Επαναπροσδιορισμός στρατηγικής και τακτικής

Ηρώ Διώτη, βουλευτίνα Λάρισας του ΣΥΡΙΖΑ

1 Τι ΣΥΡΙΖΑ έχει σήμερα ανάγκη ο κόσμος και η Αριστερά; Υπάρχει κοινή εκτίμηση ανάμεσα στις συνιστώσες και τους ανένταχτους για το ποιος ΣΥΡΙΖΑ είναι σήμερα αναγκαίος και χρήσιμος;

2 Πώς μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να γειωθεί στη κοινωνία και ν’ αποκτήσει μόνιμη και ουσιαστική σχέση με το λαό;

1 Όλοι και όλες που βρεθήκαμε στο ΣΥΡΙΖΑ την προηγούμενη περίοδο αντιλαμβανόμαστε πως σήμερα βρισκόμαστε σε μια κρίσιμη και σημαντική στιγμή. Ο ΣΥΡΙΖΑ ως χώρος συνάντησης διαφορετικών ιδεολογικών και πολιτικών ρευμάτων και τάσεων της Αριστεράς, ως χώρος συνάντησης συνιστωσών και ανένταχτων αγωνιστών, ως χώρος γόνιμου διαλόγου αλλά και καθημερινής πολιτικής παρέμβασης, ως στρατηγική υπέρβασης των ιστορικών μας αδυναμιών αλλά και ως ένα από τα πιο ελπιδοφόρα, μακράς πνοής, ευρωπαϊκά εγχειρήματα ανασύνθεσης της Αριστεράς, οφείλει να κάνει τα επόμενα βήματά του. Πολλά από τα προβλήματα που αντιμετωπίσαμε ως σήμερα έχουν χρωματίσει την κοινή μας εμπειρία, παρόλο που πολλές φορές αδυνατούμε να την δούμε μένοντας προσκολλημένοι στις διαφωνίες μας, δημιουργώντας μια κοινή σε πολλά στοιχεία αντίληψη για τις αναγκαίες επαναβεβαιώσεις, αλλά και τις ώριμες αλλαγές στις οποίες σήμερα πρέπει να προχωρήσουμε.

Δεν νομίζω πως κανείς μπορεί σήμερα να ισχυριστεί πως έχει φτάσει η ώρα για την διάλυση των συνιστωσών και την ενιαία συγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ σε κόμμα, όπως δεν νομίζω πως κανείς μπορεί να αρνηθεί την ανάγκη για την δημοκρατική εμβάθυνση της συμμαχίας μας με τρόπο που θ’ αναγνωρίζει και θα υπερβαίνει τις σημερινές δυσλειτουργίες της δομής μας, δίνοντας στους ανένταχτους τον αναντικατάστατο ρόλο που θέλουμε να έχουν στη συμμαχία μας και πετυχαίνοντας μια νέα ισχυρή πολιτική συμφωνία στο εσωτερικό μας.

Είναι λοιπόν αναγκαίο σ’ αυτή την κοινή προσπάθεια να προχωρήσουμε ανοίγοντας μια μεγάλη συζήτηση για τον επαναπροσδιορισμό της στρατηγικής μας, αλλά και της τακτικής μας μέσα στο νέο μετεκλογικό τοπίο, συνδέοντάς την με την ανάγκη για την μόνιμη και αποτελεσματική παρέμβασή μας στο κοινωνικό πεδίο, συγκροτώντας εστίες αντίστασης, συμμετέχοντας σε κινήματα, παρεμβαίνοντας ενιαία στους μαζικούς χώρους και μεταφέροντας την φωνή των αγώνων, ασκώντας μια σύγχρονη αριστερή προγραμματική αντιπολίτευση μέσα στη Βουλή.

Αυτή η διαδικασία δεν μπορεί παρά να αποτελέσει και ένα κάλεσμα όλων των γενιών της Αριστεράς, δεν μπορεί παρά να αποτελέσει ένα άνοιγμα του ΣΥΡΙΖΑ στον κόσμο της εργασίας, στους νέους και τις νέες που βιώνουν την βάρβαρη εφαρμογή του νεοφιλελευθερισμού στην ζωή τους, δεν μπορεί παρά να αποτελέσει ένα κάλεσμα στο κόσμο που απομακρύνεται από τον δικομματισμό και στους αριστερούς και τις αριστερές που ανεξάρτητα από την σημερινή τους τοποθέτηση συγκινούνται και συνεχίζουν να προσμένουν την ενωτική δράση της Αριστεράς.

2 Το ζήτημα δεν είναι τεχνικό αλλά πρωτίστως πολιτικό, και βεβαίως πρέπει να αντιστοιχιστεί με το πολιτικό μας σχέδιο. Σε κάθε περίπτωση χρειάζεται, με βασικό κύτταρο τις τοπικές και κλαδικές επιτροπές, να προχωρήσουμε σε έναν ΣΥΡΙΖΑ που θα αναπνέει μέσα στα κοινωνικά κινήματα και τους αγώνες των εργαζόμενων και των τοπικών κοινωνιών. Έναν ΣΥΡΙΖΑ ανοιχτό που θα συζητάει και θα παρεμβαίνει, που θα ανατροφοδοτείται από την δράση του, που θα μπολιάζει την κοινωνία με τις ιδέες του, που θα πετυχαίνει μικρές και μεγάλες νίκες, που θα μπορεί να εμπνεύσει ξανά, να δώσει νόημα στην συμμετοχή και την συλλογική δράση. Σ’ αυτή την διαδικασία δεν μπορεί παρά να προχωρήσουμε άμεσα και στην προσπάθεια για ενιαία παρέμβασή μας στους μαζικούς χώρους και στο οργανωμένο φοιτητικό, συνδικαλιστικό και συνεταιριστικό κίνημα, όχι ως μια συνάθροιση επιμέρους παρατάξεων, αλλά ως μια νέα προσπάθεια που θα εκμεταλλεύεται την κοινή μας εμπειρία και θα δοκιμάζει την ενωτική δράση της Αριστεράς στους μαζικούς χώρους. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως οι αυτοδιοικητικές εκλογές είναι η επόμενη κοινή μάχη που πρέπει να δώσουμε και η συγκρότηση και παρέμβασή μας στις τοπικές κοινωνίες και στα κινήματα πόλης πρέπει να είναι πρώτη προτεραιότητα. Ταυτόχρονα, εκτιμώ πως έχει φτάσει η ώρα να ανοιχτούμε και σε νέα πεδία, με τα οποία δεν έχουμε μέχρι σήμερα ασχοληθεί επαρκώς και θα μπορούσαν να ανοίξουν νέους ορίζοντες στην καθημερινή μας παρέμβασή. Ένα από αυτά κατά την γνώμη μου θα έπρεπε να είναι η σοβαρή ενασχόλησή μας με ζητήματα τέχνης και πολιτισμού.