιτροπής Σπράου» είναι απαραίτητο να εξη­γήσουμε με την αναγκαία συντομία πώς λει­τουργούν οι Κοινωνικές Ασφαλίσεις σήμερα. Ανεξάρτητα από το γεγονός της ύπαρξης όχι ενός και μοναδικού αλλά πολλών ταμείων κοι­νωνικής ασφάλισης και της ύπαρξης κύριων και επικουρικών ταμείων, το σύστημα της Κοινωνι­κής Ασφάλισης -θα περιοριστούμε χάριν απλού­στευσης του πράγματος στις συντάξεις- λει­τουργεί στο σύνολό του ως εξής: Όσοι ασφαλι­σμένοι δεν εργάζονται πλέον, είναι δηλ. συνταξιούχοι, ζουν από τη σύνταξη που παίρνουν. Οι συντάξεις και τα εφάπαξ κάθε χρονιάς είναι ένα μέρος του συνολικού εθνικού εισοδήματος της ίδιας αυτής χρονιάς. Στη χώρα μας οι συντάξεις (και τα εφάπαξ) αποτελούν το 12% του ΑΕΠ και τις παίρνουν 2,2 εκατ. συνταξιούχοι. Από ποιους εκχωρείται μέσω της πληρωμής συντά­ξεων αυτό το μέρος του ΑΕΠ, το οποίο δεν αποτελεί ούτε εισόδημα από εργασία (μι­σθούς) ούτε εισόδημα από περιουσία (κέρδη), στους συνταξιούχους; Κατά το 9,1% του ΑΕΠ από τους εργαζόμενους ασφαλισμένους μέσω των ασφαλιστικών εισφορών που πληρώνουν (συνυπολογίζουμε την εργοδοτική εισφορά στο μισθό) και κατά το υπόλοιπο 2,9% του ΑΕΠ οπό το κρότος. Αν -χάριν απλούστευσης του πράγματος- παραβλέψουμε αυτό το 2,9% του ΑΕΠ που αποτελεί την κρατική αρωγή στις κοι­νωνικές ασφαλίσεις, τότε το πράγμα έχει ως εξής: Όσοι ασφαλισμένοι εργάζονται σε μια ορισμένη περίοδο εκχωρούν ένα μέρος του ει­σοδήματός τους υπό μορφή ασφαλιστικών ει­σφορών και στη συνέχεια συντάξεων στους μη εργαζόμενους πλέον ασφαλισμένους, δηλαδή στους συνταξιούχους, της ίδιας αυτής περιό­δου. Οι συνταξιούχοι αυτής της περιόδου είχαν κάνει και αυτοί ακριβώς το ίδιο παλιότερα, όταν ακόμη εργάζονταν και πλήρωναν ασφαλι­στικές εισφορές, για τους τότε συνταξιούχους. Δεν ζουν λοιπόν οι συνταξιούχοι από τις ασφα­λιστικές εισφορές που πλήρωναν όταν εργάζονταν. Διότι από αυτές τις εισφορές τους ζούσαν οι τότε συνταξιούχοι. Οι συνταξιούχοι κάθε πε­ριόδου ζουν από το εισόδημα που τους εκχω­ρούν ως σύνταξη μέσω των ασφαλιστικών ει­σφορών τους οι εργαζόμενοι ασφαλισμένοι της ίδιας αυτής περιόδου.

Τα φλέγοντα ζητήματα του συστήματος των Κοινωνικών Ασφαλίσεων είναι σήμερα το μέσο όριο συνταξιοδότησης και το ύψος της μέσης σύνταξης[ii]. Από τι εξαρτώνται αυτά τα δύο πράγματα; Ας δούμε πρώτα από τι εξαρτάται το ύψος της μέσης σύνταξης (μέση σύνταξη και μέσο όριο συνταξιοδότησης αλληλεξαρτώνται, όπως θα δούμε στη συνέχεια). Εξαρτάται, σύμφωνα και με την «Έκθεση Σπράου» (σελ. 64), από το ύψος των ασφαλιστικών εισφορών (όπου σ’ αυτές τις τελευταίες συμπεριλαμβά­νουμε, χάριν απλούστευσης, και την κρατική αρωγή), από το «ποσοστό αναπλήρωσης», δηλ. το ποσοστό, κατά το οποίο η μέση σύνταξη αναπληροί το μέσο μισθό που έπαιρνε πριν ο μέσος συνταξιούχος και από το μέσο όριο συ­νταξιοδότησης. Ασφαλιστικές εισφορές, «πο­σοστό αναπλήρωσης» και μέσο όριο συνταξιο­δότησης αλληλεξαρτώνται βέβαια. Ένας εξαι­ρετικά σημαντικός παράγοντας που καθορίζει το ύψος της μέσης σύνταξης, τον οποίο σκοπί­μως λησμονεί η «Έκθεση Σπράου», είνα­ι το ύψος του μέσου μισθού! Διότι, δεδομένων όλων των προαναφερθέντων άλλων παραγό­ντων, το ύψος της μέσης σύνταξης εξαρτάται αυτονοήτως από το ύψος του μέσου μισθού. Όσο υψηλότερος είναι ο τελευταίος, τόσο μεγα­λύτερη είναι -με σταθερά τα άλλα μεγέθη- η πρώτη.

Ο σημαντικότερος όμως παράγοντας, που κα­θορίζει -δεδομένων όλων των άλλων παραγό­ντων- το ύψος της μέσης σύνταξης, είναι η σχέ­ση του αριθμού των εργαζομένων ασφαλισμέ­νων προς τον αριθμό των συνταξιούχων ασφαλι­σμένων. Και είναι ο σημαντικότερος, επειδή όχι μόνο είναι ανεξάρτητος απ’ όλους τους άλλους, αλλά και, όπως θα δούμε, καθορίζει τους περισ­σότερους απ’ αυτούς και ιδιαιτέρως το μέσο όριο συνταξιοδότησης!

Με τη σειρά της η σχέση του αριθμού των ερ­γαζομένων ασφαλισμένων προς τον αριθμό των συνταξιούχων ασφαλισμένων εξαρτάται:

α) από τη δημογραφική εξέλιξη και συνεπώς την ηλικιακή κατανομή του πληθυσμού,

β) από το ποσοστό απασχόλησης του εργατι­κού δυναμικού, και φυσικά,

γ) από το ποσοστό των κοινωνικά ασφαλισμέ­νων εργαζομένων στο σύνολο των εργαζομένων, δηλ. από το ποσοστό κοινωνικής ασφάλισης.

Για δεδομένο ποσοστό κοινωνικής ασφάλισης ο λόγος του αριθμού των εργαζομένων ασφαλι­σμένων προς τον αριθμό των συνταξιούχων ασφαλισμένων είναι τόσο μεγαλύτερος, όσο μεγαλύτερο είναι το ποσοστό των νέων και ικανών προς εργασία ανθρώπων και, αντιστοίχως, μικρότερο το ποσοστό των ηλικιωμένων και όχι πλέον ικανών προς εργασία ανθρώπων επί του συνολικού πληθυσμού και όσο μεγαλύτερο είναι το ποσοστό των πράγματι εργαζομένων επί του συνόλου των δυνάμενων και αναγκασμένων να εργαστούν, δηλ. το ποσοστό απασχόλησης (και αντιστρόφως).

Τα προβλήματα των Κοινωνικών Ασφαλίσεων στη χώρα μας σήμερα είναι πολλών ειδών: Η πο­λυδιάσπαση των ταμείων, η εισφοροδιαφυγή, οι χαριστικές συντάξεις (οι οποίες δεν αφορούν, όπως θέλει να πιστεύει η «Έκθεση Σπράου», μό­νο τις αναπηρικές συντάξεις) κ.ά. Το κύριο όμως πρόβλημα είναι το πρόβλημα της μείωσης της σχέσης του αριθμού των εργαζομένων ασφαλι­σμένων προς τον αριθμό των συνταξιούχων ασφαλισμένων συνεπεία της ανεργίας, γήρανσης του πληθυσμού, αλλά και μη ασφάλισης ενός με­γάλου μέρους των ημεδαπών εργαζομένων και όλων σχεδόν των αλλοδαπών εργαζομένων.

Αυτά τα προβλήματα η «Έκθεση Σπράου» δεν τα μελετά για να προτείνει λύσεις. Αλλά, χωρίς να τα έχει μελετήσει, τα αναφέρει και, διογκώνο­ντάς τα, τα χρησιμοποιεί τεχνηέντως ως φόβη­τρο γιο να πείσει το κοινό, ότι το ισχύον σύστημα Κοινωνικών Ασφαλίσεων είναι χαμένη ιστο­ρία, διότι μετά το 2005 θα καταρρεύσει και ως εκ τούτου θα πρέπει, το αργότερο μέχρι τότε, να έχει αντικατασταθεί από το ήδη αναφερθέν σύ­στημα «κοινωνικής» ασφάλισης που θέλει να πλασάρει η ίδια.

Οι εκτιμήσεις της «Έκθεσης Σπράου» για τη βιωσιμότητα του σημερινού συστήματος Κοινω­νικής Ασφάλισης είναι ξεκρέμαστες. Δεν βασίζο­νται σε κανενός είδους στοιχεία. Χάριν παρα­δείγματος και μόνο, αναφέρουμε ότι οι δημο­γραφικές εκτιμήσεις της «Έκθεσης» δεν λαμβά­νουν υπόψη τους το μισό εκατομμύριο, νέων στην πλειονότητά των, ανασφάλιστων αλλοδαπών εργαζομένων και ότι οι εκτιμήσεις της για τις δυνατές εισπράξεις των ασφαλιστικών ταμεί­ων δεν λαμβάνουν υπόψη τους ούτε το παραπά­νω μισό εκατομμύριο ανασφάλιστων αλλοδαπών εργαζομένων ούτε τους πολυπληθείς ανασφάλι­στους ιθαγενείς εργαζομένους ούτε, τέλος, τις διαπιστωμένες ή μη διαπιστωμένες οφειλές εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών προς το ασφαλιστικά ταμεία.

Οι λόγοι είναι ευνόητοι: Όσο χειρότερη και κα­ταστροφικότερη παρουσιάσουμε την κατάσταση της δημόσιας Κοινωνικής Ασφάλισης τόσο ευκο­λότερο είναι να πείσουμε τον κόσμο για την ανα­γκαιότητα και τα πλεονεκτήματα της ιδιωτικής «κοινωνικής» ασφάλισης, την οποία -κατ’ άνω­θεν εντολή- θέλουμε να πλασάρουμε. Οι «άνω­θεν» δεν είναι βέβαια η εκάστοτε ελληνική κυ­βέρνηση, αλλά βρίσκονται πολύ ψηλότερα. Είναι η Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματι­κό Ταμείο ως οι εκπρόσωποι των συμφερόντων του τραπεζικού συστήματος και της κεφαλαιαγο­ράς της νέας τάξης πραγμάτων.

Τι προτείνει λοιπόν για λογαριασμό των τελευ­ταίων η «Έκθεση Σπράου»; Μα, ό,τι είναι γνωστό εδώ και χρόνια από τις συστάσεις της Παγκό­σμιας Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου[iii] και ό,τι έχει ήδη επιβληθεί ή επι­βάλλεται σε χώρες, στις οποίες οι εν λόγω οργα­νισμοί έχουν την επικυριαρχία και τις οποίες η «Έκθεση Σπράου» (σελ. 88 και 90) αναφέρει ως σχετικά πρότυπα: Χιλή, Αργεντινή, Βολιβία, Κο­λομβία, Μεξικό και Ουγγαρία (η Σλοβενία και η Πολωνία είναι στη λίστα αναμονής).

 

ΜΕΡΟΣ 2ο

Προτείνει λοιπόν η «Έκθεση Σπράου» κατάργηση του ισχύοντος συστήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων και αντικατάστασή του από ένα σύστημα, το οποίο προβλέπει τα ακόλουθα:

1. Χορήγηση «εθνικής» μηνιαίας σύνταξης 34 χιλ. δραχμών σε όλους, όσοι έχουν υπερβεί το 65° έτος της ηλικίας τους, κατά το πρότυπο του -και ΕΚΑΣ ονομαζόμενου- φιλοδωρήματος των 15 χιλ. δραχμών μηνιαίως που δόθηκε προσφάτως σε ορισμένους από τους σημερινούς χαμηλοσυνταξιούχους. Την «εθνική» αυτή σύνταξη θα πληρώνει στα τιμημένα γηρατειά το ίδιο το κράτος, χωρίς οι αποδέκτες της να έχουν προηγουμένως πληρώσει οποιεσδήποτε εισφορές. Πρόκειται γι’ αυτό που ονομάσαμε στα προηγούμενα κρατική φιλανθρωπία.

2. Χορήγηση σύνταξης από τα ενοποιημένα δημόσια ταμεία κοινωνικής ασφάλισης, αμιλλούμενης το ύψος της προειρημένης «εθνικής σύνταξης» (γύρω στα 40χιλ. δραχμές μηνιαίως).

Αυτή η ασφάλιση θα είναι δημόσια και υποχρεωτική. Το αντίστοιχο δημόσιο ασφαλιστικό ταμείο θα λειτουργεί όμως επί τη βάσει της κεφαλαιοποίησης των εισφορών.

3. Ιδιωτική ασφάλιση. Σε όποιον δεν αρκεί η παχυλή σύνταξη των 70-80 χιλ. δραχμών, ε, αυτός θα πρέπει τέλος πάντων να ασφαλισθεί επιτέλους ιδιωτικά.

 

Ας δούμε καθέναν χωριστά αυτούς τους τρεις «πυλώνες», όπως τους ονομάζει η «Έκθεση Σπράου», του νέου συστήματος.

Τι θα κόστιζε σήμερα στο δημόσιο ο πρώτος «πυλώνας» δηλ. η «εθνική σύνταξη»; Το ποσοστό των ατόμων ηλικίας άνω των 65 ετών επί του συνολικού πληθυσμού είναι σήμερα (δες «Έκθεση Σπράου», σελ 7) περίπου 17%. Αν ο συνολικός πληθυσμός είναι 10 εκατομμύρια, τότε τα άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών είναι 1,7 εκατομμύρια. Το δημόσιο θα πληρώνει λοιπόν ετησίως σ’ αυτούς τους ηλικιωμένους το φοβερό ποσό των 1.700.000 Χ 34.000 Χ 14 = 809.200.000.000 δραχμών. Σήμερα πληρώνει σχεδόν ένα τρισεκατομμύριο δραχμές ως επιχορηγήσεις στα ασφαλιστικά ταμεία.

Ας δούμε τι συμβαίνει με το δεύτερο «πυλώνα». Αυτός δε θα λειτουργεί όπως το σημερινό σύστημα Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Σύμφωνα με το τελευταίο οι σημερινοί εργαζόμενοι ασφαλισμένοι πληρώνουν τις συντάξεις των σημερινών συνταξιούχων. Ο δεύτερος «πυλώνας», η νέα δηλ. δημόσια υποχρεωτική ασφάλιση, θα βασίζεται, σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την ίδια την «Έκθεση Σπράου», στην κεφαλαιοποίηση των ασφαλιστικών εισφορών. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι οι εισφορές των σημερινών εργαζομένων ασφαλισμένων δεν θα χρησιμοποιούνται για τη χρηματοδότηση των συντάξεων των σημερινών συνταξιούχων, αλλά θα κεφαλαιοποιούνται, θα τοποθετούνται δηλ. από το ασφαλιστικό ταμείο στη χρηματαγορά, ώστε όταν αργότερα ο ασφαλισμένος συνταξιοδοτηθεί, να του αποδίδονται επαυξημένες κατά τα κέρδη ή μειωμένες κατά τις ζημίες, που απέφερε η το­ποθέτησή τους στην κεφαλαιαγορά, σταδιακά ως μηνιαία σύνταξη. Από πού όμως θα παίρνουν τις συντάξεις τους οι σημερινοί συνταξιούχοι του δεύτερου πυλώνα; Σύμφωνα με τα παραπάνω, δεν υπάρχει προφανώς δυνατότητα χρηματοδότησης αυτών των συντάξεων από τον ίδιο το δεύτερο «πυλώνα». Κι εδώ έγκειται το μεγά­λο πρόβλημα της μετάβασης από το ισχύον σύστημα υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης στο νέο, συρρικνωμένο και κεφαλαιοποιημένο σύστημα υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης. Ποιος θα πληρώσει αυτές τις συντάξεις; Το Δημόσιο! Όπως αναφέρει και η ίδια η «Έκθεση Σπράου» (Δες σελ. 87) το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το οποίο προωθεί το νέο φιλανθρωπικό, κεφαλαιοποιητικό και ιδιωτικό σύστημα κοινω­νικής ασφάλισης, συνιστά στην ΕΕ να αποκλίνει, όσον αφορά ακριβώς αυτό το σημείο, τον κανό­να το δημόσιο έλλειμμα να μην ξεπερνά το 3% του ΑΕΠ. Δηλ. να δύναται να το ξεπερνά στο βαθμό που το Δημόσιο, για να πληρώσει τις τρέχουσες συντάξεις που σύμφωνα με το δεύ­τερο στυλοβάτη λόγω της κεφαλαιοποίησης των ασφαλιστικών εισφορών δεν δύνανται να πληρωθούν από τις τρέχουσες εισφορές, είναι αναγκασμένο να αυξήσει αντιστοίχως τις δαπάνες του και πιθανότατα, το έλλειμμα του πέραν του 3% του ΑΕΠ. Όπως βλέπουμε, λοιπόν, το 3% του ΑΕΠ είναι τότε και μόνο ένα απαράβατο όριο του ελλείμματος του Δημοσίου, όταν με το απαράβατό του πρόκειται να στηριχθεί η συνήθης πολιτική λιτότητας κατά των εργαζομένων και των συνταξιούχων. Όταν όμως πρόκειται για τη μετακύλιση του κόστους της μετάβασης από το ισχύον στο νέο κεφαλαιοποιητικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης στο ίδιο το Δημόσιο, ε τότε κάνουμε και κάποιο σκόντο.

Το κράτος λοιπόν καλείται να πληρώσει το παραπάνω κόστος μετάβασης. Πόσα θα πληρώνει το κράτος κάθε χρόνο μέχρι να ολοκληρωθεί η μετάβαση; Όλες τις τρέχουσες συντάξεις!!! Τρομερό ποσό!

Γι’ αυτό και οι προαγωγοί του νέου συστήματος, συνεπώς και η «Έκθεση Σπράου» προτείνουν μια κάπως διαφορετική «λύση».

Η «Έκθεση» προϋποθέτει τρεις γενιές ασφαλισμένων. Τη γενιά εκείνων μέχρι 35 χρόνων, τη γενιά εκείνων μεταξύ 35 και 45 χρόνων και τη γενιά εκείνων μεταξύ 45 και 65 χρόνων. Κάνει σα να μην γνωρίζει ότι η πρώτη γενιά έχει ήδη ασφαλισθεί στο ισχύον σύστημα και της λέει περίπου να το ξεχάσει και να ασφαλισθεί στο νέο σύστημα, δηλ. στο δεύτερο στυλοβάτη του νέου συστήματος. Προϋποθέτει άρρητα ότι αυτή θα το δεχτεί, δηλ. ότι θα δεχτεί να ξεχάσει ότι μέχρι τώρα πλήρωσε σε ασφαλιστικές εισφορές. Προϋποθέτει επίσης ότι η τρίτη γενιά θα πάρει σύνταξη με το παλιό σύστημα. Και επικεντρώνει το πρόβλημα στη μεσαία γενιά, λέγοντας ότι αυτό μπορεί να λυθεί με τον τρόπο που αναφέραμε εμείς παραπάνω ότι μπορεί να λυθεί το πρόβλημα και για τις τρεις γενιές συνολικά, δηλ. με την -άμεση ή έμμεση- ανάληψη της υποχρέωσης καταβολής των αντίστοιχων συντάξεων από το κράτος. Οπότε, οι σχετικές υποχρεώσεις του κράτους θα ήσαν -έτσι χονδρικά ειπωμένο- μειωμένες κατά 2/3.

Δεν απαντά όμως η «Έκθεση Σπράου» στα εξής δύο ερωτήματα: Τα «συνταξιοδοτικό δικαιώματα» που έχει ήδη αποκτήσει η πρώτη γενιά, δηλαδή με τα λόγια των ίδιων των συντακτών της «Έκθεσης Σπράου», το «αφανές χρέος» της κοινωνίας ή του κράτους στην πρώτη γενιά, ποιος θα το πληρώσει; Και το σημαντικότερο: Πώς και από πού θα πάρει σύνταξη με το ισχύον σύστημα η τρίτη γενιά, όταν αυτή βγει στη σύνταξη, αφού τότε δεν θα υφίσταται το ισχύον σύστημα, αφού δηλ. τότε οι εργαζόμενοι ασφαλισμένοι με τις ασφαλιστικές εισφορές τους δεν θα πληρώνουν τις συντάξεις των συνταξιούχων, αλλά θα τις επισωρεύουν ως κεφάλαιο, από το οποίο θα πληρωθούν αργότερα οι ίδιες οι δικές τους συντάξεις; Συμπέρασμα: Τη νύφη της μετάβασης από το ισχύον στο νέο συρρικνωμένο κεφαλαιοποιητι­κό σύστημα θα κληθεί να πληρώσει, όπως εκθέσαμε παραπάνω, το Δημόσιο. Συγχρόνως όμως οι ίδιοι οι ασφαλισμένοι θα πληρώνουν ασφαλιστικές εισφορές στο νέο κεφαλαιοποιητικό σύστημα. Δηλαδή, διπλή πληρωμή. Το πρόβλημα είναι τετριμμένο και διεθνώς γνωστό και λυμένο: Η μετάβαση από το ισχύον στο νέο κεφαλαιοποιητικό σύστημα απαιτεί διπλή καταβολή ασφαλιστικών εισφορών -είτε από τους ίδιους τους ασφαλισμένους είτε από το Δημόσιο. Η «Επιτροπή Σπράου» θα έπρεπε να το γνωρίζει και μάλλον το γνωρίζει και -για ευνόητους λόγους- δεν το λέει με το όνομά του.

Γιατί όμως, αφού η μετάβαση από το ισχύον στο νέο κεφαλαιοποιητικό σύστημα απαιτεί διπλές ασφαλιστικές εισφορές (αδιάφορο ποιος θα τις πληρώσει αυτές, το Δημόσιο ή οι ασφαλισμένοι) η «Έκθεση Σπράου» συνηγορεί υπέρ αυτής της μετάβασης; Προφανώς χάριν της κεφαλαιοποίησης των ασφαλιστικών εισφορών! Και ποιος θέλει και ποιον ευνοεί αυτή η κεφαλαιοποίηση; Μα, την κεφαλαιαγορά και τον τζό­γο της και όσους κερδίζουν από τον τελευταίο. Και όχι βέβαια τις Κοινωνικές Ασφαλίσεις ή την εξυγίανσή τους.

Καίτοι ίσως περιττό, ας συνοψίσουμε το τι σημαίνει η μετάβαση από το ισχύον σύστημα δημόσιας υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης του δεύτερου στυλοβάτη. Σημαίνει απλά το εξής: Το Δημόσιο αναλαμβάνει να πληρώνει καθ’ όλη τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, όπου αναγκαστικά θα ισχύουν και τα δύο συστήματα, τις συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις του ισχύοντος συστήματος, ενώ οι εισφορές των ασφαλισμένων που διαφορετικά θα χρησιμοποιούντο για την πληρωμή των τρεχουσών συντάξεων, συσσωρεύονται, κεφαλαιοποιούνται και τοποθετούνται στη χρηματαγορά. Όχι βέβαια σε μετοχές και ομόλογα και τέτοια ξεπερασμένα αστεία πράγματα, αλλά -ρωτήστε να μάθετε τι είναι αυτό- σε «παράγωγα» και «παράγωγα» «παραγώγων».

Ας δούμε τώρα τι είναι ο τρίτος στυλοβάτης της κοινωνικής ασφάλισης. Είναι το μεγαλύτερο και ιδιωτικοποιημένο μέρος της Κοινωνικής Ασφάλισης. Διότι δεν έχουμε μόνο τσιμέντα, ναυπηγεία, τηλεπικοινωνίες και ηλεκτρική ενέργεια, αλλά και κοινωνική ασφάλιση να ιδιωτικοποιήσουμε. Η ιδιωτικοποίηση όμως είναι μία και ενιαία. Μόνο ο τρόπος πραγματοποίησής της είναι διαφορετικός. Εδώ πουλάμε περιουσιακά μό­νο στοιχεία της, εκεί την ίδια τη δημόσια επιχείρηση, αλλού μόνο μετοχές της και αλλού πάλι αδειάζουμε απλώς τη γωνιά για να μπει σ’ αυτήν επιτέλους η λεγόμενη ιδιωτική πρωτοβουλία. Το τελευταίο είναι η περίπτωση των κοινωνικών ασφαλίσεων. Σε όσους δε φτάνει η γενναιόδωρη σύνταξη των 70-80 χιλ. δραχμών των δύο πρώτων στυλοβατών του νέου εκσυγχρονιστικού συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων, αυτοί μπορούν να ασφαλιστούν ιδιωτικά. Η ίδια η «Έκθεση Σπράου» δεν κάνει βέβαια λόγο για ιδιωτική κοινωνική ασφάλιση. Ομιλεί απλώς ντροπαλά για «κλαδική», «επαγγελματική», «εταιρική» κτλ. κοινωνική ασφάλιση.

Είναι αυτονόητο ότι αυτή η ιδιωτική κοινωνική ασφάλιση θα λειτουργεί επί τη βάσει της κεφαλαιοποίησης των ασφαλιστικών εισφορών. Οι τελευταίες θα είναι αποκλειστικά και μόνο εισφορές των εργαζομένων. Οι εργοδοτικές εισφορές και οι κρατικές επιδοτήσεις, φυσικά, εκπίπτουν.

Ποιος μπορεί σήμερα, με τους σημερινούς μισθούς, να ασφαλισθεί και για ποιο ύψος σύνταξης ιδιωτικά; Και τι θα κάνουν εκείνοι που μπορούν να ασφαλισθούν ιδιωτικά, αν η ασφαλιστική εταιρεία πτωχεύσει; Στην «Επιτροπή Σπράου» δεν ετέθησαν ασφαλώς τέτοια ασήμαντα ερωτήματα. Γιατί λοιπόν να τα απαντήσει;

Σε τι αποσκοπεί λοιπόν και -στο βαθμό που θα χρησιμοποιηθεί- σε ποια κατάσταση αντιστοιχεί το παραπάνω νέο εκσυγχρονιστικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, το οποίο προπαγανδίζει η «Έκθεση Σπράου»; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι απλή και προφανής νια τον καθένα. Το νέο σύστημα, το οποίο προτείνουν και για τη χώρα μας η Παγκόσμια Τράπεζα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το τραπεζικό σύστημα και η χρηματαγορά μέσω της -δια της «Έκθεσης Σπράου» απευθυνόμενης στο κοινό- ελληνικής κυβέρνησης, είναι ένα σύστημα που

α) ιδιωτικοποιεί στο μεγαλύτερο της μέρος τη δημόσια κοινωνική ασφάλιση (τρίτος στυλο­βάτης), εξασφαλίζει δηλ. αντίστοιχα κέρδη στις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες και -επειδή αυτές θα τοποθετούν τις ασφαλιστικές εισφορές στη χρηματαγορά- περισσότερο και φθηνότερο χρήμα και περισσότερα κέρδη στον τζόγο της τελευταίας,

β) οργανώνει τη συρρικνωμένη πλέον δημόσια υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση (δεύτερος στυλοβάτης) στη βάση της κεφαλαιοποίησης των ασφαλιστικών εισφορών και προσφέρει έτσι ακόμη περισσότερο και φθηνότερο χρήμα και περισσότερα κέρδη στη χρηματαγορά – με τίμημα την για την ίδια την περίοδο μετάβασης ύπαρξη και μιας δεύτερης αναγκαίας κοινωνικής ασφάλισης, το κόστος της οποίας θα κληθούν να φέρουν ή το κράτος ή οι ίδιοι οι ασφαλισμένοι,

γ) μειώνει στο ελάχιστο την εργοδοτική εισφορά στην κοινωνική ασφάλιση και συνεπώς το κόστος εργασίας και

δ) φορτώνει τόσο τα Βάρη της νέας κεφαλαιοποιητικής δημόσιας υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης, δηλ. της για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα ταυτόχρονης ύπαρξης τόσο του ισχύοντος όσο και του νέου κεφαλαιοποιητικού συστήματος δημόσιας υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης, όσο και τα βάρη από τα οποία απαλλάχθηκαν μέσω του πρώτου και του τρίτου στυλοβάτη («εθνική σύνταξη» και ιδιωτική ασφάλιση) οι εργοδότες στο Δημόσιο και στους ίδιους τους ασφαλισμένους.

Για να το πούμε απλά και συνοπτικά: Το νέο εκσυγχρονισμένο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης αποσκοπεί:

α) στη μεταφορά βαρών της κοινωνικής ασφάλισης από τους εργοδότες στο κράτος και τους εργαζόμενους, καθώς επίσης και από το κράτος στους εργαζόμενους, δηλ. εντέλει από τους εργοδότες και το κράτος στους εργαζόμενους,

β) στην ιδιωτικοποίηση των κοινωνικών ασφαλίσεων με ό,τι αυτή συνεπάγεται και

γ) στην τροφοδότηση της χρηματαγοράς με περισσότερο και φθηνότερο χρήμα.

Όλα αυτά ήσαν όχι μόνο διεθνώς, αλλά και στη χώρα μας, ήδη προ πολλού γνωστά. Σε άρθρα μας που δημοσιεύτηκαν την άνοιξη και τις αρχές του καλοκαιριού στο «Account» και στην «Εποχή» προειδοποιήσαμε για όσα προτείνει σήμερα η «Έκθεση Σπράου». Και δεν κοινοποιήσαμε τότε κάτι άγνωστο, αλλά ό,τι διεθνώς κελαηδούσαν τα πουλιά στα δέντρα, δηλ. ό,τι θα έπρεπε και στη χώρα μας να γνώριζαν όλοι.

 

Υστερόγραφο

Ενώ είχε γραφεί και αποσταλεί για τα περαιτέρω το παραπάνω, οι εξελίξεις ήρθαν να μας επιβεβαιώσουν με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο. Αξίζει νομίζουμε, επειδή το θέμα είναι σοβαρό, να αναφέρουμε λίγα λόγια επιπλέον.

Η κυβέρνηση δια του υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών συνέστησε Επιτροπή Εμ­πειρογνωμόνων για τη μελέτη του δημόσιου ασφαλιστικού συστήματος της χώρας και κάλεσε τους ενδιαφερόμενους (κόμματα και ΓΣΕΕ) να συμμετάσχουν στο σχετικό διάλογο. Δεν νομίζουμε ότι η εν λόγω Επιτροπή έχει λόγους να πει και ότι θα πει στην Έκθεσή της -αν και όποτε την καταθέσει- κάτι διαφορετικό απ’ αυτά που γνωρίζουμε ήδη από την «Έκθεση Σπράου» του 1997. Θα μας ξαναπεί πως σε πέντε-δέκα χρόνια το σύστημα δημόσιας κοινωνικής ασφάλισης θα καταρρεύσει, αν δεν το βασίσουμε τώρα πλέον στους γνωστούς τρεις πυλώνες του Σπράου.

Δε νομίζουμε, επίσης, ότι η κυβέρνηση με τη σύσταση της εν λόγω Επιτροπής θέλει να έχει μια εικόνα της κατάστασης, για να μπορέσει στη συνέχεια να νοικοκυρέψει τη δημόσια κοινωνική ασφάλιση προς όφελος των ασφαλισμένων. Όπως τότε με την Επιτροπή Σπράου, έτσι και τώρα η κυβέρνηση επιδιώκει την τρομοκράτηση των ασφαλισμένων με σκοπό τη λείανση του εδάφους για την και από μέρους τους αποδοχή της επιδιωκόμενης ιδιωτικοποίησης της κοινωνικής ασφάλισης. Αλλ’ αυτός είναι ένας σχετικά μακρινός στόχος. Ο άμεσος στόχος είναι η υπαγωγή στο ΙΚΑ των ασφαλιστικών ταμείων των τραπεζών, μετοχές των οποίων κατέχει ο ευρύτερος δημόσιος τομέας και τις οποίες αυτός ο τελευταίος θέλει επειγόντως να πουλήσει σε ιδιώτες («ιδιωτικοποίηση»). Η σύσταση της προαναφερθείσας Επιτροπής και ο συνεπακόλουθος θόρυβος και διάλογος, στους οποίους ευελπιστεί η κυβέρνηση, είναι απλώς ένα προπέτασμα καπνού για την κάλυψη της επιδίωξής της να επιτύχει γρήγορα και ανέξοδα τον προαναφερθέντα άμεσο στόχο της.

Έτσι είναι κατανοητό που το ΠΑΣΟΚ δηλώνει ότι δε θα συμμετάσχει στο σχετικό διάλογο. Διότι το όποιο σχετικό πολιτικό κόστος το υπέστη κατά τη δική του φιλότιμη προσπάθεια με το Σπράο και τη ΔΕΗ όταν ήταν κυβέρνηση. Γιατί να το υποστεί και τώρα που είναι αντιπολίτευση; Έτσι επίσης είναι αυτονόητο που η ΓΣΕΕ, το ΚΚΕ και ο ΣΥΝ δήλωσαν ότι δε θα συμμετάσχουν στο διάλογο. Το ζήτημα δεν είναι όμως τα αυτονόητα. Το ζήτημα είναι: Τι κάνουν η ΓΣΕΕ, το ΚΚΕ και ο ΣΥΝ για να διαφωτίσουν τους εργαζόμενους για το Ασφαλιστικό και να τους βοηθήσουν να αντισταθούν στην επαπειλούμενη ιδιωτικοποίηση της δημόσιας κοινωνικής ασφάλισης και σε όσα αυτή συνεπάγεται για τη ζωή τους;

Ο βουλευτής του ΣΥΝ Γ.Δραγασάκης δήλωσε σχετικά με την προαναφερθείσα Επιτροπή ότι «εμείς θεωρούμε ότι οι όποιες τεχνικές μελέ­τες είναι αναγκαίες, θα έπρεπε να γίνουν από κοινού με την Εθνική Αναλογιστική Αρχή» («Ελευθεροτυπία», 18.6.06).

Λες και την εν λόγω Εθνική Αρχή τη συνέστησαν για να κάνει ό,τι δεν κάνει ο ΣΥΝ. Και ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ Χρ.Πολυζωγόπουλος δήλωσε στην «Ελευθεροτυπία» (18.6.06), σχολιάζοντας την πρόσκληση Αλογοσκούφη για διάλογο με την Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων: «Δε θα γίνουμε τεχνικοί σύμβουλοι της κυβέρνησης» – πράγμα που ακούγεται καλλίτερα.

Άλλ’, έστω, καλώς και με τις δύο δηλώσεις. Καλώς λοιπόν. Κατά τα λοιπά όμως από ποιους αναμένουν ο ΣΥΝ, η ΓΣΕΕ και το ΚΚΕ να τους πουν ποια είναι η κατάσταση της δημόσιας κοινωνικής ασφάλισης; Απ’ τον καλό θεό; Χρόνια και χρόνια τώρα συζητείται και στη χώρα μας το Ασφαλιστικό. Ο μόνος που ομιλεί, όποτε το θεωρεί για τους δικούς της λόγους σκόπιμο, είναι η κυβέρνηση – βάζοντας και κάποιες επιτροπές να λένε ότι αυτή η ίδια το ΔΝΤ, η ΠΤ, ο ΠΟΕ και η ΕΕ μέσω αυτής υπαγορεύει σε αυτές. Το ΚΚΕ, ο ΣΥΝ και η ΓΣΕΕ έχουν Ινστιτούτα. Το ΚΚΕ έχει το ΚΜΕ, ο ΣΥΝ το «Νίκος Πουλαντζάς» και η ΓΣΕΕ το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ. Γιατί δύο δεκαετίες τώρα που συζητείται το Ασφαλιστικό δεν τα Βάζουν κατά μονάς ή καλλίτερα, από κοινού να κάνουν μια μελέτη για το Ασφαλιστικό και να μας πουν σε ποια κατάσταση βρίσκεται αυτό και τι πρέπει να γίνει, ώστε η δημόσια κοινωνική ασφάλιση να μην ιδιωτικοποιηθεί αλλά να παραμείνει δημόσια. Είναι καιρός πλέον.

 

*ο Γιώργος Σταμάτης είναι Καθηγητής Οικονομικής θεωρίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

 


[i] Δες Επιτροπή γιο την εξέταση της μακροοικονομικής πολιτικής, «Οικο­νομία και Συντάξεις». Συνεισφορά στον Κοι­νωνικό Διάλογο», Οκτώβριος 1977. Έτσι για την ιστορία: Η εν λόγω επιτροπή αποτελείται από τον Ιωάννη Σπράο, σύμβουλο διοίκησης της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, ως πρόεδρο, Αναστάσιο Γιαννίτση, οικονομικό σύμβουλο του πρωθυπουργού, Νικόλαο Γκαργκάνα, υποδιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, Γε­ώργιο Γλυνό, σύμβουλο του Υπουργείου Ανάπτυξης, Βα­σίλειο Δρουκόπουλο, επιστημονικό διευθυντή του ΚΕΠΕ, Ιωάννη Κουσουλάκο, γενικό γραμματέα του Υπουργείου Οικονομικών, Ιωάννη Στουρνάρα, πρόεδρο του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και, Πλάτωνα Τήνιο, ειδικό σύμβου­λο του πρωθυπουργού, ως μέλη. Όπως αναφέρεται στη Έκθεση ο κ. Δρουκόπουλος δεν συμμετείχε στις συνε­δριάσεις.

[ii] Η αγοραστική αξία των συντάξεων μειώθηκε στο διάστημα 1985-1987 κατά 10% (δες Γιάννης Σπράος, Μέσα και στόχοι μακροοικονομικής πολιτικής, στο Νίκος Γκαργκάνας κ.ά., Η πολιτική της οικονομικής σταθερότη­τας, Εκδόσεις «Γνώση», Αθήνα 1989, σελ. 75) και στο διάστημα 1989-1993 κατά 25% (δες «Έκθεση Σπράου» σελ. 80).

[iii] Δες Γιώργος Σταμάτης, Προς μια «ψυχρή» ιδιωτι­κοποίηση των Κοινωνικών Ασφαλίσεων, στου ιδίου, «Οι­κονομικά Μαργκινάλια», Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1997, σελ. 101-113.