ΕΕ, ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΕΡΓΟΔΟΤΕΣ ΚΑΤΕΔΑΦΙΖΟΥΝ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ

Αλήθειες και ψέματα για τα ελλείμματα και τα αδιέξοδα

ΕΕ, κράτος και εργοδότες κατεδαφίζουν την κοινωνική ασφάλιση

της Μαρίας Γασπαρινάτου

Οι διοικήσεις τραπεζών και ΔΕΚΟ, υπό τις κατευθύνσεις της κυβέρνησης και με τις «ευλογίες» της Ε.Ε., έχουν αναλάβει να ανοίξουν το δρόμο στην οριστική διάλυση του ασφαλιστικού συστήματος. Μέσα από έναν κυκεώνα προτάσεων και αντιπροτάσεων, ξετυλίγονται τα τελευταία επεισόδια ενός προμελετημένου εγκλήματος κατά της κοινωνικής ασφάλισης, μπροστά στα μάτια του «αδαή» εργαζόμενου που δεν γνωρίζει από λογιστική, αλλά καταλαβαίνει πολύ καλά ότι για να «ζήσει» πρέπει να δουλεύει μέχρι να πεθάνει. Η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από το αυξημένο κόστος παροχών, τον κίνδυνο αύξησης του δημόσιου ελλείμματος, την επιβολή των διεθνών λογιστικών προτύπων κοκ. Παραλείπονται εσκεμμένα τα αποτελέσματα της εφαρμογής των ευρωπαϊκών κατευθύνσεων, ο απολογισμός των κυβερνήσεων, των αντιπολιτεύσεων, των τραπεζών, των διοικήσεων και όσων ακόμα κατασπατάλησαν την περιουσία των ταμείων, έδωσαν γη και ύδωρ στους εργοδότες, δούλεψαν επί δεκαετίες για να ξεκάνουν ότι μπορεί να θυμίζει κράτος πρόνοιας. Αυτός ο απολογισμός είναι αναγκαίος για να σβηστεί κάθε αυταπάτη που εμποδίζει την ανάπτυξη του αγώνα για την υπεράσπιση της κοινωνικής ασφάλισης, ενός αγώνα ζωής.

Η κοινωνική ασφάλιση αναπτύσσεται μαζί με τους αγώνες των εργαζόμενων. Το ΙΚΑ, ιδρύθηκε μόλις το 1937 έπειτα από πιέσεις των εργαζόμενων και λειτούργησε πολύ αργότερα. Από τα τέλη του 19ου αιώνα είχαν αρχίσει να συστήνονται ασφαλιστικά ταμεία με πρωτοβουλία των εργαζόμενων ανά επάγγελμα ή ειδικότητα. Το κράτος μόλις το 1961 πήρε την πρωτοβουλία να ιδρύσει τον ΟΓΑ (σημ. τότε ο αγροτικός πληθυσμός έφτανε σχεδόν το 57%). Η έλλειψη μιας συγκεκριμένης πολιτικής και ταυτόχρονα η ανάγκη από τη μεριά των εργαζόμενων να εξασφαλίσουν τις βασικές παροχές, οδήγησε στη δημιουργία ενός πολυδιασπασμένου και πολύπλοκου ασφαλιστικού συστήματος στη χώρα μας, το οποίο σήμερα -κι ενώ έχουν μεσολαβήσει αρκετές συγχωνεύσεις ταμείων- αποτελείται από 236 ταμεία κοινωνικής ασφάλισης (κύριας και επικουρικής σύνταξης, πρόνοιας, ασθένειας, αλληλοβοήθειας). Τα ταμεία αυτά διαφέρουν όσον αφορά στις παροχές ασφάλισης και σύνταξης και πολλές φορές η σύγκριση αναδεικνύει τεράστιες αποκλίσεις. Το βασικότερο επιχείρημα των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ., στην προσπάθειά τους να ξηλώσουν τα ασφαλιστικά κεκτημένα, ήταν το «νοικοκύρεμα» του ασφαλιστικού συστήματος και η εξίσωση των παροχών. Εξίσωση, όμως, που πάντα σήμαινε την προς τα κάτω «σύγκλιση» συντάξεων και παροχών όλων των εργαζομένων, κάτι που θα ικανοποιούσε και το πάγιο αίτημα των εργοδοτών για μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, στο πλαίσιο του διαρκούς περιορισμού του κόστους εργασίας.

Παρόλο που το κράτος δεν… πολυσκοτίστηκε για την ανάπτυξη της κοινωνικής ασφάλισης, «επιμελήθηκε» την καλύτερη εκμετάλλευση των πόρων των ταμείων, που προέρχονταν κυρίως από τις εισφορές των εργαζόμενων. Το 1950 τα ταμεία υποχρεώνονται με νόμο να καταθέτουν τα κεφάλαιά τους στην Τράπεζα της Ελλάδας με ένα εξευτελιστικό επιτόκιο κατάθεσης. Τα κεφάλαια αυτά αποτέλεσαν τα περίφημα θαλασσοδάνεια που πήρε δανεικά και αγύριστα το μεγάλο κεφάλαιο. Μετά το 1980, και κυρίως στη δεύτερη τετραετία ΠΑΣΟΚ, όταν μπαίνει πλέον ανοιχτά από την κυβέρνηση το ζήτημα της λειτουργίας με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, συντελείται και το μεγαλύτερο «κόλπο». Τα αποθεματικά των ταμείων στο πλαίσιο της «επένδυσής» τους παραχωρούνται στις τράπεζες, οι οποίες από τη μια κυριολεκτικά θησαυρίζουν με την περιουσία των εργαζομένων, ενώ από την άλλη λειτουργούν ως δίαυλος για να οδηγηθούν μέσω προνομιακών δανείων τα χρήματα των εργαζομένων στον αστισμό. Η λεηλάτηση των ταμείων ολοκληρώνεται, όταν οι διοικήσεις τους καταφεύγουν στον τραπεζικό δανεισμό, για να καλυφθούν, δήθεν, τα ελλείμματα, καταβάλλοντας στους τραπεζίτες επιτόκια της τάξης του 18%-25%!

Η άρνηση των εργοδοτών να καταβάλουν τις υποχρεώσεις τους και η υποστήριξη που είχαν από το κράτος, το οποίο ρύθμισε επίσημα τα χρέη τους δύο φορές (το 1982 και το 1985) αποτέλεσε τη δεύτερη μεγάλη αιτία για τα ελλείμματα των ταμείων. Το ίδιο το κράτος, σαν εργοδότης και παρέχων στήριξη στα ταμεία, χρωστάει σήμερα μόνο στο ΙΚΑ και μόνο για τις εισφορές των ασφαλισμένων μετά την 1/1/93, περίπου 3 δισ. ευρώ. Το αντίστοιχο ποσό για τους εργοδότες φτάνει τα 2,5 δισ. ευρώ. Από την εισφοροδιαφυγή, το ΙΚΑ χάνει ετησίως περίπου 1,5 δισ. ευρώ. Το έλλειμμα του ασφαλιστικού συστήματος σήμερα υπολογίζεται ότι είναι τεράστιο, αλλά ξεχνιούνται οι πολιτικές που το δημιούργησαν. Πολιτικές, οι οποίες συνεχίζονται στην ίδια νεοφιλελεύθερη γραμμή. Με μεγαλύτερη, βέβαια, ένταση από ό,τι τη δεκαετία του ’80, οι κυβερνήσεις «σπρώχνουν» τα αποθεματικά των ταμείων, δηλαδή, την περιουσία των εργαζομένων στις τσέπες των κεφαλαιοκρατών. Ήταν ξεκάθαρη πολιτική επιλογή του ΠΑΣΟΚ να διαθέσει τεράστια ποσά από τα ασφαλιστικά ταμεία στους κερδοσκόπους που θησαύρισαν από τη μεγάλη κομπίνα του χρηματιστηρίου. Και η συγκεκριμένη τακτική ντύθηκε και με μανδύα «νομιμότητας», που άνοιξε το δρόμο για την ολοκλήρωση της κλοπής. Το ανώτατο ποσοστό των αποθεματικών των ταμείων που μπορεί να επενδυθεί σήμερα είναι 23% και στόχος είναι να φτάσουμε τον ευρωπαϊκό μέσο του 70%. Σε απόλυτους αριθμούς η περιουσία των ταμείων σήμερα αγγίζει τα 25 δισ. ευρώ (κινητή και ακίνητη) και όπως καταλαβαίνει ο καθένας το φιλέτο είναι πολύ καλό για να μείνει ανεκμετάλλευτο από την αγορά.

Η ελαστικοποίηση της εργασίας, η ανεργία και η μαύρη εργασία –30% των Ελλήνων και ξένων εργαζόμενων είναι ανασφάλιστοι και 1 στις 7 επιχειρήσεις είναι αναπόγραφη για το ΙΚΑ- είναι η τρίτη σοβαρή αιτία για τα ελλειμματικά ταμεία. Η σχέση των καταβαλλόμενων εισφορών των ασφαλισμένων προς τις εισφορές της εργοδοσίας στο ΙΚΑ ήταν το 2001 1 προς 0,94 ενώ με βάση τις συμβατικές υποχρεώσεις των συμβαλλόμενων θα έπρεπε να είναι τουλάχιστον 1 προς 2. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι στο ΙΚΑ λειτουργούν πανελλαδικά μόνο 4 ελεγκτικά κέντρα, ενώ προβλέπεται η λειτουργία 13. Συγκεκριμένα, στην Αθήνα υπάρχουν 9 ελεγκτές ενώ οι θέσεις που προβλέπονται είναι 45 (16ο συνέδριο ΠΟΣΕ ΙΚΑ). Ουσιαστικά, δηλαδή, η «πριμοδότηση» των ελλειμμάτων αποτελεί ένα πολύ καλό μέσο ώστε να αποτελούν διαρκώς το πρόσχημα για το ξήλωμα των ασφαλιστικών δικαιωμάτων.

Στηριζόμενοι, λοιπόν, σε ό,τι καλλιεργούν τόσα χρόνια, Ε.Ε., κράτος και εργοδότες παρουσιάζουν μια τελείως πλαστή πραγματικότητα. Συνεχώς επαναλαμβάνουν ότι τα ελλείμματα οφείλονται στις υψηλές παροχές σύνταξης των ταμείων, στις αυξημένες δαπάνες για την υγεία (σπατάλη καταλογίζουν στους εργαζόμενους) που πρέπει να μειωθούν, παράλληλα με τη δραστική μείωση των εισφορών της εργοδοσίας και την αύξηση της συμμετοχής των ιδιωτικών εταιριών στον τομέα της ασφάλισης.

Σταδιακή και «με το νόμο» διάλυση

Τη 15ετία 1987-2002, οι κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ. και οι ενδιάμεσες συγκυβερνήσεις ψήφισαν μια σειρά νόμων και ρυθμίσεων με μοναδικό στόχο τη διάλυση της κοινωνικής ασφάλισης. Οδηγό για την αναδιάρθρωση του ασφαλιστικού συστήματος αποτέλεσε ο νόμος Σιούφα (ν.2084/92) που είναι πλήρως εναρμονισμένος με τις επιταγές της Λευκής Βίβλου της Ε.Ε. Ήταν ο νόμος που διαχώρισε τους εργαζόμενους σε νέους και παλιούς (ασφαλισμένοι πριν και μετά το ΄93) -με πολύ δυσμενέστερες προϋποθέσεις ασφάλισης για τους «νέους»- καθοριστικό στοιχείο για να μπορέσουν να ξεμπερδεύουν με τις κατακτήσεις των παλιότερων γενεών και να κατακερματίσουν τους εργαζόμενους. Ο νόμος Σιούφα αύξησε τα όρια ηλικίας και μείωσε τις συντάξεις δραματικά, τόσο για «παλιούς» όσο και για «νέους». Η αδυναμία εφαρμογής του οδήγησε σε αλλεπάλληλες τροποποιήσεις και βελτιώσεις του μέσα στη δεκαετία του ΄90. Το 2001, το νομοσχέδιο Γιαννίτση (σύνταξη στα 40 χρόνια εργασίας και όριο ηλικίας για όλους στα 65, κατάργηση βαρέων και ανθυγιεινών, περαιτέρω μείωση των συντάξεων, κατάργηση ταμείων και μείωση των κατώτατων συντάξεων κ.λπ.) αποσύρθηκε υπό την πίεση του αυθόρμητου αλλά μαζικότατου ξεσπάσματος των εργαζόμενων σε όλους τους κλάδους. Το παράδειγμα εκείνων των κινητοποιήσεων –που υπονομεύθηκαν από τον κοινωνικό διάλογο και την «αγοραφοβία» των δυνάμεων της επίσημης Αριστεράς- είναι χρήσιμο για τις σημερινές κινητοποιήσεις και τη δυνατότητα ή μη μιας νέας νίκης. Εξίσου χρήσιμες φάνηκαν, ωστόσο, και για τις κυβερνήσεις που διδάχτηκαν, ώστε οι επόμενες κινήσεις τους να χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερο «τακτ».

Συναινετικός «εκσυγχρονισμός» της ασφάλισης

Ο νόμος Ρέππα το 2002 αποτελεί την ουσιαστική αρχή για τη διάλυση του συστήματος της κοινωνικής ασφάλισης. Πέρασε στα μουλωχτά μέσα σε ένα κλίμα «διαλόγου» και «συναίνεσης», με τις ηγεσίες του υποταγμένου συνδικαλισμού –μόλις ένα χρόνο μετά την ανατροπή των σχεδιασμών Γιαννίτση- να υπακούουν στη γραμμή της κυβέρνησης, ξεπουλώντας ακόμα μια φορά τους εργαζόμενους και ενισχύοντας την απαξίωση του συνδικαλισμού.

Από την άλλη, η «επίσημη» Αριστερά, σαν να μην διδάχτηκε τίποτα από τις μαζικές κινητοποιήσεις εναντίον του νομοσχεδίου Γιαννίτση και υπηρετώντας τη μικροκομματική της τακτική, στην ουσία βοήθησε τις ηγεσίες των συνδικάτων στο ξεπούλημα. Οι ρυθμίσεις Ρέππα δεν έγιναν κορυφαίο ζήτημα συνολικά για την κοινωνία και τους εργαζόμενους.

Ο νόμος Ρέππα προβλέπει πολύ συγκεκριμένες αλλαγές, τις οποίες οι εργαζόμενοι βρίσκουν καθημερινά μπροστά τους:

– Επιβάλλει την ένταξη 8 ειδικών ταμείων στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ (ταμείο κύριας σύνταξης του ΙΚΑ) έως την 1.1.2008.

– Επιβάλλει την ενοποίηση των επικουρικών ταμείων ή την ένταξή τους στο ΙΚΑ-ΕΤΕΑΜ (ταμείο επικουρικής σύνταξης του ΙΚΑ), με προνομιακούς όρους για τους εργοδότες.

– Θεσπίζει ασφαλιστικό σύστημα 3 πυλώνων – κύριας, επικουρικής και ιδιωτικής ασφάλισης με την εισαγωγή του θεσμού των επαγγελματικών ταμείων.

– Θεσμοθετεί την «Εθνική αναλογιστική αρχή» που ασκεί έλεγχο στα οικονομικά μεγέθη όλων των ταμείων και «εισηγείται τη λήψη των αναγκαίων μέτρων».

«Λύση» σε ευρωπαϊκή κατεύθυνση…

Μέχρι το 2006 η κυβέρνηση Καραμανλή καλείται να απαλλαγεί από τον αναχρονισμό της κοινωνικής ασφάλισης και να εναρμονιστεί με το στόχο που περιγράφεται στο ευρωπαϊκό «σχέδιο δράσης για τη στρατηγική της Λισσαβόνας»: Επιμήκυνση του χρόνου εργασίας, συμψηφισμός σύνταξης και μισθού, βελτίωση του δείκτη απασχόλησης στις ηλικίες μεταξύ 55-64, αύξηση ορίων συνταξιοδότησης πάνω από τα 65. Στο Πρόγραμμα Σταθερότητας που κατέθεσε στην Ε.Ε. η κυβέρνηση, επισημαίνεται η αύξηση των ασφαλιστικών δαπανών και υπάρχει έμμεση δέσμευση να μελετήσει εντός του 2005 πρόσθετα μέτρα. Έτσι δεν ξενίζει η τελευταία δήλωση του Αλογοσκούφη προς το προεδρείο της ΟΤΟΕ, ότι ο ν. Ρέππα «έχει ατέλειες και προβλήματα» και είναι πιθανό να έχουμε σύντομα ακόμα χειρότερες εξελίξεις στο ζήτημα του ασφαλιστικού.

Μάθημα προς πολλές κατευθύνσεις πρέπει να αποτελέσουν οι τελευταίες εξελίξεις στο ασφαλιστικό. Μάθημα προς τις δυνάμεις που περιορίζουν τη διεκδίκηση στα πλαίσια ενός κλάδου ή επιβάλλουν τον οργανωτικό διαχωρισμό των εργαζόμενων. Μάθημα προς όσους δεν αντιλαμβάνονται ότι οι συνεχείς υποχωρήσεις και η ανάδειξη του κοινωνικού διαλόγου σε ανώτερη μορφή πάλης του εργατικού κινήματος οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε στρατηγικές ήττες και στον απόπατο τα δικαιώματα των εργαζόμενων. Η επίθεση στο ασφαλιστικό των Τραπεζών αλλά και οι αλλαγές που προωθούνται στο εργασιακό καθεστώς των ΔΕΚΟ αποτελούν το όχημα για το σάρωμα των ασφαλιστικών και εργασιακών δικαιωμάτων και κεκτημένων όλων των εργαζόμενων.

Στόχος είναι να πλησιάσουμε τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, όπου πάνω από το 10% των ασφαλιστικών υπηρεσιών παρέχονται από ιδιωτικές εταιρίες και οι προσπάθειες των κυβερνήσεων εντατικοποιούνται προκειμένου να μεγαλώσει το ποσοστό αυτό. Στόχος είναι το πέρασμα από το «αναδιανεμητικό σύστημα στο κεφαλαιοποιητικό» και από ένα σύστημα εγγυημένων παροχών σε ένα σύστημα εγγυημένων εισφορών (των εργαζόμενων) που να μυρίζει περισσότερο φιλελευθερισμό και λιγότερο κράτος πρόνοιας.

Η θέση της ΚΟΕ: Μαζικοί, ενωτικοί αγώνες

Η κοινωνική ασφάλιση δεν είναι υπόθεση που αφορά μόνο τους συνδικαλιστές ή τις ομάδες εργαζομένων που κάθε φορά πλήττονται. Η κοινωνική ασφάλιση αφορά ολόκληρη την κοινωνία. Δεν είναι θέμα αριθμών και πολύ περισσότερο «ειδικών», που με οικονομοτεχνικές μελέτες μπορούν να δίνουν τη μια ή την άλλη κατεύθυνση. Είναι κορυφαίο κοινωνικό δικαίωμα-κατάκτηση και ως τέτοιο πρέπει να αντιμετωπίζεται από τους συνδικαλιστές και την Αριστερά. Η ανατροπή των σχεδιασμών Γιαννίτση, που επιτεύχθηκε ακριβώς επειδή (χωρίς «καθοδήγηση» και «ειδικούς») το ασφαλιστικό έγινε υπόθεση της κοινωνίας, σε αντίθεση με το νόμο Ρέππα, βάζει ξεκάθαρα τα καθήκοντα. Μόνο με μαζικούς–ενωτικούς αγώνες ανατρέπονται συσχετισμοί και επιτυγχάνονται νίκες για τους εργαζόμενους.

Η πολιτική Ε.Ε. και κυβέρνησης μπορεί να ηττηθεί

• Όχι στη συνδιαλλαγή και τον υποταγμένο συνδικαλισμό.

• Καμιά υποχώρηση από τα κεκτημένα των ειδικών ταμείων.

• Να καταργηθούν όλοι οι αντιασφαλιστικοί νόμοι.

• Κράτος και εργοδοσία να επιστρέψουν τα κλεμμένα. Να σταματήσει ο χρηματιστηριακός τζόγος με τα αποθεματικά των ταμείων.

• Σύνταξη στα 55 για τους άνδρες και στα 50 για τις γυναίκες ίση με το 100% του τελευταίου συντάξιμου μισθού.

• Κοινωνική σύνταξη ίση με τον κατώτερο μισθό για όσους δεν πληρούν τις προϋποθέσεις με τα ίδια όρια ηλικίας.

• Κατάργηση των εισφορών των εργαζόμενων.

• Δημόσια κοινωνική ασφάλιση – καμιά ιδιωτική εταιρία στο χώρο της κοινωνικής ασφάλισης.

Οι στόχοι των αλλαγών

Οι διακηρυγμένοι στόχοι των Βρυξελλών για το ασφαλιστικό είναι ξεκάθαροι, όπως ξεκάθαρη είναι και η συναίνεση των δύο Δεξιών, παρά τις για το θεαθήναι αντιδράσεις του ΠΑΣΟΚ.

Οι αλλαγές που προωθούνται έχουν συγκεκριμένους στόχους:

• Αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης από 5 έως 10 χρόνια και μείωση των αποδοχών.

• Περικοπές των πρόωρων και αναπηρικών συντάξεων και, επίσης, περιορισμό των αποδοχών.

• Σταδιακό ψαλίδισμα -με στόχο την κατάργηση- των βαρέων και ανθυγιεινών επαγγελμάτων.

• Ένταξη στο ΙΚΑ των ταμείων των ΔΕΚΟ και των τραπεζών, με απαλλαγή των τραπεζών από τις υποχρεώσεις τους απέναντι στα ταμεία.

• Ενοποίηση των επικουρικών ταμείων.

• Είσοδος των ασφαλιστικών εταιριών στην κοινωνική ασφάλιση, με τη ίδρυση επαγγελματικών ταμείων.

Οι τράπεζες «πιλότος» του ξηλώματος

Αφορμή για να ξεκινήσει ο νέος γύρος με κέντρο τις τράπεζες έδωσε η υποχρέωση εφαρμογής των διεθνών λογιστικών προτύπων (ΔΛΠ) στις εισηγμένες επιχειρήσεις που υποχρεώνουν την εγγραφή του αναλογιστικού ελλείμματος του ταμείου ασφάλισης στον ισολογισμό, μειώνοντας το δείκτη επάρκειας κεφαλαίων. Το θέμα ανοίγει στα μέσα Νοέμβρη ο Προβόπουλος -διοικητής της Εμπορικής- απαιτώντας την άμεση απαλλαγή του από το ταμείο των εργαζόμενων και ακολουθεί μπαράζ προτάσεων από τις μεγάλες τράπεζες, με κοινό παρανομαστή την ένταξη όλων των τραπεζοϋπαλλήλων στο ΙΚΑ, τη διάλυση των επικουρικών ταμείων και την αντικατάστασή τους από επαγγελματικά (βλ. ιδιωτική ασφάλιση) και την απαλλαγή τους από τις εισφορές και την κάλυψη των ελλειμμάτων.

ΟΤΟΕ

Η ΟΤΟΕ τηρεί «στάση αναμονής» μέχρι τα μέσα Γενάρη, κι ενώ βρίσκονται σε εξέλιξη τα προγράμματα εθελουσίας εξόδου στην Εθνική, στην Εμπορική και στην Πειραιώς που αποδυναμώνουν ακόμα περισσότερο τα ταμεία καθώς αυξάνουν την αναλογία συνταξιούχων προς εργαζόμενους. Στις αρχές Νοέμβρη έχουν ήδη προκηρυχθεί δύο 24ωρες απεργίες από τους συλλόγους της Εμπορικής και της Εθνικής για τις οποίες δεν γίνεται καμία συζήτηση πέραν του χώρου των συγκεκριμένων τραπεζών. Στις 31 Γενάρη η ΟΤΟΕ προκηρύσσει προειδοποιητική απεργία και 24ωρες επαναλαμβανόμενες απεργίες κάθε Δευτέρα του Φλεβάρη, εκλιπαρώντας παράλληλα την κυβέρνηση και τους τραπεζίτες να ανοίξουν τον κοινωνικό διάλογο. Προς ένδειξη καλής θέλησης αναστέλλει και την πρώτη απεργία του Φλεβάρη και τελικά σύρεται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με βασική θέση την εφαρμογή του ν. Ρέππα, την ένταξη όλων των τραπεζοϋπαλλήλων στο ΙΚΑ και τη δημιουργία Ενιαίου Επικουρικού Ταμείου για τις Τράπεζες. Από τη γραμμή για ένα ενιαίο ταμείο κύριας και επικουρικής ασφάλισης στα πρότυπα της Εμπορικής (βλ. ΤΕΑΠΕΤΕ) τη δεκαετία του ’90, η ΟΤΟΕ πέρασε στην υπεράσπιση του ν. Ρέππα και μαζί με τη ΓΣΕΕ καταγγέλλει την κυβέρνηση ότι δεν τον εφαρμόζει! Στο τραπέζι του κοινωνικού διαλόγου η ΟΤΟΕ συνάντησε τις προειλημμένες αποφάσεις της κυβέρνησης (πολύ χειρότερες και από το ν. Ρέππα) και αναγκάστηκε να αποσυρθεί προς μεγάλη της στενοχώρια και να επιστρέψει στον απεργιακό αγώνα κάνοντας υπομονή μέχρι να ξεθυμάνει, σαν φυσικό επακόλουθο της εγκατάλειψης των εργαζόμενων, και συνεχίζοντας τις εκκλήσεις για να ξαναρχίσει ο διάλογος με νέους όρους.