Διότι δεν συνεμορφώθην προς τας υποδείξεις… του Τάκη Πολίτη

Η προσπάθεια τρομοκράτησης όσων αντιστέκονται αποτελεί μια σκληρή πραγματικότητα – που όμως μπορεί να φτάσει και σε επίπεδο γελοιότητας, όπως συμβαίνει με την προσχηματική ποινική δίωξη εναντίον του πανεπιστημιακού Τάκη Πολίτη. Την ίδια ώρα, η δικαστική δικαίωση της δημοσιογράφου Μαρίνας Μεϊντάνη με την καταδίκη της Vodafone για παραβίαση του απορρήτου δείχνει ότι οι διάφοροι μηχανισμοί εξουσίας δεν είναι τόσο παντοδύναμοι όσο θα ήθελαν να πιστεύουμε.

Η ποινική δίωξη εναντίον μου για “απάτη εις βάρος του δημοσίου” και “παράνομο περιουσιακό όφελος” για το ιλιγγιώδες ποσό των 372,75 ευρώ, είναι προφανώς προσχηματική. Αποσκοπούσε, όταν ξεκίνησε πριν από τρία χρόνια –τον Μάρτη του 2006– από τις τότε πρυτανικές αρχές, εν μέσω κινητοποιήσεων και καταλήψεων του συνόλου σχεδόν των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων με αφορμή τον νόμο Γιαννάκου, στην τρομοκράτηση όσων πανεπιστημιακών σταθήκαμε με σθένος απέναντι στην κυβερνητική πολιτική της απαξίωσης και ιδιωτικοποίησης του Πανεπιστημίου και στο πλευρό του φοιτητικού κινήματος που αγωνιζόταν για την υπεράσπιση του δημόσιου και δημοκρατικού χαρακτήρα του Πανεπιστημίου.

Υποκινητής αυτής της –κωμικοτραγικής, πλην επικίνδυνης– δίωξης, ο τότε αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας (ΠΘ) Άγγελος Κότιος, πρώην σύμβουλος της γερμανικής κυβέρνησης για θέματα του οργανισμού διεθνούς εμπορίου, ο οποίος μάλλον θέλησε να αναβιώσει τις παλιές καλές μέρες της ΕΡΕ. Σε συνέντευξή του στα τοπικά ΜΜΕ αποκάλυψε ότι τουλάχιστον εγώ, ενώ είχα κάνει γνωστή στον τύπο την πρόθεσή μου να απεργήσω υλοποιώντας απόφαση του Συλλόγου μου –στον οποίο ήμουν τότε πρόεδρος– αρνήθηκα να το δηλώσω και εγγράφως, όπως επίμονα ζητούσε από τους απεργούς πανεπιστημιακούς η τότε πρυτανική αρχή. Την επόμενη μέρα όλα τα τοπικά φύλλα κυκλοφόρησαν με τίτλο “Πανεπιστημιακοί τζάμπα μάγκες”, υιοθετώντας έκφραση του Α. Κότιου σε αναφορά του στο πρόσωπό μου. Αποτέλεσμα αυτής της πρωτότυπης συνέντευξης ήταν η παρέμβαση του τότε εισαγγελέα Βόλου για διεξαγωγή αυτεπάγγελτης προκαταρκτικής έρευνας.

Την πόρτα του γραφείου της πταισματοδίκη που διενήργησε την προκαταρκτική έρευνα, κλήθηκαν να περάσουν 40 περίπου μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας του ΠΘ: Πρύτανης, Αντιπρυτάνεις, Πρόεδροι Τμημάτων, ΔΣ Συλλόγου ΔΕΠ, διοικητικοί προϊστάμενοι, εκπρόσωποι φοιτητών. Ζητούμενο, ο εντοπισμός καθηγητών που απέργησαν, δεν λειτούργησαν ως δηλωσίες καταθέτοντας την επιζητούμενη δήλωση και δεν υπέστησαν περικοπή αποδοχών. Η προσωπική μου στάση ενώπιον της πταισματοδίκη ήταν η προάσπιση του αυτοδιοίκητου του πανεπιστημίου. Προφανώς ο εισαγγελέας δικαιούται να διερευνήσει πιθανές έκνομες ενέργειες που άπτονται της πανεπιστημιακής ζωής, οφείλει όμως και να σεβαστεί το αυτοδιοίκητο του πανεπιστημίου, επομένως νομιμοποιείται να καλέσει προς εξέταση τον πρύτανη και μόνο. Αν ο τελευταίος δεν γνωρίζει να απαντήσει στις εισαγγελικές ερωτήσεις, τότε δικαιούται να καλέσει τα υπόλοιπα 39 μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας, να ρωτήσει, να μάθει και να επανέλθει στον εισαγγελέα. Μη αποδεχόμενος τη διαδικασία, μη συναινώντας στην προσπάθεια παραβίασης του αυτοδιοίκητου του πανεπιστημίου, δεν απάντησα σε καμιά επί της ουσίας ερώτηση, εξηγώντας στην εισαγγελία την στάση μου.

Η περικοπή αποδοχών των εργαζομένων –και βεβαίως και των πανεπιστημιακών– μετά από απεργιακή κινητοποίησή τους, δεν μπορεί να θεωρείται ούτε δεδομένη, ούτε κοινωνικά δίκαιη και αυτονόητη. Η περικοπή ή μη αποδοχών απεργών δεν αποτελεί ζήτημα “ηθικής” τάξης, αλλά αποτελεί πάντοτε ζήτημα συσχετισμών μεταξύ εργαζόμενων και εργοδοσίας. Πολλές μεγάλες απεργιακές κινητοποιήσεις, με χαρακτηριστική αυτή της ΟΛΜΕ στο τέλος της δεκαετίας του ’80, τελείωσαν με ακροτελεύτιο όρο την μη περικοπή των αποδοχών των απεργών για τις ημέρες της απεργίας τους. Ο μισθοσυντήρητος εργαζόμενος, ο οποίος εξοικονομεί τα προς το ζην από την καθημερινή του εργασία, έχει δικαίωμα στη ζωή, όχι μόνο όταν εργάζεται, αλλά ακόμα και όταν απεργεί, διεκδικώντας δίκαια αιτήματά του.

Το έργο των πανεπιστημιακών είναι σύνθετο: διδακτικό, ερευνητικό και διοικητικό. Από τις τρεις μορφές έργου, το ερευνητικό δεν είναι στενά χρονοπροσδιορισμένο, η διεξαγωγή του δεν απαιτεί φυσική παρουσία στον πανεπιστημιακό χώρο, η αποτίμησή του δεν μπορεί να γίνεται σε ημερήσια βάση. Το διοικητικό έργο των πανεπιστημιακών επιτελείται με προβλεπτικό τρόπο, έτσι ώστε να μην βλάπτεται από προγραμματισμένες απεργιακές κινητοποιήσεις. Το διδακτικό έργο δεν αποτελεί καθημερινή υποχρέωση των πανεπιστημιακών. Ακόμα όμως και αν δεν διεξαχθούν μαθήματα λόγω απεργιακής κινητοποίησης, το σύνολο σχεδόν των μαθημάτων αυτών συνήθως αναπληρώνονται μετά το τέλος της κινητοποίησης, με υπερωριακή μη αμειβόμενη εργασία, είτε σε ελεύθερες μαθημάτων ώρες, είτε τα σαββατοκύριακα, είτε με παράταση του διδακτικού εξαμήνου.

Επομένως, η άμεση περικοπή αποδοχών πανεπιστημιακών για συμμετοχή τους σε απεργία, όχι μόνο δεν αποτελεί αυτονόητη λογική συνέπεια, αλλά αντίθετα, δεν μπορεί παρά να εκληφθεί ως φρονηματική ποινή, ως τιμωρητικού χαρακτήρα ενέργεια από μεριάς διοικήσεων πανεπιστημίων που συντάσσονται με την κυβερνητική πολιτική, ως προσπάθεια εκφοβισμού των πανεπιστημιακών, με προσδοκώμενο αποτέλεσμα την απομαζικοποίηση των απεργιακών κινητοποιήσεων.

Η συνέχιση της δίωξης και η διεξαγωγή της δίκης μου τη Δευτέρα 11/5 στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Βόλου είναι φανερό ότι στοχεύει στην ποινικοποίηση του δικαιώματος της απεργίας, στην καταστολή των συλλογικών διεκδικήσεων και στην κάμψη κάθε είδους συνειδητής αντίστασης. Είναι προφανές ότι αυτή η δίωξη δεν αφορά μόνο το πρόσωπό μου, αλλά το σύνολο του εκπαιδευτικού κινήματος.

Τάκης Πολίτης,
Επίκουρος καθηγητής Παιδαγωγικού Τμήματος
Δημοτικής Εκπαίδευσης Πανεπιστημίου Θεσσαλίας,
πρώην ειδικός γραμματέας ΠΟΣΔΕΠ,
πρώην πρόεδρος Ενιαίου Συλλόγου
Διδασκόντων Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.