Διάλογος για την Αριστερά

Η Αριστερά αν δεν προχωρήσει θα πέσει…  

Η εφημερίδα “Αριστερά!” από το τεύχος 210 (10/01/2007), έως το τεύχος 217 (27/04/2007) δημοσίευσε έναν διάλογο σχετικά με την κατάσταση του αριστερού κινήματος. Στον διάλογο αυτό δώσαμε το λόγο κυρίως σε αγωνιστές και αγωνίστριες της κοινωνικής Αριστεράς. Προσπαθήσαμε να ακούσουμε τις απόψεις και τους προβληματισμούς όχι των πρωτοκλασάτων επωνύμων της πολιτικής Αριστεράς, αλλά κυρίως τη φωνή ανθρώπων με συγκεκριμένη παρουσία και ιστορία σε όλους τους κοινωνικούς χώρους. Πιθανά ο προβληματισμός και οι αγωνίες όλων αυτών να ανιχνεύουν με πιο συγκεκριμένο τρόπο τα βήματα που είναι αναγκαία για να αλλάξουν τα πράγματα στην Αριστερά.

Ο διάλογος αυτός έγινε με βάση τις παρακάτω ερωτήσεις:

1. Πώς χαρακτηρίζετε τη σημερινή κατάσταση της Aριστεράς; Eίναι αναγκαία και εφικτή η ενωτική δράση της;

2. Ποια είναι η άποψή σας για την πρόταση συγκρότησης ενός πολιτικού και κοινωνικού μετώπου ανατροπής του νεοφιλελευθερισμού, όπως διατυπώθηκε από την KOE;

3. Θα μπορούσε μια κοινή εκλογική παρέμβαση να «κάνει την έκπληξη» στις επικείμενες βουλευτικές εκλογές;

Ακολουθούν οι απαντήσεις των 41 συναγωνιστών που πήραν μέρος στο διάλογο από τις στήλες της εφημερίδας μας.

 

 

Κώστας Παπαδάκης, δικηγόρος

 

1. Η Αριστερά διανύει τα πρώτα βήματα στον δεύτερο κύκλο της ιστορίας της. Πορεύεται ακόμη με τα παραδοσιακά της εφόδια, μοντέλα και εργαλεία, αλλά η αναμέτρηση ανάμεσα στο παλιό και το νέο είναι διάχυτη. Ανασυντίθεται με αργούς ρυθμούς και με εμφανή ακόμη την αδυναμία να διακρίνει τι πρέπει να κρατήσει και τι να αφήσει. Και είναι φυσικό αυτό, αφού η «κληρονομιά» της περικλείει ταυτόχρονα και τις αξίες και τα βάρη της. Ωστόσο υπάρχει, όπως βέβαια και οι αντικειμενικές συνθήκες που γέννησαν την ύπαρξή της.

 

Στην Ελλάδα, η μεταπολιτευτική περίοδος ανέδειξε τρία διακριτά πολιτικά ρεύματα στο χώρο της Αριστεράς: Το ρεφορμιστικό – συνδιαχειριστικό (ΚΚΕ εσ. – ΑΑ, ΕΑΡ, ΣΥΝ), το παραδοσιακό (ΚΚΕ) και το αγωνιστικό (την «εξωκοινοβουλευτική» αριστερά). Ρεύματα όχι κατ’ ανάγκη ενιαία στο εσωτερικό τους (ιδίως το τρίτο), που όμως κατά κύριο λόγο δραστηριοποιούνται ενιαία. Οριζόμαστε στο τρίτο ρεύμα.

 

Στα χρόνια της πολιτικής μου εμπειρίας σπάνια θυμάμαι ενωτική δράση. Ο σεχταρισμός και η προβοκατορολογία του ΚΚΕ απέναντι στις άλλες δυνάμεις υπήρξε καθοριστικός ακόμη και σε κορυφαίες κινηματικές συγκρούσεις. Άλλοτε, πάλι, η όποια «ενωτική» δράση επιβλήθηκε από τη συγκυρία και τους συσχετισμούς. Στο χώρο του ΣΥΝ (και παλιότερα του ΚΚΕ εσ.), πάντα υπήρχε μια αγωνιστική τάση που συγκρούονταν με την κυρίαρχη, αλλά δε νίκησε ποτέ. Ανάλογα με την έκβαση της διαπάλης ανοίγονταν περιθώρια ενωτικής δράσης.

 

Με τα σημερινά, λοιπόν, δεδομένα δεν διαφαίνονται περιθώρια εφικτής ενωτικής δράσης, οπότε και είναι περιττό να συζητάμε την αναγκαιότητα. Ας μην ξεχνάμε, όμως, ότι το αύριο δεν είναι σήμερα.

 

2. Οι κοινωνικοί αγώνες ξεκινούν από τη βάση. Η πάλη ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό είναι διάχυτη στις κινητοποιήσεις της περιόδου (συμβασιούχοι, εκπαιδευτικοί, λιμενεργάτες). Όταν, όμως, τα «προγράμματα πάλης» δεν ανεβαίνουν από κάτω προς τα πάνω, γιατί να εκτιμηθεί ότι μπορεί (αν γίνει δεκτό ότι πρέπει) να συμβεί και το αντίθετο;

 

Με τις σκέψεις αυτές πιστεύω ότι η πρόταση ξεκινάει ανάποδα και μάλλον είναι προβληματική. Παρόμοιες προτάσεις έχουν τεθεί και από άλλες δυνάμεις (ΑΚΟΑ, ΑΡΑΝ) χωρίς αποτέλεσμα. Αυτό δεν σημαίνει, φυσικά, ούτε πως διαφωνώ με την κατεύθυνση, ούτε ότι θεωρώ τις προτάσεις σας κακές, ούτε ότι μου είναι αδιάφορα η κινητικότητα που θα προκύψει στην υλοποίησή της.

 

Το θέμα του περιεχομένου, που είναι το πιο σημαντικό, ελάχιστα θίγεται στην πρόταση. Άποψή μου είναι, πάντως, ότι η αντίσταση στην επικείμενη συνταγματική αναθεώρηση είναι αυτό που κατ’ εξοχήν την περίοδο αυτή συμπυκνώνει, ενοποιεί, πολιτικοποιεί και συνθέτει τα κοινωνικά και πολιτικά μέτωπα που υπάρχουν, ενώ δίνει πολλές δυνατότητες και για νέα.

 

Αν αφουγκραστούμε τις επιπτώσεις της στους κοινωνικούς μας χώρους και τις αναλύσουμε πολιτικά, νομίζω ότι θα έχουμε κάνει μεγάλα βήματα για την αποκατάσταση του περιεχομένου. Αυτό προτείνω. Και τα περιθώρια εύρους κοινωνικής αντίστασης δείχνουν πολύ σημαντικά. Αναλογιστείτε πχ τις αντιδράσεις στο ΠΑΣΟΚ για το άρθρο 16. Όσο για τον δικομματισμό, διόλου δεν συμφωνώ ότι είναι αλώβητος (ιδού και το παράδειγμα). Τι θα έπρεπε να πούμε τότε για τον δικομματισμό της περιόδου Κ. Μητσοτάκη – Α. Παπανδρέου; Απλώς η αριστερά είναι ανίκανη να δώσει εναλλακτική λύση.

 

3. Οι συγκυρίες δεν επαναλαμβάνονται. Πρόσφατο παράδειγμα η σύγκριση εκλογικών αποτελεσμάτων ευρωεκλογών 1999 – βουλευτικών 2000. Η πολιτική συγκυρία των τελευταίων δημοτικών και νομαρχιακών εκλογών ήταν άριστη από κάθε άποψη για να «γίνει παντού η έκπληξη». Και έγινε σε αρκετούς δήμους και νομαρχίες. Ωστόσο δεν υπήρξε η απαιτούμενη «υποκειμενικού ωριμότητα» των δυνάμεων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς για να αξιοποιήσει την κινηματική δυναμική της περιόδου και να πάρει το εισιτήριο για την κεντρική πολιτική σκηνή. Με αποτέλεσμα να μείνει άλλη μια φορά στο περιθώριό της.

 

Αυτό δε συνιστά, κατ’ ανάγκη, αρνητική απάντηση. Η εκλογική παρέμβαση είναι αναγκαία και η απουσία αυτής στοιχίζει ακριβά στην προσπάθεια πολιτικής συγκρότησης. Άλλο τόσο, οι επιτυχημένες παρεμβάσεις βοηθούν και οι αποτυχημένες (και σε βουλευτικές εκλογές μόνο τέτοιες έχουμε γνωρίσει) απογοητεύουν.

 

Όπως και να έχει η συγκυρία πάντως και ανεξάρτητα από το αν «θα γίνει η έκπληξη», η άποψή μου στο ερώτημα ήταν πάντα κατ’ αρχήν θετική στην κοινή κάθοδο (όχι βέβαια με το ΚΚΕ ή τον Συνασπισμό) των δυνάμεων του τρίτου πόλου. Η μακρόχρονη και σταθερή ανάδειξή του στους κοινωνικούς χώρους, με αξιοπρόσεκτο κύρος και ποσοστά, δείχνει ότι δεν είναι ανώριμη η προσδοκία της κεντρικής πολιτικής έκφρασης. Εάν το καταξιωμένο «συσπειρωσιακό» μοντέλο ήταν ο οδηγός μας και στην εκλογική πρακτική, θα είχαμε πετύχει. Δυστυχώς όμως ο κόσμος της κινηματικής αριστεράς δεν έχει επιβληθεί στο ρεύμα. Έτσι οι σεχταρισμοί και οι υποκειμενικές ανεπάρκειες στερούν τη δυνατότητα αυτή. Θα είναι πάντα έτσι;

 

Σας ευχαριστώ θερμά που με τιμήσατε με την επιλογή του προσώπου μου και τη φιλοξενία των απόψεών μου.

 

 

 

Σπύρος Γάκης, μέλος Δημοτικής Κίνησης Καρδίτσας

 

Η σημερινή κατάσταση της αριστεράς, ή αλλιώς «τι είχες Γιάννη, τι είχα πάντα»

 

1. Η σημερινή κατάσταση της αριστεράς αποτελεί συνέχεια της μακρόχρονης παθογένειάς της. Παρ’ όλα τα τραντάγματα που υπέστη η αριστερά, μετά την εκκωφαντική κατάρρευση του συστήματός της σ΄ όλες του τις εκδοχές, εξακολουθεί να παραμένει στην αυτάρεσκη επάρκειά της.

 

Η κάθε εστία της οργανωμένης έκφρασης της αριστεράς περιφρονεί τον ιδιαίτερο αυτοπροσδιορισμό της, χωρίς καμία προσπάθεια ενοφθαλμισμού, κάθε σκέψη μιας στοιχειώδους συνύπαρξης αντιμετωπίζεται σαν μολυσματική κατάσταση. Το κύριο στοιχείο που τη χαρακτηρίζει είναι οι δεδομένες μοναχικές διαδρομές. Η κάθε εστία, κατά κύριο λόγο, συνεχίζει την επιλεγμένη μοναχική διαδρομή.

 

Για κάθε νοήμονα άνθρωπο της αριστεράς η αντιμετώπιση των συμπληγάδων του δικομματισμού που κονιορτοποιούν κάθε μερική απόπειρα αντίστασης, είναι αυτονόητο πως απαιτείται η ενωτική δράση των εστιών της αριστεράς σε πανελλαδικό επίπεδο. Είναι, όσο ποτέ άλλοτε, όχι μόνο αναγκαία αλλά και επιβεβλημένη αυτή η ενωτική δράση.

 

Για κάθε νοήμονα άνθρωπο της αριστεράς η ολομέτωπη επίθεση του νεοφιλελευθερισμού, που ακούει στο όνομα της «μεταρρύθμισης»,που καταργεί κάθε προηγούμενη κατάχτηση των εργαζομένων, που αποτελεί μια λεηλασία ενός δεδομένου τρόπου ζωής των μαζών, καθιστά αναγκαίο έναν πολιτικό πόλο συσπείρωσης, για να υπάρξει στο κοινωνικό σώμα μια αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση.

 

Μοναδικός όρος για την συγκρότηση ενός πολιτικού πόλου είναι η χωρίς περιστροφές αντιπαράθεση στο δικομματισμό, είναι η υποστήριξη και οργάνωση των λαϊκών κινητοποιήσεων ενάντια στις καταιγιστικές «μεταρρυθμίσεις».

 

Η ενωτική δράση των υποκειμένων της αριστεράς πρέπει να βρεθεί, να οικοδομηθεί και να αντιστοιχηθεί με τη διάχυτη λαϊκή δυσφορία απέναντι στα καταιγιστικά μέτρα που παίρνει ο νεοφιλελευθερισμός είτε τύπου ΝΔ, είτε ΠΑΣΟΚ. Να αποτελέσει ανάχωμα στην υποβάθμιση όλων των πτυχών της ζωής. Τα λαϊκά στρώματα δέχονται μια αφόρητη πίεση μέσα από απανωτές επιθέσεις. Η οργάνωση της αντίστασης είναι το μοναδικό ζητούμενο. Σ’ αυτήν την πολιτική ενότητα των υποκειμένων της αριστεράς έχουν θέση όλοι εκείνοι που αντιτίθενται στο νεοφιλελεύθερο δικομματισμό, ακόμα και οι πιο ασταθείς.

 

Όλοι οι πόλοι της αριστεράς μιλάνε για ενιαίο μέτωπο κοινωνικής αντιπαράθεσης στο νεοφιλελευθερισμό – δικομματισμό, αλλά αντιδρούν στο να υπάρξει ένα ενιαίο πολιτικό μέτωπο και εδώ, ακριβώς, οικοδομείται η αναξιοπιστία της αριστεράς. Το ‘χουμε, άλλωστε, ακούσει κατ’ επανάληψη: «μα και σεις βρε παιδί μου, είσαστε χίλια κομμάτια», κι εμείς μπαίνουμε στον άχαρο ρόλο να βυζαντινολογούμε χρόνια τώρα για τις μεγάλες μας διαφορές, χωρίς να γινόμαστε εν τέλει πιστευτοί από κανέναν.

 

Τι επιβάλλεται να κάνουμε;

 

Να εγκαταλείψουμε τη λογική της συντήρησης του πιστού εκκλησιάσματος. Να ανοίξουμε τις σελίδες σ’ όλες τις σκέψεις και τους προβληματισμούς που υπάρχουν πάνω σε ένα απέραντο χορό θεμάτων. Να συσπειρώσει όλα τα ρυάκια μέσα από ένα δημιουργικό διάλογο σε τομείς όπως οικονομικό, ιδεολογικό, πολιτικό, πολιτιστικό, κινηματικό, μορφές πάλης. Να υπάρχουν δεκάδες και εκατοντάδες συνευρέσεις με βάση τα θεματικά αντικείμενα.

 

Για να συσπειρωθούν τα ευαίσθητα, κοινωνικά, άτομα που υπάρχουν και ασφυκτιούν μέσα στο σημερινό πολιτικό κλίμα, πρέπει η απεύθυνση να είναι πολυεπίπεδη. Δε φτάνει να αναμασάμε τα αυτονόητα περί επίθεσης του νεοφιλελευθερισμού, πρέπει να αγγίξουμε το νου και τις καρδιές των ανθρώπων. Να γίνει ο λόγος μας τέτοιος, που να τον ζητούν οι αναγνώστες σαν διψασμένοι. Πόσα και πόσα έντυπα της αριστεράς δεν κυκλοφορούν μέσα στη γενική αδιαφορία, πόσα και πόσα έντυπα δεν κυκλοφορούν μόνο και μόνο για να κυκλοφορούν!

 

Πρέπει να καταλάβουμε πως οι αναγνώστες αναζητούν αλλού την πνευματική τους ικανοποίηση, δέχονται χιλιάδες ερεθίσματα και εμφορούνται από χιλιάδες ερωτηματικά… κι εμείς; Εμείς μόνο στον καταγγελτικό λόγο!

 

Πρέπει κάποια στιγμή να αντιληφθούμε πως η απεύθυνση, σε επίπεδο λόγου γραπτού, είναι το ίδιο δύσκολη με την αγωνία του άνεργου να βρει μια δουλειά, μα τα βασικότατα ερωτήματα που κατέχουν τους ανθρώπους στο πώς θα τα βγάλουν πέρα.

 

Έχω τη γνώμη πως αυτή η δυσκολία μας διαφεύγει και την απαντούμε, μάλλον, με εύκολο και ξεφορτωματικό τρόπο. Είναι πολύ σημαντικό να αναζητήσουμε τις συγγραφικές δυνάμεις που υπάρχουν δίπλα μας και που είναι διατεθειμένες, χωρίς αμοιβή, να μας δώσουν ολόδροσα κείμενα πάνω στον γενικό πολιτικό καμβά της αντιπαράθεσης. Ένα μικρό διάζωμα για τον σημερινό άνεργο αξίζει όσο χίλια άρθρα που καταγγέλλουν την ανεργία. Υπάρχει ένα πλούσιο πνευματικό υλικό, ήδη καταγραμμένο, το οποίο είτε μας διαφεύγει είτε μας είναι εντελώς άγνωστο. Ας τα σκεφτούμε λιγάκι αυτά και ας μην αναζητούμε να τα γεννήσουμε όλα από τα κεφάλια μας. Πρέπει, κάποια στιγμή, να σκεφτούμε πως επαναλαμβανόμαστε προκαλώντας μια απέραντη πλήξη μέχρι και δυσφορία. Ας γίνουμε κόκκινοι και ειδικοί όχι «ικανοί» επί παντός επιστητού.

 

Απ’ ό,τι φαίνεται, το πολιτικό μέτωπο μάλλον αργεί λόγω πολιτικών αγκυλώσεων. Αντίθετα, το κοινωνικό μέτωπο αυτοσυγκροτείται , σήμερα, σε επίπεδο μιας πλατιάς δυσφορίας, αύριο, μέσα από κοινωνικούς αγώνες. Η έκπληξη στις επικείμενες εκλογές δεν διαφαίνεται, εκτός και αν οι «μεταρρυθμίσεις» ανατρέψουν τις υπάρχουσες, ακόμα, ισορροπίες μέσα στο κοινωνικό σώμα. Οι ρωγμές του δικομματισμού γεμίζουν ακόμα με ψήφους εμπλουτισμένες με δυσφορία. Ο διαχωρισμός ψήφου και δυσφορίας θα’ ναι το αποτέλεσμα «γενναίων μεταρρυθμίσεων» -έργο που ανατίθεται στο δικομματισμό – και απεύθυνσης λόγου και οργάνωσης αγωνιστικής πράξης – που χρεώνεται στην αριστερά.

 

Ενδιαφέρουσα η πρωτοβουλία σας να ανοιχτείτε!

 

Ανοιχτείτε με ακόμα μεγαλύτερη τόλμη, χωρίς φόβους!

 

Στο άνοιγμα υπάρχουν πολλοί που θέλουν να προσέλθουν.

 

 

 

Γιάννης Μηλιός, καθηγητής ΕΜΠ

 

1. Η Αριστερά βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή: Τα τελευταία χρόνια, με τη συγκρότηση του Ευρωπαϊκού και του Ελληνικού Κοινωνικού Φόρουμ, με τα κινήματα που αναπτύχθηκαν, τις κινητοποιήσεις ενάντια στους πολέμους, τις πρωτοβουλίες σε αυτοδιοικητικό επίπεδο, τις δράσεις για την υπεράσπιση των κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων, φάνηκε ότι η Αριστερά όχι μόνο μπορεί να αμφισβητήσει το σύστημα σε επίπεδο διακηρύξεων, αλλά και ότι μπορεί και πάλι να συνδέεται με τις αντιστάσεις και τις απελευθερωτικές πρωτοβουλίες που με αυθόρμητο τρόπο αναπτύσσουν οι εργαζόμενες κοινωνικές ομάδες και η νεολαία.

 

Η κοινωνική δυναμική, που σε ορισμένους χώρους έχει φέρει στο πολιτικό προσκήνιο η δράση της Αριστεράς, είναι πολύ μεγαλύτερη από την κοινοβουλευτική της επιρροή. Πρόκειται για μια μεταβατική φάση, στην οποία είτε θα επιβεβαιωθεί η ανατρεπτική δυναμική των πολιτικών δράσεων και πρωτοβουλιών της Αριστεράς (η δυνατότητά της να μετασχηματίζει τους πολιτικούς συσχετισμούς δύναμης και ως εκ τούτου να επιβάλλει «λύσεις» και μεταρρυθμίσεις «από τα κάτω», θέτοντας παράλληλα το ζήτημα ότι «ένας άλλος κόσμος, σοσιαλιστικός, είναι εφικτός»), είτε η Αριστερά θα περιπέσει και πάλι σε κατάσταση ανυποληψίας (που προέκυψε από μια μακρά περίοδο κυβερνητισμού και σύμπλευσης με τις πολιτικές του νεοφιλελευθερισμού, με αποκορύφωμα τη φάση της λεγόμενης «κάθαρσης», όταν η επίσημη Αριστερά έμοιαζε να συμπορεύεται με τους σχεδιασμούς των μεγάλων εκδοτικών και άλλων οικονομικών συγκροτημάτων).

 

Τις μέρες αυτές, η δυνατότητα της Αριστεράς να λειτουργήσει ως ριζοσπαστική δύναμη πολιτικών τομών και αμφισβήτησης των κυρίαρχων πολιτικών κρίνεται στο μέτωπο της Εκπαίδευσης. Δεν είναι τυχαίο ότι στο μέτωπο αυτό έχουν εστιάσει την «ενωτική δράση» τους και οι δυνάμεις του αστικού κράτους και του νεοφιλελευθερισμού, η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ. Γνωρίζουν οι πολιτικές δυνάμεις της καπιταλιστικής εξουσίας, η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, ότι αν επιβληθούν στα κινήματα που διεκδικούν μια υψηλού επιπέδου δημόσια και δωρεάν εκπαίδευση, δεν θα έχουν απλώς κερδίσει μια μάχη υπέρ των «δικαιωμάτων» του κεφαλαίου να μετατρέπει κάθε πτυχή της κοινωνικής ζωής σε εμπόρευμα και πηγή κέρδους, αλλά θα μπορέσουν στη συνέχεια να προωθήσουν με ακόμα πιο έντονους ρυθμούς την επίθεση στους όρους ζωής και τα δικαιώματα των εργαζομένων. Για την Αριστερά, η ακύρωση των κυβερνητικών μέτρων, η κυριαρχία στις Σχολές των προτάσεων που αναδεικνύει το πανεπιστημιακό και εκπαιδευτικό κίνημα, η απαξίωση στα μάτια των εργαζομένων της «αγοραίας» λογικής που φέρνει η πολιτική «ίδρυσης μη ιδιωτικών πανεπιστημίων» θα σημαίνει, αντίθετα, ενίσχυση των θέσεων μάχης της Εργασίας, άνοιγμα νέων προοπτικών για τη συνολική αμφισβήτηση του νεοφιλελευθερισμού.

 

Στο μέτωπο της Εκπαίδευσης φάνηκε, άλλωστε, ήδη η δυναμική του κινήματος και της ενωτικής δράσης της Αριστεράς. Η κυβέρνηση αναγκάστηκε από τις κινητοποιήσεις του περασμένου χρόνου να αναστείλει τη θεσμοθέτηση της αντιδραστικής «μεταρρύθμισής» της, επιχειρώντας να αναδιοργανώσει τις θέσεις μάχης της: Να εξασφαλίσει αφενός τη συσπείρωση όλων των αντιδραστικών δυνάμεων εντός του Πανεπιστημίου (που πέρα από τις ιδεολογικά συντηρητικές δυνάμεις περιλαμβάνει και όλους εκείνους που ήδη συμβάλλουν στην εμπορευματοποίηση της γνώσης και της πανεπιστημιακής έρευνας) και αφετέρου τον καλύτερο συντονισμό της με τον έτερο πόλο του νεοφιλελευθερισμού, το ΠΑΣΟΚ. Η δράση της Αριστεράς στην εκπαίδευση υπήρξε μέχρι σήμερα αποτελεσματική, ακριβώς επειδή ήταν ριζοσπαστική, κινηματική και επομένως, αναγκαστικά, ενωτική. Συμπαρέσυρε, έτσι, ακόμα και δυνάμεις που αρχικά αποστασιοποιούνταν από το πανεπιστημιακό κίνημα (ΚΚΕ, ορισμένοι συνδικαλιστές από το χώρο του ΠΑΣΟΚ).

 

2. Η πρόταση της ΚΟΕ, για μια ακόμα φορά, έχει τη σωστή στρατηγική στόχευση. Δεν είναι δυνατόν οι μάχες κατά του νεοφιλελευθερισμού να δίνονται αποκομμένα, με τις ανισομέρειες που χαρακτηρίζουν τα κινήματα στους διαφορετικούς κοινωνικούς χώρους. Αυτό εξυπηρετεί μόνο τη στρατηγική του αντιπάλου, των κυρίαρχων τάξεων, που μέσα από το δικό τους «επιτελείο», το κράτος με τον κατασταλτικό και τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του, επιχειρούν συστηματικά να επιβάλλουν και να νομιμοποιήσουν τον νεοφιλελευθερισμό, διασπώντας παράλληλα τα κινήματα, στρέφοντας τη μια κατηγορία εργαζομένων ενάντια στην άλλη, ανακαλύπτοντας «προνόμια» και «ρετιρέ», διαχωρίζοντας τους «νέους» από τους «ώριμους» εργαζομένους, θρηνώντας που η «οικονομία δεν αντέχει άλλες παροχές» –τη στιγμή που τα κέρδη εκτοξεύονται, τη στιγμή, ακόμα, που το εργατικό εισόδημα δεν είναι «παροχή» αλλά (ένα συρρικνωμένο από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές) τμήμα του προϊόντος που παράγουν οι εργαζόμενοι.

 

3. Βεβαίως, υπό την προϋπόθεση όμως ότι θα προέκυπτε ως επιστέγασμα της κοινής ριζοσπαστικής δράσης στα κινήματα, και των «νικών» που πετυχαίνουν τα κινήματα αυτά. Υπό την προϋπόθεση, ακόμα, ότι θα έχει τεθεί στο περιθώριο κάθε αντίληψη που συνδέει την Αριστερά με τον κυβερνητισμό, με τη συμπόρευση δηλαδή με το ένα ή το άλλο κόμμα διαχείρισης της καπιταλιστικής εξουσίας (τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ) –με το σαθρό επιχείρημα ότι θα μπορούσαν να υπάρξουν «βελτιώσεις» στην πολιτική του νεοφιλελευθερισμού. Ο νεοφιλελευθερισμός, οι πολιτικές αναδιανομής του εισοδήματος υπέρ του κεφαλαίου, «ελαστικοποίησης» των δικαιωμάτων και των συνθηκών εργασίας, παράδοσης στο ατομικό κεφάλαιο κάθε πτυχής της κοινωνικής και ιδιωτικής ζωής, δεν βελτιώνεται. Ανατρέπεται! Αυτό έχουν αρχίσει να το κατανοούν οι εργαζόμενοι και η νεολαία.

 

 

 

Δημάκος Δημήτρης, επικεφαλής της δημοτικής κίνησης «ΕΞΟΔΟΣ», δημοτικός σύμβουλος Καματερού

 

1. Ορμώμενοι από την πρόσφατη εκλογική αναμέτρηση μπορούμε πράγματι να πούμε ότι η Αριστερά αυτήν τη στιγμή βρίσκεται σε μια παγιωμένη κατάσταση. Ενώ τα χτυπήματα του νεοφιλελευθερισμού είναι διαρκή και ακατάπαυστα -βλ. καταστολή πορειών, άρθρο 16, εργασιακές σχέσεις…- εντούτοις ο κόσμος δεν δείχνει να εμπιστεύεται την Αριστερά και να την αποδέχεται ως μια άλλη λύση.

 

Τα αίτια είναι πολλά, και μπορούν να αναγνωστούν από διαφορετικές πλευρές. Η ουσία όμως είναι δυστυχώς μία: Χάνεται το κύρος της Αριστεράς ως εναλλακτικός δρόμος ζωής. Σε πολλές περιπτώσεις χαρακτηριζόμαστε γραφικοί, στείρα ιδεολόγοι και ουτοπικοί οραματιστές χωρίς καμία συναίσθηση της υπάρχουσας πραγματικότητας. 

 

Εδώ ακριβώς πρέπει να αναζητήσουμε τις ευθύνες μας, να εντοπίσουμε την ρίζα του προβλήματος και να την καταπολεμήσουμε. Ευθύνες λοιπόν βαραίνουν πρωτίστως τις ηγεσίες των κομμάτων τόσο της κοινοβουλευτικής όσο και της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. Ευθύνες που αφορούν στην χάραξη μιας στείρας αντιπολίτευσης και όχι προγραμματικής. Πρέπει να απελευθερωθούμε επιτέλους από τα δεσμά του στείρου ΟΧΙ και να δουλεύουμε διαρκώς στο πώς θα θέλαμε εμείς να είναι τα πράγματα. Λύσεις όμως δουλεμένες και όχι λόγια του αέρα. Εναλλακτικές μελέτες του κάθε επιμέρους προβλήματος με προτεινόμενες λύσεις εφαρμόσιμες πάντα προφανώς με γνώμονα τον εργαζόμενο, τον μετανάστη και τις όποιες αδύναμες κοινωνικές ομάδες. Λύσεις που θα εμπνεύσουν τον κόσμο, θα επαναφέρουν αυτό το χαμένο κύρος της Αριστεράς και θα μας οδηγήσουν σε μια άλλη εποχή.

 

Εννοείται ότι δεν μπορούμε να μιλάμε για κάτι τέτοιο και να μην υπολογίζουμε σε μια ενωτική δράση της Αριστεράς. Ενωτική όμως στην ουσία της και όχι πρόσκαιρα και για ψηφοθηρικούς λόγους. Ούτως η άλλως είμαστε μειοψηφία, έχουμε μάθει στις μειοψηφίες και δεν μας έχει πιάσει πρεμούρα ξαφνικά για διοικητικές θέσεις. Η αλλαγή θα έρθει όταν θα είναι ώριμες πλέον οι συνθήκες και θα είναι λαϊκή απαίτηση. Εμείς είμαστε υποχρεωμένοι να θέσουμε γερά θεμέλια σε αυτό το οικοδόμημα, να δημιουργήσουμε ο καθένας μας στην τοπική του κοινωνία δεσμούς αγωνιστικούς, και διαρκείς ημερίδες ενημέρωσης και συζήτησης ώστε να ζυμώνονται οι θέσεις και να μην είναι φαεινές ιδέες κάποιων “φωτισμένων” στελεχών. Σε αυτήν τη βάση λοιπόν είναι αναγκαία η ενωτική δράση της Αριστεράς με όσους βέβαια είναι πρόθυμοι να συζητήσουν και θεωρούν τους εαυτούς τους ίσους προς τους υπόλοιπους και όχι ανώτερους και γνήσιους «αριστερούς».

 

2. Πιστεύω πως επί της ουσίας τοποθετήθηκα στην προηγούμενη ερώτηση και συμφωνώ σε γενικές γραμμές με τη θέση της ΚΟΕ. Πρέπει να εκμεταλλευτούμε πρωτίστως τους δεσμούς που δημιουργήσαμε όλη αυτή την προεκλογική περίοδο και να βρούμε ένα τρόπο ώστε να κρατάμε ζεστό τον κόσμο. Μια πολύ καλή ιδέα που και μοιράζει ρόλους σε πολλούς και ταυτόχρονα δένει τον κόσμο είναι η έκδοση μιας τοπικής εφημερίδας και η διακίνησή της χέρι με χέρι.

 

Ταυτόχρονα πρέπει ανά τακτά χρονικά διαστήματα να οργανώνονται ανοιχτές συζητήσεις με συγκεκριμένο θέμα, με γραπτή εισήγηση, και να διαμορφώνεται στο τέλος της κουβέντας μια ολοκληρωμένη θέση γραπτή που θα εμπεριέχει τις ιδέες που συζητήθηκαν και θα είναι πραγματικά προϊόν ζύμωσης και προγραμματικό εργαλείο αντιπολίτευσης.

 

Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι ο μοναδικός εχθρός μας είναι ο νεοφιλελευθερισμός και προς αυτή την κατεύθυνση να συσπειρώσουμε τις δυνάμεις μας. Έτσι μπορούν να παρακαμφθούν επιμέρους μικροδιαφωνίες και σεχταρισμοί και να κάτσουμε σε ένα τραπέζι διαλόγου, συναίνεσης και αποφάσεων. Ο εχθρός είναι απέναντι και χαίρεται να μας βλέπει διασπασμένους. Ας τον απογοητεύσουμε…

 

3. Δεν πιστεύω ότι έχει έρθει η ώρα για μια κοινή κάθοδο στις βουλευτικές εκλογές. Πρέπει να προηγηθούν αυτά που προαναφέραμε, οι συζητήσεις, το κοινό προγραμματικό πλάνο και προπάντων να μην καταλήξουμε σε βιαστικά και καθαρά ψηφοθηρικά σενάρια συνεργασιών. Οι βουλευτικές εκλογές θα πιέσουν και θα βιάσουν τις εξελίξεις με ίσως όχι και τόσο ικανοποιητικά αποτελέσματα. Και φυσικά υπάρχει η τεράστια πόλωση στους δύο νεοφιλελεύθερους χώρους που θέλει ακόμη πολλή δουλειά για να σπάσει και να προβάλουμε ως ο εναλλακτικός πόλος. Χρειάζεται δουλειά υπομονή και επιμονή. Δεν πρέπει να μας παρασύρει ο ενθουσιασμός και προπάντων πρέπει να διατηρούμε και να αυξάνουμε τις δυνάμεις μας με τρόπο στον οποίο μπορούμε να αντεπεξέλθουμε. Αλλιώς θα καταντήσει το όλο εγχείρημα φούσκα ή αν θέλετε πιο δόκιμα «ένας γίγαντας με πήλινα πόδια»

 

 

 

Γιώργος Καλατζόπουλος,  Μέλος της Συσπείρωσης Αριστερών Μηχανικών

 

Δεν υπάρχει Αριστερά χωρίς κοινωνικά ερείσματα

 

1. Η ανασυγκρότηση της αριστεράς δεν θα κριθεί τελικά από κάποια πολιτική συμφωνία, ούτε από ένα πολιτικό σχέδιο ή πρόγραμμα, όσο ολοκληρωμένο κι αν είναι αυτό. Οι απαντήσεις που προϋποθέτει ένα τέτοιο εγχείρημα δεν θα δοθούν αποκλειστικά με την προσφυγή στο διάλογο. Δεν υπάρχουν πολιτικά υποκείμενα που κατέχουν ή θα ανακαλύψουν την απόλυτη αλήθεια. Οι σχετικές αλήθειες που κατέχει κάθε υποκείμενο ξεχωριστά δεν είναι επαρκείς για την ανασύνθεση της αριστεράς. Η τομή που απαιτείται περνάει από τη συντριβή του παλαιού, με τη μορφή που υπάρχει, και το ριζικό μετασχηματισμό του. Σήμερα, το ένα έχει γίνει δύο, τρία, χίλια κομμάτια. Το νέο δεν πρόκειται να προκύψει από απλές αθροιστικές πράξεις μεταξύ συγγενών υποκειμένων, διατεταγμένων σε ομόκεντρους ή παράπλευρους κύκλους. Πρόκειται για μια σύνθεση αντιθέσεων, για τη διαλεκτική της οποίας ισχύει η ρήση του προέδρου Μάο: «Τα δύο δεν γίνονται ένα». Για να μην μιλάμε κινέζικα, τα όρια της ρήξης με το υπάρχον που εμπεριέχει ο πυρήνας όλων αυτών των εγχειρημάτων που έχουν μέχρι σήμερα καταγραφεί ως «ενωτικές» μετωπικές προσπάθειες δεν αφήνουν πολλές ελπίδες για κάτι διαφορετικό. Αυτό συμβαίνει, γιατί σε αυτά τα εγχειρήματα κυριαρχούν οι όροι αναπαραγωγής και όχι οι όροι μετασχηματισμού. Αναπαράγεται, λοιπόν, το παλιό με άλλο περιτύλιγμα. Δεν πρόκειται για την επιστροφή της Περσεφόνης από τον Άδη, που φέρνει την Άνοιξη. Είναι μια άχαρη και άγονη διαδικασία Σισύφειων μαρτυρίων, που παραμένει συνήθως ανάμεσα στους εμπλεκόμενους. Λέγεται ότι η ίδια ιστορία, όταν επαναλαμβάνεται για δεύτερη φορά, είναι φάρσα. Η συνεχής επανάληψη του φαινομένου της ενδογαμίας σε κλειστούς πληθυσμούς παράγει τερατογενέσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η μετεξέλιξη της «ΜΑΧΟΜΕΝΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ» στο «ΜΕΡΑ» και η πορεία που ακολούθησε. 

 

2. Αριστερά χωρίς την ύπαρξη στοιχειωδών κοινωνικών ερεισμάτων και της όποιας κινηματικής τους συγκρότησης δεν μπορεί να υπάρξει. Χωρίς αυτήν την προϋπόθεση, οποιαδήποτε προσπάθεια για αριστερή πολιτική παρουσία ή και παρέμβαση στην κεντρική πολιτική σκηνή –ανεξάρτητα από προθέσεις– είναι καταδικασμένη να περνάει από τα μονοπάτια της αστικής πολιτικής των χειρισμών, των εκπροσωπήσεων, των διαμεσολαβήσεων και των πελατειακών σχέσεων. Τα πολιτικά υποκείμενα που στρατεύονται στην υπόθεση της ανασυγκρότησης της αριστεράς είναι υποχρεωμένα να συγκροτούνται τα ίδια στο εσωτερικό των κινημάτων. Τότε μόνο ο διάλογος μπορεί να είναι γόνιμος, αφού θα τροφοδοτείται από εμπειρίες της πράξης. Η πολιτική συγκρότηση δεν είναι μια διαδικασία παραγωγής πολιτικών θέσεων από κάποια πολιτικά επιτελεία ή ειδικούς της πολιτικής, που απευθύνονται με γενικό τρόπο στην κοινωνία ή στο κίνημα, με τη μορφή ηθικών εκκλήσεων ή τη χρήση του «ορθού λόγου».

 

Από αυτήν τη σκοπιά, η πρόταση της ΚΟΕ είναι θετική όχι τόσο ως «πολιτική σύλληψη» αλλά ως πολιτική πρακτική. Είναι μία από τις ελάχιστες οργανώσεις που η πολιτική πρακτική της δεν προσδιορίζεται αποκλειστικά από τις επιτακτικές ανάγκες αυτοεπιβεβαίωσης, ανάγκες που επικαθορίζουν τις πολιτικές πρακτικές πολλών άλλων οργανώσεων. Η ΚΟΕ φαίνεται να τολμά αλλά και να ρισκάρει. Γι’ αυτό ίσως μπορέσει να «συμπυκνώσει» την εμπειρία της και να τη μετατρέψει σε πολιτική πρωτοβουλία που οδηγεί σε «υπερβάσεις». Η αριστερά, που μετασχηματίζεται είναι προφανώς προτιμότερη από την αριστερά που αναπαράγεται κλεισμένη στο καβούκι της. Τι «καινούργιο» μπορεί να γεννήσει μια αριστερά που η θέση της σε κάθε συγκυρία μπορεί εύκολα να… «προβλεφθεί» από τον οποιονδήποτε μέχρι την παραμικρή της λεπτομέρεια; Γιατί άραγε οι αριστεροί δεν διαβάζουν τα «κείμενα» πολλών οργανώσεων της αριστεράς; Επειδή γνωρίζουν από πριν τι γράφουν, όπως και οι χριστιανοί, που ξέρουν τι θα ακούσουν κάθε Κυριακή στην εκκλησία.

 

3. Ο νεοφιλελευθερισμός, με την απόλυτη κυριαρχία των νόμων της αγοράς, στιγματίζει την ίδια τη συγκρότηση της εργατικής δύναμης. Οι ελαστικές εργασιακές σχέσεις και η γενίκευση της ατομικής διαπραγμάτευσης της εργασίας προάγουν την κοινωνική αποσάθρωση και τη διάλυση των συλλογικών μορφών διαπραγμάτευσης και αντίστασης. Γι’ αυτό, σήμερα, η διατήρηση και η ανάπτυξη συλλογικών δράσεων και αντιστάσεων είναι πρωταρχικό ζήτημα. Ευπρόσδεκτες οι προσπάθειες για «κοινές» εκλογικές παρεμβάσεις, όμως δεν είναι πειστικές για τις «αγαθές» προθέσεις των συμμετεχόντων, όταν οι αντιθέσεις που χωρίζουν τους ίδιους πολιτικούς χώρους σε ένα συνδικάτο ή σύλλογο δεν επιτρέπουν να έχουν καμία κοινή συνδικαλιστική πρακτική…

 

Η κοινή δράση στο εργατικό κίνημα, στα συνδικάτα, στους φοιτητικούς συλλόγους και στις γειτονιές, μέσα από πλατιά ενωτικά συνδικαλιστικά σχήματα με σταθερή και μόνιμη λειτουργία στο μαζικό τους χώρο είναι η πολιτική πρακτική που μπορεί να οικοδομήσει σχέσεις εμπιστοσύνης και ενότητας ανάμεσα στα πολιτικά υποκείμενα, που νοιάζονται για την ανάπτυξη του μαζικού κινήματος και θεωρούν αυτήν την ανάπτυξη βασική προϋπόθεση για την πολιτική ανασυγκρότηση της αριστεράς. Αυτό το ζήτημα όμως απαιτεί ξεχωριστή συζήτηση.

 

 

 

Μάκης Διόγος, Δημοσιογράφος, μέλος του Μικτού συμβουλίου της ΕΣΗΕΑ και του Δ.Σ. του Πανελληνίου Συνδέσμου Αθλητικών Συντακτών.

 

Μπορούμε να αντισταθούμε…

 

Η πρωτοβουλία της Κομμουνιστικής Οργάνωσης Ελλάδας να δώσει βήμα για να εκφραστούν αριστεροί και κομμουνιστές που καθημερινά συμπορεύονται στους κοινωνικούς, εργατικούς και γενικότερα λαϊκούς αγώνες είναι θετικότατη. Αποτελεί καθοριστική συμβολή στην προσπάθεια για την δημιουργία του αναγκαίου, κατά την άποψή μου, αριστερού πόλου. Γιατί πολύ σωστά και έγκαιρα η ΚΟΕ έχει προτείνει την τολμηρή ιδέα της δημιουργίας του αριστερού πόλου. Γιατί στην ολομέτωπη επίθεση του νεοφιλελευθερισμού μόνο μια λαϊκή, ενωτική, αριστερή πρόταση (όπως αυτή της δημιουργίας του αριστερού πόλου) μπορεί να εμπνεύσει πλατιά λαϊκά στρώματα.

 

Με αυτές τις σκέψεις «μπαίνω» στο πρώτο ερώτημα. Προφανώς και είναι αναγκαία η ενωτική δράση της Αριστεράς. Όμως στην Ελλάδα υπάρχουν πολλές Αριστερές. Μια κλεισμένη στον γυάλινο πύργο του Περισσού «πετροβολάει» τις υπόλοιπες αριστερές δυνάμεις. Διοργανώνει ξεχωριστές συγκεντρώσεις ακόμα και για θέματα στα οποία συμφωνεί απολύτως με τις υπόλοιπες δυνάμεις (βλέπε επίθεση Ισραήλ στο Λίβανο…). Υπάρχει μια άλλη που το πρωί καλεί σε ενωτικά, ριζοσπαστικά σχήματα και το βράδυ… θυμάται ότι πρέπει το ΠΑΣΟΚ να γίνει ξανά… αριστερό. Υπάρχει και μια ενωτική προσπάθεια, ο ΣυΡιζΑ, που κάποιοι την εγκατέλειψαν πριν πουν…. «σχέδιο Ανάν». Υπάρχει και η καθημερινά αγωνιζόμενη Αριστερά, της οποίας αναπόσπαστο κομμάτι είναι η ΚΟΕ . Προφανώς ο λαός της Αριστεράς, οι χιλιάδες εργαζόμενοι που μοχθούν και αγωνίζονται καθημερινά θέλουν, επιζητούν την ενωτική δράση. Αυτό αρκεί; Όχι βέβαια. Η ΚΟΕ, αλλά και άλλες δυνάμεις που συγκροτούν την Πρωτοβουλία για τη Συσπείρωση της Αριστεράς (π.χ. η ΑΚΟΑ) έχουν καταθέσει αξιόλογες ενωτικές προτάσεις. Θεωρώ ότι η πρόταση της ΚΟΕ είναι στο σωστό δρόμο γιατί συνδυάζει την ενωτική δράση με την καθημερινή παρέμβαση στους κοινωνικούς και λαϊκούς αγώνες, δεν αφορά κινήσεις κορυφής ή επαφές κομματικών επιτελείων. Η ενωτική δράση της Αριστεράς είναι εφικτή όταν μπορεί να κινητοποιήσει και τον τελευταίο εργαζόμενο. Πρέπει να τολμήσουμε να σταθούμε αντίπαλοι στο νεοφιλελευθερισμό και το σύστημα, να δώσουμε μάχες και να νικήσουμε!

 

Ενωτικά, αγωνιστικά, αριστερά!

 

Η πρόταση της ΚΟΕ με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο και νομίζω ότι έρχεται την κατάλληλη στιγμή. Στον ευρύτερο κόσμο της Αριστεράς (ενταγμένο και ανένταχτο…) υπάρχει η αγωνία του αύριο. Η αγωνία να βρεθεί απάντηση στο ερώτημα «τι κάνει σύντροφοι η Αριστερά;». Πιστεύω ότι η πρόταση της ΚΟΕ προσπαθεί με έναν πειστικό τρόπο να δώσει απαντήσεις, να δώσει στους αριστερούς την ευκαιρία να διατυπώσουν ενωτικά και ριζοσπαστικά την απάντηση. Παράλληλα η κινηματική διάσταση της πρότασης έρχεται να «δέσει» με την απήχηση του Ελληνικού Κοινωνικού Φόρουμ (στο οποίο η ΚΟΕ έχει πρωταγωνιστικό ρόλο…) στην ελληνική κοινωνία. Η πρόταση της ΚΟΕ δίνει διέξοδο δράσης για χιλιάδες αριστερούς που απογοητευμένοι από την πολυδιάσπαση της Αριστεράς, έχουν γυρίσει τη πλάτη στα «μικρομάγαζα», τη δήθεν ιδεολογική καθαρότητα και τον «οργανωμένο παραγοντισμό» που ταλανίζει την Αριστερά και ιδιαίτερα την επαναστατική Αριστερά! Είναι μια πρόταση που πρώτα και πάνω από όλα πατάει γερά στη γη. Δεν τάζει επερχόμενους σοσιαλισμούς, ούτε επαναστάσεις προ των θυρών. Είναι μια πρόταση για καθημερινή αντίσταση στη λαίλαπα του νεοφιλελευθερισμού.

 

Η εκλογική παρέμβαση…

 

Θεωρώ ότι για ένα γνήσιο λαϊκό, κομμουνιστικό, κίνημα η εκλογική διαδικασία αποτελεί μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να βρεθεί ακόμα πιο κοντά σε πλατιές μάζες εργαζομένων. Οι εκλογές δίνουν τη δυνατότητα να ακουστούν οι απόψεις σου σε εκατομμύρια Έλληνες. Όμως σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να πέσουμε στη παγίδα της εκλογολογίας και το μοίρασμα… βουλευτικών θώκων. Η «πικρή» εμπειρία από τις εκλογές του 2004 και την απαράδεκτη συμπεριφορά του Συνασπισμού θα πρέπει να μας κάνει σοφότερους. Στον αντίποδα υπάρχουν τα θετικότατα μηνύματα από τις πρόσφατες δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές, όπου σε πόλεις, δήμους και νομαρχίες αριστερά, ριζοσπαστικά ψηφοδέλτια έκαναν πραγματικά την έκπληξη και έστειλαν ένα μήνυμα ελπίδας και αντίστασης. Έχουμε λοιπόν δυο δρόμους να διαλέξουμε. Ο ένας (που ευχαριστώ δεν θα πάρω…) είναι αυτός του ΣυΡιζΑ του Μαρτίου του 2004. Εκεί όπου η Κουμουνδούρου δια μέσω χιλιάδων αριστερών «έσωσε» τις βουλευτικές της καρέκλες. Ο άλλος, ο δύσκολος, δρόμος (ανεξαρτήτως αποτελεσμάτων και ποσοστών…) είναι αυτός που ακολουθήσαμε στην Αθήνα με την «Ανοιχτή πόλη», στη Νίκαια με το Ενωτικό Ψηφοδέλτιο, στο Καματερό, στο Ίλιον, στου Ζωγράφου, στο Χαλάνδρι, στα Βριλήσσια, στα Γιάννενα, στην Πάτρα κ.ά. Εκεί που εκτός από τις δυνάμεις του νεοφιλελευθερισμού «κοντραριστήκαμε» και με τις «Κασσάνδρες» της κεντροαριστεράς. Ναι, μια τέτοια κοινή εκλογική παρέμβαση, που θα κινητοποιήσει το λαό της Αριστεράς, μπορεί να κάνει την έκπληξη. Και σε μια τέτοια προσπάθεια είμαστε πολλοί αυτοί που θα στρατευθούμε. Ας το τολμήσουμε.

 

 

 

Θοδωρής Δρίτσας, Δημοτικός Σύμβουλος Πειραιά με την παράταξη «Λιμάνι της Αγωνίας»

 

Η ιστορική επικαιρότητα αναδεικνύει το αίτημα νέων κοινωνικών συμμαχιών και συγκροτήσεων

 

1. Κατά τη γνώμη μου η σημερινή κατάσταση της Αριστεράς χαρακτηρίζεται κυρίως με δύο λέξεις: αντιφατική και μεταβατική. Μπορεί να είναι κάπως σχηματική μια τέτοια προσέγγιση, νομίζω όμως ότι αυτοί οι δύο προσδιορισμοί συμπυκνώνουν τα κύρια χαρακτηριστικά της σημερινής πραγματικότητας. Διευκρινίζω πως ορίζοντας αυτή την πραγματικότητα ως «σημερινή», αναφέρομαι στη διαδρομή περίπου μιας εικοσαετίας. Έχει σημασία πιστεύω να ειδωθούν τα ζητήματα με αυτή τη χρονική διάσταση. Αφενός μεν γιατί έτσι είναι, αφετέρου δε γιατί έτσι υποχρεωνόμαστε να «διαβάσουμε» τα δεδομένα χωρίς στερεότυπα υποκειμενικής αυτοεπιβεβαίωσης. Δεκαπέντε-είκοσι χρόνια… μετάβασης και αντιφάσεων ιστορικά δεν είναι πολλά, αλλά δεν είναι και λίγα. Είναι αρκετά για να μετρηθεί η αξιοπιστία μας και για να καταρριφθούν διάφορες αντικειμενίζουσες ερμηνείες που συχνά επιστρατεύονται ως «άλλοθι» για τις αδυναμίες μας.

 

Φυσικά όλα τα τμήματα της Αριστεράς δεν είναι ίδια. Υπάρχουν διαφορές ιστορικών καταβολών, διαφορές ιδεών ή ιδεολογικών εργαλείων, διαφορές ποιότητας, διαφορές μεγέθους αριθμητικού αλλά και μεγέθους ευθυνών. Όχι τυχαία, λιγότερο σαφείς πλέον είναι οι διαφορές στρατηγικών στόχων. Όχι γιατί δεν υπάρχουν, αλλά γιατί η ιστορική επικαιρότητα δεν τις αναδεικνύει. Αντίθετα η ιστορική επικαιρότητα αναδεικνύει το αίτημα νέων κοινωνικών συμμαχιών και συγκροτήσεων ως εναλλακτικό αντίβαρο ή ανάχωμα και εν δυνάμει αντίπαλο στην επιθετικότητα των νεοφιλελεύθερων παγκοσμιοποιημένων επιλογών της σύγχρονης καπιταλιστικής κυριαρχίας.

 

Από αυτόν το ρόλο που η ίδια η ιστορική συγκυρία αναθέτει στη σύγχρονη πολιτική Αριστερά, προκύπτει υποχρεωτικά κατά τη γνώμη μου η ανάγκη ενωτικών πρωτοβουλιών, όχι μόνο στη δράση αλλά και σε άλλα επίπεδα, με επιδίωξη ευρύτερων συνθετικών διεργασιών. Τώρα πια, μετά από τόσων χρόνων εμπειρίες, το εφικτό ή μη εξαρτάται πρωταρχικά και κύρια από την ωριμότητα και την ποιότητα της σκέψης των πολιτικών υποκειμένων, των πολλαπλά δηλαδή και αδικαίωτα διασπασμένων τμημάτων της Αριστεράς.

 

Μπορούμε και πρέπει να διατηρούμε την διαφορετικότητά μας όταν και όπου αυτή διαμορφώνεται και άρα δικαιώνεται με διαφορετικές, ανοιχτές στην κοινωνία πολιτικές επιλογές στα μέτωπα μιας μακράς αλλά ορατής ιστορικής συγκυρίας. Δεν μπορούμε όμως να επιμένουμε σε διογκωμένες διαφορετικότητες, όταν και όπου επί σειρά ετών και κατ’ επανάληψη αποδεδειγμένα συμπίπτουμε.

 

2. Εξαρτάται από το κατά κυριολεξία ορατό περιεχόμενο του στόχου. Ο νεοφιλελευθερισμός είναι κατά τη γνώμη μου ο καπιταλισμός της εποχής μας. Η συγκρότηση ενός πολιτικού και κοινωνικού μετώπου ανατροπής του, όσο αναγκαία και αν είναι, δεν αντιστοιχεί πιστεύω στους σημερινούς συσχετισμούς. Έχουμε αντίθετα συσσωρευμένες αξιοποιήσιμες υποθήκες από τους αγώνες και τις αντιστάσεις των τελευταίων χρόνων, ικανά υλικά για τη συγκρότηση πολιτικών μετώπων με στόχο την ενίσχυση και σταθεροποίηση των κοινωνικών αντιστάσεων και κυρίως την ενδυνάμωση της κοινωνικής αυτοπεποίθησης. Η χειραφέτηση της κοινωνίας προϋποθέτει κοινωνική συνοχή, συμμετοχή και οργάνωση που σήμερα δεν υπάρχουν.

 

Πιστεύω λοιπόν πως ο πιο ώριμος στόχος ενός αναγκαίου κοινωνικού και πολιτικού μετώπου, είναι η ανατροπή των παγιωμένων επί εικοσαετία και πλέον αρνητικών συσχετισμών εργασίας-κεφαλαίου, συμπεριλαμβανομένης εννοείται της ανατροπής των συσχετισμών υπέρ του φυσικού περιβάλλοντος και υπέρ της κοινωνικής και πολιτικής δημοκρατίας.

 

Αυτός ο στόχος δεν μπορεί φυσικά να νοηθεί ως «ενδιάμεσο στάδιο» γιατί τέτοιες προσεγγίσεις όποτε επιχειρήθηκαν ουδέποτε δικαιώθηκαν ιστορικά. Πλην όμως είναι πιστεύω χρήσιμος και βάσιμα επιδιώξιμος αυτός ο στόχος, τόσο ως ιστορικά επίκαιρος αυτοσκοπός αλλά και ως μεταβατικός, ακόμα και αν ο «τελικός» παραμένει προς αποσαφήνιση και ίσως προς επαναδιατύπωση.

 

Η διαμόρφωση του πολιτικού προγράμματος πάλης που προτείνει μεταξύ άλλων θετικών η ΚΟΕ, είναι πιστεύω το περιεχόμενο και το προσδόκιμο πολιτικό αποτέλεσμα της συστηματικής ενωτικής διαδικασίας που πρέπει όλοι να υπηρετήσουμε. Γιατί αυτό πρέπει να είναι ζωντανό συμμετοχικό πρόγραμμα χιλιάδων κοινωνών και όχι μόνο μια σύντομη διαδικασία πολιτικών συμφωνιών κορυφής.

 

Με αυτές τις σκέψεις, πιστεύω πως στη σημερινή ελληνική Αριστερά αντιστοιχεί ένα ενωτικό πολιτικό μέτωπο προοπτικής που θα υποστηρίζει ένα αναβαθμισμένο και περισσότερο κοινωνικό φόρουμ.

 

3. Με βάση τις προσωπικές απόψεις που περιέχονται στις δύο προηγούμενες απαντήσεις μου, αλλά και με βάση την εκτίμηση της εμπειρίας από τις προηγούμενες ποικίλες απόπειρες κοινών εκλογικών παρεμβάσεων (ΣυΡιζΑ, ευρωεκλογές, εκλογές αυτοδιοίκησης, εκλογές σε σωματεία) αξιολογώ πως στη σημερινή φάση μάς αντιστοιχεί περισσότερο η επιλογή της εκλογικής-πολιτικής συνεργασίας, παρά η επιλογή της εκλογικής-πολιτικής ενότητας. Δεν έχουμε δικαίωμα να ξανακαλλιεργήσουμε αυταπάτες για επίπεδα πολιτικής ενότητας που δεν έχουμε κατακτήσει. Υπάρχουν όμως πάρα πολλές και σημαντικές κοινές κατακτήσεις και αλληλοδεσμεύσεις προοπτικής, που δικαιώνουν την πολιτική συνεργασία.

 

Εάν αυτές κυριαρχήσουν, φυσικά με καθαρές διαφανείς και δημόσια διακηρυγμένες συμφωνίες σε όλα τα επίδικα ζητήματα, εάν ανανεώσουμε με τη στάση μας την ελπίδα της ενωτικά συγκροτημένης εξωστρέφειας και εάν τέλος υπερβούμε το άγχος αυτοπροστασίας του συνόλου των ιδιαιτεροτήτων κάθε «συνιστώσας», τότε ναι, υπάρχει πιστεύω κοινωνικό ακροατήριο που μπορεί να «κάνει επαφή» με τα μηνύματά μας και να μας επιβραβεύσει πολύ παραπάνω από τα σημερινά αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων.  

 

 

 

Κώστας Κωστόπουλος, Δημοτικός σύμβουλος Ζωγράφου με την παράταξη «Κίνημα στην πόλη»

 

Η Αριστερά καλείται να αποδείξει και σήμερα ότι είναι χρήσιμη για την εργατική τάξη

 

Τα τελευταία χρόνια βρίσκεται σε εξέλιξη η μεγαλύτερη σε έκταση, βάθος και διάρκεια επίθεση από την αστική τάξη σε βάρος των λαϊκών κατακτήσεων αλλά και των σύγχρονων αναγκών και δικαιωμάτων της εργατικής τάξης και της νεολαίας. Μάλιστα στη νέα εποχή των ιστορικά πρωτόγνωρων εκρηκτικών υλικών όρων και προϋποθέσεων ώστε να δουλεύει, να αμείβεται, και να ζει καλά, στην εργασία και στον ελεύθερο χρόνο του, ο εργάτης-δημιουργός.

 

Και παρόλο που το εργατικό κίνημα εμφανίζεται με τη μορφή της πλημμυρίδας και της άμπωτης, εντούτοις η ηγεμονία της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ διατηρείται. Στη δε αφομοιώσιμη και στάσιμη Αριστερά και όχι μόνο, λείπει εκείνη η πολιτική, η οποία κάτω από την έμπνευση της στρατηγικής της και σε σύνδεση μαζί της, θα εμπνέει και θα οδηγεί σε νίκες το εργατικό κίνημα, σε κλονισμό της κυριαρχίας των «επάνω».

 

Είναι φανερό ότι υπάρχει τεράστιο έλλειμμα στρατηγικής και τακτικής της σύγχρονης Αριστεράς η οποία καλείται , για να έχει μέλλον και ακτινοβολία, να απαντήσει σε αμείλικτα ερωτήματα που η πραγματικότητα θέτει.

 

Γιατί τα κομμουνιστικά κόμματα, από πρωτοπορία ενός κοσμογονικού ρεύματος κοινωνικής χειραφέτησης, μετατράπηκαν σε μηχανισμούς γραφειοκρατικού σφετερισμού των εργατικών δικαιωμάτων στις χώρες όπου πήραν την εξουσία και καθήλωσης των επαναστατικών τάσεων του εργατικού κινήματος στον υπόλοιπο κόσμο;

 

Γιατί η Αριστερά παραμένει στάσιμη τη στιγμή που η υπαρξιακή κρίση και τελικά οριστική μετάλλαξη της σοσιαλδημοκρατίας αφήνει τεράστια κενά πολιτικής έκφρασης των εργατικών στρωμάτων;

 

Γιατί οι εργατικές αντιστάσεις των τελευταίων χρόνων δυσκολεύονται τόσο πολύ να οδηγηθούν σε νίκες και στην ουσία διαπραγματεύονται τους όρους και τους ρυθμούς χειροτέρευσης της θέσης τους;

 

Είναι γεγονός ότι οι διαφορετικές απαντήσεις αλλά κυρίως οι μη απαντήσεις σε ανάλογα ερωτήματα που βάζει η ζωή, δημιουργούν κρίση στα κόμματα και τις οργανώσεις της παραδοσιακής Αριστεράς, διαμορφώνουν συνθήκες ανάπτυξης ενός οργανωτικού κατακερματισμού στο χώρο αυτό.

 

Για κάθε αριστερό και προοδευτικό άνθρωπο, η φράση «ενότητα της Αριστεράς» είναι από τις πιο εύηχες! Όλες σχεδόν οι οργανώσεις και τα ρεύματα της Αριστεράς, καθένα με τον τρόπο του, ισχυρίζονται ότι επιδιώκουν την «ενότητα της Αριστεράς».

 

Μετά τη μεταπολίτευση, στο όνομα της πολιτικής ενότητας, η παλιά αφομοιώσιμη και στάσιμη Αριστερά ενώθηκε δυο φορές. Την πρώτη με τη συγκρότηση της Ενωμένης Αριστεράς το 1974 για ψήφους, η οποία διαλύθηκε αμέσως μετά τις εκλογές. Και η δεύτερη με τη δημιουργία του Συνασπισμού το 1989 που οδήγησε την Αριστερά να ξαπλώνει πότε με τον ένα και πότε και με τους δυο, στις κατάπτυστες συγκυβερνήσεις με ΝΔ και ΠΑΣΟΚ. Συγκυβερνήσεις που εξέθεσαν παγκόσμια την Αριστερά και για τις οποίες θα κοκκίνιζε ακόμη και ο πάλαι ποτέ ευρωκομμουνισμός. Συγκυβερνήσεις τις οποίες ουδέποτε αυτοκριτικά αποδοκίμασαν για ευνόητους λόγους.

 

Έχουμε επίσης το παράδειγμα της «Ελιάς» στην Ιταλία και πού κατάληξε, αλλά και της λεγόμενης «πληθυντικής Αριστεράς» στη Γαλλία.

 

Η παλιά Αριστερά είναι σε κρίση. Ο ηγέτης όμως δεν διαχειρίζεται την κρίση, την ανατρέπει δημιουργώντας ανοίγοντας νέους δρόμους.

 

Πρέπει να είμαστε ειλικρινείς. Χρειαζόμαστε πρωτίστως ένα σύγχρονο πρόγραμμα, μια σύγχρονη διακήρυξη της νέας εποχής, ικανής να εμπνεύσει και να διεγείρει στη βάση ενός σύγχρονου εργατικού ρεύματος που θα εμπνέεται από το «όλα για την κοινωνία των ελεύθερα συνεταιρισμένων παραγωγών». Μια άλλη Αριστερά, ορατή και ανεξάρτητη (όχι βέβαια από παρθενογένεση) και όχι άλλη μια ενωμένη εκλογικά Αριστερά η οποία χωρίς προοπτική θα διαλυθεί και θα απογοητεύσει σε σύντομο χρονικό διάστημα.

 

Μια σύγχρονη επαναστατική Αριστερά η οποία ακριβώς γιατί θα έχει μεγάλους στόχους θα μπορεί να ενώσει και να συμπαρασύρει και την παλιά Αριστερά στη νέα μεγάλη κοινωνικά απελευθερωτική πορεία του 21ου αιώνα, ορατή και ανεξάρτητη και όχι αιμοδότη του παλιού σε μια μάταιη και αδιέξοδη καλών προθέσεων πορεία.

 

Να μην βάλουμε όμως το κάρο μπροστά από το άλογο. Κοινή κάθοδο στις εκλογές ναι. Αλλά όλων όσων επιδιώκουν να δημιουργήσουν την Αριστερά της Νέας Εποχής. Κοινή κάθοδος ναι, σαν κατάληξη ενός ειλικρινούς διαλόγου κατανόησης και αποδοχής της ύπαρξης των διαφορετικών απόψεων και η συγκρότηση ενός ειλικρινούς και πιστικού εναλλακτικού προγραμματικού λόγου. Δεν πρέπει η προσπάθεια για ενωτική παρουσία της Αριστεράς να μας οδηγήσει στη δορυφοροποίηση γύρω από πολιτικές και πρακτικές αποτυχημένες.

 

Το βάρος πρέπει να δοθεί στη βάση όπου πρέπει να συγκροτείται η ενότητα των εργαζομένων, στους χώρους δουλειάς και κατοικίας. Εκεί θα δοκιμάζονται όλες οι απόψεις, εκεί θα χτίζεται η ενότητα. Αυτή θα είναι μια δύσκολη αλλά ενδιαφέρουσα πορεία συνύπαρξης και αντιπαλότητας, ενότητας και αντιπαράθεσης. Δεν υπάρχουν πλέον εύκολες συνταγές. Εκεί λοιπόν, στα πεδία των υπαρκτών κοινωνικών αναμετρήσεων και τολμηρών αναζητήσεων υπάρχει η ελπίδα. Για τη νέα αντικαπιταλιστική Αριστερά της εποχής μας με το σύγχρονο κομμουνιστικό της πρόταγμα!

 

Η κοινή δράση πολιτικών συλλογικοτήτων και ανένταχτων αγωνιστών της Αριστεράς στις τοπικές κοινωνίες και η επιτυχής εκλογική κάθοδος αυτών σε πολλές περιπτώσεις στις δημοτικές εκλογές (και στην περιοχή μας του Ζωγράφου), είναι θετική εξέλιξη η οποία όμως οφείλει να αποδείξει στην πράξη ότι έχει μέλλον και προοπτική.

 

 

 

Κώστας Μαλαφέκας

 

Οι σημερινές επιλογές της Αριστεράς επιτείνουν το αδιέξοδό της

 

Η Αριστερά, συνολικά παρμένη, ανεξάρτητα από μεγέθη, εκδοχές, απόψεις, σχολές, διαφορές, ιδιαίτερες διαδρομές κλπ (Όλα αυτά είναι ενδιαφέροντα και μη ευκαταφρόνητα για τη σημαντική ή όχι ιστορικότητα και τις συμβολές της κάθε πλευράς, στη γενική πορεία και εν τέλει στη σημερινή κατάσταση της αριστεράς, όπως επίσης και στις ευθύνες για την πορεία και για την τελική εικόνα της. Ωστόσο, αφορούν έμμεσα, πλατιά, από άλλες σκοπιές, κάποτε καίριες, αλλά όχι ευθέως, τα ερωτήματα που έχουν τεθεί σ’ αυτή τη συζήτηση.)…

 

Αυτή, λοιπόν, η αριστερά, εξεταζόμενη στη σημερινή κατάσταση, παρουσιάζεται, στις δύο βασικές όψεις που τη συγκροτούν, δηλαδή στην ίδια την υπόσταση-ύπαρξή της απ’ τη μια μεριά και στον τρόπο ύπαρξης, σκέψης δράσης της απ’ την άλλη, βαθιά διχασμένη.

 

Η μία, η πρώτη όψη της, υποδηλώνει ότι «παρ’ όλ’ αυτά, η αριστερά, σαν οντότητα, σαν έννοια, άντεξε και αντέχει» και επαναεπιβεβαιώνει, και αυτό είναι το σημαντικό, το παρήγορο και ελπιδοφόρο, ότι υφίσταται μια βαθύτερη αντικειμενική αναγκαιότητα ύπαρξής της.

 

Η άλλη, η δεύτερη όψη της, αυτή που περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο υπάρχει και πολιτεύεται η αριστερά, υπογραμμίζει το έλλειμμα αυτογνωσίας της. Την περίπου επιδεικτική αγνόηση της πραγματικής θέσης της, μετά την και ντε γιούρε επισημοποίηση της γενικευμένης ήττας της, την αγνόηση των πραγματικών συνεπειών αυτής της ήττας, πρωτίστως πάνω στην ίδια την αριστερά συνολικά, αλλά και πολύ πιο πέρα απ’ αυτήν στην παγκόσμια σφαίρα και στις κοινωνίες στις οποίες απευθύνεται η αριστερά. Αυτό το μεγάλο έλλειμμα πρακτικά εκφράζεται, συνδέεται, τροφοδοτεί τα ελλείμματα λόγου και κοινωνικής αντιπροσώπευσης, που είναι οι όψεις του ίδιου νομίσματος και συνιστούν, εν τέλει, την ενδημική κρίση προσανατολισμού της αριστεράς στο σύνολό της.

 

Ταυτόχρονα, η αριστερά νομίζει ότι έχει την άνεση και την πολυτέλεια, να υπάρχει και να πολιτεύεται κατακερματισμένη, πολυδιασπασμένη και σε διασπαρμένη τάξη, επικαλούμενη, καθόλου πειστικά με βάση τα πραγματικά σημερινά δεδομένα, λόγους αρχής για τον κατακερματισμό αυτό. Οι δε σχέσεις ανάμεσα στις διάφορες πλευρές και τμήματά της, είναι κάθε άλλο παρά συντροφικές… γεγονός που εισπράττεται προς τα έξω αρνητικότατα και επιτείνει την απωθητική εικόνα της αριστεράς μπροστά στην κοινωνία.

 

Είναι φανερό ότι αυτή η δεύτερη όψη της, του τρόπου υπάρξεως, του τρόπου που πολιτεύεται η αριστερά, βρίσκεται σε πλήρη διάσταση με την πρώτη, τείνει να εξαντλήσει ό,τι θετικό αποπνέει αυτή, τείνει να την ακυρώσει ολοκληρωτικά, υπερκαλύπτοντάς την. Γιατί, αυτή η δεύτερη όψη είναι εκείνη που βρίσκει πεδίο εφαρμογής καθημερινό, εκείνη που δίνει πρακτικά το μέτρο της πολιτικής φτώχειας, το μέτρο του παρωχημένου λόγου, το μέτρο της απόστασης και της απώθησης της αριστεράς από την κοινωνία.

 

Η πραγματική κατάσταση της αριστεράς, συμπεραίνεται εύκολα, αν της τεθεί ένα απλούστατο και αφοπλιστικό στη διατύπωσή του και ταυτόχρονα συγκλονιστικό, ως προς τ’ αδιέξοδα που προκαλεί στους αποδέκτες του, την αδυναμία απάντησης, τη μη απάντηση, τη σιωπή: «Καλά συνέβη ό,τι συνέβη και την προηγούμενη φορά ηττηθήκαμε. Την επόμενη φορά τι κάνουμε;» Ένα ερώτημα έτσι διατυπωμένο ή με άλλες παρεμφερείς διατυπώσεις, ή ανάλογα παρόμοια ερωτήματα που προκαλούν τέτοιες ανάλογες αλαλίες, αμηχανίες, σιωπές, ή και… ηρωικές απαντήσεις του τύπου: «εμείς δεν ηττηθήκαμε, εμείς τα λέγαμε, οι άλλοι ηττήθηκαν.»! Τέτοια, λοιπόν, ερωτήματα, δεν τα θέτουν πια μόνο οι σοφοί, οι ειδήμονες και νοήμονες, οι ψαγμένοι, οι ειδικοί, οι επιτελείς κλπ. Τα θέτει ο κόσμος όλος και η κοινωνία. Και τα θέτει με πολλούς και ποικίλους τρόπους άμεσα και έμμεσα και κυρίως με τη δυσπιστία που εκδηλώνει και με την απόσταση που τηρεί από την αριστερά. Μόνο η ίδια η αριστερά δεν αποπειράται ν’ απαντήσει σε τέτοια ερωτήματα και αποφεύγει να τα θέσει στον ίδιο τον εαυτό της. Ο λόγος είναι προφανής. Τέτοιου είδους ερωτήματα πίσω από τη φαινομενική αδυναμία της, ξαναθέτουν υπό συζήτηση εξ’ αρχής όλο το παρελθόν του κομμουνιστικού κινήματος. Ξαναθέτουν το ρόλο και την τροχιά που διέγραψε πριν και μετά τον Οκτώβρη, τις αιτίες και τη διαδικασία εκφυλισμού του, ως τη γενικευμένη ήττα του στις μέρες μας. Η συζήτηση αυτή, εν τούτοις, είναι εντελώς απαραίτητο να διεξαχθεί με τη συμμετοχή όλων των πλευρών της αριστεράς, με ένα βαθύ, ειλικρινή, δημιουργικό διάλογο μπροστά στην κοινωνία.

 

Τα συμπεράσματα μιας τέτοιας συζήτησης, μοιραία, θα ξαναέθεταν σε εντελώς νέα βάση, όλα τα κεφαλαιώδη ζητήματα που αφορούν τη σημερινή και τη μελλοντική πορεία του κομμουνιστικού κινήματος και της αριστεράς. Θα έθεταν σε νέα βάση την ίδια της την υπόσταση, την ίδια την έννοιά της, και τις μορφές οργάνωσης και πάλης της. Ένας τέτοιος δρόμος είναι υποχρεωτικός για την αριστερά. Αν τον ακολουθήσει με αυτογνωσία και μπει συνειδητά σε μια διαδικασία αυτομετασχηματισμού, παρά επί μέρους ρήξεις, εμπόδια, καθυστερήσεις κλπ, τελικά θα βγει απ’ το σημερινό αδιέξοδο. Αν και όσο παραμένει στις σημερινές της επιλογές και συμπεριφορές, το αδιέξοδο θα επιτείνεται. Όσο κι αν φαίνεται ρομαντικά ουτοπικός, ένας συνειδητός αυτομετασχηματισμός της αριστεράς, στον αντίποδα άλλο τόσο σχιζοειδής όμως ουτοπικός, είναι ο αδιέξοδος δρόμος που σήμερα ακολουθεί.

 

Αν έτσι έχουν τα πράγματα στην αριστερά, τότε είναι αυτονόητο ότι γίνεται ακόμα πιο επιτακτική η προσπάθεια ενωτικής δράσης της. Αυτά όμως τα ίδια πράγματα δεν κάνουν καθόλου αυτονόητο, ότι αυτή η ενωτική δράση είναι σε κάποιο υπολογίσιμο βαθμό και εφικτή, στο άμεσο τουλάχιστον διάστημα.

 

Το ίδιο ισχύει και για το αντινεοφιλελεύθερο μέτωπο και για τις εκλογές. Και στις τρεις περιπτώσεις, παρά το ενδεχόμενο να μην τελεσφορήσουν, για τον ίδιο λόγο, πρέπει να επιχειρηθούν. Πολιτική δεν είναι μόνο ο στόχος, είναι και η διαδρομή…

 

 

 

Κώστας Παπακώστας, Μέλος της δημοτικής κίνησης «Αριστερή Όχθη» Ν. Ιωνίας

 

Σχήμα στο χύμα

 

1. Η σημερινή κατάσταση της Αριστεράς διέπεται από την αναγκαιότητα αυτοκαθορισμού της και διατύπωσης της θέσης της. Όχι με την παραδοσιακή, την τυπική, την «επετειακή» μέθοδο που συνοψίζεται μεθοδολογικά στο «η τωρινή κατάσταση και τα καθήκοντά μας», αλλά πηγαίνοντας στο ζωντανό, σ’ αυτό που ενδιαφέρει την κοινωνία των πολιτών και των ενεργών κινημάτων. Τα οργανωμένα μορφώματά της που εξακολουθούν να λειτουργούν ακόμα ως εκμαγεία αποκλειστικά τριτοδιεθνιστικών αντιλήψεων, συμβάλλουν μόνο στην παραγωγή πολιτικής υπερκόπωσης. Διαμορφώνονται όμως όροι και προϋποθέσεις εξάτμισης των στερεότυπων σκέψεων και των απολιθωμένων αγκυλώσεων που συμβάλλουν στην αναδιατύπωση του παραδείγματος βάσει του οποίου κατανοείται αλλά και πορεύεται η Αριστερά. Η σταδιακή απελευθέρωσή της από την ιδιαιτερότητα της σημερινής κατάστασης θέλει χρόνους και κανόνες δικούς της, δεν αποτελεί μία αυτόματη συνέπεια των εξελίξεων του πολιτικού γίγνεσθαι. Βέβαια δεν διαθέτει ακόμα μια γενική θεωρία όπως παλιά, ούτε πολλά σημεία εξειδίκευσης. Ούτως ή άλλως υπάρχουν ακόμα μία σειρά από πολιτικά θεωρήματα του παρελθόντος της που δεν αποδείχθηκαν -ή που δεν ξέρουμε να τα αποδείξουμε- που δημιούργησαν και εξακολουθούν ακόμα να επηρεάζουν τη σημερινή της κατάσταση. Παρ’ όλ’ αυτά έχουν διαμορφωθεί οι προϋποθέσεις για να προβάλουμε ένα κοινό σενάριο και να επεξεργαστούμε ένα κοινό σχέδιο. Η συσπείρωση της Αριστεράς, των νέων κοινωνικών κινημάτων και της οικολογίας μπορεί να δράσει στο επίπεδο των παραγωγικών σχέσεων ίσως και άμεσα, και προσεγγίζει την τέχνη του πολιτικά εφικτού. Αρκεί να υπάρχει πειστικότητα στον ανταγωνιστικό-εναλλακτικό σχεδιασμό και ονειροπόλα μάτια. Αρκεί να κατανοήσουμε ότι η κοινωνική σύρραξη δεν εξαντλείται στην πολιτική της διάσταση και ιδίως στην κεντρική πολιτική σκηνή. Αρκεί στην πομπώδη φρασεολογία να μην αντιστοιχεί μια πραγματικότητα πολλές φορές αξιοθρήνητη. Αρκεί να αποβάλουμε τη γενικότητα (δύσκολο) αλλά και τον λιντερισμό. Να συνειδητοποιήσουμε ότι οι ανάγκες και οι επιθυμίες των πολιτών ή του κοινωνικού υποκειμένου όπως λένε άλλοι, του κοσμάκη με λίγα λόγια, είναι εξαρτημένες με … φετιχιστικό θα έλεγα τρόπο με την ενότητα. Και ας είναι τις περισσότερες φορές απατηλή. Να σταματήσει επιτέλους η τυραννία του κατακερματισμού και της αποδόμησης.

 

2. Η πρόταση της ΚΟΕ για τη συγκρότηση ενός κοινωνικού και πολιτικού μετώπου ανατροπής του νεοφιλελευθερισμού νοηματοδοτείται μόνο ως συμβολική διαδρομή ή ως αναζήτηση του πολιτικά αιφνίδιου. Εμπεριέχει στον πυρήνα της την αντίληψη ότι ο κύκλος της διεκδίκησης δεν έκλεισε. Στους καιρούς μας, καιρούς προέλασης του καπιταλισμού στη γηραιά ήπειρο, συγκρότηση μετώπου για την ανατροπή του νεοφιλελευθερισμού, είναι ουσιαστικά και κατά κύριο λόγο μόνο ηθική στάση. Μεγαλύτερο κατά τη γνώμη μου ενδιαφέρον θα είχε η συγκρότηση ενός εναλλακτικού κοινωνικού και πολιτικού πόλου, ενός τόπου ακόμα και με τη χωρική σημασία της λέξης, συνύπαρξης των δυνάμεων της Αριστεράς και της οικολογίας, όπου θα συντελούνται μεταλλάξεις ανθρώπων συμβιβασμένων με την ανημπόρια τους σε ενεργούς πολίτες, όπου θα πυροδοτούνται αποδράσεις από τις στερεότυπες κοινωνικές παραδοχές, όπου το αίτημα της ριζικής κοινωνικής αλλαγής θα ασεβεί την πραγματικότητα. Ένας πόλος που θα ταυτίζεται με την έννοια της υπέρβασης. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο θα μπορούσε να δομηθεί ένα συγκροτημένο ρεύμα ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό, ρεύμα κοινωνικό και πολιτικό, καλωδιωμένο σε μια δύναμη που απλώνεται στον ορίζοντα.

 

3. Μια κοινή εκλογική παρέμβαση δεν θα «κάνει την έκπληξη» στις επικείμενες βουλευτικές εκλογές. Τουναντίον. Η έκπληξη θα είναι η κοινή εκλογική παρέμβαση. Στους περισσότερους ώριμη όσο ποτέ και βιωματικά αποκρυσταλλωμένη. Και συνάμα εάν εκλείψουν και τα φαινόμενα της εσωτερικής «αποικιοκρατίας», δεν θα αισθανόμαστε και αμήχανα. Η πρόταση ενιαίας εκλογικής παρέμβασης της ΚΟΕ συμβάλλει στο να δοθεί τέλος στην τελευταία αυτή περίοδο της φλυαρίας, εμπεδώνει την αντίληψη ότι οι δυνάμεις της Αριστεράς και της οικολογίας είναι αδιόρθωτοι νοσταλγοί του «εμείς», του συλλογικού προσώπου, της πληθυντικής προσπάθειας. Αναμφίβολα η σημερινή σύνθετη πολιτική πραγματικότητα έχει παράξει ένα πλουραλισμό από πολιτικές γλώσσες με δυσκολίες ερμηνείας της μίας στην άλλη. Όμως μπορούμε να την κλείσουμε τη συζήτηση. Αρκεί να πούμε φτάνει επιτέλους με το νοσηρό βίτσιο του να θέλουμε να αναγάγουμε όλους τους άλλους να είναι απόλυτα συμβατοί με τη δικιά μας πολιτική ιδιοσυγκρασία, σμπαραλιάζοντας και καταπλακώνοντας όλες τις διαφορές. Να πιστέψουμε ότι υπάρχουν και άλλοι πέρα από μας, οργανώσεις, κόμματα, συλλογικότητες, γκρουπούσκουλα, νομάδες, διαφορετικοί, με τους οποίους είμαστε αδιάρρηκτα συνδεδεμένοι στη διαδικασία της κοινωνικής μετάβασης και πολιτικής εξέλιξης. Ήρθε η ώρα, αυτή η πολιτική ύλη, η ρευστή και χύμα, να πάρει σχήμα.

 

 

 

Χρήστος Πατούχας, Επικεφαλής της Δημοτικής Κίνησης Πάτρας «Αριστερά στην Αυτοδιοίκηση – Ανυπότακτη Πολιτεία»

 

Αναγκαία η ενωτική δράση της Αριστεράς

 

1 Με σαφήνεια σας απαντώ ότι η ενωτική δράση της Αριστεράς είναι αναγκαία. Είναι αναγκαία παρά τις διαφορετικές προσεγγίσεις της σε διάφορα ζητήματα, παρά τις διαφορετικές ιδεολογικές αναλύσεις της και τον καθορισμό των προτεραιοτήτων.

 

Η συνειδητοποίηση αυτής της ανάγκης καθορίζει καθήκοντα, επιβάλλει αλλαγή της πολιτικής στάσης όλων, αλλά πρωτίστως των μεγαλύτερων, των κοινοβουλευτικών δυνάμεων της Αριστεράς.

 

Νομίζω ότι οι παρακάτω αρχές πρέπει να διέπουν την συμπεριφορά μας.

 

Α. Η Αριστερά στις σημερινές κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες, πρέπει να αποδείξει τη χρησιμότητά της. Πρέπει ο εργαζόμενος, η νεολαία, ο άνθρωπος του πνεύματος και των γραμμάτων, ο κάθε πολίτης, να αναζητήσει σ’ αυτή τον συνεπή σύμμαχό του, τον αποτελεσματικό υπερασπιστή των συμφερόντων του, την πολιτική δύναμη που θα στηρίξει τα δημοκρατικά του δικαιώματα, που θα στηρίξει τους καθημερινούς -και τους μικρούς-, αγώνες του ενάντια στην ισοπέδωση, στην αφαίρεση των κατακτήσεων, στην εργασιακή του υποδούλωση και εκμετάλλευση. Να αποκαταστήσει μαζί της σχέση εμπιστοσύνης και εκτίμησης. Μπορεί να φαίνεται απλοϊκό, αλλά η Αριστερά των οραμάτων και των αγώνων δεν υπάρχει στη συνείδηση των πλατιών λαϊκών στρωμάτων.

 

Δεν είναι του παρόντος, αλλά ο μέσος άνθρωπος θεωρεί τις ηγεσίες συνυπεύθυνες για την ήττα, στην καλύτερη περίπτωση ανεπαρκείς για την αποφυγή της.

 

Και απαιτεί πολιτική συμπεριφορά αντίστοιχη των συνθηκών του σήμερα.

 

Β. Είναι μαθηματική η βεβαιότητα, ότι κανένας δεν μπορεί να πετύχει τη συσπείρωση των αναγκαίων δυνάμεων στον κομματικό του μηχανισμό ή έστω στο μπλοκ της πολιτικής του επιρροής.

 

Άρα πρωτίστως μιλάμε για την ενότητα και τους στόχους του μαζικού κινήματος. Και δυστυχώς εκεί ακριβώς μεταφέρεται ο ανταγωνισμός, η ηγεμονική συμπεριφορά και, επιτρέψτε μου να πω, η έλλειψη σεβασμού στους εργαζόμενους, το έλλειμμα δημοκρατικής αντίληψης ενίοτε, η περιφρόνηση της γνώμης των απλών ανθρώπων, εντέλει κάθε τι που συμβάλλει στην απογοήτευση, στην αποσυσπείρωση, στην παραίτηση.

 

Τα παραδείγματα είναι πολλά. Οι πρωτομαγιές, οι χωριστές πορείες για το ίδιο θέμα, η αποφυγή ενός, στοιχειώδους έστω, διαλόγου για την κοινή αντιμετώπιση της λαίλαπας που σαρώνει τα πάντα.

 

Αναφέρομαι με σαφήνεια στη στάση του ΚΚΕ και στη δογματική του προσήλωση στην «κατά μόνας» πορεία. Με συμπεριφορά ιδιοκτήτη του κινήματος, που όμως, στους σημερινούς χαλεπούς καιρούς, είναι συμπεριφορά μικροϊδιοκτήτη, με όσα ελαττώματα αυτό προκαλεί.

 

Δεν θέλει δεύτερη γνώμη, ακόμα και εκεί που φανερά η δική του υστερεί, ανησυχεί για ό,τι κινείται γύρω του, ισοπεδώνει ό,τι στους μαζικούς αγώνες αναπτύσσεται χωρίς τον έλεγχό του.

 

Από την άλλη ο ΣΥΝ, αν και ανοιχτός στη συζήτηση, κάνει ό,τι μπορεί για να πλήξει τη φερεγγυότητά του, τη συνέπεια και τον προσανατολισμό του. Κατάσταση ερμαφρόδιτη στο εσωτερικό του, κυρίως όμως στην πολιτική του.

 

Ναι! Θεωρώ αναγκαία την ενότητα της Αριστεράς.

 

Με αριστερούς, δηλαδή σαφείς, έξω από την πολιτική του συστήματος, στόχους.

 

Δεν είμαι έμπλεος αισιοδοξίας για το «εφικτό» του στόχου αυτού.

 

Κατά την άποψή μου, ο στόχος αυτός δυσχεραίνεται και από τη στάση των υπόλοιπων δυνάμεων, της λεγόμενης εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. Με απλά λόγια, η φιλαυτία και το «μεγαλεπήβολο» των διακηρύξεων, το αντιστρόφως ανάλογο με το μέγεθος του καθενός. Αυτό που όλοι ακούμε γύρω μας σα γνώμη απλών ανθρώπων, ότι ο καθένας είναι στον κόσμο του, θεωρώ ότι δεν βοηθάει τους συνολικούς στόχους της Αριστεράς και του κινήματος.

 

Δηλαδή μια πολιτική συμπεριφορά, σεμνότερη, πιο κοντά στην πραγματικότητα, που δε θα θεωρεί αναγκαία προτεραιότητα τον ιδεολογικό βομβαρδισμό, χωρίς εμμονές και εκ των προτέρων αποκλεισμούς, πιστεύω θα ήταν αποτελεσματικότερη, θα «στρίμωχνε», θα ανάγκαζε, θα δημιουργούσε καλύτερους όρους στο στόχο της κοινής ενωτικής δράσης.

 

2. Παρακολουθώ τη δράση της ΚΟΕ τα τελευταία χρόνια.

 

Άλλωστε έχω προσωπικά την εμπειρία της συνεργασίας μας στις τελευταίες δημοτικές εκλογές. Εκτιμώ τις ενωτικές πρωτοβουλίες της, πολύ περισσότερο όταν συνοδεύονται από αναλυτική επεξεργασία όπως η τελευταία της πρόταση. Θεωρώ την πρόταση αυτή θετική, θεωρώ θετική κάθε αντίστοιχη πρόταση. Πιστεύω πάντα, ότι δεν είναι προϋπόθεση η πλήρης ταύτιση απόψεων σε όλα τα ζητήματα. Η ενότητα θα οικοδομηθεί πάνω στα «ζωντανά» προβλήματα των εργαζομένων και της νεολαίας. Η αντιμετώπιση των προβλημάτων αυτών δεν έχει πολλές λύσεις. Ας μας ενώσει η σαφής αντίθεσή μας στην παγκόσμια τρομοκρατία και επίθεση ενάντια στους λαούς, η αντίθεσή μας στη νεοφιλελεύθερη, επικίνδυνη για κάθε λαϊκή κατάκτηση και δικαίωμα, σύμπλευση του δικομματισμού.

 

3. Ναι! Οι προϋποθέσεις υπάρχουν. Είναι ωριμότερες από κάθε άλλη φορά οι λαϊκές διαθέσεις, η συνείδηση της κοινωνίας. Είναι πιο ορατά από κάθε άλλη στιγμή στη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών, τα αποτελέσματα της πολιτικής του νεοφιλελευθερισμού. Είναι πιο ρεαλιστική η συσπείρωση δυνάμεων .

 

Σε κάθε περίπτωση, η «έκπληξη» εξαρτάται από την πολιτική βούληση της Αριστεράς. Θα αναλάβουν όλοι την ευθύνη να ανταποκριθούν στην ανάγκη της εποχής;

 

 

 

Νάντια Βαλαβάνη, Συγγραφέας

 

Η Αριστερά μακριά από τις πραγματικές ανάγκες

 

1. Η σημερινή κατάσταση της Αριστεράς εξακολουθεί να σηματοδοτεί μια βαθιά αναντιστοιχία ως προς τις ανάγκες ενός κοινωνικού και πολιτικού κινήματος, όχι μόνο για την αλλαγή της κοινωνικοπολιτικής κατάστασης στην πατρίδα μας και στον κόσμο, αλλά ακόμη και για την απλή αμυντική απόκρουση της νεοφιλελεύθερης επίθεσης. Κι αυτό παρά την καλύτερη γενικά περιρρέουσα ατμόσφαιρα μέσα στην κοινωνία για τις δυνάμεις της σε σύγκριση με την ανοιχτά εχθρική δεκαετία του ’90 – σαν αποτέλεσμα ενός συμπλέγματος επιδράσεων: Από εκείνες του κινήματος ενάντια στις πολιτικοοικονομικές, κυρίως, επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης και των πολιτικών και κοινωνικών κινημάτων με τα οποία συνδέθηκε σε κάθε χώρα, μέχρι μιας στροφής σε κατεύθυνση απεμπλοκής από την αμερικάνικη ηγεμονία που άρχισε να διαφαίνεται στη Λατινική Αμερική και της καθήλωσης στο τέλμα του Ιράκ της «αντιτρομοκρατικής» πολιτικής Μπους. Ωστόσο παρά τις ευχές μας θα πρέπει να μπορούμε να διακρίνουμε ότι το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα δεν αναπτύσσεται ευθύγραμμα (πώς θα μπορούσε άλλωστε; κι όμως μια τέτοια εικόνα δόθηκε από κάποιες από τις ομιλίες στο περσινό 4ο Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Φόρουμ της Αθήνας). Ότι η πολιτική δυναμική των κοινωνικών κινημάτων στις περισσότερες χώρες είναι περιορισμένη, με αποτέλεσμα οι κοινωνικοί αγώνες να μην καταλήγουν σε πολιτικές ανακατατάξεις, και ότι το εργατικό κίνημα συνεχίζει να χάνει σταθερά έδαφος σε επίπεδο οργάνωσης και αποτελεσμάτων των αμυντικών αγώνων που δίνει σε ένα προνομιακό για τις δυνάμεις του κεφαλαίου έδαφος. Ενώ η υποχώρηση του κοσμικού χαρακτήρα του κινήματος των Παλαιστινίων και η περιθωριοποίηση, στους κόλπους του, των δυνάμεων της Αριστεράς διευκολύνει ώστε τα αδιέξοδα της λίγο-πολύ κοινής πολιτικής Ισραήλ-ΗΠΑ-ΕΕ στην περιοχή της Μέσης Ανατολής να βιώνονται ταυτόχρονα και ως μορφή αποσάθρωσης των δυνάμεων της αντίστασης σ’ αυτή την πολιτική. Μπορεί το λούστρο της νεοφιλελεύθερης ιδεολογικής επίθεσης να έχει θαμπώσει και οι κυρίαρχες ιδέες να διαδίδονται με μικρότερη αλαζονικότητα, όμως ο κόσμος των αρχών του 21ου αιώνα είναι ένας κόσμος με μεγαλύτερες κοινωνικές ανισότητες, με μια εντονότερα διάχυτη διαφθορά, με περισσότερη φτώχια και κοινωνική ανασφάλεια για τους πολλούς, αλλά και με λιγότερες ελευθερίες και κατοχυρωμένα δημοκρατικά και κοινωνικά δικαιώματα.

 

Σ’ αυτό το φόντο η Αριστερά –και αναφέρομαι στην Αριστερά που δεν προσδοκά να συγκυβερνήσει για να συνδιαχειριστεί τα σχέδια μιας νεοφιλελεύθερης ανάπτυξης- παρά τις αναζητήσεις της δεν έχει καταφέρει να υπερβεί τα δύο σημαντικότερα προβλήματα της: Μια λογική ελέγχου, που οδηγεί στην απόρριψη οτιδήποτε, ιδέας ή κίνησης, δεν ελέγχεται από τον μηχανισμό κάθε μεγαλύτερης ή μικρότερης από τις οργανωμένες πολιτικές εκφράσεις της. Αποτέλεσμα η έλλειψη ουσιαστικής δημοκρατίας και συλλογικότητας στο εσωτερικό τους, ενώ το κίνημα οδηγείται σε τραγελαφικές καταστάσεις, από «παράλληλες» κινητοποιήσεις μέχρι επιθέσεις μέσα στους κοινωνικούς χώρους με στόχο την με κάθε τίμημα «διαφοροποίηση», ακόμα και για ζητήματα για τα οποία λίγο-πολύ υπάρχει συμφωνία για το χαρακτήρα και τα αιτήματα της δράσης. Παράλληλα η Αριστερά δεν έχει καταφέρει, και μάλιστα σε διεθνές επίπεδο, αποφασιστικής σημασίας βήματα στην κατεύθυνση μιας συλλογικής επανεπεξεργασίας του θεμελιώδους θεωρητικού εξοπλισμού της στην πραγματικότητα του σύγχρονου κόσμου, μια ανάγκη κριτικής σημασίας για τη φυσιογνωμία και την προοπτική που θέλει να διαμορφώσει ενάμισι αιώνα μετά τη δημοσίευση του «Κομμουνιστικού Μανιφέστου».

 

2. Βρίσκω σωστή την πρόταση της ΚΟΕ για τη συγκρότηση ενός πολιτικού προγράμματος πάλης ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό σε συνδυασμό με τις προτεινόμενες συνοδευτικές κινήσεις και διαδικασίες κατά κοινωνικούς και γεωγραφικούς χώρους, αν και τα δύο τελευταία σημεία της (διοργάνωση πολιτικής σύσκεψης, έκδοση περιοδικού) είναι περισσότερο μακροπρόθεσμα.

 

3. Εξαρτάται από το τι εννοείται με το «να κάνει την έκπληξη». Να καταγραφεί μια εκλογική υποχώρηση του δικομματισμού; Αυτό θα μπορούσε να σημειωθεί μόνο αν μιλούσαμε για ένα εκλογικό μέτωπο του συνόλου της Αριστεράς, πράγμα για το οποίο στη σημερινή κατάσταση υφίσταται μόνο η ανάγκη, όχι όμως και η δυνατότητα. Κι αυτό αφορά στην απορριπτική στάση όχι μόνο του ΚΚΕ, αλλά και δυνάμεων στο εσωτερικό του Συνασπισμού όσο και οργανώσεων της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. Θα μπορούσε ίσως εναλλακτικά να επιτευχθεί αν μια κοινωνική δυναμική των πολιτικών και κοινωνικών αγώνων της τελευταίας περιόδου κατόρθωνε να βρει μια αξιόπιστη πολιτική έκφραση σε όποιο εκλογικό ενωτικό αριστερό σχήμα προκύψει μέσα από τις διαδικασίες διαλόγου που λίγο-πολύ επαναδρομολογούνται σήμερα. Αυτό όμως, συμπεριλαμβανόμενων και των διαδικασιών για να πειστεί τόσο ο «παραδοσιακός» αριστερός κόσμος όσο και οι νέοι άνθρωποι που προσανατολίζονται αριστερά για το ότι δεν πρόκειται για μια ακόμα εκλογική σύμπραξη της τελευταίας στιγμής, αποκομμένη από ουσιαστικές προγραμματικές ανάγκες και την αγωνιστική δυναμική που επιχειρεί να εκφράσει, προϋποθέτει μάλλον ουσιαστικότερες προβλέψεις από την επίτευξη της εκλογής, αυτή τη φορά, ενός εκπροσώπου της εκτός Συνασπισμού Αριστεράς.

 

 

 

Γιώργος Χελάκης, Δημοτικός σύμβουλος Καλλιθέας

 

Ανανέωση σε πρακτικές και πρόσωπα

 

1. Ο κατακερματισμός και η διαίρεση της Αριστεράς είναι διαχρονικό φαινόμενο. Δεν τρομάζει. Ο «τρόμος» προέρχεται από την αδυναμία των ρευμάτων και των οργανώσεών της να συνεννοηθούν μεταξύ τους σε θέματα που αποτελούν κοινό τόπο. Στην Ελλάδα παράγινε το κακό. Η ψύχωση του ΚΚΕ οδηγεί σε φαινόμενα ξεχωριστών συγκεντρώσεων ακόμα κι όταν τα συνδικαλιστικά αιτήματα είναι κοινά. Λανθασμένη –ίσως και σκόπιμη– είναι η αντίληψη ορισμένων «πονηρούληδων» που σπρώχνουν με τον… ελιτισμό τους το ΚΚΕ στην απομόνωση ξεχνώντας ότι έτσι μπορεί να απομονωθεί και ο κόσμος που το ακολουθεί. Όσοι ενδιαφέρονται για τον τρίτο πόλο, τον πόλο της Αριστεράς, καλό είναι να αποφεύγουν αυτή την αντίληψη. Το θέμα είναι να πολλαπλασιάζουμε τα… ιμάτια, όχι να τα μοιράσουμε προς όφελός μας. Τώρα είναι ανέφικτη η ενωτική δράση της Αριστεράς στο σύνολό της. Ωστόσο είναι εφικτή η προγραμματική σύγκρουση με τον νεοφιλελευθερισμό εκείνου του κομματιού της Αριστεράς που έδειξε ότι ακουμπάει στα μηνύματα, εμπνέεται από το 4ο Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Φόρουμ κι όσα ζήσαμε τον περασμένο Μάη, συμμετέχει «στα γεμάτα» στις κινητοποιήσεις για την υπεράσπιση της δωρεάν δημόσιας παιδείας και των δασών που εκδηλώνονται στις μέρες μας. Το επιχειρήσαμε με σχετική επιτυχία αν και προεκλογικά το 2004, το συντηρήσαμε αν και βαριά τραυματισμένο μέχρι σήμερα.Tώρα ήρθε η ώρα να το διευρύνουμε δίνοντάς του ένα μόνιμο χαρακτήρα που να παγιώνει τα πολιτικά του χαρακτηριστικά και να παίρνει και κάποια οργανωτικά.

 

2. Η ΚΟΕ ανταποκρίθηκε στην υποχρέωσή της να συμβάλει στον προβληματισμό για την εξέλιξη του ενωτικού εγχειρήματος. Ξεχωρίζω την πρόταση διαμόρφωσης πολιτικού προγράμματος για την ανατροπή του νεοφιλελευθερισμού. Στο κόμμα μου υποστηρίζω σταθερά την άποψη για την τόνωση των αντικαπιταλιστικών του αναφορών. Συμφωνώ απόλυτα με την ενεργοποίηση των «από κάτω». Διαφορετικά θα εξαντληθούμε σε συνεννοήσεις κορυφής που σύντομα θα εξελιχθούν σε παζάρια. Χρειαζόμαστε επειγόντως ανανέωση σε πρακτικές και πρόσωπα. Δυστυχώς κάποιοι θεωρούν τον εαυτό τους αναντικατάστατο και κάποιοι άλλοι νομίζουν ότι η ανανέωση προσώπων θα προκύψει από τους κομματικούς σωλήνες. Η βιολογική και πολιτική γήρανση θα «θεραπευτεί» στους δρόμους και τα κινήματα. Οι «Νέστορες» της Αριστεράς έχουν ρόλο αλλά όχι κατ’ ανάγκη της εκπροσώπησης όλων εκείνων με τους οποίους δεν συναντήθηκαν ποτέ στους δρόμους, δεν φώναξαν τα ίδια συνθήματα, δεν τους «έλουσαν» τα ίδια χημικά των ΜΑΤ. Πρέπει να βρεθούν τρόποι εκπροσώπησης αυτών που έρχονται…

 

3. Μας ενδιαφέρει το «πόσο» αλλά μας ενδιαφέρει και το «πώς». Ειδικά στον ΣΥΝ πολλές φορές συζητάμε μόνο για το «πόσο» αγνοώντας το «πώς». Γι΄ αυτό και κρίνω ως πολύ χρήσιμη την πρόταση της ΚΟΕ. Δείχνει ότι την ενδιαφέρει το «πώς». Το ίδιο ισχύει και για την πρόταση της ΑΚΟΑ. Στην ίδια κατεύθυνση νομίζω ότι κινούνται οι πρόσφατες δηλώσεις του σ. Αλαβάνου και η απόφαση της πολιτικής Γραμματείας του ΣΥΝ. Εφόσον δεν υπάρξουν στραβοτιμονιές μπορούμε να κάνουμε την έκπληξη στις βουλευτικές εκλογές. Ο πρόεδρος του ΣΥΝ δήλωσε ότι ο ΣυΡιζΑ είναι η πραγματική αντιπολίτευση στην κυβερνητική πολιτική. Με αυτή τη λογική, που είναι και αντιδικομματική, πρέπει να πάμε στις εκλογές. Η στενόκαρδη αντίληψη, οι υποσημειώσεις και οι αμφισβητήσεις ας είναι αποκλειστικό «προνόμιο» της μειοψηφίας στον ΣΥΝ.

 

 

 

Αποστόλης Πάλιουρας, Εκδότης του περιοδικού Διάπλους

 

Η Αριστερά σε βαθιά παρακμή

 

Η αλήθεια, ακόμα και αν είναι κοινός τόπος, είναι μία συνήθως δυσάρεστη υπόθεση γι’ αυτόν που τη διατυπώνει αλλά και για τους αποδέκτες της.

 

Και η αλήθεια είναι ότι η Αριστερά στη χώρα μας βρίσκεται σε βαθιά παρακμή. Μας πληγώνει όλους αυτή η κατάσταση αλλά πρωτίστως πρέπει να το αποδεχτούμε, αν θέλουμε να αλλάξει. Αν και διεθνώς είναι πολλές οι περιπτώσεις μιας νέας άνοιξης της Αριστεράς -π.χ. Λατινική Αμερική-, στη χώρα μας η παρακμή παραμένει.

 

Δεν πρόκειται για ήττα. Δεν πρέπει να συγχέουμε τα πράγματα. Μετά τον Εμφύλιο η Αριστερά βίωσε μια μεγάλη στρατιωτική και πολιτική ήττα. Ιδεολογικά όμως παρέμεινε ζωντανή, πολλές φορές κυρίαρχη. Η πνευματική ζωή, η τέχνη, οτιδήποτε γνήσιο ήταν αριστερό. Τα ελάχιστα υπόλοιπα αγκομαχούσαν δίπλα της.

 

Σήμερα η Αριστερά είναι ιδεολογικά ηττημένη και αποδιαρθρωμένη. Η ιδεολογία είναι ο συνδετικός ιστός της πολιτικής, κάτι που διαθέτει η Δεξιά και ο νεοφιλελευθερισμός (ιδίως μετά τη δεύτερη καπιταλιστική – νεοφιλελεύθερη επανάσταση – δες σχετικά για περισσότερα στο άρθρο του Κ. Πρέβε: «Επανάσταση και μεταρρύθμιση», περιοδικό «Διάπλους», τεύχος 16). Φαίνεται ότι στην παρούσα φάση στη χώρα μας λείπει από την Αριστερά αυτός ο συνδετικός ιστός.

 

Τα ιδεολογήματα των δεκαετιών του ’50 και μετά που επιβάλλονταν με τη χυδαία και βίαιη παρουσία του ασφαλίτη αποκτούν σήμερα «επιστημονικό» υπόβαθρο και παρουσιάζονται με τη μορφή διεισδυτικών και αξιοσέβαστων κινηματογραφικών ταινιών και λογοτεχνικών έργων, καθώς αρκετές φορές μία πολύ λεπτή μεμβράνη χωρίζει την αλήθεια από το ψέμα. Ακόμα και η ιστορία ξαναγράφεται, οι μεταγενέστεροι πρέπει να αποδεχτούν τη νέα εκδοχή της…

 

Η Αριστερά σιωπά απέναντι σε όλα αυτά. Σιωπά ποικιλοτρόπως, είτε με την ιδεολογική στασιμότητα του ΚΚΕ, είτε με την προχωρημένη αποϊδεολογικοποίηση του Συνασπισμού ή με την ιδεολογική αμηχανία και αδυναμία των υπόλοιπων μικρότερων οργανώσεων.

 

Η Αριστερά πρέπει να αποκτήσει ξανά λόγο, λόγο που να συγκινεί, λόγο που θα συνενώσει πολιτικά. Ο λόγος αυτός υπάρχει, είναι το έργο του Μαρξ, του Ένγκελς, του Λένιν, η κληρονομιά αρκετών άλλων θεωρητικών και στοχαστών του κομμουνιστικού και εργατικού κινήματος καθώς και οι σύγχρονες θεωρητικές επεξεργασίες. Το έργο αυτό πρέπει να μελετηθεί ξανά στις νέες και τελείως διαφορετικές συνθήκες του 21ου αιώνα. Όπως έχουμε γράψει και άλλες φορές στρατηγική είναι η σημασία της μελέτης των πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων της Οκτωβριανής Επανάστασης, της Κινέζικης Επανάστασης και των μετέπειτα εξελίξεων. Όλα αυτά σε ένα πλαίσιο συζήτησης και επανακατάκτησης του κομμουνιστικού πολιτισμού που απωλέσθηκε από τη δεκαετία του 1930 και μετά.

 

* * * * *

 

Όμως όταν λέμε Αριστερά, τι εννοούμε; Εννοούμε το ΚΚΕ, το Συνασπισμό, τις οργανώσεις της αποκαλούμενης εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς και τους χιλιάδες ανένταχτους που για τους γνωστούς λόγους έχουν παραπληθύνει τα τελευταία χρόνια (κάποιοι από αυτούς, όχι πολλοί πάντως, είναι ακόμα μάχιμοι).

 

Με τα σημερινά δεδομένα δε φαίνεται πιθανό να ξεπηδήσει κάτι νέο από το ΚΚΕ και τον ΣΥΝ. Ο χώρος των οργανώσεων της «μικρής» Αριστεράς και των ανένταχτων φαίνεται ότι είναι καταλληλότερος για κάτι καινούριο, ιδεολογικά αρθρωμένο που μπορεί να επηρεάσει μελλοντικά και τις μεγάλες μάζες των αριστερών που βρίσκουν στέγη στο ΚΚΕ και στον ΣΥΝ.

 

Οι οργανώσεις αυτές όμως είναι ουσιαστικά χωρίς κοινωνικές αναφορές, πολλές από αυτές απαρτίζονται από γραφικούς τύπους και καμία δε συγκεντρώνει μία κρίσιμη μάζα μεγέθους. Σχεδόν όλες ερίζουν μεταξύ τους και ορθώνουν ανάμεσά τους υπαρκτά και ανύπαρκτα ιδεολογικά φράγματα.

 

Υπάρχουν επομένως προαπαιτούμενα για την ενωτική δράση της Αριστεράς; Η απάντηση είναι και ναι και όχι. Χρειάζονται προαπαιτούμενα στη βάση των όσων αναφέραμε στην αρχή για μία συνεργασία στρατηγικής κατεύθυνσης και προοπτικής, δε χρειάζονται όμως προαπαιτούμενα για την καθημερινή ενιαία δράση, εκεί όπου οι δυνάμεις της Αριστεράς έχουν κοινές θέσεις και απόψεις.

 

Αντικειμενικά υπάρχει έδαφος ακόμα και για κοινή εκλογική παρέμβαση στις βουλευτικές εκλογές. Μόνο αντικειμενικά όμως, αφού οι υπαρκτές δυνάμεις ακόμα και της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς δε φαίνονται διαθέσιμες για κάτι τέτοιο.

 

Το χέρι της πολιτικής πάντως είναι μακρύ. Μία ενδεχόμενη «κοινή εκλογική παρέμβαση» των οργανώσεων της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, θα μπορούσε θεωρητικά ακόμα και την έκπληξη να κάνει. Έκπληξη εννοούμε μία-δύο εκατοστιαίες μονάδες του εκλογικού σώματος. Αυτό αποτελεί το όριο της κρίσιμης μάζας για την Αριστερά και μπορεί να προκαλέσει εξελίξεις και θετικές ανακατατάξεις στον ευρύτερο αριστερό χώρο.

 

* * * * *

 

Άφησα τελευταία την πρόταση συγκρότησης ενός πολιτικού και κοινωνικού μετώπου ανατροπής του νεοφιλελευθερισμού, γιατί πιστεύω ότι στην παρούσα φάση δεν είμαστε έτοιμοι για κάτι τέτοιο. Ο νεοφιλελευθερισμός είναι ο καπιταλισμός της εποχής μας, και για την ανατροπή του απαιτείται μια ολόπλευρη αναπροσαρμογή και προετοιμασία του κομμουνιστικού κινήματος και ευρύτερα της Αριστεράς, όπως έγινε στις αρχές του 20ού αιώνα από τον Λένιν που απάντησε στον καπιταλισμό της εποχής του με τις επαναστάσεις της εργατικής τάξης.

 

Όμως έτσι ή αλλιώς η επίθεση του καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού στα διάφορα θέματα βρίσκεται σε εξέλιξη και στη χώρα μας.

 

Αυτό που είναι αναγκαστικό να γίνει είναι η απόκρουση των συνεπειών της νεοφιλελεύθερης επέλασης, με τη διαμόρφωση σε κάθε χώρο πολιτικού και κοινωνικού μετώπου αντίστασης.

 

Κοινωνικά και πολιτικά μέτωπα αντίστασης λοιπόν ενάντια στον αμερικάνικο και ευρωπαϊκό ιμπεριαλισμό (αντίσταση στην Ευρωπαϊκή Ένωση). Αντίσταση και στο επιθετικό ελληνικό κεφάλαιο και στους εκπροσώπους του, Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ. Νομίζω ότι αυτό είναι το άμεσο και επιτακτικό καθήκον.

 

 

 

Δημήτρης Πατέλης, Μέλος της διεθνούς ερευνητικής ομάδας «Η Λογική της Ιστορίας» και του Ομίλου για την μελέτη της επαναστατικής θεωρίας. Επίκουρος καθηγητής φιλοσοφίας

 

Προϋπόθεση η νέα επαναστατική θεωρία

 

Τα πολιτικά κόμματα, είναι ιστορικά μορφώματα, που προκύπτουν ως εκφράσεις κοινωνικών αναγκών, συμφερόντων και συσχετισμών δυνάμεων σε συγκεκριμένες συγκυρίες. Κόμματα που κάποτε μορφοποιήθηκαν ως επαναστατικοί πολιτικοί φορείς, δεν σημαίνει ότι διατηρούν αυτές τις ιδιότητες εσαεί. Η ιστορική πορεία του βαθμιαίου εκφυλισμού και της σταδιακής πολυεπίπεδης ενσωμάτωσης στις δομές του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, αρχικά των κομμάτων της Β΄ Διεθνούς, στη συνέχεια δε και αυτών της Γ΄ (αλλά και της Δ΄) Διεθνούς και των ποικίλων παραφυάδων, αποφύσεων και αποκομμάτων τους, είναι αποτέλεσμα νομοτελών αντικειμενικών διαδικασιών-τάσεων και των αντίστοιχων υποκειμενικών τους εκφάνσεων. Ας υπενθυμίσουμε μερικές από αυτές:

 

Η μετάβαση του παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος στο στάδιο του «παγκοσμιοποιούμενου» ιμπεριαλισμού και η επίταση της ανισομερούς ανάπτυξης μέσω του παγκόσμιου μηχανισμού εκμετάλλευσης, η παρασιτική ανάπτυξη των ισχυρότερων ως προς το κεφάλαιο χωρών μέσω της μονοπωλιακής υπερεκμετάλλευσης της πλειονότητας των πληθυσμών του πλανήτη.

 

Η συγκέντρωση στα ισχυρότερα κεφαλαιοκρατικά κέντρα των παραγωγικών διαδικασιών «εντάσεως κεφαλαίου» με αντίστοιχη αποκέντρωση στις εξαρτημένες χώρες των παραγωγικών διαδικασιών «εντάσεως εργασίας».

 

Η δυνατότητα κατακερματισμού της εργατικής τάξης μέσω της δημιουργίας «εργατικής αριστοκρατίας» (Λένιν) και η κλιμακούμενη εξαγορά εργαζομένων μισθωτών και ευρύτερων στρωμάτων του πληθυσμού των μητροπολιτικών χωρών μέσω της αποβλάκωσης του καταναλωτισμού και μηχανισμών μαζικής ενσωμάτωσης και χειραγώγησης (Μ.Μ.Ε.).

 

Η δυνατότητα –μέσω της ανισομέρειας– αποσόβησης ταξικών κοινωνικών εντάσεων και επαναστάσεων, η οριοθέτηση του φάσματος των διεκδικήσεων σε ένα οικονομικό και θεσμικό πλαίσιο με ακραίο ορίζοντα τον μαχητικό μεταρρυθμισμό (ρεφορμισμό), πάντα στα πλαίσια του συστήματος.

 

Οι πολιτικές κρατικού παρεμβατισμού και «κράτους πρόνοιας» (εν πολλοίς και υπό την πίεση του όποιου υπαρκτού σοσιαλισμού) και η εναλλαγή τους από τη νέα στρατηγική της παγκόσμιας αστικής τάξης – το «νεοφιλελευθερισμό».

 

Η γραφειοκρατικοποίηση, η εξαγορά, ο εκφυλισμός και η ενσωμάτωση των μηχανισμών των συνδικαλιστικών και πολιτικών φορέων της εργατικής τάξης, η έμμεση ή άμεση εμπλοκή αυτών των φορέων στους διαχειριστικούς, αντιπροσωπευτικούς και εξουσιαστικούς μηχανισμούς του αστικού κράτους.

 

Η ενίσχυση όλων των παραπάνω με τη μακροχρόνια ειρηνική ανάπτυξη της κεφαλαιοκρατίας στις «προηγμένες» χώρες, σε κλίμα συναίνεσης, συνεργασίας των τάξεων και «εταιρικής διαχείρισης» των ανακυπτουσών «δυσλειτουργιών» του συστήματος, με την αντίστοιχη θεσμολάγνο φετιχοποίηση της «δημοκρατίας» και των «ελευθεριών» του αστικού κοινοβουλευτισμού (με όλα τα συμπαρομαρτούντα στοιχεία του εκλογολάγνου κοινοβουλευτικού κρετινισμού) κ.ο.κ.

 

Η ραγδαία επικράτηση της αστικής αντεπανάστασης και της κεφαλαιοκρατικής παλινόρθωσης στις περισσότερες χώρες των πρώιμων νικηφόρων σοσιαλιστικών επαναστάσεων του 20ού αιώνα και η δραματική υποχώρηση ή (και) μετάλλαξη των δυνάμεων της Αριστεράς.

 

Το σύνολο των δρώντων ή φυτοζωούντων σήμερα σχημάτων της Αριστεράς, παρά τις όποιες αναλαμπές τους, είναι στην καλύτερη περίπτωση απολειφάδια μορφωμάτων του (ενίοτε νικηφόρου) αγώνα του παρελθόντος, είναι απομεινάρια της οπισθοφυλακής ενός ηττημένου στρατού, που φέρουν ανεξίτηλα τα στίγματα της πορείας τους, και εμμένουν στην φθίνουσα συντήρηση και αναπαραγωγή τους και μέσω της ανακύκλωσης ιδεολογημάτων. Ως εκ τούτου, το πολύ που επιτυγχάνουν, είναι (γονυπετείς συχνά) διαμαρτυρίες και αψιμαχίες οπισθοφυλακής, με όρους υποχώρησης και διάλυσης. Κατά κανόνα, τα σχήματα αυτά υποτιμούν είτε αγνοούν παντελώς τη σημασία της ανάπτυξης της επαναστατικής θεωρίας, αδυνατούν να αντιμετωπίσουν κριτικά και αυτοκριτικά το παρελθόν και το παρόν τους.

 

Ο κανόνας αυτός επιβεβαιώνεται και μέσω των -λαμπρών συχνά- εξαιρέσεων αγωνιστών και συλλογικοτήτων, που εκ των πραγμάτων τίθενται σε μία σχέση «εντός και εκτός» των φορέων αυτής της Αριστεράς, που όλο και βαθύτερα συνειδητοποιούν την ανάγκη αναστοχαστικών θεωρητικών παρεμβάσεων, χωρίς να προτάσσουν την αγεληδόν και άνευ όρων συμμόρφωσή τους με το ιερατείο κάποιου από τα παραπάνω σχήματα, είτε με την επόμενη προεκλογική «έκπληξη».

 

Το επαναστατικό κίνημα του μέλλοντος οφείλει να εγκύψει -με σεβασμό μεν, αλλά χωρίς δογματικές αγκυλώσεις- και να αποτιμήσει κριτικά-επαναστατικά την εξαιρετικά πολύτιμη εμπειρία όλων των συνιστωσών αυτού του ηττημένου στρατού και ιδιαίτερα την εμπειρία που συνδέεται με τις πρώιμες σοσιαλιστικές επαναστάσεις του 20ού αι., χωρίς να επιδίδεται σε τελετουργίες αγιοποιήσεων, μνημόσυνων, νεκραναστάσεων, είτε χλευαστικής-μηδενιστικής «αφ’ υψηλού» αποποίησης.

 

Είναι νωρίς για να προδιαγράψουμε την πολιτική μορφοποίηση του επικείμενου επαναστατικού κινήματος με «συνταγές για την κουζίνα του μέλλοντος» (Μαρξ), καθώς και τη θέση και το ρόλο που θα διαδραματίσουν σε αυτό άνθρωποι και συλλογικότητες των προαναφερθέντων σχημάτων.

 

Η προοπτική της αναγέννησης του κομμουνιστικού κινήματος σε διεθνές και εθνικό επίπεδο, προϋποθέτει την ανάπτυξη της νέας επαναστατικής θεωρίας σε επίπεδο ικανό να θεμελιώσει επαναστατικό πολιτικό πρόγραμμα (στρατηγική και τακτική), και τη σύνδεση αυτής της θεωρίας με το νέο επαναστατικό κίνημα. Καμία κίνηση τακτικής, καμία ενωτική δράση, κανένα μέτωπο (συμπεριλαμβανομένου και αυτού της ανατροπής του νεοφιλελευθερισμού) δεν μπορεί να έχει προοπτική χωρίς θεωρητική διάγνωση των νομοτελειών της κοινωνίας, χωρίς πρόγνωση της έκβασής τους, χωρίς επιστημονικά τεκμηριωμένη στρατηγική. Στην αντίθετη περίπτωση θα έχουμε πάλι μια απ’ τα ίδια: πρακτικισμό και πολιτικό πραγματισμό με οργανωτικά σχήματα που διέπονται από το «βλέποντας και κάνοντας», που μόνο ζημιά και απογοητεύσεις προκαλούν.

 

Χωρίς την δημιουργική ανάπτυξη-διαλεκτική «άρση» της κλασικής μορφής του μαρξισμού (που έχει δρομολογηθεί με το εγχείρημα της «Λογικής της Ιστορίας») είναι ανέφικτη η αναγέννηση του επαναστατικού κομμουνιστικού κινήματος.

 

[Αναλυτικότερα βλ. Β. Βαζιούλιν. Η Λογική της Ιστορίας. Ζητήματα θεωρίας και μεθοδολογίας. Ελληνικά γράμματα, 2004, και την ιστοσελίδα: http://www.ilhs.tuc.gr/gr/index.htm].

 

 

 

Περικλής Περ. Βασιλόπουλος, Ιατρός-Χειρουργός

 

Οι καιροί των αυθεντιών έχουν παρέλθει

 

Εξαιρετικώς ενδιαφέρουσα και άκρως επίκαιρη η ερωτηματοθεσία της εφημερίδας «Αριστερά», που μας καλεί να συλλογιστούμε πάνω στη σημερινή κατάσταση της Αριστεράς, και για το εάν είναι αναγκαία και εφικτή η ενωτική της δράση.

 

Πριν, όμως, επιχειρήσει κανείς να απαντήσει με ειλικρίνεια στα πιο πάνω ερωτήματα, στη γνώμη του γράφοντος προέχει η επιδίωξη να επιτευχθεί κάποια συμφωνία για το τι θα δεχόμαστε ως αριστερή σκέψη σήμερα. Αντιπαρερχόμενοι, βέβαια, τις έωλες τοποθετήσεις πολλών, ανά­μεσα στους οποίους ανήκουν και αρκετοί που λίγα χρόνια πριν δήλωναν αριστεροί, ότι σήμερα δεν υφίσταται διάκριση μεταξύ Αριστεράς και συ­ντήρησης, ξεκαθαρίζουμε πως για μας αριστερή σκέψη σημαίνει ανα­ζήτηση των προϋποθέσεων για τη δημιουργία ενός άλλου κόσμου, γιατί ο υπάρχων δεν ικανοποιεί την ανθρώπινη συνθήκη. Συνάγεται ότι όσοι αποδέχονται τη βασική συνιστώσα της ισχύουσας κατάστασης, δηλαδή την κεφαλαιοκρατική σχέση, δεν μπορούν να δηλώνουν και να γίνονται πιστευτοί πως είναι αριστεροί.  Μπορούν να είναι προοδευτικοί, ηθικοί, ανήσυχοι, ευαίσθητοι, πολύτιμοι σύμμαχοι της μεγάλης προσπάθειας, όμως όχι αριστεροί. Εάν, δηλαδή, δεν μπορούν να δεχθούν πως μπορεί να υπάρξει συνθήκη υποδούλωσης της λειτουργίας του κεφαλαίου και απελευθέρωσης παραλλήλως του ανθρώπου από την αλλοτρίωση και την πραγματοποίηση των σχέσεών του με τους συνανθρώπους του και τη φύ­ση. Η επιδίωξη κάποιου μετριασμού της λειτουργίας του κεφαλαίου, με την αποσπασματική προώθηση επιμέρους στόχων (κατοχύρωση δικαιω­μάτων των εργαζομένων, επιδίωξη της παγκόσμιας ειρήνης, προστασία του περιβάλλοντος, κ.ά.), ακόμα και στα μάτια των πλέον εφησυχασμέ­νων έχει γίνει πια φανερό σήμερα πως δεν βγάζει τον άνθρωπο από τη μέγγενη, αλλά απεναντίας βαθαίνει την εκμετάλλευση και την αλλοτριω­τική σχέση. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι μόνον μία κίνηση συνολι­κής ανατροπής της ισχύουσας κατάστασης των πραγμάτων μπορεί να έχει προοπτική. Ανιχνεύεται κάπου αυτή η κίνηση της συνολικής ανα­τροπής; Αυτό θα το εξετάσουμε λίγο πιο κάτω.

 

Μετά τις εμπειρίες του περασμένου αιώνα, στην αντίληψή μας έχει καταστεί πια ξεκάθαρο ότι μόνον η πλήρης χειραφέτηση κάθε ανθρώπου που ζει πάνω σ’ αυτόν τον πλανήτη, με παράλληλη ολοκληρωτική χειρα­φέτηση των κοινωνιών, δημιουργούν τις προϋποθέσεις ελεύθερης ολο­κλήρωσης των ανθρώπων, στόχευση που αφορά αποκλειστικά την Αρι­στερά, ενδεχομένως με σημαντικές συμμαχίες. Η Αριστερά δεν μπορεί να στοχεύει σε τίποτα λιγότερο παρά στην ολοκληρωτική απελευθέρωση του ανθρώπου όπου Γης. Κάτω από αυτό το πρόταγμα, σε ποιους μπορεί και πρέπει να απευθυνθεί η Αριστερά προκειμένου να λάβει τη συγκατάθεσή τους; Σε όλους όσους νοιώθουν στο πετσί τους την καταπίεση και την εκ­μετάλλευση. Σε όλους όσους νοιώθουν δυσανεξία προς την κρατούσα κα­τάσταση πραγμάτων, μερικοί μάλιστα από αυτούς πραγματική απέχθεια. Στη νέα γενιά, που αντιλαμβάνεται ότι το μέλλον της είναι ναρκοθετημέ­νο, αδυνατώντας να πραγματοποιήσει τα υπέροχα όνειρά της. Στους αν­θρώπους με περίσκεψη, που έχουν κατανοήσει πως η ισχύουσα συνθήκης κατά κανένα τρόπο δεν επιτρέπει την ανθρώπινη ολοκλήρωση.

 

Διαπιστώνουμε ότι το εν δυνάμει ακροατήριο της Αριστεράς είναι και ευρύ και ιδιαίτερα ζωηρό. Περικλείει τη συνολική ελπίδα για την αν­θρώπινη απελευθέρωση. Φτάνει η απεύθυνση να είναι διαυγής, άτεγκτη, αποδεχόμενη παράλληλα μία χρονικότητα που δεν γίνεται να την εκβιά­σεις, στην ουσία να την παραβιάσεις. Αυτή η απεύθυνση της Αριστεράς θα πρέπει να είναι εξοπλισμένη με το εφόδιο της κριτικής μέχρι τέλους όλων των κίβδηλων δομήσεων, όλων των φαύλων ιδεολογημάτων, όλων των φενακισμών. Σ’ αυτή την προσπάθεια ανάδειξης του πραγματικά αν­θρώπινου, η Αριστερά μπορεί και πρέπει να εμπλουτίσει το ακροατήριό της με δύο κρίσιμα χαρακτηριστικά, την κριτική μέχρι τέλους και την ανορθωμένη κοινωνική συνείδηση. Εάν ένα από τα δύο υπολείπεται, το όλο εγχείρημα φαλκιδεύεται εκ των έσω. Κάθε διεκδίκηση και πολύ πε­ρισσότερο κάθε κατάκτηση θα πρέπει να κατατείνουν στη συνολική απε­λευθέρωση της κοινωνίας. Ένα παράδειγμα από την επικαιρότητα: Πρό­σφατα, εδώ στον τόπο μας, υπήρξε μια μεγαλειώδης απεργιακή κινητο­ποίηση των εκπαιδευτικών της δημόσιας εκπαίδευσης. Οι υποψιασμένοι από τους εκπαιδευτικούς γνώριζαν ότι ο συσχετισμός των δυνάμεών τους με την κυρίαρχη κεντρική πολιτική σκηνή ήταν εις βάρος τους. Οι αρι­στεροί θα έπρεπε να βρουν κάθε αποτελεσματικό τρόπο ώστε να αναδεί­ξουν την ανάγκη αναβάθμισης της δημόσιας εκπαίδευσης και δευτερευό­ντως την αύξηση των αποδοχών, που αναμφίβολα θα συνέβαλε στον πρωταρχικό στόχο, εφόσον υπήρχαν και οι κατάλληλες δεσμεύσεις από την πλευρά των ιδίων των εκπαιδευτικών. Σ’ αυτή την προσπάθεια θα έπρεπε να κάνουν ό,τι περνούσε από το χέρι τους ώστε εκ των προτέρων να είχαν διασφαλίσει ευρεία συμμαχία κυρίως με τους γονείς των μαθη­τών, ιδιαίτερα στις πιο υποβιβασμένες περιοχές. Εάν δεν το είχαν κατορ­θώσει, ήταν καλύτερα να απόσχουν, παρά να «αρκεστούν» στα ψίχουλα, αποδεχόμενοι την ήττα.

 

Μια κοινωνία που αμείβει την κοινωνικά ωφέλιμη δραστηριότητα και έρχεται αντιμέτωπη προς το ατομικό συμφέρον, κινείται προς την κατεύθυνση τιθάσευσης της λειτουργίας του κεφαλαίου, φέρνοντας στο προσκήνιο τις λαοθάλασσες, με τα μέλη τους να είναι εξοπλισμένα με κριτική και κοινωνική συνείδηση. Οι καιροί των αυθεντιών έχουν παρέλθει ελπίζουμε ανεπιστρεπτί. Οι πρωτοπορίες πρέπει κάθε στιγμή να αποδει­κνύουν τη χρησιμότητά τους, μέσα από τους λόγους τους και τα έργα τους. Η συνολική Αριστερά μπορεί και πρέπει να καταστεί η πρωτοπορία στους πραγματικούς αγώνες που έρχονται.

 

 

 

Αριστείδης Μπαλτάς, Καθηγητής ΕΜΠ

 

Οι περιχαρακώσεις βαστούν ακόμα γερά

 

Η ενωτική δράση της Αριστεράς είναι σίγουρα αναγκαία. Και είναι αναγκαία γιατί όλες οι συνιστώσες της καλούνται να αντιμετωπίσουν τον ίδιο αντίπαλο, δηλαδή την κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού σε παγκόσμια κλίμακα. Από την άλλη μεριά, το γεγονός ότι όλες οι συνιστώσες της Αριστεράς έχουν ήδη αναγνωρίσει ότι όντως αυτός είναι ο κύριος αντίπαλος καθιστά την ενωτική τους δράση κατ’ αρχάς εφικτή. Ωστόσο εδώ αρχίζουν τα δύσκολα. Το ίδιο το γεγονός της πολυδιάσπασης καλλιεργεί ηγεμονισμούς, οδηγεί σε λιγότερο ή περισσότερο σκληρές περιχαρακώσεις, ενσπείρει την καχυποψία προς κάθε κατεύθυνση. Κάθε συνιστώσα τείνει να οχυρώνεται πίσω από τις καταβολές της, δηλαδή τους ιστορικούς λόγους που της απέδωσαν τη συγκεκριμένη ταυτότητά της, και τείνει να βλέπει τις άλλες συνιστώσες υπό αυτό το πρίσμα. Αλλά αν μείνουμε εδώ είναι σα να μην αναγνωρίζουμε ότι οι καταστάσεις και οι άνθρωποι αλλάζουν, ότι οι λόγοι που οδήγησαν στη μία ή την άλλη διάσπαση πιθανόν να μην ισχύουν πλέον, ότι τα καθήκοντα της Αριστεράς είναι σήμερα πολύ διαφορετικά από ό,τι παλιότερα, ότι το παρελθόν, όσο σημαντικό και αν είναι, δεν μπορεί να καθορίζει μονότροπα το μέλλον γιατί η ιστορία επιφυλάσσει συχνά την έλευση του ριζικά αναπάντεχου.

 

Βήματα για την ενωτική δράση της Αριστεράς έχουν ήδη γίνει και μάλιστα σημαντικά. Η από κοινού συμμετοχή στο Ελληνικό, στο Ευρωπαϊκό και στο Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ, η συγκρότηση του ΣυΡιζΑ και άλλων συναφών πολιτικών πρωτοβουλιών, η από κοινού συμμετοχή πολιτικών οργανώσεων της Αριστεράς και ανένταχτων αριστερών σε πολλές μάχες, όπως η πρόσφατη των δημοτικών εκλογών ή αυτή που τρέχει ενάντια στην αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος, δημιουργεί προϋποθέσεις για τη συγκρότηση ενός πραγματικού μετώπου ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό και μάλιστα ενός μετώπου που μπορεί να είναι, στο μέτρο της σημερινής κλίμακας του συνολικού συσχετισμού δυνάμεων, πολιτικά αποτελεσματικό. Ωστόσο και εδώ τα πράγματα δεν είναι απλά. Ο βηματισμός των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων είναι διαφορετικός, οι ρυθμοί συνειδητοποίησης διαφέρουν από χώρο σε χώρο και από άνθρωπο σε άνθρωπο, η πεποίθηση ότι τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν με τους αγώνες μας είναι ακόμη ασθενής γιατί η ιδεολογική ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού -και της δικομματικής πολιτικής του έκφρασης στη χώρα μας- δεν έχει ακόμη αμφισβητηθεί καίρια όσο και αν ο καθένας μεμονωμένα μπορεί να θεωρεί την κατάσταση που ζει αφόρητη. Με μια λέξη, είναι ακόμη σχετικά λίγοι εκείνοι που πιστεύουν ότι ένας άλλος κόσμος, ο κόσμος του σοσιαλισμού με ελευθερία και δημοκρατία, είναι εφικτός. Κατά συνέπεια, το μέτωπο είναι, νομίζω, ορθή κινητήρια ιδέα, αλλά η επίτευξή του στην πράξη δεν μπορεί παρά να είναι αποτέλεσμα μιας μακράς και σύνθετης πορείας.

 

Με αυτά τα δεδομένα, η ενωτική δράση της Αριστεράς μου φαίνεται μονόδρομος. Και μου φαίνεται μονόδρομος όχι μόνο γιατί μονάχα η κοινή δράση μπορεί να είναι πολιτικά αποτελεσματική, αλλά και γιατί αυτή συνιστά από μόνη της το καλύτερο «εργαστήριο» όπου οι περιχαρακώσεις μπορούν να χαλαρώσουν, οι ηγεμονισμοί να αμβλυνθούν, η καχυποψία να εκλείψει, η πεποίθηση ότι μπορεί ο αγώνας να είναι νικηφόρος να ενισχυθεί. 

 

Από την άλλη μεριά, η ενωτική δράση από μόνη της δεν φτάνει. Οι ηγεμονισμοί, οι περιχαρακώσεις και οι καχυποψίες έχουν βαθιές ρίζες γιατί συνδέονται με την ιδεολογική και πολιτική ταυτότητα του κάθε αριστερού, όπως αυτή συγκροτήθηκε ιστορικά μέσα από σύνθετους ιδεολογικούς και πολιτικούς αγώνες, συχνά με μεγάλο προσωπικό κόστος. Έτσι, αν όντως πιστεύουμε ότι οι επιταγές των καιρών είναι διαφορετικές, αν όντως πιστεύουμε ότι τα επίδικα αντικείμενα του παρελθόντος δεν ταυτίζονται αναγκαστικά με εκείνα του παρόντος, οφείλουμε να αναλάβουμε συγκεκριμένες πρωτοβουλίες ώστε να αρθούν, στο μέτρο του δυνατού, όλα αυτά τα αρνητικά χαρακτηριστικά. Απαιτείται, πιστεύω, κάτι σαν πολιτιστική επανάσταση στο πλαίσιο της Αριστεράς, δηλαδή μια ανοιχτή ιδεολογική συζήτηση χωρίς όρους και χωρίς όρια. Αυτή η συζήτηση, που θα είναι αναγκαστικά πολύμορφη, οφείλει να διεξαχθεί όχι μόνο με πλήρη σεβασμό στις απόψεις, στις ευαισθησίες και στην ιδεολογική εντιμότητα του άλλου, αλλά επιπλέον και πολύ πιο ενεργητικά, με την προσπάθεια του καθενός μας να έρθει στη θέση του άλλου ώστε να καταλάβει κάτι πολύ απλό και συνάμα εξαιρετικά σύνθετο: το ότι ο άλλος έτυχε να βρεθεί στη θέση που βρέθηκε, το ότι υιοθέτησε τις απόψεις που υιοθέτησε και το ότι ακολούθησε την πορεία που ακολούθησε δεν συνδέεται υποχρεωτικά με προσωπική ιδιοτέλεια ή καιροσκοπισμό. Ο καθένας, από την πολύ διαφορετική μεριά του και από το πολύ διαφορετικό πόστο του, με τις πολύ διαφορετικές δυνατότητές του, οφείλει, πιστεύω, να συμβάλει όσο πιο ενεργητικά μπορεί προς αυτήν την κατεύθυνση. Μερικές σχετικές πρωτοβουλίες έχουν ήδη αναληφθεί, αλλά ουσιαστικά αποτελέσματα δεν φαίνονται ακόμη γιατί οι περιχαρακώσεις βαστούν ακόμη γερά.

 

Τα δεδομένα που αφορούν τα βήματα αυτά, όπως και όσα έχει ήδη κατακτήσει η ενωτική δράση της Αριστεράς μπορούν, υπό κάποιες προϋποθέσεις που δεν είναι του παρόντος, να λειτουργήσουν πολλαπλασιαστικά στη συγκυρία που έχει διαμορφωθεί, δηλαδή να λειτουργήσουν με τρόπο ώστε η κοινή εκλογική παρέμβαση της Αριστεράς να κάνει όντως την έκπληξη. Τουλάχιστον στην κλίμακά μας. Ωστόσο μένει ακόμη να γίνει πολλή δουλειά, και μάλιστα δουλειά εν πολλοίς άχαρη, πριν φτάσουμε να χαρούμε όλοι μαζί αυτήν την έκπληξη.

 

 

 

Λευτέρης Ριζάς, Εκτός από Συνεκδότης του Monthly Review, γραμματέας της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Συλλόγων του Υπ.Παιδείας (ΠΟΣΥΠ) και πρόεδρος του Συλλόγου των Μόνιμων Υπαλλήλων που εργάζονται στη Γ. Γ. Εκπαίδευσης Ενηλίκων

 

Για την σημερινή κατάσταση της Αριστεράς και τις προοπτικές της.

 

Αρχικά να ευχαριστήσω τη συντακτική ομάδα της εφ. «Αριστερά», που μου ζήτησε να πάρω μέρος στο διάλογο. Η αλήθεια είναι ότι δεν ήμουνα ενήμερος γι αυτόν. Τώρα στην ουσία.

 

Νομίζω ότι η κατάσταση της Αριστεράς , γενικά, δεν είναι καθόλου καλή. Δεν πρόκειται για ένα ελληνικό φαινόμενο. Όλες οι εκφάνσεις του σοσιαλιστικού κινήματος : η σοσιαλιστική/ σοσιαλδημοκρατική και η κομμουνιστική δεν πέτυχαν τον κοινό, από την γέννηση τους, και βασικό στόχο και σκοπό τους: την αντικατάσταση του καπιταλισμού από μια σοσιαλιστική κοινωνία. Όχι μόνο δεν τον πέτυχαν αλλά στη διαδρομή του το σοσιαλιστικό κίνημα διασπάστηκε και συνεχίζει να διασπάται μέχρι τώρα, άπειρες φορές. Στην πραγματικότητα από τα πρώτα του βήματα δεν ήταν ποτέ ενωμένο, ενιαίο και μονολιθικό. Ο Μαρξ, 25 αρης ακόμα, είχε επισημάνει ότι «αν και κανένας δεν αμφιβάλλει για το «από πού ερχόμαστε», βασιλεύει αντίθετα μεγάλη σύγχυση για το «που πάμε». Εκτός από μια γενική αναρχία που μαίνεται στους κύκλους των κοινωνικών μεταρρυθμιστών μας, ο καθένας μας χωριστά θα υποχρεωθεί σε λίγο να ομολογήσει ότι δεν έχει καμία συγκεκριμένη ιδέα για το πώς πρέπει να είναι το αύριο. Στο μεταξύ, εδώ ακριβώς βρίσκεται η αξία του καινούργιου προσανατολισμού: δεν προγραμματίζουμε τον αυριανό κόσμο με τη δογματική σκέψη, αλλά αντίθετα αναζητάμε το νέο κόσμο στο ακροτελεύτιο ακριβώς σημείο της κριτικής του παλαιού». Τα διαφορετικά ρεύματα που υπήρχαν ακόμα από την Πρώτη Διεθνή, είναι γνωστά. Όπως και το τέλος της.

 

Έκτοτε το σοσιαλιστικό κίνημα υπέστη διασπάσεις επί διασπάσεων με καταστροφικά αποτελέσματα για την πορεία του. Η κυριότερη και μεγαλύτερη είναι αυτή που συνέβη στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, μεταξύ κομμουνιστών και σοσιαλιστών/ σοσιαλδημοκρατών. Ακολούθησαν οι διασπάσεις μέσα στο κομμουνιστικό κίνημα – και μάλιστα την εποχή που φαινότανε πολύ ισχυρό, έως παντοδύναμο. Η πιο μεγάλη αυτή που σχετίζεται με τη σινο-σοβιετική διένεξη.

 

Όσοι την εποχή εκείνη πήραμε το μέρος του Κ.Κ. Κίνας, ταχθήκαμε ενάντια στο σοβιετικό ρεβιζιονισμό και στη συνέχεια ακολουθήσαμε τη Μεγάλη Προλεταριακή Πολιτιστική Επανάσταση και τον ηγέτη της, πρόεδρο Μάο, γνωρίζουμε επίσης πολύ καλά πως και τότε δεν είμαστε – καλώς ή κακώς – ενωμένοι. Χωρισμένοι σε αντίπαλες ομάδες και ομαδούλες, με αιτία ή αφορμή αυτό ή εκείνο το «χωρίο» από τα Άπαντα των κλασικών, του Λένιν ή του Μάο – αστεία πράματα όταν τα σκεφτόμαστε σχεδόν 40 χρόνια μετά – καταφέραμε να προσφέρουμε στο κίνημα πολύ λίγα πράγματα. Λιγότερα από όσα, ενδεχομένως, όλοι μαζί και από κοινού θα μπορούσαμε. Καμιά έκκληση για «ενότητα» δεν έπιασε τόπο. Αντίθετα οι διασπάσεις πολλαπλασιάστηκαν. Μετρείστε πόσα σχήματα Μ-Λ υπήρξαν στην χώρα μας, πόσα παγκόσμια και που κατέληξαν.

 

Η κατάσταση σε όλη την αριστερά δεν υπήρξε καλύτερη. Όχι μόνο δηλαδή στην αυτο-αποκαλούμενη επαναστατική. Η διάλυση του σοβιετικού μπλοκ – η κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» – δεν άφησε αλώβητο το «αντιρεβιζιονιστικό» μπλοκ: Κίνα, Αλβανία, Βόρειο Βιετνάμ και Κορέα. Στη δίνη της κρίσης βέβαια και τα εθνικο-απελευθερωτικά κινήματα , αυτά που πήραν την εξουσία, με σημαία τους το μαρξισμό, κλπ.

 

Αυτή η εξέλιξη μας υποχρεώνει να σκεφτούμε πολύ σοβαρά γι αυτές τις ήττες. Πέρα από πρόσωπα, «γραμμές» και όσα άλλα επικαλούμαστε με ελαφρότητα κάθε φορά. Ακόμα κι όταν εξελίξεις – όπως αυτές στη Λατινική Αμερική και αγώνες όπως στη Μέση Ανατολή, μας δίνουν θάρρος. Πάνω στις βαθύτερες αιτίες αυτής της σειράς από ήττες ή αποτυχίες πρέπει σοβαρά να συζητήσουμε. Ταυτόχρονα βέβαια πάνω στον σημερινό κόσμο: τον καπιταλισμό / ιμπεριαλισμό, τις ιδέες, την πολιτική του κλπ. Τις επιπτώσεις που έχει στη ζωή μας – και την αριστερά – π.χ. η κυριαρχία του μεταμοντερνισμού.

 

Μια ακόμα έκκληση για ενότητα της αριστεράς δεν έχει πραγματικό, πρακτικό, νόημα. Όσον αφορά την εκτός ΠΑΣΟΚ αριστερά δεν πρόκειται να συμβεί τίποτα. Το ΚΚΕ έχει το δικό του «μαγαζί», δεν νοιάζεται να το «μοιραστεί» με κανέναν άλλο – έστω κι αν αυτό θα οδηγούσε σε αύξηση του τζίρου. Το δοκίμασε ως Συνασπισμός κι αποχώρησε. Η υπόλοιπη αριστερά δεν μπορεί να κάνει κάτι καλύτερο από αυτό που είναι και προσφέρει ο ΣΥΡΙΖΑ. Η άλλη αριστερά – η «επαναστατική» – δεν έχει να δώσει κάτι περισσότερο από το «Μέτωπο». Όλα έχουν δοκιμαστεί. Όλα έχουν ειπωθεί. Κι εκλογικά ήδη έχουν καταγραφεί. Δεν πρόκειται να συμβεί καμιά εκλογική έκπληξη με κάποιο άλλο σχήμα, που έτσι κι αλλιώς δεν έχει μεγάλη επιρροή στην «κοινωνία».

 

Υπάρχει αγωνία για την πορεία της Αριστεράς, για το μέλλον της. Το κατανοώ απόλυτα. Αλλά η ενότητα της δεν θα επιτευχθεί με εκκλήσεις για την ενότητα της. Υπάρχουν ακόμα μεγάλες διαφορές μεταξύ αυτών που υπάρχουν – και παίρνουν μέρος – στο διάλογο. Πιστεύω ότι αυτό είναι γνωστό και στη συντακτική ομάδα. 

 

Χρειάζεται συζήτηση, διάλογος, πάνω σε πολύ συγκεκριμένα προβλήματα και θέματα, δράσεις και παρεμβάσεις. Σιγά-σιγά. Ώστε να αποκτήσουμε την εμπιστοσύνη ο ένας για τον άλλο. Κοινές εμπειρίες κλπ. Σε αυτή την πορεία και εγώ προσωπικά άλλά και η έκδοση του Monthly Review που μαζί με τον Βαγγέλη Χωραφά εκδίδουμε θα είμαστε ανοιχτοί.

 

 

 

Δημήτρης Μπελαντής, Δικηγόρος, μέλος της Εναλλακτικής Παρέμβασης Δικηγόρων Αθήνας

 

Για την ενότητα της Αριστεράς

 

1. Η κοινή και ενωτική δράση της Αριστεράς στα μέτωπα της λαϊκής πάλης κατά των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων και κατά του νεοφιλελευθερισμού ως πολιτικής τους συμπύκνωσης αποτελεί ανάγκη εδώ και πολλά χρόνια –ανεξάρτητα από τις υποκειμενικές αδυναμίες ή και απροθυμίες των συνιστωσών της. Στη σημερινή συγκυρία, όμως, η αναγκαιότητα αυτή καθίσταται προφανής. Έχουμε μπροστά μας μια νίκη του μαζικού κινήματος πολύ σημαντικής εμβέλειας : την ήττα και -όπως φαίνεται -την οριστική υποχώρηση του εγχειρήματος αντιδραστικής συνταγματικής αναθεώρησης. Οι κοινωνικές δυνάμεις της νεολαίας και των εργαζομένων διεμβόλισαν την πολιτική σκηνή και υποχρέωσαν το σοσιαλφιλελεύθερο ΠΑΣΟΚ να άρει την υποστήριξή του. Πρόκειται για νίκη ίσου διαμετρήματος με την απόσυρση του ασφαλιστικού Γιαννίτση το 2001.Οι απόψεις (π.χ. ΚΚΕ) που δεν βλέπουν παρά έναν πολιτικό ελιγμό του Γ. Παπανδρέου είναι στον πυρήνα τους ηττοπαθείς. Δεν πιστεύουν ότι το κίνημα μπορεί να καταβάλει νίκες άλλες από την εκλογική ενδυνάμωση του εαυτού τους με τη μορφή της εκπροσώπησης ηττώμενων κοινωνικών θραυσμάτων . Με αυτήν την έννοια χαρακτηρίζονται και από έναν ιδιόμορφο κοινοβουλευτικό κρετινισμό παρά τις «επαναστατικές» ρητορείες τους.

 

Η νίκη αυτή κινδυνεύει, όμως, να μείνει ανολοκλήρωτη αν το κίνημα δεν επιμείνει στις θέσεις του και δεν οδηγήσει στη συνολική απόσυρση των μέτρων για τα ΑΕΙ (π.χ. νέος νόμος- πλαίσιο). Η Αριστερά οφείλει να ξεπεράσει τις αντιφάσεις της (αποχωρώντας λ.χ. ως προς την κοινοβουλευτική της πτέρυγα από τη συνολική διαδικασία αναθεώρησης και μη φοβούμενη να κριτικαρισθεί ως «αντιθεσμική» ), να εντείνει τις ενωτικές της πρωτοβουλίες πάνω σε στόχους πάλης και όχι πάνω σε έναν αφηρημένο προγραμματικό λόγο και να αξιοποιήσει τις όψεις κρίσεις εκπροσώπησης εντός των αστικών κομμάτων ( κρίση ΠΑΣΟΚ, ακροδεξιά ανοίγματα Ν.Δ.) όχι με μια σοσιαλδημοκρατική ενωτολογία χωρίς αποδέκτη ( όπως π.χ. επιζητεί η «δεξιά» τάση του ΣΥΝ) αλλά με την ανάδειξη ενός τρίτου πολιτικού πόλου στην ελληνική κοινωνία. Τόσο η εμπειρία των δημοτικών εκλογών όσο και το νεολαιίστικο και εκπαιδευτικό κίνημα αποτελούν ήδη θετικές παρακαταθήκες της ενότητας της Αριστεράς. Δείχνουν ότι έχουμε δύναμη!.

 

2. Πράγματι, η διαμόρφωση ενός πολιτικού προγράμματος πάλης κατά του νεοφιλελευθερισμού από τις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις της Αριστεράς είναι απολύτως επείγουσα. Μάλιστα, αυτή η διαδικασία όχι μόνον δεν αποκλείει την ιδιαίτερη πολύμορφη συγκρότηση της ριζοσπαστικής/ αντικαπιταλιστικής Αριστεράς πέραν του ΣΥΝ αλλά συμβαδίζει και αλληλοτροφοδοτείται με αυτήν. Χρειάζεται όμως να είμαστε κάπως προσεκτικοί. Το μέτωπο αυτό χρειάζεται να είναι οριοθετημένο τόσο προς τα αριστερά (τους ποικίλους δήθεν προγραμματικούς σεχταρισμούς και ενδοστρέφειες ) όσο και προς τα δεξιά (τη λογική μιας πληθυντικής κυβερνητικής Αριστεράς γαλλικού τύπου). Να ξεκόβει οριστικά από κάθε λογική κυβερνητισμού και «ανάληψης ευθυνών» σε «προοδευτική κατεύθυνση». Αν και όσο δεν αλλάζουν ριζικά οι πολιτικοί συσχετισμοί εθνικά και διεθνώς , κάθε λογική διακυβέρνησης οδηγεί την Αριστερά στο άρμα της αστικής διαχείρισης. Εν τέλει, είμαστε κόμμα «άμυνας και διαμαρτυρίας» και όχι διακυβέρνησης και πολύ καλά κάνουμε ! 

 

Ένα τέτοιου τύπου πολιτικό μέτωπο δεν μπορεί να στηρίζεται απλώς σε μια συμφωνία οργανώσεων και να δίνει την εικόνα « εμπορικής διαπραγμάτευσης» . Θα πρέπει να στηριχτεί στις μαζικές κινηματικές πρωτοβουλίες κάθε μορφής ( εργασιακά σχήματα, αυτοδιοικητικά σχήματα , νεολαιίστικα και φοιτητικά σχήματα , θεματικές παρεμβάσεις κλπ , πρωτοβουλίες κατά του εντεινόμενου κρατικού αυταρχισμού ) και να συνομιλήσει μαζί τους. Θα χρειασθεί μια συντακτικού τύπου διαδικασία με τη μορφή τόσο συντονιζόμενων παρεμβάσεων όσο και πανελλαδικών διαδικασιών. Ο ρόλος των ανένταχτων αριστερών και κομμουνιστών με κινηματική δράση θα είναι σε κάθε περίπτωση κρίσιμος, χωρίς αυτό να σημάνει την υποτίμηση της δράσης των υπαρκτών οργανώσεων ή τη δράση των ανένταχτων μόνον ως συγκολλητικού υλικού. Προτάσεις προς αυτήν την κατεύθυνση όπως αυτές που έχουν εκφράσει κατά καιρούς η ΚΟΕ ή η ΑΚΟΑ είναι εξαιρετικά θετικές . Δεν παύουν , όμως, να υπάρχουν σημαντικά εμπόδια όπως η γραφειοκρατική λογική των υπαρκτών κομμάτων και οργανώσεων (ιδίως αλλά όχι μόνο του ΣΥΝ) , η τάση εκλογοκεντρικής έμφασης ή η «διπλή γλώσσα» που συχνά αναπτύσσεται από πολλές πλευρές (“άλλα θέλουμε και άλλα λέμε”) . Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η άποψη της ομοσπονδιακής συγκρότησης των φορέων ενός τέτοιου μετώπου, είναι, όμως , πολύ αμφίβολο το αν συντρέχουν ήδη οι υποκειμενικοί όροι για κάτι τέτοιο και, επίσης, εξακολουθεί να είναι έγκυρη η θέση ότι υπάρχουν διαφορετικές στρατηγικές στοχεύσεις (π.χ. ο ΣΥΝ αποστασιοποιημένος πλέον από τον σοσιαλφιλελευθερισμό δεν παύει να εμφορείται από μια ιδεολογία «έντιμου» κατ’ αρχήν αριστερού μεταρρυθμισμού) .

 

Η Αριστερά οφείλει, επίσης, να αναμετρηθεί με το ογκούμενο σήμερα φαινόμενο της διάχυτης κοινωνικής και πολιτικής βίας. Δεν φτάνει να λέμε ότι η μειοψηφική βία δεν πρέπει να γίνει το άλλοθι για την παγίωση του «αντιτρομοκρατικού αυταρχισμού» και της περιστολής των ελευθεριών. Είναι αυτονόητο-το λέει χαμαιλεοντικά ακόμη και το ΠΑΣΟΚ. Η ογκούμενη επιβολή της καθεστωτικής βίας στην κοινωνία -με τρόπο δομικά αλλά και υλικά βίαιο-  δημιουργεί αντισυσπειρώσεις και μοριακές εκρήξεις , από τους αναρχικούς στις πορείες ως τις αυξανόμενες ληστείες και την ανάδυση μιας νέας «αριστερής τρομοκρατίας». Ίσως μια μορφή της «έκρηξης των γαλλικών προαστίων» να μην είναι μακριά και στην Ελλάδα. Τίθεται το ερώτημα : μια μαχητική και αγωνιζόμενη Αριστερά απλώς θα αφορίζει την «τυφλή βία» ; Ή θα αναζητήσει σημεία επαφής με αυτά τα δυναμικά, στα οποία όντως μετέχουν κοινωνικά στρώματα συνθλιβόμενα; Εν τέλει μόνο η οιονεί ακροδεξιά θα αναγνωρίζει την ύπαρξη κοινωνικής βίας στην Ελλάδα ;Αυτή η βία δεν συνδέεται αναγκαστικά με τις επιπτώσεις της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης στη χώρα μας ; Δεν εκφράζει μια κρίση νομιμότητας ;Μήπως γίναμε τόσο “μεσοστρωματικοί” κοινωνικά ώστε να μην μπορούμε πλέον να την αναγνωρίσουμε ;

 

Τέλος, το ζήτημα του ΚΚΕ. Οι κοινωνικές δυνάμεις που εκπροσωπεί το ΚΚΕ είναι αναγκαίος δέκτης αυτής της πρόσκλησης και το χέρι προς αυτό πρέπει να παραμείνει απλωμένο. Αν σήμερα η στάσιμη «επιτυχία» του ΚΚΕ ως πρώτου κοινοβουλευτικά κόμματος της Αριστεράς του επιτρέπει να αναπαράγει τον αυτιστικό σεχταρισμό του, το αύριο μπορεί να είναι διαφορετικό και να απελευθερώσει διαδικασίες και σε σχέση με το κόμμα αυτό. . 

 

3. Το ζήτημα της εκλογικής συσπείρωσης και μάλιστα με τρόπο που θα διευρύνει τα σημερινά όρια του ΣΥΡΙΖΑ- με δεδομένη και την στασιμότητα του σχήματος- είναι υπαρκτό. Διαμορφώνονται λόγω συγκυρίας οι προϋποθέσεις για μια εκλογική συσπείρωση ενός σημαντικού τμήματος της ριζοσπαστικής Αριστεράς , κοινωνικών και κινηματικών μορφωμάτων/πρωτοβουλιών καθώς και των δυνάμεων ενός «τίμιου αριστερού μεταρρυθμισμού» στον βαθμό που έχει αγωνιστικές πρακτικές. 

 

Πέρα όμως από την κατ’ αρχήν συμφωνία, αρχίζουν τα δύσκολα.

 

Πρώτα απ’ όλα το εύρος. Είναι δεδομένο ότι το ΚΚΕ αλλά και μεγάλο τμήμα της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς δεν θα μετάσχουν (θα ήταν ιδιαίτερα επιθυμητή μια μετωπική συσπείρωση της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς στο σύνολό της έστω και με τον ΣΥΝ μόνο αλλά και αυτό είναι αδύνατο). Ακόμη κι έτσι μια εκλογική παρέμβαση των «προθύμων» είναι ορθή. 

 

Η διαδικασία συνιστά και αυτή ένα κρίσιμο μέγεθος. Όσον αφορά τη διαμόρφωση του προγράμματος σε σαφή αντιπαράθεση με το νεοφιλελευθερισμό και τους φορείς της αστικής πολιτικής αλλά και όσον αφορά την αντιπροσωπευτικότητα μιας εκλογικής παρέμβασης. Διαδικασίες όπως αυτές του ΣΥΡΙΖΑ μετά τις εκλογές του 2004 υπήρξαν τραυματικές και δεν θα πρέπει να επαναληφθούν. Η πολιτική απόφαση να αντιπροσωπευθούν με τον καλύτερο τρόπο οι δυνάμεις μιας τέτοιας πρωτοβουλίας και κοινοβουλευτικά όχι μόνο δεν είναι αντιδημοκρατική αλλά έχει πολλά προηγούμενα διεθνώς. Αν υπάρχει διάθεση, ο τρόπος μπορεί να βρεθεί.

 

Η επόμενη μέρα είναι , τέλος, ένα ζήτημα καθοριστικής σημασίας. Εκλογικές πρωτοβουλίες με πολιτικάντικο χαρακτήρα που δεν εγγράφονται στη συνεχή στήριξη του κινήματος και δεν θέτουν το ζήτημα των μόνιμων πολιτικών διαδικασιών ενός υπό διαμόρφωση αριστερού πόλου σκορπούν την απογοήτευση και δεν έχουν μέλλον.

 

Η παρούσα πολιτική συγκυρία ευνοεί τους τολμηρούς.

 

 

 

Δημόπουλος Βασίλης, *Φυσικός – πρώην γραμματέας Α’ ΕΛΜΕ Αχαΐας, bdhmop@yahoo.gr

 

1. Για να χαρακτηρίσουμε τη σημερινή κατάσταση της Αριστεράς θα πρέπει πρώτα να χαρακτηρίσουμε το σημερινό κόσμο, γιατί από αυτό προκύπτουν και οι υποχρεώσεις της Αριστεράς. Ζούμε σε μια εποχή που ποτέ άλλοτε μετά το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο ο καπιταλισμός δεν είχε δείξει με τέτοιο φανερό τρόπο την απληστία και την βαρβαρότητά του. Και ενώ ο παγκοσμιοποιημένος νεοφιλελευθερισμός σαρώνει τα πάντα και στη χώρα μας με τη διαμεσολάβηση του δικομματισμού που επηρεάζει ιδεολογικά και πολιτικά την πλειοψηφία του ελληνικού λαού, η αριστερά αδυνατεί να ορθώσει εμπόδια και να εκφέρει δημόσιο λόγο μιλώντας για τα αυτονόητα, όπως:

 

Γιατί ενώ παράγεται τεράστιος πλούτος με τη συμβολή των εργαζομένων και της τεχνολογίας, αυτός ο πλούτος συγκεντρώνεται σε όλο και λιγότερα χέρια και εκατομμύρια άνθρωποι λιμοκτονούν;

 

Γιατί, ενώ η νέα τεχνολογία μπορεί να παράγει περισσότερα προϊόντα σε λιγότερο χρόνο, αντί να μειώνεται ο εργάσιμος χρόνος αυξάνεται;

 

Γιατί οι μισθοί και οι συντάξεις της «ισχυρής Ελλάδας» του σήμερα είναι κατώτεροι από αυτούς της «Ψωροκώσταινας» του χθες;

 

Γιατί καθημερινά να σκοτώνονται αθώα παιδιά προκειμένου να εξυπηρετηθούν τα στρατηγικά σχέδια των ιμπεριαλιστών;

 

Γιατί δημόσια αγαθά – δημιουργήματα του ανθρώπινου πνεύματος και της εργασίας – όπως η παιδεία, η υγεία , ο πολιτισμός πρέπει να γίνονται εμπόρευμα;

 

Γιατί;…γιατί;…Μακρύς ο κατάλογος.

 

Όλα αυτά τα αυτονόητα που ο ιδεολογικός οδοστρωτήρας της εξουσίας μέρα με τη μέρα τα εξαφανίζει και από τα τελευταία μυαλά έχει καθήκον η αριστερά να τα ξαναθυμίσει και να οικοδομήσει αγωνιστικό, διεκδικητικό μέτωπο. Και δυστυχώς σήμερα είναι πολύ πίσω από αυτή την αναγκαιότητα.

 

Βέβαια οι λόγοι αυτής της αδυναμίας είναι πολλοί. Ιστορικοί, πολιτικοί, ιδεολογικοί κλπ. Στη σημερινή όμως συγκυρία σημαντική αιτία αυτής της αδυναμίας είναι ο πολυκερματισμός της και η απουσία ενωτικής δράσης.

 

Αυτή η ενωτική δράση όχι μόνο θα πρόσθετε δυνάμεις αλλά θα τις πολλαπλασίαζε μιας και θα την καθιστούσε ως κοινό σημείο αναφοράς σε πάρα πολλούς σκεφτόμενους και ανησυχούντες αλλά μη δυνάμενους στη μοναχικότητά τους να συνδράμουν σε κάτι συλλογικό. Αυτή η ενωτική δράση θα δημιουργούσε και τις κατάλληλες συνθήκες συζήτησης για να δοθούν απαντήσεις στα προβλήματα του σήμερα, στα ερωτήματα του χθες και ν’ ανιχνευτούν δρόμοι για το αύριο.

 

Έτσι λοιπόν η αριστερά εάν θέλει να πάψει να φαντάζει κουρασμένη, αμήχανη, αυτομαστιγούμενη, αναποτελεσματική και τελικά αφερέγγυα δεν έχει παρά να το τολμήσει.

 

2. Νομίζω ότι επικεντρώνεται πολύ σε οργανωτικά θέματα, όπως πρόγραμμα, συσκέψεις κλπ. Κατά τη γνώμη μου το πρόβλημα δεν οφείλεται σε οργανωτικά λάθη και παραλείψεις αλλά στην ανθρώπινη βούληση. Πιστεύω πως όλες οι αποτυχημένες προσπάθειες στο παρελθόν έχουν δείξει ότι στην αριστερά σήμερα ηγούνται διάφοροι ηγέτες και ηγετίσκοι που ο καθένας για δικούς του λόγους βολεύεται με αυτή την κατάσταση. Άλλοι προτιμούν να έχουν τους οπαδούς τους περιχαρακωμένους γιατί φοβούνται ότι αν αρχίσουν να κάνουν «κακές» παρέες θα χάσουν τους μισούς. Άλλοι φλερτάρουν με τον κυβερνητισμό, τη διαχείριση και τα πόστα και θέλουν να έχουν το δικό τους μηχανισμό διαπραγμάτευσης. Άλλοι πάλι θέλουν να διατηρήσουν το «αρματωλίκι» τους για να νιώθουν στρατηγοί. Και άλλοι γιατί φοβούνται το διαφορετικό. Και ούτε πρόκειται οι συγκεκριμένοι ν’ αλλάξουν νοοτροπία. Οπότε μόνη διέξοδος είναι ο κόσμος της αριστεράς να τους ξεπεράσει και ξεκινώντας από κινηματική ενωτική δράση να γυρίσει σελίδα.

 

3.Δεν επιζητώ την έκπληξη. Θα ήμουν ικανοποιημένος αν υπήρχε μια αναγνωρίσιμη εκλογική καταγραφή έτσι ώστε κάθε φορά που μοιράζουμε στο δρόμο ένα χαρτί ή κολλάμε μια αφίσα ο κόσμος να μας αναγνωρίζει από ποια παράταξη είμαστε και να μη μας βλέπει σαν εξωγήινους. Και αυτό δεν είναι δύσκολο να γίνει πράξη.

 

 

 

Θανάσης Τζιούμπας, Μέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού «Άρδην»

 

Η κρίση της αριστερής ταυτότητας

 

Είκοσι σχεδόν χρόνια μετά την πτώση του τείχους που έμοιαζε να χωρίζει δύο κόσμους, η αριστερά παραμένει διχασμένη ανάμεσα στο ανέφικτο μιας επαναστατικής ανατροπής στις χώρες του «όψιμου» καπιταλισμού και στην μετάλλαξη που προκάλεσε στο γενετικό υλικό της η εντροπία της αυτοκρατορικής διακυβέρνησης του «υπαρκτού» σοσιαλισμού, Ο ορισμός του τι είναι αριστερά μοιάζει πιο νεφελώδης από ποτέ.

 

Η κρίση της αριστερής ταυτότητας εκφράζεται με όρους φιλοσοφικής στειρότητας, όρους προγραμματικού ελλείμματος, όρους διαταραχής στην σχέση με το κοινωνικό γίγνεσθαι και τέλος όρους παροιμιώδους ανεπάρκειας στρατηγικής και τακτικής.

 

Η αντιπαράθεση που συντελείται τον τελευταίο χρόνο στους χώρους της παιδείας αναδεικνύει, νομίζω με όρους τρέχουσας πραγματικότητας όλα τα προβλήματα που αναφέρθηκαν. Θα περίμενε κανείς τους αριστερούς να καταδείξουν ότι η μιζέρια που κυριαρχεί εδώ και χρόνια στα σχολειά και τις σχολές, ο ταξικός χαρακτήρας που αναδύεται τόσο από το περιεχόμενο όσο και από την κατανεμητική λειτουργία του συστήματος αλλά και η επιχειρούμενη αντιμεταρρύθμιση που φυσικά θα παροξύνει όλα αυτά, είναι εγγενή χαρακτηριστικά του σχολείου της νεωτερικότητας, να ξαναβρούμε με δυο λόγια το νήμα της κριτικής που τόσο βίαια κόπηκε τον Νοέμβρη του ’80 στην Βασ. Σοφίας. Θα περίμενε ακόμη να δείξει δρόμους πολιτικοποίησης του αυθόρμητου, σύνδεσης του με πραγματικότητες που λειτουργούν έξω από την αυλή του σχολείου ή τα κάγκελα του Άσυλου. Θα είχε την προσδοκία να τις δει να προτείνουν πολιτικό λόγο, τρόπους κινητοποίησης και επικοινωνίας που να φωτίζουν τον δρόμο που συνδέει την κοινωνία με την εκπαίδευση, ώστε να βιωθεί η κινητοποίηση των εκπαιδευτικών χώρων ως κάτι που αφορά και την υπόλοιπη κοινωνία. Θα υπέθετε ότι οι αριστερές ομάδες θα είχαν κάτι να προσφέρουν πιο σημαντικό από την «οργανωτική πλαισίωση», ειδικά όταν η οργανωτικότητα περιορίζεται στην στελέχωση των αλυσίδων στις πορείες. Στην πιο φανερή αδυναμία του κινήματος, αυτή της έλλειψης μιας άλλης πρότασης για την παιδεία ως διαδικασία και ως περιεχόμενο, η αριστερά θα μπορούσε να συμβάλλει αποφασιστικά, με την προϋπόθεση βέβαια να έχει απαντήσεις.

 

Πάρτε παράδειγμα την συζήτηση για την ιστορία: άραγε πόσο έχει αντιληφθεί η αριστερά ότι το ζήτημα δεν είναι μερικά αποσπάσματα και το ιδεολογικό τους υπόβαθρο, είναι η ίδια η ιστορία ως θεμέλιο του ανήκειν σε ανθρώπινα σύνολα, ως πεδίο που περιέχει και περιέχεται στον πολιτισμό, που φωτίζει την διαδρομή ως το παρόν, που δίνει παραδείγματα και τρόπους. Αν η ιστορία είναι η κατασκευή αφηγήσεων μη ορθολογικών ή «προ-λογικών» όπως ισχυρίζονται οι κατασκευαστές της νέας ιστορίας, τότε ο ανθρώπινος βίος κατακερματίζεται σε μια σειρά ασήμαντων καταναλωτικών επεισοδίων, οι συλλογικές ταυτότητες κονιορτοποιούνται στους «μικρούς ήρωες της καθημερινότητας». Η νέα εποχή εγκαινιάζεται από νέες προσλήψεις του κόσμου, και σε αυτό βέβαια πρωταγωνιστούν αρκετοί «αριστεροί διανοούμενοι», υπονομεύοντας την ίδια την ιδέα της συλλογικής δράσης των ανθρώπων που μπορούν να ονειρεύονται και για αυτό να αλλάζουν την μοίρα τους. Αυτή η ιδεολογία είναι ακόμη πιο επικίνδυνη από τις πλαστογραφίες που επιχειρούνται στο περιεχόμενο (από την ιστορία του ελληνικού έθνους ως την κραυγαλέα απουσία του Οχτώβρη ή της κινέζικης επανάστασης). Τέτοιοι «αριστεροί» είναι αυτοί που πήραν την εξουσία στα πανεπιστήμια, και τώρα κοσμούν και τις δύο όχθες της αντιπαράθεσης στην εκπαίδευση, που βέβαια αποφεύγει επιμελώς να ασχοληθεί με παρόμοια ευτελή θέματα.

 

Έχει συμβεί πολλές φορές κατά το παρελθόν η διακήρυξη της ανάγκης για έναν άλλο πολιτικό λόγο να θεωρείται πολιτικός λόγος από μόνη της. Το αίτημα όμως «για μια άλλη αριστερά» είναι διαπίστωση αναγκαία μεν αλλά όχι επαρκής για να συγκροτηθεί αυτή η άλλη αριστερά. Ο δρόμος είναι μακρύς και οδυνηρός, οι ασφαλείς βεβαιότητες του χθες, τα στεγανά του μικρόκοσμου, η παγίδα των κλειστών οργανωτικών σχημάτων που αναπαραστούν τελετουργικά το Κόμμα, να μερικές μόνο από τις παγίδες στον δρόμο αυτό.

 

Και βέβαια, στις συνθήκες αυτές η Ενότητα αποτελεί μια ελκυστική απάντηση σε ένα λάθος ερώτημα. Αν η κακοδαιμονία της αριστεράς ήταν απλά ο κατακερματισμός της, αν η ιδεολογική σύγχυση ήταν απλά ένα προϊόν του σωβινισμού της μικρής ομάδας και της υπερεκτίμησης των διαφορών, αν το έλλειμμα εμπιστοσύνης από την μεριά της κοινωνίας προερχόταν από το θέαμα ηγεμονισμών που ερίζουν για το φύλο των αγγέλων, τότε να είστε βέβαιοι ότι κάποιος εδώ και καιρό θα είχε καλή ιδέα της ενότητας, ή σε το ίδιο το κοινωνικό θα είχε εξαναγκάσει με το καλό ή με το ζόρι την αριστερά να ενωθεί και να θριαμβεύσει.

 

Ακόμη και η τακτική των μετώπων θα πρέπει να ιδωθεί κριτικά: Ας διδαχθούμε κάποτε από όσα οι ίδιοι και οι ίδιες ζήσαμε, λόγου χάριν στα κοινωνικά φόρουμ, το παγκόσμιο, το ευρωπαϊκό, το ελληνικό. Ας αντιληφθούμε ότι η κρίση δεν είναι μόνο της ταυτότητας αριστεράς αλλά κάθε συλλογικής ταυτότητας, ταξικής, φυλετικής, εθνικής, μια κρίση που εκπορεύεται από την επικράτηση του εξατομικευμένου τρόπου θέασης του κόσμου που επιβάλλει ο πλανητικός ηγεμόνας.

 

Στις συνθήκες αυτές θα πρέπει να αποδεχτούμε ότι ο δρόμος για την βεβαιότητα περνάει πρώτα μέσα από την αποδοχή της αβεβαιότητας και της ανάγκης να ξαναδούμε την πορεία μας, να διατυπώσουμε το αρχετυπικό απελευθερωτικό όνειρο με όρους του σήμερα, έστω κι αν αυτό σημαίνει διαφοροποιήσεις. Η ενότητα είναι κάτι διαφορετικό από τις αγχωτικές επανασυγκολλήσεις που σπάνια αποβαίνουν δημιουργικές.

 

Η μονότονη επαναφορά της συζήτησης για ενότητα κάθε παραμονή εκλογικής αναμέτρησης δεν μπορεί να είναι γόνιμη παρά μόνο αν θέτει σαφείς τους στόχους και τα πολιτικά περιεχόμενα της ενότητας αυτής. Στις παρούσες συνθήκες κρίσης η ενότητα που φωτογραφικά αποτυπώνει τον «μέσο όρο» της ανεπάρκειας μας δεν μπορεί παρά να είναι επωφελής μόνο για όσους έχουν τις οργανωτικές δυνατότητες και προσβάσεις στην εξουσία, ώστε να συνεχίσουν να λειτουργούν ως εργολήπτες της πολιτικής εκπροσώπησης των κινημάτων ερήμην τους. Το έργο παίζεται σε επανάληψη: η εκλογική επιτυχία δεν μπορεί παρά να είναι μέσο κι όχι σκοπός, όσο κι αν το δέλεαρ της βουλευτικής έδρας στο πίσω μέρος του κεφαλιού μας μπορεί να έχει την αίγλη μιας δικαίωσης χάριν της οποίας είμαστε διατεθειμένοι να υποστούμε επεισόδια πολιτικής αμνησίας.

 

 

 

Κωστάκης Παναγιώτης, γραμματέας της δημοτικής κίνησης «Αριστερή Όχθη» Νέας Ιωνίας, μέλος του ΣΥΝ Ν. Ιωνίας.

 

1. Δεν είναι και η καλύτερη. Τόσο σε μακροπρόθεσμους στόχους όσο και στα καθημερινά προβλήματα του κόσμου. Χαρακτηριστικά αυτής της κατάστασης οι περιχαρακώσεις γύρω από τον πολιτικό μας χώρο, η εσωστρέφεια η μη κατανόηση στην διαφορετική άποψη και βέβαια το κορυφαίο κατά την γνώμη μου θέμα, στο πως δηλαδή θα φανεί χρήσιμη η αριστερά στην επίλυση των λαϊκών προβλημάτων χωρίς να συνδέεται αυτό με τον κυβερνητισμό (συνεργασίες με ΠΑΣΟΚ) . Η συνεργασία της αριστεράς είναι μονόδρομος για όσους έχουν λίγο μυαλό. Απαντά στο πρωταρχικό ερώτημα των ανθρώπων και στον κοινό νου που λέει. «Αφού δεν τα βρίσκετε μεταξύ σας τι προσπαθείτε να με πείσετε». Άρα νομίζω το μέλλον της βρίσκεται μόνο στην κατεύθυνση αυτή.

 

2. Συγχαρητήρια. Ποτέ δεν περίμενα από μια μικρή οργάνωση της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς τόσο περιεκτική και κατανοητή πρόταση . Και νομίζω ότι λίγες κουβέντες χρησιμοποιεί αυτός που ξέρει τι θέλει να πει. Τώρα βέβαια μπορεί να μην ανατραπεί ο νεοφιλελευθερισμός ,δεν εξαρτάται μόνο από τον υποκειμενικό παράγοντα, αλλά τουλάχιστον η αριστερά θα είναι παρούσα.

 

3. Εάν σαν έκπληξη θεωρούμε α) ένα καλό ποσοστό (4% και πάνω) β)να καταγραφεί η ενωτική αριστερά στην συνείδηση ενός μεγάλου μέρους του λαού σαν δύναμη με σαφή ιδιαίτερα πολιτικά χαρακτηριστικά άσχετα εάν την ψηφίζει γ) να αναδείξει ιδιαίτερα ζητήματα «κόντρα στο ρεύμα» δ)να συνδεθεί με ακροατήρια που κοινωνικά αποτελούν τον φυσικό χώρο της αριστεράς που όμως αυτή την εποχή επηρεάζονται από τον νεοφιλελευθερισμό, εάν τα καταφέρει σε κάποιο βαθμό όλα τα παραπάνω νομίζω πως θα είναι πραγματικά έκπληξη η εκλογική της παρέμβαση.

 

Με εκτίμηση

 

 

 

Νίκος Μανιός, Γιατρός

 

Αγαπητοί σύντροφοι και συντρόφισσες της ΚΟΕ,

 

Αφού σας ευχαριστήσω που απευθυνθήκατε και σε μένα, και πριν εκφράσω τις σκέψεις μου, θα ήθελα να σας συγχαρώ δημόσια για την πρωτοβουλία σας αυτή.

 

Έχουν περάσει 40 και πλέον χρόνια από την πρώτη αισθητή διάσπαση στον χώρο της ελληνικής Αριστεράς και 40 από την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας. Ο χορός όμως των διασπάσεων και των μετονομασιών των διαφόρων κομμάτων και οργανώσεων καλά κρατεί. Εάν στα παράγωγα αυτών των διασπάσεων προστεθούν και οι πρωτοεμφανιζόμενες οργανώσεις και ομάδες που έδρασαν στο όνομα της Αριστεράς και της Επανάστασης, τότε ο αριθμός τους γίνεται απίστευτα μεγάλος.

 

Ένα από τα κοινά χαρακτηριστικά όλων αυτών των σχημάτων, ανεξαρτήτου μεγέθους και ιστορίας, ήταν και είναι η κατοχή της «μοναδικής αλήθειας» και της «επαναστατικής» συνταγής για την ανατροπή του καπιταλισμού και το πέρασμα στον σοσιαλισμό, το μοντέλο του οποίου έχουν πλήρως προσδιορίσει από τώρα.

 

Ο κατακερματισμός αυτός στον χώρο της Αριστεράς σε συνδυασμό με την ανυπαρξία κοινής δράσης στα διάφορα κοινωνικά μέτωπα, εντός και εκτός των υπαρκτών οργανωμένων θεσμών, καθιστά την Αριστερά σε περιθωριακή κοινωνική δύναμη που αδυνατεί να παρέμβει και να διαμορφώσει μέσα στην κοινωνία συσχετισμούς που θα δράσουν αρχικά προς όφελος των εργαζομένων και τελικά προς μια άλλη μορφή οργάνωσης της κοινωνίας. Οι συνέπειες είναι τραγικές και φαίνονται πια σε όλους με την κατάργηση του κοινωνικού κράτους και όλων εκείνων των κατακτήσεων των εργαζομένων. Κατακτήσεις που ολοιδωρούνται από τα φερέφωνα της αστικής τάξης, πολλά από τα οποία φορούν και «δημοκρατικό» προσωπείο.

 

Το γεγονός της ύπαρξης όλων αυτών των «διαφορετικών» οργανώσεων και κομμάτων δεν είναι κατ’ ανάγκη κακό. Θα μπορούσε μάλιστα να αποδειχθεί επαναστατικά ωφέλιμο εάν υπήρχε μια ενότητα στη δράση και ακόμη, γιατί όχι, θα λειτουργούσε σαν πρόπλασμα ενός μοντέλου της κοινωνίας που επαγγέλλεται η Αριστερά. Μιας κοινωνίας όπου θα κυριαρχούσε η διαφορετικότητα και όχι η γκρίζα ομοιομορφία της υποταγής σε μία και μοναδική «φωτεινή» αλήθεια.

 

Εάν σκεφθούμε ότι από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 οι συγκυρίες (Ιουλιανά, Χούντα, μεταπολίτευση, φαινόμενο ΠΑΣΟΚ κλπ) ευνοούσαν, εάν δεν επέβαλλαν, την ενότητα τουλάχιστον στη δράση της Αριστεράς η οποία, πρακτικά, ουδέποτε πραγματώθηκε, θα πρέπει να αναζητήσουμε την εξήγηση του φαινομένου αυτού και εντός της πολιτικής θεωρίας και πράξης.

 

Τολμώ να πω ότι είναι καιρός να χρησιμοποιήσουμε εργαλεία από τις λεγόμενες ανθρωπιστικές επιστήμες για την μελέτη της συμπεριφοράς των ατόμων, εντός και εκτός ομάδας,. Πρέπει να αναλύσουμε και να κατανοήσουμε τη «θεοποίηση» της διαφοράς, και μάλιστα της «μικρής διαφοράς», που αναδεικνύεται και μεγιστοποιείται μέσα στις πολιτικές οργανώσεις όπου η ιδεολογία παίζει καθοριστικό ρόλο.

 

Ούτε εγώ αισθάνομαι έτοιμος να πω περισσότερα, ούτε τα ερωτήματά σας το επιτρέπουν. Νομίζω απλά ότι πρέπει σαν προβληματισμός να τεθεί στη συζήτηση και στις αναζητήσεις όσων ενδιαφέρονται για την ενότητα της Αριστεράς.

 

Ότι είναι αναγκαία η κοινή δράση της Αριστεράς νομίζω ότι προκύπτει αξιακά από όσα έχω διατυπώσει πιο πάνω. Το αν είναι εφικτή μέλει να αποδειχθεί. Πρέπει όμως πρώτα να πιστέψουμε στην αναγκαιότητά της και μετά να επιχειρηθεί χωρίς υπεραισιόδοξες πρακτικές. Είναι προτιμότερο να γίνουν μικρά σταθερά βήματα που δεν θα αποδεικνύονται μετέωρα και δεν θα γίνονται για την κάλυψη τρέχουσων αναγκών και να ξεχνιούνται αμέσως μετά.

 

Η συγκρότηση ενός μετώπου, πολιτικού και κοινωνικού, είναι ικανή και αναγκαία συνθήκη για την ανατροπή της νεοφιλελεύθερης επίθεσης που δέχονται οι εργαζόμενοι και οι θεσμοί. Αυτή όμως η συγκρότηση μπορεί να προκύψει μέσα σε διαφορετικό ίσως πλαίσιο από αυτό που προτείνει η ΚΟΕ, ή όποια άλλη οργάνωση, και αυτό θα εξαρτηθεί από τις διαδικασίες και τις δυνάμεις που θα επιχειρήσουν να το συγκροτήσουν. Εκτιμώ ότι δεν πρέπει το πλαίσιο να προκαθορίζει το «Μέτωπο» αυτό, αλλά να προκύψει μέσα από την καθημερινή τριβή της κοινής δράσης ούτως ώστε να μην υπάρχουν εξ’ αρχής αποκλεισμοί.

 

Έχουμε δει στο παρελθόν ότι οι ευκαιριακές συναινέσεις, και μάλιστα αυτών που δεν μπορούν να κρύψουν τις προσωπικές φιλοδοξίες τους, γίνονται εύκολα αντιληπτές και δεν πείθουν. Αλλά φυσικά και θα μπορούσε να κάνει την έκπληξη μια κοινή εκλογική παρέμβαση. Αρκεί οι παρεμβαίνοντες να έχουν πείσει πρώτα τους εαυτούς τους για την αξία της πράξης τους και για τον χρονικό ορίζοντα που δίνουν στη συνεργασία τους.

 

 

 

Χρήστος Κορτζίδης, Δήμαρχος Ελληνικού

 

1. Υπάρχουν πολλές δυνάμεις σκόρπιες, που πρέπει να βρουν τον τρόπο να μπορούν να συζητούν και να δρουν από κοινού όπου αυτό είναι δυνατόν.

 

Χρειαζόμαστε μια ριζοσπαστική, ανατρεπτική αριστερά με μια ισχυρή κομμουνιστική συνιστώσα. Αυτό δεν αποκλείει την πολιτική κριτική ακόμη και την πολεμική ανάμεσα στην Αριστερά, δεν αποκλείει όμως και την κοινή δράση. Κάτι τέτοιο δεν είναι εύκολο με τις σημερινές συνθήκες, όμως αξίζει κάθε προσπάθεια. Το πόσο γρήγορα θα έχει θετικό αποτέλεσμα δεν εξαρτάται μόνο από την υποκειμενική επιθυμία και δράση. Υπομονή και επιμονή θέλει τώρα και να ανάβουμε όπου μπορούμε μια σπίθα.

 

2. Θα έλεγα καλύτερα ενός αντιιμπεριαλιστικού – αντιμονοπωλιακού μετώπου.

 

Όσον αφορά στη διαδικασία, αυτή βρίσκεται εύκολα.

 

Το θέμα είναι να υπάρχει η δύναμη που θα τραβήξει μπροστά, που θα έχει την ικανότητα και το κύρος. Αλλά πρώτ’ απ’ όλα πρέπει να βοηθούν οι αντικειμενικές συνθήκες, να μπορούν να εκφραστούν οι λαϊκές ανάγκες και πόθοι, με 1-2 πολύ ισχυρούς στόχους – αιτήματα, που να βάζουν τον κόσμο σε κίνηση.

 

3. Δεν φαίνεται να υπάρχει τώρα τέτοια δυνατότητα.

 

 

 

Δημήτρης Χατζηγιάννης, Στέλεχος του μ-λ κινήματος, μέλος της καθοδήγησης του ΚΚΕ (μ-λ) την περίοδο 1976-1981

 

Αριστερός πόλος και το τέλος της ενδοαριστερής εμφύλιας διαμάχης: Τακτική ή συνειδητή στρατηγική επιλογή;

 

Αριστερός πόλος λοιπόν! Αναγκαίος, αγωνιστικός και χρήσιμος. Φιλόπτωχος και φιλανθρωπικός! Με τη συμμετοχή δυνάμεων, που έχουν κοινή καταγωγή, κοινά κληροδοτήματα και κοινές ενοχές. Στοχεύουν στο άμεσο, στο αναγκαίο και εφικτό. Δεν χάνουν τον καιρό τους, με προβληματισμούς που αφορούν λάθη, παραλήψεις και εκτροπές του παρελθόντος. Αυτά είναι για τους ιστορικούς του… μέλλοντος! Γι’ αυτό και δηλώνουν απλά αγωνιστές και όχι… διανοητές! Πού όμως θέλουν να ξελασπώσουν το μέλλον! Πώς θα τα καταφέρουν με τα κληροδοτημένα βάρη που κουβαλούν; Αυτό, το αφήνουν σε όσους έχουν «μαντικές» ικανότητες.

 

Αυτό που σ’ όλη τη διαδρομή του επαναστατικού κινήματος, δημιουργούσε απορίες, ερωτήματα και «συγκρατημένη» απαισιοδοξία, στις μέρες μας έγινε μονόδρομος. Έγινε κανόνας πολιτικής συμπεριφοράς, όλων των πολιτικών, εξουσιαστικών μηχανισμών: η φράση πάνω από το περιεχόμενο.

 

Όμως το επαναστατικό υποκείμενο, δεν υπάρχει, για να δείξει άλλους δρόμους και να ανοίξει άλλες προοπτικές. Κι αυτό ακριβώς είναι το μεγάλο πρόβλημα στη χώρα μας και άλλου, σε μια εποχή που το επαναστατικό κίνημα μετράει τα «κομμάτια» του, μετά από τις καταλυτικές συνέπειες παλινορθωτικών διαδικασιών, που σκόρπισαν σύγχυση, απαισιοδοξία και αποπροσανατολισμό, δημιουργώντας κατάλληλες συνθήκες στους εκλογικού – πελατειακούς μηχανισμούς.

 

Τα κατάλοιπα της παραδοσιακής αριστερά, όλων των αποχρώσεων, με τα εκ γενετής παλινορθωτικά (θεωρητικά και πρακτικά) στοιχεία που κουβαλούν, παραμερίζουν τις ως τα χθες «ιδεολογικές» τους διαφορές και συσπειρώνονται, μπροστά στα νέα μηνύματα που η διεθνής συγκυρία φέρνει στους κόλπου της αριστερά γενικά και του κομμουνιστικού κινήματος ιδιαίτερα (Νεπάλ – ανάπτυξη μαοϊκών κινημάτων).

 

Γαντζώνονται από συγκεντρωτικές, απολυταρχικές θεωρήσεις και πρακτικές του παρελθόντος, μαθαίνουν ή δανείζονται κατά περίσταση αστικές μεθόδους και πρακτικές λειτουργίες, επικεντρώνουν όλη την πρακτική τους δραστηριότητα, σ’ ένα πρόβλημα αιχμής (αυτό δεν είναι λάθος) και ξοδεύοντας όλη την ενέργεια των ανθρώπων που καθοδηγούν και ελέγχουν, σε ζητήματα που αφορούν απλά και μόνο τις παρενέργειες του συστήματος ολοκληρώνουν τον «επαναστατικό» και «μπροστάρικο» ρόλο τους. Παλιά μου τέχνη…

 

Όλες οι αναδιπλώσεις, οι οπισθοδρομήσεις και οι εκτροπές στην ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος (γιατί για «κομμουνιστές» πρόκειται, αυτό να μην το ξεχνάμε) έγιναν και γίνονται με την προβολή, σαν προπέτασμα καπνού, ενός υπαρκτού, ενός φλέγοντος προβλήματος, ενός ζητήματος αιχμής που συγκεντρώνει το ενδιαφέρον των απλών ανθρώπων που δεινοπαθούν, και την ίδια στιγμή ενταφιάζονται ζητήματα καίρια για την προοπτική του επαναστατικού κινήματος.

 

Κάνοντας μια αναδρομή στο παρελθόν, θυμάμαι τα προδικτατορικά χρόνια. Τότε η ΕΔΑ, πρότασσε τη συσπείρωση των αριστερών και προοδευτικών δυνάμεων στην πάλη για την αποτροπή πραξικοπήματος, προβοκάροντας εμάς, που παλεύοντας και για τον ίδιο σκοπό, προβάλλαμε παράλληλα και άλλα ζητήματα που αφορούσαν τον ιδεολογικό και πολιτικό αναπροσανατολισμό του αριστερού κινήματος. Θυμάμαι επίσης, στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, όταν εμείς, στις γραμμές του μ-λ κινήματος, προωθούσαμε, μ’ όλες τις ελλείψεις και τις αδυναμίες μας, τη γραμμή του βαθέματος της ταξικής και ιδεολογικής πάλης, οι δύο πτέρυγες του ρεβιζιονισμού, μας προβόκαραν, προτάσσοντας σαν ζήτημα αιχμής, τον αγώνα για τη σταθεροποίηση της δημοκρατίας. Οι ηγεσίες και των δύο πτερύγων, τιμούνται ακόμα, απ’ τους πολιτικούς εκφραστές της άρχουσας τάξης, γι’ αυτή τους την προσφορά!

 

Όμως δεν ξεχνώ και την περίφημη «ρήση» του Τενγκ Χσιάο Πινγκ στα χρόνια της υποχώρησης της Πολιτιστικής επανάσταση στη Κίνα: «Άσπρη γάτα, μαύρη γάτα, δεν ενδιαφέρει, αρκεί να πιάνει τα ποντίκια»! Ήταν η εποχή που οι συσχετισμοί είχαν τροποποιηθεί σε βάρος των επαναστατικών δυνάμεων που επιχείρησαν την έφοδο την περίοδο της πλημμυρίδας της πολιτιστικής επανάστασης (1966-1969). Τότε, οι οπαδοί της πεπατημένης, δηλ. της πριν την περίοδο της πλημμυρίδας γραμμής πρότασσαν σαν ζήτημα αιχμής, την επανόρθωση των ζημιών που υπόστηκαν οι τομείς της διοίκησης και της παραγωγής απ’ τις «υπερβολές» της πολιτιστικής επανάστασης. Εκμεταλλευόμενοι τις ταλαντεύσεις της μειοψηφούσας πια Αριστεράς (η φυσική κατάσταση του Μάο δεν άφηνε περιθώρια για ανάπτυξη πρωτοβουλιών), ξεκαθάρισαν τους λογαριασμούς τους με τον Λιν Πιάο, και εξέδωσαν το εγχειρίδιο «για την επαναθεμελίωση της κοσμοαντίληψής μας» στο οποίο γίνονταν και κριτική στην «αντικομματική ομάδα του Λιν Πιάο».

 

Για όσους ποτέ δεν θέλησαν, ή δεν μπόρεσαν να καταλάβουν την πεμπτουσία των διδαγμάτων, που ανάδειξε η πολιτιστική επανάσταση στην περίοδο της πλημμυρίδας και υπάρχει χώρος για το στήσιμο πολλών σεναρίων, σχετικά με τα όσα «σκοτεινά» ακολούθησαν στα χρόνια της αμπώτιδας 1970-1976 ως το θάνατο του Μάο. Το σίγουρο όμως είναι πως ο όρος «επαναθεμελίωση» σήμαινε επάνοδο στα «γνωστά μονοπάτια»! Σήμαινε διαγραφή των διδαγμάτων της πολιτιστικής επανάστασης και επάνοδο στη γραμμή του «Μαρξιστικού – Λενινιστικού» κινήματος όπως αυτό δρομολογήθηκε από Λένιν και Στάλιν. Αυτά για την αποκατάσταση της αλήθειας. Αν χρειαστεί θα υπάρξει και συνέχεια.

 

Το τέλος της ενδοαριστερής εμφύλιας διαμάχης.

 

Είναι μήπως αυτή η επιλογή «μια μπλόφα»; Ή για να το αποδώσω με μια «πιο καθώς πρέπει» διατύπωση, μια «σύλληψη» στα πλαίσια μιας τακτικής ευελιξίας; Μια περιστασιακή πολιτική πρακτική που στοχεύει στη συσσώρευση δυνάμεων, εκμεταλλευόμενη τη διάθεση του καταπονημένου και ανύποπτου λαού μας, για ενότητα στο χώρο της αριστεράς, έχοντας μια κρυφή ελπίδα μήπως και προκύψει κάτι καλλίτερο;

 

Όταν στα τέλη της δεκαετίας του 1970, γίνονταν, σε επίπεδο ΚΕ του ΚΚΕ (μ-λ) μια προσπάθεια ανάδειξης του τεράστιου ιδεολογικού ελλείμματος στους κόλπους του κινήματος, οι οπαδοί της πεπατημένης, ντούροι Μαρξιστές – Λενινιστές, ισχυρίζονταν με περίσσιο θράσος ότι «η Πολιτιστική Επανάσταση και τα διδάγματά της ωχριούν, μπροστά στα Πολωνικά γεγονότα από άποψη σημασίας για το Μαρξιστικό – Λενινιστικό κίνημα!! (Απεργία του Γκτάνσκ υό τον Λεχ Βαλέσα)».

 

Στις μέρες μας, και όχι άδολα, οι «εκσυγχρονισμένοι» κομμουνιστές προβάλλουν με ιδιαίτερη φροντίδα, την εθνικοαστική ανάταση χωρών της Λ. Αμερικής, και τις επιτυχίες της Χεσμπολάχ στο Λίβανο και ως εδώ καλά κάνουν. Η συγκριτικά όμως, υποβαθμισμένη προβολή της, τεράστιας σημασίας, επανάστασης – γνήσιας λαϊκής επανάστασης στο Νεπάλ, αλλά και της ανάπτυξης Μαοϊκών κινημάτων σε πολλές περιοχές του κόσμου, δεν στερείται σημασίας από άποψη ιδεολογικού προσανατολισμού! Όμως άλλο «φιλομαοϊκός» και άλλο Μαοϊκός.

 

Για τους κομμουνιστές το ταξικό «ηγεμονεύει» και εμπεριέχει όλες τις πτυχές της πολιτικής δραστηριότητας.

 

Στα χρόνια της πλημμυρίδας της πολιτιστικής επανάστασης, ο Μάο διακήρυσσε; «εμείς οι κομμουνιστές κτίζουμε πάνω στο χειρότερο…». Και εννοούσε βέβαια την πιο αδύνατη πλευρά στις αντιθέσεις της κοινωνίας. Εννοούσε τη βάση της κοινωνικής πυραμίδας. Εκεί οι κομμουνιστές μπολιάζουν και μπολιάζονται, ζυμώνουν και ζυμώνονται. Εκεί οικοδομούν την κοινωνική τους βάση, ξεκαθαρίζοντας τον ιδεολογικό και πολιτικό τους προσανατολισμό. Και υπάρχουν στη χώρα μας πάνω από 2.000.000 άνθρωποι που ζουν κάτω απ’ τα όρια της φτώχειας. Υπάρχει η ζωντανή εργασία που στενάζει. Υπάρχουν οι άνεργοι που λιμοκτονούν. Υπάρχουν οι ξένοι εργάτες που γίνονται αντικείμενα άγριας εκμετάλλευσης. Υπάρχουν απόμαχοι με συντάξεις πείνας… Όλοι αυτοί ζουν στο περιθώριο των εκλάμψεων του αστικού εκσυγχρονισμού, χωρίς συμπαράσταση, χωρίς πολιτική έκφραση, χωρίς ελπίδα. Η υπάρχουσα, η δρώσα αριστερά, δεν τους αγγίζει και η συνθηματολογία τους αφήνει αδιάφορους. Τα περιστασιακά πολιτικά πλησιάσματα (εκλογοθηρία), τους γεμίζουν καχυποψία. Νοιώθουν σαν άλογα, που πολλοί τα χαϊδεύουν, με μοναδικό όμως σκοπό να τα καβαλήσουν κάποια στιγμή.

 

Βιώνουν μια πολιτική πραγματικότητα, γεμάτη αντιθέσεις και αντιφάσεις, γεμάτη παρασκηνιακές διαβουλεύσεις, απανωτές αποκαλύψεις οικονομικών σκανδάλων, αλλά και πολιτικών φαυλοτήτων και «μετατοπίσεων» και βέβαια ωμών επεμβάσεων του ξένου παράγοντα!

 

Τα πολιτικά υποκείμενα της υπάρχουσας, της δρώσας αριστεράς καταναλώνουν την ενέργειά τους σε μια απλή καταγγελτική δραστηριότητα, περιμένοντας κάθε φορά τις εκλογές, για να μετρήσουν το μερτικό τους, απ’ τη λαϊκή δυσαρέσκεια. Με πρόθεση ή χωρίς αυτή, γίνονται μέρος αυτού του συνεχώς επαναλαμβανόμενου σκηνικού που για να υπάρχει, να διατηρείται και να εδραιώνεται χρειάζεται την σκληρότητα των διαχειριστών της εξουσίας, αλλά και την φιλανθρωπία της αντιπολίτευσης ακόμα και αν αυτή σε κάποιες στιγμές, ξεπερνάει τα όρια της «ευπρέπειας»! Η αστική δημοκρατία σε όλο της το μεγαλείο!!! Αυτό που έκρινε τα πάντα, την έκβαση κάθε αγωνιστικής προσπάθειας των μαζών για τη διεκδίκηση καλλίτερων όρων ζωής, ήταν η αναντιστοιχία ανάμεσα στη διάθεσή τους για αγώνα από τη μια και στο χαμηλό επίπεδο συνείδησης από την άλλη. Και εννοώ τη δυνατότητα ιδεολογικής προσέγγισης των αντιθέσεων της κοινωνίας, που με τη σειρά της, εξοπλίζει τις μάζες με το κριτήριο να ξεχωρίζουν εχθρούς και φίλους, να κάνουν εφικτά οράματα, να δίνουν διάρκεια στην αγωνιστική τους διάθεση, να μοιράζονται τις δυσκολίες του αγώνα τους, αλλά και τις χαρές των κατακτήσεών τους και πάνω από όλα να οργανώνουν με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο, τον έλεγχο της όποιας εξουσίας θα υπάρχει αναγκαστικά, ως την πλήρη αυτοκυριαρχία.

 

Με λερωμένο παρελθόν δεν ξελασπώνεται το μέλλον!

 

Κι αν τα παραπάνω είναι ένα μεγάλο δίδαγμα βγαλμένο απ’ τα «σπλάχνα» μιας μεγαλειώδους και επικής διαδρομής των μαζών του περασμένου, και όχι μόνο, αιώνα, δεν φαίνεται να συγκινεί ή έστω να προβληματίζει, αυτούς που επιχειρούν να κάνουν το κομμάτι τους, αντλώντας κύρος και ακτινοβολία απ’ την αυταπάρνηση εκατομμυρίων ανώνυμων προλετάριων και φτωχών ανθρώπων που πίστεψαν σε οράματα, γιατί κάποιοι μηχανισμοί τους τα έταξαν, που εφάρμοσαν πειθήνια τις κατευθύνσεις αυτών των μηχανισμών γιατί έτσι του έμαθαν, που αφοσιώθηκαν σ’ αυτούς τους μηχανισμούς δίνοντας και τη ζωή τους γιατί έτσι διδάχτηκαν. Και καλά, αυτοί που πέθαναν νωρίς πήραν μαζί τους την ελπίδα. Όμως αυτοί που επέζησαν ,και είδαν και άκουσαν, και έμαθαν; Και τα παιδιά τους; Και τα παιδιά των παιδιών τους; Ψέματα σου λένε οι εχθροί σου, μα και οι φίλοι σου σού κρύβουν την αλήθεια!!!

 

 

 

Παναγιωτόπουλος Χρήστος, Πρόεδρος Σωματείου Εργαζομένων Δήμου Βύρωνα

 

Καταρχήν θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για την τιμή που μου κάνατε να πάρω μέρος στο διάλογο της εφημερίδας σας για την αριστερά.

 

Οι απαντήσεις μου στα ερωτήματα που μου θέσατε είναι :

 

1. Η σημερινή κατάσταση της Αριστεράς χαρακτηρίζεται όχι μόνο από κατακερματισμό, πολυδιάσπαση, ανεπάρκεια, αλλά θα έλεγα ότι τη διαπερνά μια βαθιά και παρατεταμένη κρίση, πολιτική, ιδεολογική.

 

Η κατάρρευση των χωρών του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού, η διαμόρφωση της νέας τάξης πραγμάτων, οι επιλογές ιδιαίτερα του ΚΚΕ και του Συνασπισμού με τη συμμετοχή τους στις κυβερνήσεις Τζανετάκη και Οικουμενική, η συναίνεση που προσέφεραν στις δυνάμεις της αστικής πολιτικής στο εργατικό κίνημα (διετείς συμβάσεις εργασίας κ.λπ.) μια ολόκληρη περίοδο, έχουν επιδράσει αρνητικά όχι μόνο στον κόσμο της αριστεράς αλλά ευρύτερα στους εργαζόμενους.

 

Σήμερα που διανύουμε την εποχή της καπιταλιστικής βαρβαρότητας, που σαρώνονται δικαιώματα και κατακτήσεις δεκαετιών, που η αντιδραστική πολιτική είναι σε εξέλιξη, είναι ανάγκη να υπάρξει μια ταξική, θεωρητική και πολιτική ανασυγκρότηση της Αριστεράς στην κατεύθυνση της κομουνιστικής επαναθεμελίωσης.

 

Οι δυνάμεις της αριστεράς που θέλουν να συμβάλλουν στην κομμουνιστική επαναθεμελίωση έχοντας μια μεγάλη ιστορική εμπειρία από τη νίκη της οκτωβριανής επανάστασης έως την κατάρρευση, πρέπει να αμφισβητήσουν τον ίδιο τους τον εαυτό και να συμβάλλουν στην υπέρβαση όλων των σημερινών οργανώσεων και κομμάτων.

 

Είναι ανάγκη να υπάρξει ένα Αριστερό πολιτικό πρόγραμμα τακτικής και στρατηγικής για να αντιπαλέψει την αντεργατική πολιτική που προωθεί ο αντιδραστικός συνασπισμός εξουσίας. και να προβάλλει την πρόταση για μια αντικαπιταλιστική εργατική πολιτική με βασικούς στόχους την υπεράσπιση και τη διεύρυνση των σημερινών σύγχρονων αναγκών και δικαιωμάτων των εργαζομένων, πέρα και πάνω από τα όρια που θέτει η δικτατορία της αγοράς. Για τη βελτίωση των όρων σε όλες τις πλευρές της ζωής των εργαζόμενων, τη μείωση του βαθμού της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης στην προοπτική μιας άλλης κοινωνίας.

 

2. Οι δυνάμεις της Αριστεράς και όταν βαδίζουνε χωριστά πρέπει μαζί να κτυπάνε, για να συμβάλλουν να δημιουργηθεί μια εργατική λαϊκή αντιπολίτευση, να υπάρξουν αποτελεσματικοί εργατικοί αγώνες, για να ανατραπεί η αντεργατική πολιτική και να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για πολιτικές εξελίξεις σε βάρος της αστικής πολιτικής και των κομμάτων του δικομματισμού. Να προωθήσουν μια νέα ταξική ενότητα των εργαζόμενων, μακριά από πρακτικές ενός στείρου διαχωρισμού στη βάση των κομματικών παραταξιακών σκοπιμοτήτων, και να κινηθούν στην κατεύθυνση της ενότητας και της κοινής δράσης της εργατικής τάξης.

 

Όποιες δυνάμεις της αριστεράς ενδιαφέρονται να συμβάλλουν σε αυτή την κατεύθυνση οφείλουν να έχουν μια μετωπική πολιτική που να στοχεύει σε μια προγραμματική, πολιτική και πολιτιστική ενοποίηση των διαφορετικών τάσεων και ρευμάτων. Η πολιτική αυτή ενοποίηση είναι μια δύσκολη και σύνθετη διαδικασία, η οποία μπορεί να οικοδομείται συγκεκριμένα και μέσα στη δράση του εργατικού, νεολαιίστικου, μαζικού κινήματος. Ξεκινώντας από την αντίσταση απέναντι στο νεοφιλελευθερισμό αλλά και για την παραπέρα αντικαπιταλιστική δράση στην προοπτική της αντικαπιταλιστικής ανατροπής.

 

3. Μέσα από μια πορεία, κοινής αναζήτησης και δράσης, οι δυνάμεις της αριστεράς μπορούν να κατακτούν έναν άλλο εργατικό πολιτισμό, ξεπερνώντας λογικές μικροκομματικών σκοπιμοτήτων, λογικές του παρελθόντος (εγώ κατέχω την απόλυτη αλήθεια ή ένα είναι το κόμμα κλπ). Μόνο έτσι μπορεί να αίρονται καχυποψίες, σκοπιμότητες και να οικοδομείται μια διαφορετική πολιτική κουλτούρα μεταξύ των οργανώσεων της αριστεράς αλλά και ανέντακτων αγωνιστών, έτσι ώστε να διαπιστωθεί εάν υπάρχουν πολιτικές προϋποθέσεις και πραγματικές προθέσεις. Στην κατεύθυνση αυτή μπορεί να διαπιστωθεί εάν και ποιες δυνάμεις της αριστεράς μπορούν να έχουν μια αξιόπιστη για τους αγωνιστές της αριστεράς αλλά και ευρύτερα τμήματα εργαζομένων, κοινή εκλογική κάθοδο, στις εκλογές που έρχονται, να μην είναι απλά ένα άθροισμα των δυνάμεων που συγκροτούν κοινό ψηφοδέλτιο, και χωρίς αυτό να διαλύεται μετά τις εκλογές.

 

 

 

Νίκος Κουνενής, συγγραφέας-βιβλιοκριτικός, ανένταχτος της Αριστεράς

 

1. Η κατάσταση είναι σε οριακό βαθμό αντιφατική. Αφενός η πολυδιάσπαση καλώς κρατεί, αφετέρου το αίτημα για υπέρβασή της όλο και ωριμάζει. Οι περιχαρακώσεις ακυρώνουν κατά περίπτωση τον διάλογο, αλλά και ο διάλογος υπονομεύει ενίοτε τις περιχαρακώσεις. Ενότητες μέσα στη διάσπαση και διασπάσεις μέσα στις ενότητες είναι στην ημερήσια διάταξη. Όλοι θέλουν να ενωθούν με κάποιους, μόνο που σπάνια συμπίπτουν οι προτιμήσεις σχετικά με το εύρος και το είδος των συμμαχιών, τις ταυτότητες των συμμάχων, τις οριοθετήσεις σχετικά με το ποιοι εξ αυτών ανήκουν στους εχθρούς και ποιοι στους φίλους. Ταυτόχρονα, οι κοινωνικοπολιτικές αντιστάσεις καλώς κρατούν, επικαιροποιώντας τα ενωτικά αιτήματα αλλά και τα εναγώνια ερωτήματα σχετικά με το είδος, την ποιότητα και τη βιωσιμότητά της όποιας ενότητας.

 

Γενικά μιλώντας θα έλεγα ότι η ενότητα της Αριστεράς είναι αναγκαία, και εφικτή, αρκεί η ίδια η αρχική ενωτική ζύμη να μην υπονομεύει τα θεμελιώδη της διακυβεύματα: και τούτο της ενότητας αλλά και εκείνο της (αυτόνομης και εχθρικής απέναντι στην αστική πολιτική) ταυτότητας της Αριστεράς. Και αυτό δεν είναι μόνο ζήτημα πλατφόρμας. Αναφέρεται στους ίδιους τους όρους και τα όρια του διαλόγου και των ενωτικών πρακτικών και ταυτόχρονα στις προαναφερθείσες οριοθετήσεις του όλου εγχειρήματος. Χωρίς δογματισμούς και αποκλεισμούς αλλά και χωρίς ακυρωτικά υπερστρογγυλέματα.

 

2 Η πρόταση είναι οπωσδήποτε ενδιαφέρουσα και θα με εύρισκε εξαρχής σύμφωνο αν μπορούσε να «εγγυηθεί» τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις. Δεν νομίζω ότι το κάνει, δεν νομίζω ότι καμία πρόταση της όποιας συλλογικότητας θα μπορούσε από μόνη της να το κάνει. Συμφωνώ με αρκετά σημεία της πρότασης της ΚΟΕ, αλλά (το τονίζει και η ίδια η πρόταση) αυτό καθαυτό το περιεχόμενο της όποιας ενότητας δεν μπορεί παρά να είναι αποτέλεσμα συλλογικού προβληματισμού και συνδιαμόρφωσης, πράγμα που απαιτεί μια νέα ματιά και έναν νέο τρόπο αντιμετώπισης του αιτήματος της ενότητας, μέσα από την υπέρβαση (ιδεολογική αλλά και «ψυχολογική») της λογικής των «συσχετισμών δύναμης» και των εν γένει αυτοκεντρικών επιδιώξεων που, ας μην το ξεχνάμε, έπαιξαν κεντρικό ρόλο και στην αναπόφευκτη απαξίωση του ΣυΡιζΑ, από τη στιγμή κιόλας της γέννησής του. Το ζήτημα της ενότητας της αριστεράς είναι στρατηγικό, υπαρξιακό ζήτημα για την ίδια και για τις κοινωνικές δυνάμεις τις οποίες (θέλει να πιστεύει πως) υπηρετεί. Οι πρωτοβουλίες ενότητας μέσω των ευκαιριών που προσφέρει η συγκυρία (εκλογές κτλ) μπορεί να αποβούν ελπιδοφόρες, μπορεί όμως και να σπείρουν, μέσα από τη βιαστική πραγμάτωσή τους (των μέσων όρων, των θεμελιακών εκπτώσεων κτλ) την απογοήτευση σε όσους επενδύουν με ειλικρίνεια στο εγχείρημα. Έτσι, εκτός από τον αναγκαίο αντινεοφιλελεύθερο (και επί της αρχής αντιαστικό) χαρακτήρα του, το εγχείρημα της ενότητας θα πρέπει να ανοίγει και άλλα μέτωπα, θεμελιώδες εκ των οποίων είναι και εκείνο που αναφέρεται στους ίδιους τους υποκειμενικούς όρους ύπαρξης και συνδιαμόρφωσης της Αριστεράς: της έννοιας και του περιεχομένου της, της κοινωνικής της γείωσης και της ιδεολογικοπολιτικής της αυτονομίας. Ζητήματα τα οποία δεν απαντώνται, βεβαίως, εφάπαξ, αλλά που πρέπει να αποτελούν διαρκή στρατηγικά ζητούμενα μιας ενωτικής δυναμικής.

 

3 Υπό τις παρούσες συνθήκες είναι μάλλον αμφίβολο, και δεν αναφέρομαι κυρίως στα εκλογικά ποσοστά τα οποία θα μπορούσαν όντως να είναι ικανοποιητικά, όσο στη διεκδίκηση-θεμελίωση, σε βάθος χρόνου, των προϋποθέσεων στις οποίες προαναφέρθηκα. Τα μηνύματα από την εκλογική επιτυχία αλλά και τη μετεκλογική βιωσιμότητα των ενωτικών ριζοσπαστικών δημοτικών σχημάτων είναι βεβαίως εξαιρετικά ενθαρρυντικά και ταυτόχρονα ενισχυτικά μιας ενωτικής δυναμικής και σε κεντρικό επίπεδο. Στο τελευταίο όμως επικρατούν διαφορετικές λογικές και προτεραιότητες: Το ΚΚΕ, παρά τις όποιες γκρίνιες στο εσωτερικό του, συνεχίζει να επιδίδεται σε μια άνευ όρων εαυτολαγνία και αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει στο ορατό μέλλον, κάτι που δεν σημαίνει βέβαια ότι οι ενωτικές πιέσεις και απέναντί του θα πρέπει να χαλαρώσουν. Οι του ΣΥΝ, σαφώς «νηφαλιότεροι» ως προς τους ιδεολογικοπολιτικούς τους προσανατολισμούς, βλέπουν τους υπόλοιπους σαν κερασάκια στην προεκλογική τους τούρτα και αυτό δεν αλλάζει με δηλώσεις προσήλωσης στο διάλογο και την ανάγκη συνδιαμόρφωσης της Αριστεράς, πόσο μάλλον όταν οι οροθετικές γραμμές τους έναντι του ενός εκ των δυο πόλων του δικομματισμού συνεχίζουν (το είδαμε και στις δημοτικές εκλογές) να είναι σκοπίμως διακεκομμένες, βολικές για διαρκή πηγαινέλα. Άλλοι αναζητούν μέσα από το εγχείρημα της ενότητας την αναβάθμιση της δικής τους κυρίως υποκειμενικής ανάπτυξης και διαπραγματευτικής ισχύος, αντιλαμβανόμενοι το ζήτημα της ενότητας αποκλειστικά ως πεδίο διαπραγμάτευσης διακριτών, «οριστικών» υποκειμένων. Σε αντίθεση με ό,τι συνέβη στις δημοτικές εκλογές, στις οποίες τα «υλικά» διακυβεύματα είχαν ασήμαντο ειδικό βάρος, απελευθερώνοντας τις υγιείς ενωτικές, αγωνιστικές πρακτικές, στις εθνικές εκλογές η κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική και –βραχυπρόθεσμα– μάλλον απογοητευτική. Αυτό δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι η πίεση για μια ριζοσπαστική, διέξοδη, ενωτική συνδιαμόρφωση της Αριστεράς θα πρέπει να ατονήσει. Θα πρέπει, αντίθετα, να αποκτήσει μόνιμο, ενοχλητικό χαρακτήρα, επιμένοντας τόσο στους αναγκαίους όρους όσο και στις απαραίτητες οριοθετήσεις που απαιτεί μια δυναμική της πραγμάτωση. Η απαισιοδοξία της γνώσης δεν πρέπει να ακυρώσει την αισιοδοξία της θέλησης, μα ούτε και να την αφήσει ανενόχλητη στη μοίρα της.

 

 

 

Κώστας Καρακώστας, Δημοτικός σύμβουλος Ναυπάκτου, αντιπρόεδρος ΕΛΜΕ Αιτωλοακαρνανίας

 

1. Η αριστερά σήμερα έχει ένα βασικό καθήκον. Κι αυτό δεν είναι άλλο από το να δικαιώσει το όνομά της.

 

Κι αυτό σημαίνει, ότι η πολιτική της παρέμβαση, πρέπει να είναι τέτοια που να μπορεί να απαντά στα ζητήματα που τίθενται, με τρόπο που να αναδεικνύονται τα συμφέροντα των πολλών ενάντια στα συμφέροντα των λίγων, επαναπροσδιορίζοντας και κάνοντας πραγματική, την ταξική ουσία της πολιτικής της.

 

Είτε ήταν οι πρόσφατες δημοτικές εκλογές, είτε οι αλλαγές στην εκπαίδευση, που τρέχουν αυτή τη στιγμή, είτε η νεοφιλελεύθερη επίθεση στην κοινωνία, αριστερή παρέμβαση είναι το να καταφέρεις να αναδείξεις το πόσο στενός κορσές έχει γίνει για την κοινωνία, ο σημερινός τρόπος οργάνωσης της παραγωγής, της οικονομίας, της διοίκησης.

 

Έτσι χρειάζεται, πρώτα απ’ όλα να δουλέψει για την θεωρία που θα εμπνεύσει τα νέα κινήματα ανατροπής, ξεπερνώντας την ήττα που βίωσε (η ίδια η αριστερά και όχι μόνο) τον προηγούμενο αιώνα. Ταυτόχρονα ξεφεύγοντας από τις λογικές των κομματικών ιερατείων (που απλά προσπαθούν να επιβιώσουν, τώρα που τα πράγματα έγιναν δύσκολα), χρειάζεται να δώσει και την ψυχή της, στην αναζωογόνηση της κοινωνίας και των κοινωνικών αγώνων. Να βιώσει λοιπόν η ίδια κλίμα δημοκρατίας, ουσιαστικής συζήτησης και δράσης, όχι στις παρυφές της κοινωνίας, αλλά με την κοινωνία και στην υπηρεσία της κοινωνίας.

 

Και σ’ αυτή την προσπάθεια δεν περισσεύει κανείς. Όχι μόνο χρειάζεται όλο το δυναμικό της αριστεράς, αλλά αυτό πρέπει να αντλήσει και νέα στελέχη και ιδέες από την δεξαμενή των κοινωνικών αγώνων.

 

Και επειδή η αριστερά στο σύνολό της δεν είναι ένα ομογενές μίγμα, αλλά πρέπει να απαντήσει στο «όλοι μαζί» που η ίδια η κοινωνία της το ζητάει, ας μάθουμε να συζητάμε και να συνυπάρχουμε. Ταυτόχρονα όμως ας έχουμε στο μυαλό μας πως όσο πιο «δεμένα» και με κοινωνική γείωση, είναι τα τμήματα εκείνα της αριστεράς, που έχουν εγγράψει στον γενετικό τους κώδικα την ανάγκη για μια άλλη οργάνωση της κοινωνίας, τόσο μεγαλώνουν οι ελπίδες για τη δημιουργία νικηφόρων κινημάτων ανατροπής.

 

2. Η ΚΟΕ, έχει σημαντική συνεισφορά και παρουσία στους κοινωνικούς αγώνες, στην υπόθεση της αριστεράς και της κοινωνικής ανατροπής. Όμως και η ΚΟΕ και όλοι μας, είμαστε μέρος του προβλήματος (εννοείται ως πρόβλημα, ο διχασμός αριστεράς και κοινωνίας), ενώ ταυτόχρονα είμαστε αναγκασμένοι να αποτελέσουμε και την πρώτη ύλη για τη λύση του. Έτσι, σε επίπεδο προθέσεων, η πρόταση της ΚΟΕ, είναι αρκετά κοντά στην λογική της ενωτικής δράσης μεγάλων τμημάτων της αριστεράς. Στο δια ταύτα όμως, φαίνεται να εκφράζει μόνο αυτή την καλή της διάθεση και όχι τους σημερινούς προβληματισμούς (και συσχετισμούς) των υπαρκτών τμημάτων της αριστεράς. Η συνεισφορά της είναι χρήσιμη για να λειτουργήσει ως επιταχυντής ζυμώσεων και συζητήσεων, αλλά δύσκολα θα μπορέσει να μετατραπεί σε συγκεκριμένο σχέδιο αλλαγής της πολιτικής κατάστασης της χώρας μας. Κι αυτό οφείλεται όχι τόσο στις εγγενείς αδυναμίες της πρότασης, αλλά στο ότι η συγκρότηση εναλλακτικής λύσης στο δικομματισμό και στο νεοφιλελευθερισμό, απαιτεί από το σύνολο της αριστεράς, πολύ πιο επώδυνες προσεγγίσεις.

 

3. Το αποτέλεσμα των εκλογών – σε μια πρώτη ανάγνωση – θα κριθεί από δύο παραμέτρους.

 

Από το συνολικό άθροισμα των ποσοστών του δικομματισμού και από τις εσωτερικές ανακατατάξεις στην αριστερά. Και τα δύο μπορεί να λειτουργήσουν καταλυτικά για το μέλλον.

 

Είτε περιμένουμε, είτε όχι την έκπληξη, αξίζει να δουλέψουμε γι αυτή.

 

 

 

Γιώργος Σταθάκης, Αν. Καθηγητής Παν. Κρήτης, Πρόεδρος ΔΣ Αυγής, Μέλος ΚΕ του Συνασπισμού

 

1. Η Αριστερά παραμένει δέσμια της ιστορικής της διαδρομής και των αλλεπάλληλων διασπάσεων. Ο κομμουνισμός ήταν το πιο σημαντικό πολιτικό ρεύμα στον 20ο αιώνα. Δυστυχώς, το εθνικό στοιχείο κυριάρχησε σ’ ένα κατ’ εξοχήν διεθνιστικό κίνημα και κάθε επιτυχία του αναβίωσε τις παραδοσιακές εθνικές αντιπαλότητες. Ο κομμουνισμός απέκτησε εθνικά προσωνύμια (σοβιετικός, κινέζικος, γιουγκοσλάβικος, ευρωκομουνισμός, κλπ), που περιέπλεξαν τον ήδη κατακερματισμένο μαρξισμό των μεγάλων ηγετών (λενινισμός, σταλινισμός, τροτσκισμός, μαοϊσμός). Η πιο βαθιά διάσπαση ήταν φυσικά ανάμεσα στη σοσιαλδημοκρατία και το λενινιστικό μαρξισμό.

 

Ο κύκλος αυτού του κομμουνισμού έκλεισε με παταγώδη αποτυχία το 1989. Η Αριστερά στην Ελλάδα το βίωσε έντονα. Ο χώρος της Αριστεράς υπέστη διαδοχικές δραματικές διασπάσεις. Η διάσπαση του ΚΚΕ(εσωτ.), η ίδρυση της ΕΑΡ, η διάσπαση του ΚΚΕ, η δημιουργία του κοινού ΣΥΝ, η διάλυσή του στη συνέχεια, οι ριζικές αναδιατάξεις στο χώρο της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. Το δράμα δεν φαίνεται να είχε τέλος.

 

Το ΚΚΕ μετατοπίστηκε στην ακριβώς αντίθετη θέση από αυτήν που είχε για 70 χρόνια. Από το 7ο συνέδριο στη δεκαετία του ’30 (απόψεις Ζαχαριάδη), θεωρούσε ημιτελή την αστικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας, και είχε σταθερά μία “θεωρία σταδίων”, όπου η ολοκλήρωση των αστικών μεταρρυθμίσεων θα άνοιγε το δρόμο για το σοσιαλισμό. Αυτό προσδιόριζε και την πολιτική των συμμαχιών (ΕΑΜ, ΕΔΑ, κλπ.) και την συγκρότηση ενωτικών συνδικάτων. Οι θέσεις αυτές διατηρήθηκαν στη μεταδικτατορική περίοδο με το πρόγραμμα της “Νέας Δημοκρατίας” (από το 9=ο συνέδριο και μετά). Οι θέσεις του ελληνικού τροτσκισμού αντίθετα (βλ. Πουλιόπουλος) έθεταν το θέμα του σοσιαλισμού ως άμεση, αλλά και διαρκή επαναστατική διαδικασία, απορρίπτοντας τις ιδέες περί μεταρρυθμιστικών αιτημάτων του λαϊκού κινήματος και φυσικά περί συμμαχιών. Μετά τη διάσπαση του 13ου συνεδρίου, το ΚΚΕ έχει πρακτικά μετατοπιστεί στις απόψεις του Πουλιόπουλου, διατηρώντας όλα τα στοιχεία του σταλινικού κόμματος από το παρελθόν.

 

Η ανανεωτική Αριστερά, μετά τη διάσπαση του ’68, ταύτισε την Αριστερά με ένα πλατύ μεταρρυθμιστικό λαϊκό κίνημα που οι ιδέες του “σοσιαλισμού με δημοκρατία και ελευθερία” θα συγκροτούνταν ως υπαρκτά ενδογενή διακυβεύματα και όχι ως ένα εξωγενές σύστημα ιδεατής κοινωνίας. Αυτό δημιούργησε, ανάμεσα στα άλλα, ένα ρεύμα σκέψης που θεωρούσε τις πολιτικές συμμαχίες πρωταρχικό διακύβευμα, πολύ συχνά προκαλώντας αντιθέσεις στο εσωτερικό της Αριστεράς. Στο Συνασπισμό όπου ενώθηκαν δυνάμεις προερχόμενες από τις περισσότερες διασπάσεις της ευρύτερης Αριστεράς αναπόφευκτα οι αντινομίες της κρίσης της Αριστεράς ήταν πιο ορατές.

 

Όλα αυτά συνέβαιναν τη στιγμή που ο νεοφιλελευθερισμός αποκτούσε καθολική ιδεολογική ηγεμονία και με επιθετικότητα επιδίωκε να ανατρέψει τις σημαντικές κατακτήσεις του εργατικού κινήματος στον ευρωπαϊκό χώρο και στις ΗΠΑ. Με τη ξέφρενη άνοδο της παγκοσμιοποίησης, ο παγκόσμιος καπιταλισμός έδινε την αίσθηση μίας καπιταλιστικής ανάπτυξης χωρίς όρια υπό την απόλυτη ηγεμονία της μοναδικής υπερδύναμης.

 

Οι ρεαλιστικές απαντήσεις για το ρόλο της Αριστεράς σήμερα δόθηκαν από τη συγκρότηση του Παγκόσμιου Κοινωνικού Φόρουμ. Εκεί όλες οι δυνάμεις που μάχονταν τη νέα κατάσταση, οι παραδοσιακοί σοσιαλδημοκράτες, τα παλιά και νέα κόμματα της Αριστεράς, το πλατύ φάσμα των εξωκοινοβουλευτικών ομάδων, τα αυθεντικά νέα κινήματα που προέκυψαν από το έτος ορόσημο, το 1968, όλοι αυτοί βρέθηκαν να συζητούν μαζί, να ανταλλάσσουν απόψεις και ιδέες, και το σημαντικότερο να δρουν με βάση κοινές πρωτοβουλίες και κοινούς στόχους. Η κουλτούρα των Φόρουμ έδειξε ένα νέο δρόμο για την Αριστερά σε παγκόσμια κλίμακα. Επανασύστησε το χαμένο διεθνή ιστό της Αριστεράς, και έδωσε νόημα και περιεχόμενο στην Αριστερά μετά την κατάρρευση. Με μετριοπάθεια, σύνεση, αίσθηση της ιστορικότητας που ζούμε, οφείλουμε όλοι οι Αριστεροί να ξαναδουλέψουμε θεωρητικά, κινηματικά, πρακτικά, να δώσουμε με ορμή την εικόνα μιας Αριστεράς που δεν έχει έτοιμο όραμα, αλλά αποτελεί την καλύτερη διαθέσιμη πολιτική δύναμη για να υπερασπιστεί τα δικαιώματα του κόσμου της εργασίας, να δώσει νόημα στις πολιτικές ελευθερίες και τα δικαιώματα, να προστατέψει τις ανίσχυρες πολιτικά κοινωνικές ομάδες και να προσδώσει νέα πνοή στα διεθνή κινήματα κατά του πολέμου, της φτώχειας, της οικονομικής και πολιτικής εξάρτησης και της καταστροφής του περιβάλλοντος.

 

2. Οι ιδέες της ΚΟΕ είναι απόλυτα γόνιμες και αναγκαίες να θέσουν άμεσα σε ουσιαστικό διάλογο για κοινή δράση όλες τις δυνάμεις που έχουν μέτωπο κατά του νεοφιλελευθερισμού. Οι κεντρικές ιδέες της ΚΟΕ με βρίσκουν απόλυτα σύμφωνο. Χρειαζόμαστε ένα πολιτικό πρόγραμμα με αιχμές, χρειαζόμαστε κινήσεις και παρεμβάσεις σε μεγάλα και μικρά προβλήματα που θα επαναφέρουν την Αριστερά στο προνομιακό της πεδίο, τον κοινωνικό χώρο, χρειαζόμαστε ευρύτερες πολιτικές κινήσεις με ανοικτές διαδικασίες και δημοκρατικές διαδικασίες.

 

Στο θέμα των εντύπων ας μου επιτρέψετε να μην απαντήσω. Ως άμεσα εμπλεκόμενος στην ιστορική εφημερίδα της Αριστεράς, την Αυγή, θεωρώ ότι χρειάζεται ενοποίηση και όχι κατακερματισμός στα έντυπα της Αριστεράς. Η Αριστερά χρειάζεται μία κοινή Κυριακάτικη έκδοση, που η σημερινή Αυγή, η Εποχή και πολλά άλλα σημαντικά έντυπα της Αριστεράς (περιοδικά, βδομαδιάτικες εφημερίδες, κλπ.) από κοινού θα προσφέρουν στους φίλους μας μία σημαντική εφημερίδα με το σύνολο του πλούτου των ιδεών μας.

 

3. Οι επικείμενες εκλογές θα είναι πολύ δύσκολες για την Αριστερά. Ενώ υπάρχει αισιοδοξία με βάση τις επιτυχίες που είχε το Φόρουμ, το εκπαιδευτικό κίνημα, και φυσικά η καλή πορεία της ριζοσπαστικών ενωτικών ψηφοδελτίων στις δημοτικές εκλογές, παραμένω επιφυλακτικός. Οι βουλευτικές εκλογές παγιώνουν μονιμότερες πολιτικές μετατοπίσεις ψηφοφόρων. Συναρτώνται όχι μόνο από τη συνεύρεση των ανθρώπων σε πολιτικούς αγώνες, αλλά και από τη δυνατότητα της Αριστεράς να επικοινωνεί με πλατύτερα ακροατήρια και λιγότερο οργανωμένους χώρους της κοινωνίας. Ο προεκλογικός αγώνας έχει τη δική του αυτονομία ως πολιτική διαδικασία και η Αριστερά οφείλει να προετοιμαστεί κατάλληλα προκειμένου να δώσει τη μάχη πρώτα απ’ όλα ενωμένη, με σαφείς θέσεις, καλούς και νέους υποψηφίους και μία κατάλληλη πολιτική καμπάνια. Ας δώσουμε όλοι ενωμένοι αυτό που οφείλουμε στην ιστορία αυτού του πολιτικού χώρου, ας κάνουμε τις επικείμενες εκλογές πολιτικό συμβάν, και τότε ας “εκπλαγούμε όλοι ευχάριστα” στο τέλος.

 

 

 

Θανάσης Βακαλιός, (ομότιμος καθηγητής πανεπιστημίου) tvakalios@ath.forthnet.gr

 

Σύγκρουση δύο στρατηγικών επιλογών

 

Εκτιμώ ότι η αριστερά, πέραν του ΚΚΕ, βρίσκεται σε μια κατάσταση αναζήτησης του τρόπου δρομολόγησης μιας διαδικασίας που θα αποτρέψει έναν νέο διχασμό, ο οποίος διαφαίνεται στον ορίζοντα, ανάμεσα στις δυνάμεις που έχουν συσπειρωθεί κάτω από τη «σημαία» του ΣυΡιζΑ, από τη μια μεριά και τις δυνάμεις που διαφωνούν με αυτή την επιλογή, από την άλλη. Η κατάσταση αυτή τη στιγμή έχει τα χαρακτηριστικά του ποιος – ποιον.

 

Κι οι δυο πλευρές τονίζουν τα συνεκτικά στοιχεία που τις ενώνουν, ως προϋπόθεση για να πετύχουν την υπεροχή η μια έναντι της άλλης. Αυτή η αντιπαλότητα εμφανίζεται οξυμένη στους κόλπους του Συνασπισμού, με τις δυνάμεις της «αριστερής στροφής» να έχουν την πρωτοβουλία, βασιζόμενες στην πλειοψηφία την οποία διαθέτουν στην ΚΠΕ, με κύρια επιδίωξη να προωθήσουν την επιλογή του ΣυΡιζΑ, εφαρμόζοντας την πολιτική απόφαση του 4ου συνεδρίου, αλλά και εκτιμώντας ότι η εκλογική συνεργασία με τις άλλες συνιστώσες του ΣυΡιζΑ στις δημοτικές εκλογές ήταν πετυχημένη. Με αυτό το σκεπτικό, η πλευρά της «αριστερής στροφής» προχώρησε στην πρόσφατη συνεδρίαση της ΚΠΕ, αποφασιστικά, στην απόφαση για εκλογική συνεργασία, καθώς και για μονιμότερη πολιτική συνεργασία ή συμμαχία με τις άλλες συνιστώσες του ΣυΡιζΑ και με όσους συμφωνούν με αυτή την επιλογή – με τον όρο, βέβαια, ότι ο ΣΥΝ, ως κόμμα το οποίο λειτουργεί με βάση την αρχή της πλειοψηφίας, είναι σταθερά αποφασισμένος να προωθήσει το πολιτικό πρόγραμμα του ΣυΡιζΑ.

 

Όμως, τα πράγματα δείχνουν ότι και η πλευρά της μειοψηφίας είναι αποφασισμένη να επιμείνει στην άποψή της -η οποία εμφανίζεται με τη μορφή της απαίτησης- για την εγκατάλειψη της επιλογής ΣυΡιζΑ. Πρόκειται για κοινό αίτημα όλων των συνιστωσών της μειοψηφίας. Η επικράτηση αυτής της άποψης θα σήμαινε την εγκατάλειψη της προσπάθειας για την προώθηση της αριστερής στροφής και κατ’ επέκταση την εγκατάλειψη του ευρύτερα διατυπωμένου αιτήματος για την συγκρότηση της σύγχρονης ριζοσπαστικής αριστεράς. Αυτό θα άνοιγε το δρόμο για την μετατροπή του Συνασπισμού σε αριστερά εντός του συστήματος, η οποία στην καλύτερη περίπτωση λειτουργεί στα δυνητικά όρια του καπιταλισμού, με την πιθανότητα μετατροπής του σε ένα κεντροαριστερό κόμμα ή σε ένα κόμμα εκλογικά και πολιτικά σύμμαχο με την κεντροαριστερά.

 

Με δεδομένη αυτή την κατάσταση, η ενότητα δράσης φαίνεται να είναι εφικτή και επομένως αναγκαία, μόνον από τις δυνάμεις οι οποίες συγκροτούν τον ΣυΡιζΑ. Το ερώτημα είναι αν οι αντίπαλοι αυτής της εξέλιξης (η μειοψηφία του Συνασπισμού) μπορούν να αναστείλουν ή και να ακυρώσουν την επιλογή της πλειοψηφίας. Διότι, είναι βέβαιο ότι αυτό επιδιώκουν. Έτσι, αυτή τη στιγμή δεν φαίνεται να μπορούν οι δυο πλευρές να βρουν κοινή γλώσσα. Είναι σωστή η εκτίμηση ότι στον Συνασπισμό, αυτή τη στιγμή, συγκρούονται δυο ριζικά διαφορετικές στρατηγικές, η στρατηγική της πλειοψηφίας και η στρατηγική της μειοψηφίας, και ότι αυτές οι δυο στρατηγικές δεν μπορούν να συγκλίνουν σε μια τρίτη στρατηγική, που θα απέτρεπε τη διάσπασή του Συνασπισμού (βλέπε άρθρο του Γιάννη Μπασιάκου, «Αυγή», 15/2/2007). Η αποτροπή μιας τέτοιας εξέλιξης θα είναι, πιστεύω, το κύριο πρόβλημα του διαρκούς συνεδρίου, το οποίο προγραμματίζεται να γίνει στους επόμενους μήνες. Αυτό, βέβαια, προϋποθέτει ουσιαστικές υποχωρήσεις και από τις δυο πλευρές. Υποχωρήσεις οι οποίες πλήττουν τις διαφορετικές λογικές πάνω στις οποίες έχουν χτιστεί οι δυο «ριζικά διαφορετικές» στρατηγικές.

 

Το κρίσιμο αυτό ερώτημα δεν ενδιαφέρει μόνο τον Συνασπισμό, ως κόμμα, ενδιαφέρει και τον ΣυΡιζΑ. Εκτιμώ ότι η αδυναμία να βρεθεί μια κοινή λογική βάση για τη διαμόρφωση μιας τρίτης στρατηγικής (πράγμα που αυτή τη στιγμή το θεωρώ αμφίβολο έως αδύνατο) καθιστά αμφίβολη την πολιτική επιλογή του ΣυΡιζΑ. Εξάλλου, οι σημαντικές έως «ριζικές» ιδεολογικές διαφορές των συνιστωσών του καθιστούν αμφίβολη την ύπαρξή του στον ιστορικό χρόνο. Επομένως, καθιστούν αμφίβολη την επιτυχία της αριστερής στροφής και κατ’ επέκταση την προοπτική συγκρότησης – ανάπτυξης μιας σύγχρονης ριζοσπαστικής, επαναστατικής αριστεράς, που είναι μέσα στη δυναμική της λογικής της. Ή για να το πω αλλιώς, καθιστά αδύνατη την «επανίδρυση» της αριστεράς – αίτημα το οποίο επανέρχεται σταθερά στο προσκήνιο, από την ίδρυση του ΚΚΕ εσωτερικού και μετά.

 

Και θα πρέπει, επίσης, να πω ότι η οποιαδήποτε πρωτοβουλία για τη συγκρότηση της σύγχρονης επαναστατικής αριστεράς δεν μπορεί να αγνοήσει το γεγονός ότι η ισχυρή εκπροσώπησή της στη Βουλή αποτελεί αναγκαίο όρο για την ουσιαστική ή/ και την επιδιωκόμενη καθοριστική παρέμβασή της στο πολιτικό και το κοινωνικό γίγνεσθαι της χώρας. Στην εποχή μας, ειδικότερα στην Ευρώπη –με δεδομένη την Ενωμένη Ευρώπη και την οργανική ένταξη της χώρας μας σ’ αυτή- έχουν στενέψει πολύ τα περιθώρια δράσης της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, σε βαθμό που καθιστούν την παρουσία της πολιτικά ασήμαντη.

 

Με πιθανή την αδυναμία της αριστεράς ακόμα και να εκπροσωπηθεί στη Βουλή, σε περίπτωση διάσπασης του Συνασπισμού (πέραν του ΚΚΕ που σε κάθε περίπτωση η εκπροσώπησή του στη Βουλή είναι βέβαιη), ποιος είναι αυτός που στο όνομα της ιστορικής ανάγκης για την ανάπτυξη της σύγχρονης επαναστατικής αριστεράς μπορεί να το ρισκάρει αυτό, ρισκάροντας αυτή την ιστορική επιλογή. Εκτιμώ ότι οι δυνάμεις της αριστεράς πέραν του ΚΚΕ δεν είναι ώριμες αυτή τη στιγμή για τη δρομολόγηση μιας τέτοιας διαδικασίας. Απαιτείται ένας ενδιάμεσος χρόνος ιδεολογικής συνεύρεσης των δυνάμεων που, καταρχήν, υποστηρίζουν την ανάγκη μιας τέτοιας ιστορικής επιλογής.

 

Κατά τη δική μου εκτίμηση, χρειάζεται να υπάρξει μια ενδιάμεση κατάσταση που θα επιτρέψει, παράλληλα με τη διατήρηση του Συνασπισμού (με τις δυο πλευρές του – της πλειοψηφίας και της μειοψηφίας) αλλά και του ΣυΡιζΑ, τη δρομολόγηση ενός σοβαρού διαλόγου (βασιζόμενου και σε ειδικές μελέτες) πάνω σε δυο κρίσιμα ερωτήματα: α) στο ερώτημα αν μπορούν οι διαφορετικές στρατηγικές των δυο πλευρών του Συνασπισμού (λογικά και θεωρητικά ανολοκλήρωτες κι οι δυο) να συγκλίνουν σε μια τρίτη –ενδιάμεση- στρατηγική επιλογή και β) στο ερώτημα αν οι συνιστώσες του ΣυΡιζΑ μπορούν να συγκλίνουν σε μια αποδεκτή από όλους ριζοσπαστική-επαναστατική στρατηγική επιλογή.

 

Η επιτυχής έκβαση αυτής της διαδικασίας θα εξαρτηθεί από τη δυνατότητα οι μετέχοντες σ’ αυτή τη διαδικασία να καταλήξουν σε ένα κοινό θεωρητικό-ιδεολογικό πλαίσιο, χωρίς το οποίο η οποιαδήποτε πολιτική συμμαχία είναι αμφίβολη. Οφείλουν, λοιπόν, να προχωρήσουν σε έναν σοβαρό διάλογο με αναφορά σ’ αυτά τα δυο καίρια ερωτήματα. Για την αποφυγή του πρόχειρου και επιφανειακού διαλόγου, θα πρέπει να υπάρξει μέριμνα για την έκδοση ενός θεωρητικού περιοδικού που θα υπηρετήσει αυτό το σκοπό. Παράλληλα, θα χρειαστεί να υπάρξει η δυνατότητα για κοινή πολιτική δράση του Συνασπισμού ως κόμματος, συνολικά, με τις συνιστώσες του ΣυΡιζΑ. Σε μια προοπτική δυο χρόνων, θα πρέπει να υπάρξει ένα καλά προετοιμασμένο συνέδριο στο οποίο θα κριθούν οι δυο στρατηγικές επιλογές, με τις αναγκαίες προεκτάσεις τους σε ότι αφορά και τις πολιτικές συνεργασίες και συμμαχίες. Αν και είμαι υποστηριχτής των ρήξεων που εντάσσονται σε μια διαλεκτική αντίληψη της ιστορίας, εκτιμώ ότι η ρήξη αυτή τη στιγμή δεν ωφελεί καμία πλευρά, επομένως δεν ωφελεί την υπόθεση δημιουργίας της σύγχρονης ριζοσπαστικής – επαναστατικής αριστεράς, που είναι και το ιστορικό ζητούμενο.

 

 

 

Νίκος Μπελαβίλας, Λέκτορας, μέλος της Συσπείρωσης Πανεπιστημιακών

 

Μεθοδικά στη συγκρότηση πολιτικού και κοινωνικού μετώπου

 

1. Βρισκόμαστε κατά τη γνώμη μου, στην ολοκλήρωση μίας πορείας που άρχισε για την Ελλάδα γύρω στο καλοκαίρι του 2001. Τότε, στη Γένοβα, ήταν η πρώτη φορά που ένα μειοψηφικό αλλά ισχυρό και ευδιάκριτο τμήμα της ελληνικής αριστεράς συγχρόνισε τον βηματισμό του με το παγκόσμιο κίνημα «ενάντια στην φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση». Ήταν η κατάλληλη στιγμή. Όσα ακολούθησαν, η συγκρότηση του Ευρωπαϊκού Φόρουμ, ο πόλεμος στο Ιράκ και το φιλειρηνικό κίνημα, το «όχι» στο Ευρωσύνταγμα, οι νικηφόρες αντιστάσεις ενάντια στη φιλελεύθερη συρρίκνωση των δικαιωμάτων, εργασιακών ή κοινωνικών, μπόλιασαν τμήματα της αριστεράς μας με νέες ιδέες και κυρίως με αυτοπεποίθηση ότι μπορούν να συγκροτήσουν έναν πόλο αντίστασης και ελπίδας για έναν άλλο κόσμο. Έχει ενδιαφέρον το ότι αυτή η κινηματική, κοσμοπολίτικη και διεθνιστική τάση ηγεμόνευσε σε πολλές περιπτώσεις, αφήνοντας πίσω της τις αγκυλώσεις της δύσκολης δεκαετίας μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού και τα αφελή όνειρα για συμπόρευση προς την εξουσία με την κεντροαριστερά. Αυτή η τάση ουσιαστικά ανέλαβε και έφερε σε πέρας με επιτυχία τη διοργάνωση του Ευρωπαϊκού Φόρουμ στην Αθήνα την άνοιξη του 2005. Ηγεμόνευσε στο αντιπολεμικό και το αντιρατσιστικό κίνημα, στα τοπικά κινήματα για το περιβάλλον που αναπτύχθηκαν από την εποχή των ολυμπιακών αγώνων του 2004. Ηγεμόνευσε, με ιδιαίτερα επιτυχή τακτική και στρατηγική, στο μεγάλο κίνημα Παιδείας που ζούμε σήμερα. Η ενωτική διάσταση της ριζοσπαστικής και κινηματικής αριστεράς, τέθηκε με έμφαση και πέτυχε πολλές φορές ενώνοντας αγωνιστές και πολιτικούς χώρους με εντυπωσιακά αποτελέσματα. Η πιο χαρακτηριστική εμφάνιση αυτής της ενωτικής διάστασης εντοπίζεται, ακριβώς, στο κίνημα κατά της αναθεώρησης του Άρθρου 16. Αυτό απλώθηκε σε έκταση που πριν από λίγο καιρό θα μας φαινόταν αδιανόητη. Από την αντιστεκόμενη στην επίσημη γραμμή του κόμματος τους, πρωτοβουλία λαϊκής βάσης στελεχών και μελών του ΠΑΣΟΚ και το ΚΚΕ, μέχρι τις παρυφές του αντιεξουσιαστικού χώρου. Διατυπώθηκε μία πολιτική γραμμή τόσο ισχυρή και πειστική που προκάλεσε, εκτός από το απίστευτο αποτέλεσμα της νίκης απέναντι στη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, παράλληλες γενεσιουργές και ελπιδοφόρες ρήξεις στο εσωτερικό όλων αυτών των πολιτικών χώρων. Στο ΠΑΣΟΚ, στο ΚΚΕ και βεβαίως στον ΣΥΝ. Ρήξεις που βασίστηκαν στο απλό αλλά βαθύτατα πολιτικό δίλημμα της στιγμής και της συγκυρίας: Με τον νεοφιλελευθερισμό ή με το κίνημα αντίστασης. Με την ιδεολογική καθαρότητα ή με την ενότητα για τη νίκη.

 

2. Η πρόταση της ΚΟΕ για τη συγκρότηση ενός πολιτικού και κοινωνικού μετώπου είναι σοβαρή και επίκαιρη. Μπορεί ο δρόμος για την υλοποίηση της να αποδειχθεί δύσκολος και μακρύς. Η «παράταξη του 16» υπάρχει ήδη στα αμφιθέατρα και στις διαδηλώσεις των τελευταίων μηνών. Όμως ας προσέξουμε! Η συγκρότηση της σε πολιτικό φορέα, ή η συγκρότηση πολιτικού φορέα μέσα από αυτήν δεν μπορεί και δεν θα είναι αυτόματη. Είναι σίγουρο, επίσης, ότι η συμμαχία του πλέγματος των πολιτικών οργανώσεων του «χώρου» δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη διαδικασία αυτής της συγκρότησης. Ας θυμηθούμε τα προβλήματα της κοινής πολιτικής έκφρασης που προέκυψαν στη Γαλλία μετά τη νίκη του «Όχι στο Ευρωσύνταγμα». Κατά τη γνώμη μου, χρειάζεται να παντρέψουμε δύο φαινομενικά αντιφατικά στοιχεία. Αφενός να δώσουμε τη δυνατότητα μίας ώριμης σύνθεσης που δεν θα δείχνει ούτε θα υποκρύπτει πρεμούρα άμεσης κεφαλαιοποίησης της νίκης. Αφετέρου να μην επιτρέψουμε την επιστροφή στο χθες της αριστεράς. Κάθε λεπτό, από εδώ και πέρα, πρέπει να αξιοποιηθεί με βηματισμούς στην κατεύθυνση της συγκρότησης του πολιτικού και κοινωνικού μετώπου. Ας είναι αργοί αυτοί οι βηματισμοί – δεν πειράζει.

 

3. Μάλλον όχι. Δυστυχώς, η συζήτηση που άνοιξε στον ΣΥΡΙΖΑ για τις εκλογές, δεν καθρεφτίζει την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα του χώρου μας. Θα πρέπει να θεωρήσουμε τους εαυτούς μας τυχερούς αν οι μικροψυχίες και η ανικανότητα σύνθεσης, δεν μετατρέψει το εγχείρημα της εκλογικής καθόδου σε «αρνητική» έκπληξη. Ούτως ή άλλως, η μετάλλαξη μίας κινηματικής διαδικασίας σε εκλογική, ποτέ δεν υπήρξε στην Ελλάδα εύκολη υπόθεση.

 

 

 

Δημήτρης Πετρόπουλος – Δημήτρης Σαραφιανός, Μέλη της Αριστερής Αντικαπιταλιστικής Συσπείρωσης

 

Η ριζοσπαστική αριστερά δεν μπορεί να περιχαρακώνεται

 

1. Αντιφατική και στάσιμη θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς την κατάσταση της αριστεράς στην Ελλάδα. Αντιφατική γιατί ενώ -λόγω της επιθετικότητας των αναδιαρθρωτικών πολιτικών- πολλαπλασιάζονται οι δυνατότητες παρέμβασης σε κοινωνικά και πολιτικά μέτωπα, τα αποτελέσματα των διάφορων παρεμβάσεων σε επίπεδο κινημάτων καταρχήν δεν είναι πάντα τα αναμενόμενα. Το αποτέλεσμα είναι όχι μόνο η εκλογική στασιμότητα, αλλά η επί της ουσίας υποχώρηση στο πεδίο των κοινωνικών κινημάτων, ειδικά στο κρισιμότερο για την αριστερά, το εργατικό. Αιτίες, κατά τη γνώμη μας, αποτελούν κυρίως:

 

  • Ο απομονωτισμός και ηγεμονισμός του χώρου του ΚΚΕ, που προσπαθεί με κάθε τρόπο να αποδείξει ότι κανένας κοινωνικός αγώνας δεν μπορεί να έχει αποτελέσματα και νίκες, οπότε το μόνο που απομένει είναι η εκλογική ενίσχυσή του. Χαρακτηριστική η στάση του στο φοιτητικό κίνημα του Μάη-Ιούνη και στην απεργία των δασκάλων.

     

  • Η διπλότητα του χώρου του ΣΥΝ, που ενώ από τη μια προσπαθεί να συμβάλλει στα κινήματα, από την άλλη χαρακτηρίζεται σε μεγάλο βαθμό από την αποδοχή των αναδιαρθρωτικών ιδεολογημάτων. Τα αποτελέσματα τραγικά, συμμετοχή στο φοιτητικό κίνημα από τη μία, αλλά η πλειοψηφία των πανεπιστημιακών του συντάσσεται με την κυβερνητική πολιτική από την άλλη. Στις δημοτικές εκλογές συμμαχεί τόσο με δυνάμεις του ΣυΡιζΑ, όσο και με το ΠΑΣΟΚ, σε κρίσιμους χώρους όπως στους μηχανικούς αποδέχεται πλήρως την κυβερνητική πολιτική για το ασφαλιστικό. Η διπλότητα αυτή προσφέρει στην αριστερά εξίσου άσχημες υπηρεσίες με τον αντικινηματισμό του ΚΚΕ.

     

  • Η αδυναμία του χώρου της αντικαπιταλιστικής αριστεράς να διαμορφώσει ένα μόνιμο και σταθερό χώρο συνεννόησης, διαλόγου και κοινής δράσης στα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα. Αποτέλεσμα είτε ο σεχταρισμός είτε η δορυφοροποίηση γύρω από την επίσημη αριστερά, είτε ο ηγεμονισμός της ενότητας του καθένα γύρω από τον εαυτό του.

     

Οι τεράστιες δυνατότητες παρέμβασης και αποτελεσμάτων που ανοίγει πάντως η συγκυρία, αποτυπώθηκαν χαρακτηριστικά στο πρόσφατο φοιτητικό κίνημα. Αποδείχθηκε ότι η ενότητα στη δράση μπορεί να συμβάλλει στη δημιουργία πρωτόγνωρης μαζικότητας κινημάτων, μπορεί να επιφέρει νίκες μικρές αλλά και μεγαλύτερες, να επαναφέρει την αυτοπεποίθηση στους αγωνιζόμενους, να επιδράσει και να τροποποιήσει το πολιτικό σκηνικό και τις επίσημες πολιτικές δυνάμεις.

 

2. Πιστεύουμε καταρχήν, ότι σε κάθε κοινωνικό μέτωπο που αναπτύσσεται κάθε φορά, πρέπει να διαμορφώνεται η πλατύτερη δυνατή ενότητα που να απαντά στις αναδιαρθρωτικές πολιτικές. Η ενότητα αυτή σε επίπεδο κοινωνικών κινημάτων και μετώπων είναι προαπαιτούμενο για να κατακτηθεί η αξιοπιστία της αριστεράς, αλλά κυρίως για να δοθεί η δυνατότητα να κερδιθούν μάχες από την πλευρά των κινημάτων. Εκτιμώντας την πολιτική συγκυρία, πιστεύουμε ότι το εκπαιδευτικό ζήτημα, οι επερχόμενες μετεκλογικά ρυθμίσεις στο ασφαλιστικό, οι ιδιωτικοποιήσεις, τα δημοκρατικά δικαιώματα και ζητήματα περιβάλλοντος προσφέρονται για τη διαμόρφωση των αντίστοιχων ενοτήτων. Επειδή η στάση των δύο δυνάμεων της επίσημης αριστεράς δεν είναι καθόλου δεδομένη κάθε φορά, νομίζουμε ότι επιπλέον χρειάζεται η συγκρότηση ενός, εν δυνάμει, πόλου της αντικαπιταλιστικής αριστεράς που να έχει την αντίληψη της ενότητας στη δράση ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό, στα κοινωνικά κινήματα. Ακόμα και για τη συγκρότηση μονιμότερων μορφών ενότητας με τμήματα ή και το σύνολο της επίσημης αριστεράς και σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο -πράγμα όχι εύκολο σήμερα λόγω των αντιλήψεων που περιγράψαμε παραπάνω– είναι απαραίτητη η ύπαρξη του αντικαπιταλιστικού πόλου. Σε κάθε άλλη περίπτωση κινδυνεύει ο χώρος μας να αποτελέσει απλά αιμοδότη και νομιμοποιητική για το ρεφορμισμό συνιστώσα. Για μας είναι σαφές ότι δεν υπάρχει σήμερα περιθώριο στις χώρες του δυτικοευρωπαϊκού καπιταλισμού για μια αντινεοφιλελεύθερη κοινωνική διέξοδο, για μια επαναφορά του κοινωνικού συμβολαίου με τη μορφή της σοσιαλδημοκρατίας, που αναπτύχθηκε σε άλλες ιστορικές περιόδους υπό το βάρος και την πίεση του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος. Μια τέτοια διέξοδος θα προϋπέθετε τη συμφωνία μερίδων της αστικής τάξης σε αυτή την κατεύθυνση. Αντίθετα, ολοένα και περισσότερο, οι αστικές τάξεις της Ε.Ε. προσβλέπουν στο μοντέλο των ΗΠΑ, συγκρίνοντας τα οικονομικά πλεονεκτήματα που έχει φέρει στον αμερικάνικο καπιταλισμό με αυτό που κατανοείται ως «ευρωπαϊκές αγκυλώσεις». Με άλλα λόγια, με τις κοινωνικές κατακτήσεις των λαϊκών στρωμάτων. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να υπάρξει η ανάπτυξη κοινωνικών αντιστάσεων στην νεοφιλελεύθερη πολιτική, εάν πρώτα οι μάζες δεν αναγνωρίσουν τον εαυτό τους σε ένα αντικαπιταλιστικό πολιτικό μέτωπο. Σημαίνει, όμως, ότι υπάρχει σήμερα η αναγκαιότητα ενός πολιτικά αυτοτελούς αντικαπιταλιστικού πόλου, που θα παρεμβαίνει μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο των αντινεοφιλελεύθερων αντιστάσεων και θα τις οργανώνει γύρω από τον πρωταρχικό στόχο της ανατροπής των καπιταλιστικών σχέσεων εκμετάλλευσης. Η ριζοσπαστική αριστερά δεν μπορεί, συνεπώς, να αποτελεί την αριστερά ενός πολιτικά συγκροτημένου αντινεοφιλελεύθερου μετώπου.

 

Αντίστοιχα, όμως, η ριζοσπαστική αριστερά δεν μπορεί να περιχαρακώνεται γύρω από τον εαυτό της στην κοινωνική της δράση και πρακτική. Η συγκρότηση ενός αντικαπιταλιστικού πόλου με αυτόνομη πολιτική κατεύθυνση θα πολλαπλασιάσει τις δυνατότητες παρέμβασης της ριζοσπαστικής αριστεράς μέσα στις κοινωνικές αντιστάσεις που αναπτύσσονται. Ακόμα περισσότερο, ένας τέτοιος πόλος πρέπει να καλεί όλες τις κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις για το συντονισμό της ανάπτυξης κοινωνικών κινημάτων ενάντια στα κρίσιμα μέτωπα της αναδιάρθρωσης και της ιμπεριαλιστικής πολιτικής. Ένας αντικαπιταλιστικός πόλος θα έχει, συνεπώς, κατ’ ανάγκη ως βασικό στοιχείο της στρατηγικής του την ενιαιομετωπική κοινωνική δράση.

 

3. Το πεδίο των εκλογών πιστεύουμε ότι γενικά δεν είναι το πλέον πρόσφορο για να ξεδιπλωθούν και να καταγραφούν ανταγωνιστικές προς το σύστημα πολιτικές ιδέες και πρακτικές. Σε αντίθεση με τα κινήματα, είναι εξαρχής ναρκοθετημένο, οπότε κανείς πρέπει να είναι εξαιρετικά προσεκτικός στην επιλογή των παρεμβάσεων σε αυτό. Προϋπόθεση παρέμβασης στις εκλογές είναι η προηγούμενη καταγραφή κοινών παρεμβάσεων σε μαζικούς χώρους και κινήματα, η εμπλοκή ενός ευρύτερου δυναμικού που να υπερβαίνει τις οργανωμένες δυνάμεις, η διάρκεια και όχι η ευκαιριακότητα των συμμαχιών. Με την έννοια αυτή, πιστεύουμε ότι έκπληξη, όχι μόνο για τις εκλογές αλλά ευρύτερα, θα μπορούσε αλλά και θα όφειλε να αποτελέσει η σύγκλιση των ευρύτερων αντικαπιταλιστικών δυνάμεων, με τρόπο ανάλογο με αυτό που έγινε σε αρκετά δημοτικά και νομαρχιακά ψηφοδέλτια. Πιστεύουμε ότι οι πρόσφατες αυτές εκλογές απέδειξαν ότι η σταθερότητα, η γείωση και επαφή με συγκεκριμένες ανάγκες και συμφέροντα της κοινωνίας και η ενωτική διάθεση του χώρου της αντικαπιταλιστικής αριστεράς μπορεί να επιφέρει αξιόλογα αποτελέσματα. Η διαμόρφωση αυτού του πόλου, όσο κι αν φαντάζει δύσκολη σήμερα, μπορεί να αποτελέσει τόσο χώρο δραστηριοποίησης ενός ευρύτερου δυναμικού, όσο και χώρο παρέμβασης και τροποποίησης των όρων συνύπαρξης με την επίσημη αριστερά.

 

 

 

Μαρία Φραγκιαδάκη, Μέλος ΔΣ ΓΣΕΕ, μέλος πολιτικής γραμματείας ΣυΡιζΑ

 

Πιο αναγκαία από ποτέ η συγκρότηση του αριστερού πόλου

 

1. Η οικοδόμηση ενός μαζικού – ενωτικού – αριστερού πολιτικού σχήματος, ενός πόλου με τη συσπείρωση όλων των δυνάμεων της Αριστεράς, φαίνεται σήμερα πιο αναγκαία από ποτέ. Υπάρχει έλλειψη ενός ενωτικού – ταξικού φορέα, που να εκπροσωπήσει, αντιπροσωπευτικά, τα λαϊκά στρώματα και τάξεις που έχουν υποστεί τις συνέπειες των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, είτε της ΝΔ είτε του μεταλλαγμένου ΠΑΣΟΚ. Πολιτικές που ταυτίστηκαν με τις πιο συντηρητικές επιλογές του προγράμματος σύγκλισης, πολιτικές ολοένα μεγαλύτερης εκμετάλλευσης, μέσα από την εντατικοποίηση και την ευελιξία της εργασίας, την κατάργηση κοινωνικών κατακτήσεων και δικαιωμάτων, την εμπορευματοποίηση κάθε κοινωνικού αγαθού (δεν είναι τυχαία η κοινή στάση για την παιδεία – θυμίζω την προεκλογική εξαγγελία του Γ. Παπανδρέου για ιδιωτικά πανεπιστήμια και την πρόσφατη απόφαση του ΠΑΣΟΚ για το άρθρο 16), το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, τη συναίνεση στο σχέδιο Ανάν, τη συμφωνία στον περιορισμό των δημοκρατικών δικαιωμάτων (Συνθήκη Σέγκεν, Ευρωτρομονόμος, συμφωνία έκδοσης – αμοιβαίας διακρατικής συνδρομής ΕΕ – ΗΠΑ)…

 

Αυτή η ανάγκη γίνεται ολοένα και πιο ορατή, από όσους νιώθουν ότι κανένα σχήμα δεν τους εκφράζει, από στελέχη που έχουν αδρανοποιηθεί απογοητευμένα από τακτικές και λάθη των ηγεσιών, από απογοητευμένους ψηφοφόρους αλλά και στελέχη του ΠΑΣΟΚ, που ενώ διαφωνούν με τη μετάλλαξή του, μένουν εγκλωβισμένα γιατί δεν ελπίζουν σε μια νέα αξιόπιστη προσπάθεια! Ίσως, όμως, αυτή η ανάγκη δεν προβληματίζει αρκετά τα μέλη των παραδοσιακών σχημάτων της Αριστεράς και κυρίως τις ηγεσίες, που πιστεύω ότι δεν έχουν εξαντλήσει τις προσπάθειες για μια προσέγγιση ενωτική, ότι δεν έχουν ξεπεράσει την υπαρξιακή καταγραφή τους ή την ηγεμονική υπεροψία τους… Όσο, όμως, οι ηγεσίες της Αριστεράς δεν στηρίζουν πρωτοβουλίες που προχωρούν την ενότητα, όσο δεν ανοίγουν έναν ειλικρινή ιδεολογικό διάλογο, δυστυχώς το εκπεμπόμενο μήνυμα για ενότητα δεν υλοποιείται.

 

2. Το μέτωπο είναι αναγκαίο, όπως ήδη ανέφερα. Η επιθετικότητα και η δολοπλοκία του παγκόσμιου κεφαλαίου και των πολιτικών εκφραστών του –με την ισχυρή βοήθεια και των ΜΜΕ– επιβάλλει σε όσες ηγεσίες αντιπαλεύουν αυτήν την κατάσταση, να διαμορφώσουν –αφήνοντας στην άκρη μικροκομματισμούς, ηγεμονισμούς και μοναδικότητες– ένα παλλαϊκό πολιτικό-κοινωνικό μέτωπο, με σαφή όμως αντιιμπεριαλιστικό-αντικαπιταλιστικό χαρακτήρα και κατεύθυνση το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό, ώστε να εμπνεύσουν εμπιστοσύνη στη λαϊκή πλειοψηφία.

 

Ένα τέτοιο σχήμα δεν μπορεί, βέβαια, να γίνει μόνο με συζητήσεις κορυφής. Χρειάζεται να ανοίξει ένας πλατύς διάλογος παντού. Με κάλεσμα για συγκρότηση πυρήνων διαλόγου σε κάθε γειτονιά, σε κάθε χώρο δουλειάς, με πανελλαδικές συσκέψεις… Μόνο έτσι μπορεί να οικοδομηθεί η ενότητα. Με πρώτο βήμα την κοινή δράση, τις ενωτικές παρεμβάσεις στα μαζικά κινήματα, με συνακόλουθο την πρωτοβουλία για τη διαμόρφωση ενός ενιαίου πολιτικού μετώπου, που θα κάνει την υπέρβαση και θα πείσει την πλειοψηφία, ότι υπάρχει η δυνατότητα για μια δίκαιη κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση και περιθωριοποίηση…

 

3. Νομίζω ότι για τη μη κάλυψη του πολιτικού κενού, από τη μετάλλαξη των «σοσιαλιστικών» κομμάτων και την έλλειψη αντιπροσωπευτικής εκπροσώπησης των λαϊκών τάξεων, φταίνε πλέον οι ηγεσίες της Αριστεράς! Όμως, σχήματα μόνο εκλογικής καθόδου μπορεί να συντελούν στο καλύτερο εκλογικό αποτέλεσμα, δεν προχωρούν, όμως, την υπόθεση της Αριστεράς παραπέρα. Χρειάζονται όσα περιλαμβάνονται και στην πρόταση της ΚΟΕ, για τη σφυρηλάτηση της ενότητας από τη βάση έως την κορυφή.

 

Χρειάζεται μια νέα προσπάθεια που θα πείσει και μπορεί να «κάνει την έκπληξη» στις εκλογές, μόνο αν υπάρξει η μεγαλύτερη δυνατή ενότητα των αριστερών δυνάμεων και κάθε προοδευτικού πολίτη, όχι όμως σε σχήματα με συγκεχυμένο κεντροαριστερό περιεχόμενο – πρόσφατο παράδειγμα προς αποφυγή η πολιτική Πρόντι. Διότι, τι θα προσφέρουν, σε μια τέτοια συνεργασία, τα αποκαλούμενα «σοσιαλιστικά» κόμματα, που στο όνομα των λαϊκών στρωμάτων που τα εμπιστεύτηκαν, όταν κυβέρνησαν, την τελευταία δεκαπενταετία, υλοποίησαν πολιτικές της ολιγαρχίας; Πώς μπορούν να συμμετέχουν σε ένα Μέτωπο κατά του νεοφιλελευθερισμού, όταν όχι μόνο ανέχτηκαν την κυριαρχία της αγοράς αλλά -με άλλοθι την ανταγωνιστικότητα και την παγκοσμιοποίηση- εφάρμοσαν πολιτικές που ζήλεψαν και δεξιές κυβερνήσεις; Όταν διαμόρφωσαν την κοινωνική αντίληψη ότι αυτές οι αντιλαϊκές πολιτικές είναι αναπόφευκτες και τους έδωσαν άλλοθι για να κάνουν τα χειρότερα; Τι έχει να προσφέρει η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, με τη δεξιόστροφη πορεία και τον ασαφή πολιτικό του λόγο, που χωράει τις πιο μεγάλες παραχωρήσεις στην ολιγαρχία και τις πιο μεγάλες συναινέσεις στα σχέδια των ΗΠΑ για τις τύχες των Λαών; Το λέω αυτό, γιατί γίνονται και τέτοιες συζητήσεις, τάχα για να φύγει η Δεξιά, ενώ το ΠΑΣΟΚ επέλεξε να αποτελεί πλευρά του νομίσματος του δικομματισμού, με πολύ δυσδιάκριτες διαφορές στην πράξη!

 

Χωρίς καθυστέρηση, λοιπόν, είναι αναγκαία η διαμόρφωση ενός γνήσιου, ξεκάθαρου στις αρχές του αριστερού, σοσιαλιστικού, μαζικού πολιτικού φορέα ή συνασπισμού. Μια δύναμη αλλαγής, αξιών και αντιλήψεων, που θα παλέψει ενάντια στα σχέδια της μονοκρατορίας των ΗΠΑ και του παγκόσμιου κεφαλαίου, που θα υπερασπίζεται την ανεξαρτησία των λαών κόντρα στα ιμπεριαλιστικά τους σχέδια και θα αγωνίζεται για την ειρήνη, την ισότητα, τη δημοκρατία, την κοινωνική δικαιοσύνη, που θα ακυρώσει αντιλαϊκές και αντεργατικές νομοθεσίες των πολιτικών του δικομματισμού και θα ξανακτίσει το κοινωνικό κράτος, που θα δουλεύει με συνέπεια για τη σοσιαλιστική προοπτική της κοινωνίας.

 

 

 

Γιώργος Σαπουνάς, πολιτική οργάνωση Κόκκινο

 

Το κίνημα ανέδειξε την Αριστερά που έχουμε ανάγκη

 

1. Το αίτημα για ισχυρή Αριστερά που θα προσφέρει οργάνωση και γενίκευση των αντιστάσεων, πολιτικό σχέδιο και εκπροσώπηση, καθώς και όραμα για μια άλλη κοινωνία, αναφύεται σαν ιστορική αναγκαιότητα για την εργατική τάξη, τη νεολαία και τα λαϊκά στρώματα στην εποχή της νεοφιλελεύθερης, καπιταλιστικής, παγκοσμιοποίησης.

 

Στη χώρα μας, τα τελευταία 3 χρόνια διακυβέρνησης από τη ΝΔ επιχειρούνται σημαντικές διαρθρωτικές αλλαγές υπέρ της αγοράς και του κέρδους σε βάρος των πιο θεμελιακών κατακτήσεων του εργατικού κινήματος.

 

Το ΠΑΣΟΚ όχι μόνο δεν αποτελεί απάντηση, μιας κι εδώ και πολλά χρόνια έχει υποταχθεί στη νεοφιλελεύθερη στρατηγική, μα πολύ περισσότερο αποτελεί πυλώνα της νεοφιλελεύθερης δικομματικής συναίνεσης, που είναι αναγκαία για την υλοποίηση μιας τέτοιας πολιτικής.

 

Οι τελευταίες εξελίξεις, με την ακύρωση σ’ αυτή την φάση της διαδικασίας αναθεώρησης του συντάγματος και κυρίως του άρθρου 16, αλλά και την συνεχιζόμενη σθεναρή στάση του πανεκπαιδευτικού μετώπου ενάντια στο νόμο πλαίσιο, αποτελούν μια πολύ σημαντική νίκη του κινήματος, όχι μόνο της εκπαιδευτικής κοινότητας μα πολύ ευρύτερων τμημάτων της κοινωνίας που στρατεύτηκαν στο κίνημα της κοινωνικής συμπαράστασης. Το κίνημα νίκησε γιατί κατάφερε να μπλοκάρει την νεοφιλελεύθερη συναίνεση του δικομματισμού.

 

Ήταν μια στιγμή όπου η αναντιστοιχία μεταξύ πολιτικής και κοινωνικής αριστεράς έγειρε υπέρ της δεύτερης. Ασφαλώς τα κόμματα και οι οργανώσεις της Αριστεράς συνέβαλαν καθοριστικά στην συγκρότηση και το άπλωμα της αντίστασης πλην όμως, οι συσπειρώσεις του κινήματος ξεπερνούν κατά πολύ τις πολιτικές συγκροτήσεις.

 

Αυτό το μπλοκάρισμα του νεοφιλελευθερισμού χρειάζεται μονιμότερα χαρακτηριστικά. Χρειάζεται την συγκρότηση των δυνάμεων του κινήματος σε πολιτικό ρεύμα.

 

Είναι απαίτηση του ίδιου του κινήματος. Είναι, μάλιστα και επιτυχία του ότι άλλαξε σε κάποιο βαθμό και την στάση και τις συνήθειες πολλών τμημάτων της πολιτικής αριστεράς και την οδήγησε σε συσπείρωση και κοινή δράση, στις κορυφαίες στιγμές ανόδου.

 

Το κίνημα, οι αντινεοφιλελεύθερες κοινωνικές αντιστάσεις υποδεικνύουν την Αριστερά που έχουμε ανάγκη, την μέθοδο και το πλαίσιο.

 

Έτσι μπορεί και πρέπει να γίνει αντιληπτή η έννοια της ενότητας, όχι μόνο στην δράση αλλά και στην πολιτική συνεργασία και συσπείρωση.

 

Αντίθετα, αν κανείς ξεκινά από «εσωτερικές» αφετηρίες της κάθε οργάνωσης και ρεύματος της Αριστεράς φτάνει σε συμπεράσματα και επιλογές που είναι τελικά ανεπαρκείς για να απαντήσουν στις ανάγκες της εποχής μας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, πλην όχι μοναδικό, το ΚΚΕ.

 

Όχι μόνο κοινή δράση λοιπόν! Αυτή είναι προϋπόθεση. Χρειάζεται, επίσης, συγκρότηση αντινεοφιλελεύθερου πολιτικού μετώπου.

 

Μια τέτοια Αριστερά δεν μπορεί να είναι ο μέσος όρος των τμημάτων της. Ούτε, ασφαλώς, η πολιτική ηγεμονία της μεγαλύτερης συνιστώσας στις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις και εκπροσώπους των διαφορετικών ιδεολογικών ρευμάτων. Χρειάζεται να οικοδομηθεί μια διαφορετική κουλτούρα συνύπαρξης.

 

Ας την αντιληφθούμε σαν μια Αριστερά που θα χωράει πολλές Αριστερές! Σαν ένα εργαλείο άμεσης ανάγκης που θα συμβάλει σε πρώτο χρόνο σε νίκες του κινήματος ενάντια στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές και θα δώσει την αναγκαία πολιτική αισιοδοξία στην τάξη μας!

 

Πάνω σ’ ένα τέτοιο έδαφος μπορεί να αναπτυχθεί με εποικοδομητικό τρόπο η συζήτηση και ο διάλογος για τα στρατηγικά διακυβεύματα και την βελτίωση του συσχετισμού και στο ιδεολογικό επίπεδο. Η αντίθετη διαδρομή οδηγεί σε αδιέξοδα.

 

2.Η συμφωνία με την πρόταση της ΚΟΕ γίνεται ήδη προφανής από την προηγούμενη απάντηση. Αυτή η διαδικασία, σήμερα, είναι σε εξέλιξη στα πλαίσια των συζητήσεων για την ανασυγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ. Η προσπάθεια αυτή είναι σημαντική και έχει τύχη, αρκεί να αντιμετωπιστούν κάποια βασικά προβλήματα.

 

Σ’ αυτή την κατεύθυνση κινείται το πολιτικό μνημόνιο που συνυπέγραψαν και πρότειναν δημόσια το Κόκκινο, η ΚΟΕ και ο Γιάννης Μηλιός. Απαντάει με σαφή τρόπο στους υπαινιγμούς ή και τις σαφείς αναφορές σε κεντροαριστερά, κυβερνητικά σενάρια της μειοψηφίας του ΣΥΝ. Αποτελεί μέσο προστασίας από τους ηγεμονισμούς της μεγάλης συνιστώσας (του Συνασπισμού εν προκειμένω) αλλά και από τις «κακοτοπιές» του μέλλοντος. Υποδεικνύει την ανάγκη συγκρότησης ριζοσπαστικού – αντικαπιταλιστικού πόλου μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ και νοηματοδοτεί έτσι την έννοια της «πλουραλιστικής εκπροσώπησης». Εκτίθεται με τόλμη και δεσμεύεται δημόσια απέναντι σ’ έναν ολόκληρο κόσμο της «βάσης».

 

Η προσπάθεια αυτή ενισχύεται από την πρωτοβουλία αλληλεγγύης στον Ιταλό γερουσιαστή Τουριλιάτο που, μαζί με τον Ρόσσι, καταψήφισαν τις πολεμικές δαπάνες και εξέθεσαν την κεντροαριστερή κυβέρνηση Πρόντι και τον ενδοτικό στον κυβερνητικό «ρεαλισμό» Μπερτινότι.

 

Τέλος, στην ίδια λογική εντάσσεται και η προσπάθεια συγκρότησης – επανίδρυσης της φοιτητικής Αριστεράς σε κατεύθυνση ριζοσπαστική, ενωτική, πολυτασική. Δεν είναι απλά μια διακήρυξη, μια επιθυμία. Ήδη έκανε το πρώτο της βήμα στο εντυπωσιακά μαζικό διήμερο 10 – 11 Μάρτη στο Πολυτεχνείο, συγκροτώντας την «Αριστερή Ενότητα». Με την συμμετοχή δεκάδων φοιτητικών σχημάτων και των νεολαιών της ΚΟΕ, της Νεολαίας ΣΥΝ, του Κόκκινου, της ΔΕΑ. 

 

3. Η δυνατότητα για ένα εκλογικό ποσοστό – έκπληξη μιας τέτοιας αριστερής συσπείρωσης είναι ανοιχτό.

 

Οι επιδόσεις μιας σειράς σχημάτων ενότητας και συνεργασίας της ριζοσπαστικής αριστεράς στις πρόσφατες δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές, με πιο γνωστή την περίπτωση της Ανοιχτής Πόλης, είναι ενδεικτικές.

 

Ιδιαίτερα σημαντικό είναι να γίνει δημόσια και πλατιά κατανοητό ότι το ψηφοδέλτιο όχι απλά περιέχει με διακριτό τρόπο όλες τις συνιστώσες, αλλά επιτυγχάνει και την προβολή και την – κατά το μέτρο του δυνατού – εξασφάλιση μιας πραγματικής πλουραλιστικής και πολύχρωμης εκπροσώπησης στην νέα κοινοβουλευτική ομάδα. Κάτι τέτοιο θα μπορέσει να στρατεύσει όλα τα «τμήματα» της συσπείρωσης με την έννοια πολιτικών οργανωμένων πρωτοποριών των οποίων η κίνηση και η αποφασιστικότητα θα «ξεκλειδώσει» τις ψήφους πολύ ευρύτερων ακροατηρίων. Αναφέρομαι, κυρίως, στην εξωκοινοβουλευτική, επαναστατική αριστερά που σε ένα συγκεκριμένο ακροατήριο, διευρυμένο πρόσφατα, ιδιαίτερα, στον χώρο της νεολαίας αποτελεί αυτή το «διαβατήριο» για ένα ψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ.

 

Απ’ την άλλη πλευρά, αυτό το ίδιο ψηφοδέλτιο πρέπει με κάποιο τρόπο να χαρακτηρίζεται από την συμμετοχή σ’ αυτό, συμβολικών και όχι μόνο, εκπροσωπήσεων από το μεγαλειώδες κίνημα της Παιδείας. Αυτή η ριζοσπαστική και μαχητική νεολαία αποτελεί το κυρίως σώμα του ακροατηρίου μας.

 

Μ’ αυτές τις προϋποθέσεις μπορούμε να είμαστε πολύ φιλόδοξοι.

 

 

 

Αλέξανδρος Τσατσαρούνος

 

Ήρθε η ώρα να απαρνηθείτε το αριστερό αλάθητο

 

Χρόνια τώρα, όλοι στην αριστερά μιλάμε για την περιβόητη και πολύπαθη ενότητα. Οι περισσότεροι δεν μιλάμε βέβαια για πραγματική ενότητα, αλλά για αποδοχή των θέσεών μας. Για την ηγεσία της αριστεράς, ο «εσωτερικός ιδεολογικός αντίπαλος» είναι δυστυχώς πιο επικίνδυνος από τον πραγματικό αντίπαλο. Για την ηγεσία της αριστεράς, ο κίνδυνος της «ιδεολογικής μόλυνσης», εκ των πραγμάτων αποδεικνύεται ότι προηγείται ιεραρχικά από τον κίνδυνο αφανισμού των κοινωνικών κατακτήσεων. Η ηγεσία της αριστεράς δεν έχει κατανοήσει ότι η αριστερά είναι μία κι ότι μόνο η οπτική γωνία που βλέπει η κάθε κίνηση είναι διαφορετική.

 

Η αριστερά μας, η αριστερά του καθημερινού αγώνα, της ρήξης, της πάλης για κοινωνική δικαιοσύνη, ειρήνη, παιδεία, καθαρό πλανήτη, δεν είναι εφεύρεση και πατέντα κανενός. Η αριστερά υπάρχει από τότε που υπάρχει κι ο άνθρωπος, από τότε που υπάρχει κοινωνική αδικία, πόλεμος, αλλά και όραμα για καλύτερο αύριο. Η αριστερά στη βάση της ήταν πάντα ενωμένη, ήταν πάντα μία. Παλεύουμε όλοι για τον ίδιο σκοπό, το ίδιο όραμα, έχουμε τις ίδιες αγωνίες. Ανάγκη για ενότητα υπάρχει μόνο στην κορυφή, στην εκπροσώπηση. Στην ηγεσία των κομμάτων, των κινήσεων, των σχημάτων που φτιάχτηκαν από και με ανθρώπους που τους δώσαμε την ελπίδα και το όραμά μας για να διαχειριστούν την εκπροσώπηση μας.

 

Η ενότητα της αριστεράς δεν είναι άλυτο μαθηματικό πρόβλημα, δεν είναι η «εικασία του Γκόλντμπαχ». Κανείς αριστερός πολίτης δεν θέλει την «δια της ιδεολογικής απαλοιφής» ενότητα, ζητάει κοινή έκφραση. Η ανανεωτική, η ριζοσπαστική, η κομμουνιστική, η επαναστατική, η οικολογική, όλες οι αριστερές κινήσεις, έχουν ουσιαστικά κοινούς στόχους, κάτω όμως από διαφορετική οπτική γωνία και μέσα από μια διαφορετική διαδικασία που προκύπτει από τις μικρές ή μεγάλες ιδεολογικές διαφορές.

 

Ο δογματισμός και οι διαμάχες περί το «filioque» δεν έχουν θέση στην αριστερά μας. Η άποψη, η σύνθεση μέσα από τη διαφωνία, ο διάλογος είναι αρχές της. Οι αφορισμοί, οι καταδίκες της διαφορετικής γνώμης, η αυταρέσκεια είναι γνωρίσματα της αντίδρασης κι ο κατακερματισμός της εκπροσώπησης της αριστεράς ωφελεί μόνο το παιχνίδι της. Η φωνή μας αποδυναμώνεται κι ένα μεγάλο μέρος της κοινωνικής αριστεράς έχει πέσει στην παγίδα του «με ολίγη αριστερά», τη μαύρη τρύπα της υβριδικής κεντροαριστεράς, ενώ ένα άλλο, στην παγίδα της απομόνωσης εν ονόματι της ιδεολογικής καθαρότητας ή της πλήρους αποχής.

 

Ήρθε η ώρα, φίλοι και σύντροφοι, εκπρόσωποι της ελπίδας μας, ν’ αλλάξετε δρόμο, να κάνετε στροφή αριστερά κοιτώντας μας στα μάτια. Ήρθε η ώρα ν’ αφήσετε τα κομματικά ευαγγέλια και τις ιδεολογικές διυλίσεις και ώριμα, ψύχραιμα, αποβάλλοντας τις όποιες ηγεμονικές τάσεις, ν’ απαρνηθείτε το αριστερό αλάθητο. Ο αυταρχισμός κι η αλαζονεία, δεν μας αξίζει. Η «κεντροαριστερά» και το κυνήγι της καρέκλας δεν σας ταιριάζει. Η απομόνωση κι η αποχή ωφελούν μόνο την αντίδραση. Αν κατανοήσει ποτέ η ηγεσία των κινήσεων, των κομμάτων, των κινημάτων ότι η αριστερά δεν είναι ιδεολογία αλλά κοινωνική τάξη ουσιαστικά, τότε και μόνο τότε η ενότητα θα είναι εφικτή.

 

Ενιαία έκφραση μιας κοινωνικής τάξης, δεν σημαίνει και ιδεολογική σύγκλιση ή ενιαία ιδεολογική τοποθέτηση, αυτό είναι οργουελικός εφιάλτης. Ενιαία έκφραση της αριστεράς, σημαίνει καθορισμό κοινωνικών στόχων, ενιαία διατύπωση των αιτημάτων, περιφρούρηση των κατακτήσεων. Η κοινή εκπροσώπηση της αριστεράς κι όχι μια αδιάφορη συνεργασία – εκλογικό σωσίβιο, δεν ακυρώνει τις δυνάμεις που τη συγκροτούν, ούτε τις διαφορετικές επιμέρους απόψεις και ιδεολογικές θέσεις. Αντίθετα, τις προβάλλει και διευκολύνει το διάλογο, το πλαίσιο δηλαδή μέσα στο οποίο η αριστερά, ως στοιχείο προόδου και εξέλιξης, θα έπρεπε να κινείται.

 

Σε μια ιδανική ενιαία αριστερά, οι ιδεολογικές θέσεις κι οι διαφορές θα είναι διακριτές, τα κόμματα, οι κινήσεις, οι πρωτοβουλίες θα λειτουργούν αυτόνομα, όλοι όμως θα συμμετέχουν σ’ έναν ενιαίο πόλο και θα βρίσκονται ενωμένοι στους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες. Σε μια ιδανική ενιαία αριστερά δεν θα υπάρχουν μέλη, δεν θα υπάρχει καθοδήγηση, δεν θα υπάρχει πειθαρχικό, γιατί όλα αυτά δεν έχουν θέση σε μια κοινωνική τάξη. Ας κρατήσουν τα κόμματα της αριστεράς την οργάνωση τους, το ιδεολογικό status quo τους και τα κεκτημένα τους, ας δώσουν όμως σ’ εμάς την ευκαιρία ν’ αγωνιστούμε όλοι μαζί για μια καλύτερη κοινωνία.

 

Φίλοι και σύντροφοι, η ιστορική και κοινωνική ευθύνη σας ανήκει. Τα μέτωπα είναι πολλά. Οι κοινωνικές κατακτήσεις που χρειάστηκαν σκληρούς και πολύχρονους αγώνες κινδυνεύουν και η αριστερά περί άλλων τυρβάζει. Η ανασφάλιστη απασχόληση των νέων είναι κοντά. Η τελική φάση της καταστροφής του περιβάλλοντος έχει ξεκινήσει. Οι εργαζόμενοι, οι αγρότες, οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες έχουν γίνει σύγχρονοι δουλοπάροικοι των τραπεζών και των μεγαλοεπιχειρηματιών. Ο ακραίος εθνικισμός ελλοχεύει σ’ όλους τους πολιτικούς και κοινωνικούς χώρους.

 

Σαφώς η αριστερά ήταν παρούσα στο αντιπολεμικό κίνημα και στον αγώνα ενάντια στην εμπορευματοποίηση της παιδείας. Δεν φτάνει όμως αυτό. Εμείς θέλουμε η ηγεσία της αριστεράς να ξεκινά τους αγώνες κι όχι να συμπορεύεται ενστικτωδώς ή προσδοκώντας πρόσκαιρα κομματικά οφέλη.

 

Θα θέλαμε η ηγεσία της αριστεράς να οργάνωνε μποϋκοτάζ κατά των τραπεζών, με ταυτόχρονες αναλήψεις απ’ όλους τους μικροκαταθέτες, απαιτώντας πραγματική μείωση της ψαλίδας των επιτοκίων και κατάργηση των παράνομων χρεώσεων. Θα θέλαμε να οργάνωνε μποϋκοτάζ κατά του τραστ των σούπερ-μάρκετ και των μεγαλεμπόρων απαιτώντας λογικές τιμές κι όχι εξοντωτικές εναρμονισμένες αυξήσεις. Θα θέλαμε ουσιαστικές, δυναμικές ενέργειες για την προστασία των ελεύθερων χώρων που αφανίζονται στο βωμό του κέρδους και των εκτρωμάτων που προετοιμάζονται (Πάρκο Γουδή, Ελληνικό, υποθαλάσσια αρτηρία Θεσσαλονίκης κλπ.). Θα θέλαμε ουσιαστικές, δυναμικές ενέργειες κατά της δικτατορίας των ΜΜΕ που επιβάλλουν ψεύτικα, εικονικά, πρότυπα ετοιμάζοντας μια βολική, άβουλη κοινωνία. Θα θέλαμε ουσιαστικές, δυναμικές ενέργειες κατά των συνεχώς πολλαπλασιαζόμενων φαινομένων ακραίου, τυφλού εθνικισμού και ψευτοπατριωτισμού, που οδηγούν την κοινωνία σε ξενοφοβικές και ρατσιστικές αντιδράσεις.

 

Φίλοι και σύντροφοι, η ενότητα της αριστεράς, σίγουρα, δεν είναι αυτοσκοπός, είναι για μας όμως το μοναδικό μέσο για την περιφρούρηση των κοινωνικών κατακτήσεων και τη διεκδίκηση νέων.

 

 

 

Ευτύχης Μπιτσάκης, Καθηγητής πανεπιστημίου

 

Ο «λαός της Αριστεράς» απαιτεί την κοινή δράση

 

1. Η ενωτική δράση της Αριστεράς είναι αναγκαία. Είναι όμως και εφικτή; Με ποιο περιεχόμενο και με ποιους όρους; Η σημερινή ελληνική Αριστερά αποτελείται από τρεις συνιστώσες: Τον ΣΥΝ, το ΚΚΕ και την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά. Ανάμεσα στις τρεις υπάρχουν διαφορές, όχι μόνο φυσιογνωμίας και τακτικής, αλλά και διαφορές στρατηγικού χαρακτήρα. Η πολυδιάσπαση αυτή είναι μία συγκεκριμένη περίπτωση της κρίσης του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος, με τις δικές της ιδιομορφίες. Στην περίπτωσή μας, η κρίση υπέβοσκε ήδη από τη δεκαετία του ’60, για να μην ανατρέξουμε στην ήττα του 1949 και στο γεγονός ότι η ήττα του ΕΑΜικού κινήματος και η κατάσταση του εμφύλιου δεν ερμηνεύτηκαν, αλλά επικαλύφθηκαν. Η κρίση ξέσπασε με τη δικτατορία, χωρίς καμία από τις δύο παρατάξεις του ΚΚΕ να έχει την ικανότητα μιας αριστερής υπέρβασης, δηλαδή της υπέρβασης του πλέγματος σεχταρισμού – οπορτουνισμού που κυριάρχησε κατά την μεταπολεμική περίοδο. Η πρώτη και οι μετέπειτα διασπάσεις έχουν αφήσει «τραύματα» στον κόσμο της Αριστεράς, τα οποία, μαζί με την έλλειψη στρατηγικής, αποτελούν εμπόδιο για την κοινή δράση και για μια διαδικασία ουσιαστικότερων συγκλίσεων.

 

Εντούτοις, οι προηγούμενες διαφορές δεν θα έπρεπε να συνεχίσουν να αποτελούν εμπόδιο για την κοινή δράση μπροστά στα μεγάλα προβλήματα της εποχής μας: Τοπικά: φτώχεια μέσα στον αυξανόμενο κοινωνικό πλούτο, ανεργία, κράτος καταστολής. Ερήμωση της υπαίθρου και καταστροφή του Λεκανοπεδίου. Απαξίωση, υπονόμευση και χειραγώγηση του συνδικαλιστικού κινήματος, πολιτική μετατροπής της παιδείας σε κατάρτιση. Ολοκληρωτική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο κλπ. Διεθνώς: Πόλεμος της Νέας Τάξης. Κατάργηση του Διεθνούς Δικαίου. Παραβίαση των ατομικών δικαιωμάτων στο όνομα της «ασφάλειας» κλπ.

 

Ο «λαός της Αριστεράς» απαιτεί την κοινή δράση. Και όμως, παρά τα θετικά βήματα που έχουν γίνει τελευταία, οι ηγεσίες τόσο των δύο κύριων συνιστωσών της Αριστεράς, όσο και των ομάδων της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, παραμένουν, λιγότερο ή περισσότερο δέσμιοι του παρελθόντος. Η ιστορία «προχώρησε» καταστροφικά – εμείς δε θέλουμε να καταλάβουμε. Απλά χωρίς ξεκαθάρισμα των λογαριασμών της με το παρελθόν, η Αριστερά δεν έχει μέλλον.

 

2. Η συγκρότηση ενός «πολιτικού και κοινωνικού μετώπου ανατροπής του νεοφιλελευθερισμού», όπως προτείνει η ΚΟΕ, είναι αναγκαία. Αλλά και η πρόταση της ΚΟΕ, όπως και μια αντίστοιχη και διαφορετική ενωτική πρόταση του ΝΑΡ, είναι περισσότερο ευχολόγια παρά συγκεκριμένες προτάσεις που θα θεμελιώνονταν σε μια συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης, όπως θα έλεγε ο Λένιν.

 

Συγκεκριμένα. Πέρασαν σχεδόν είκοσι χρόνια από το ξέσπασμα της κρίσης και την κατάρρευση του σοσιαλιστικού στρατοπέδου. Αυτή, η μεγαλύτερη ιστορική καταστροφή που γνώρισε η ανθρωπότητα, σημαδεύει το πέρασμα σε μια νέα ιστορική περίοδο: Στην ολοκληρωτική (επί του παρόντος) κυριαρχία του καπιταλισμού. Στους νέους ιμπεριαλιστικούς πολέμους. Στην κρίση του εργατικού και του κομμουνιστικού κινήματος. Οριακά: Στην τάση εξάντλησης των φυσικών αποθεμάτων του πλανήτη, τάση που θα γεννήσει νέους πολέμους με ενδεχόμενη κατάληξη το πυρηνικό ολοκαύτωμα.

 

Αυτό που σήμερα διακυβεύεται, είναι η ίδια η επιβίωση του ανθρώπινου είδους. Και αυτό, σε μια εποχή που αντικειμενικά διαθέτει τα μέσα για την εξάλειψη της πείνας και της αμάθειας. Τι κάνουν, λοιπόν, οι ηγεσίες των κομμάτων και των οργανώσεων της Αριστεράς μπροστά στους σημερινούς πλανητικούς κινδύνους, αλλά και στις πρωτοφανείς δυνατότητες; Φαίνεται ότι δεν μπορούν ή δεν θέλουν να συλλάβουν τη νέα ιστορική πραγματικότητα. Έτσι, οι μεν δεν ασχολούνται μ’ αυτά τα προβλήματα, οι δε βρήκαν την απάντηση: το σοσιαλιστικό στρατόπεδο δεν κατέρρευσε: προδόθηκε! Ως προς την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά: είναι ο μόνος χώρος που με άρθρα, βιβλία, συνέδρια κλπ έχει επιχειρήσει να προσεγγίσει τα μεγάλα προβλήματα της εποχής μας. Αλλά και οι οργανώσεις αυτές, παρά τα βήματα κοινής δράσης και παρά τις όποιες θεωρητικές επεξεργασίες, παραμένουν δέσμιες του παρελθόντος τους και της δικής τους αλήθειας. Εξ’ ου οι γενικόλογες, αθεμελίωτες προτάσεις για συνεργασία, ενότητα κλπ.

 

Πρέπει, λοιπόν, να λύσουμε το πρόβλημα της κατάρρευσης, του επιστημονικού κεκτημένου του μαρξισμού, της δικτατορίας του προλεταριάτου, της εξόδου ή μη από την ΕΕ, για να κατέβουμε όλοι μαζί την πρωτομαγιά, εναντίον του πολέμου, για την υπεράσπιση των ατομικών δικαιωμάτων; Προφανώς όχι! Τα προβλήματα είναι εδώ, μπροστά μας, με όλη την τραγικότητά τους. Η κοινή δράση είναι, λοιπόν, αναγκαία και η ευθύνη των ηγεσιών των κομμάτων και των οργανώσεων της Αριστεράς είναι ιστορική. Σήμερα δίδεται μια νέα ευκαιρία στην Αριστερά. Θα τη χάσει κι αυτή; Από μυωπία και εσωστρέφεια; Ας ελπίσουμε το αντίθετο.

 

Αλλά, η αναγκαία κοινή δράση, για να έχει μέλλον και προοπτική, απαιτεί μια σαφή θεωρητική και πολιτική θεμελίωση: Μαζί, λοιπόν, με την κοινή δράση και τα ενωτικά σχήματα, θα πρέπει να ανοίξει ένας διάλογος με χρονικό βάθος, για τα προβλήματα και τις προοπτικές της εποχής μας. Μέσα από τις διαδικασίες θεωρητικής αποσαφήνισης και κοινής δράσης, θα ξεπεραστούν διαφορές, εχθρότητες και παρερμηνείες. Ενότητα μέσα στη διαφορά και την αντίθεση, για να θυμηθούμε άλλη μια φορά τον Λένιν (ή, για να είμαστε δίκαιοι, τον Χέγκελ!).

 

3. Μία εκλογική συνεργασία θα μπορούσε να θεμελιωθεί στη βάση τριών προβλημάτων: πόλεμος, φτώχεια μέσα στον αυξανόμενο κοινωνικό πλούτο, κράτος καταστολής. Είναι ανάγκη να συμφωνήσουμε για την ΕΕ, για την κατάρρευση, για τη δικτατορία του προλεταριάτου, για την κομμουνιστική κοινωνία, προκειμένου να αντιμετωπίσουμε τη σημερινή καταστροφική πραγματικότητα; Μια κοινή εκλογική κάθοδος στη βάση ενός ελάχιστου κοινού προγράμματος, με σεβασμό των διαφορών, με τίμια συνεργασία, θα έδινε άλλον αέρα και θα γεννούσε νέες ελπίδες στον κόσμο της Αριστεράς. Να το ευχηθούμε; Να το ελπίσουμε;

 

 

 

Ιωάννης Λάμπρου, Μέλος Δ.Σ. Συλλόγου Ταχυδρόμων Ν. Αχαΐας

 

Εσωστρέφεια και αδυναμία κατανόησης του κόσμου

 

Είναι γεγονός ότι οποιαδήποτε προσπάθεια ψηλάφησης του πολιτικού χάρτη της Αριστεράς θα βρεθεί αντιμέτωπη με έναν τεράστιο εσμό από κενές ταμπέλες. Ακόμα πιο χαρακτηριστικό είναι, δε, το γεγονός ότι όσο πιο πολύ αυξάνεται το πλήθος αυτών των κενών επιγραφών τόσο περισσότερο μειώνεται το ακροατήριό τους. Η Αριστερά έχασε κατά κράτος, πρέπει να το παραδεχτούμε, όχι έναν πόλεμο αξιών αλλά την ίδια της τη δυνατότητα της δημιουργίας ενός καινούριου και διαφορετικού τρόπου σκέψης και δράσης. Από κινητήριος μοχλός της Ιστορίας και πολιτικός φορέας της απελευθέρωσης του ανθρώπου από τα δεσμά της εκμετάλλευσης περιορίζεται, σήμερα, σε μια εκ του ασφαλούς κριτική της ιστορικής πορείας, η οποία συνήθως τελειώνει λίγο πριν φτάσει στην αυτοκριτική της.

 

Η κατάσταση της Αριστεράς στην Ελλάδα δεν διαφέρει και πολύ απ΄ αυτή του υπόλοιπου «ανεπτυγμένου» κόσμου και χαρακτηρίζεται από εσωστρέφεια, περιορισμό της δημιουργικής σκέψης, έλλειψη πρωτοτυπίας και αδυναμία κατανόησης ενός κόσμου, ο οποίος έχει πάψει από καιρό να επηρεάζεται από τα προτάγματά της. Ωστόσο, οι αξίες της Αριστεράς παραμένουν και σήμερα διακριτές και ισχυρές στη δράση των κινημάτων και των αγώνων, οι οποίοι – είτε μαζί είτε χωρίς την Αριστερά – καταφέρνουν να θέσουν εμπόδια στη νεοφιλελεύθερη πολιτική.

 

Το ερώτημα που τίθεται σήμερα πιστεύω ότι δεν είναι αν είναι αναγκαία και εφικτή η ενωτική δράση της Αριστεράς, αλλά αν η δράση της Αριστεράς προϋποθέτει και συνεπάγεται την συσπείρωσή της στα μέτωπα των κινημάτων, εκεί που συγκρούεται η νεοφιλελεύθερη πολιτική πρακτική με τις ανάγκες των σύγχρονων προλετάριων.

 

Αναδιατυπώνοντας το ερώτημά σας θα έλεγα ότι πρώτα θα πρέπει να απαντήσουμε σε δύο επιμέρους ερωτήματα.

 

Είναι εφικτή η ενωτική δράση της; Εάν μιλάμε για την κοινή δράση των πολιτικά οργανωμένων τμημάτων της Αριστεράς, ας αφήσουμε τις ίδιες τις συλλογικότητες να οριοθετήσουν τη διαθεσιμότητά τους. Εάν όμως εννοούμε την κοινή δράση των αριστερών στο κοινωνικό πεδίο, τότε η απάντηση είναι σαφώς θετική κι αυτό συνεπάγεται σε πολλές περιπτώσεις τον απεγκλωβισμό τους από τα στενά κομματικά πλαίσια και συμφέροντα.

 

Είναι αναγκαία η εφικτή συσπείρωση της Αριστεράς; Νομίζω ότι δεν μας αρκεί μια προγραμματική συσπείρωση οργανώσεων και συλλογικοτήτων – οι οποίες άλλωστε σε πολλές περιπτώσεις έχουν θέσει εαυτούς εκτός των κοινωνικών εξελίξεων – αλλά πρέπει να αναζητήσουμε τρόπους να οργανώσουμε τις ζωντανές δυνάμεις του κοινωνικού ιστού και να μάθουμε από τις εμπειρίες τους. Ιδεοληψίες και προκαταλήψεις θέτουν συνεχώς προβλήματα αντιμετώπισης της πραγματικότητας και της καθημερινότητας. Για παράδειγμα, ένα από τα πλέον παράδοξα πράγματα στις μέρες μας είναι ότι η παγκοσμιοποίηση προβάλλει το αίτημα της πολιτικής ενοποίησης του κόσμου, της παγκόσμιας αγοράς, και της οργανωμένης σε όλη της την έκταση αυτής της καθολικότητας εξουσίας, ως το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο. Και είναι! Μόνο που η Αριστερά αδυνατεί να θέσει μια συνολική πρόταση οργάνωσης αυτής της καθολικότητας.

 

Ακόμη, όμως, και σε ζητήματα υπεράσπισης στοιχειωδών δικαιωμάτων ή /και ατομικών ελευθεριών η Αριστερά αδυνατεί να ορθώσει έναν ενοποιημένο, δημιουργικό και εκρηκτικό λόγο ο οποίος θα διαχέεται κοινωνικά χωρίς να κατακερματίζει τους εκφραστές του.

 

Ένα δεύτερο παράδοξο των ημερών μας είναι ότι η Αριστερά όσο πιο σκληρή εμφανίζεται στην κριτική της για τη διάχυση της δημοκρατίας στον νεοφιλελευθερισμό, τόσο περισσότερο ελκύεται από κοινοβουλευτικές πρακτικές και εκλογίστικες αντιλήψεις. Είναι γεγονός ότι ο στόχος ακόμη και της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης ενός εκλογικά περιθωριοποιημένου έως τώρα τμήματος της Αριστεράς είναι εφικτός και πιθανός, έστω κι αν αυτό κριθεί στα «εκλογικά υπόλοιπα». Ωστόσο, για όσους δεν μάθαμε να μετράμε την ορθότητα των θέσεών μας και τη δυναμική των επιχειρημάτων μας με βάση τα εκλογικά ποσοστά μας, το μόνο που θα προσφέρει θα είναι ένα ακόμη παράθυρο στα δελτία των ειδήσεων.

 

 

 

Σίμος Ρούσσος, Δημοτικός σύμβουλος της Αντίστασης με τους Πολίτες του Χαλανδρίου

 

Ειλικρινής διάλογος για τα στρατηγικά προβλήματα

 

Δεν πιστεύω ότι μπορεί να πρωτοτυπήσει κανείς περιγράφοντας τη σημερινή κατάσταση της αριστεράς: Στασιμότητα της πραγματικής, υλικής επιρροής και κυρίως της ικανότητας κινητοποίησης λαϊκών μαζών, παρά τα αυθόρμητα κινηματικά ξεσπάσματα, οργανωτικός κατακερματισμός, μάλλον, αναντίστοιχος των πραγματικών πολιτικών και ιδεολογικών διαφορών και φτώχεια της θεωρητικής παραγωγής που τροφοδοτεί, ταυτόχρονα, τον θεωρητικό αγνωστικισμό, τα εύκολα αναμασήματα όλων των σύγχρονων αστικών ιδεολογικών ρευμάτων, αλλά και τη φυγή στην ασφάλεια των κλασικών αναλύσεων. Αυτά δεν σημαίνουν καθόλου ότι κατά καιρούς δεν γίνονται έστω και μετέωρα βήματα ή ότι η σημερινή κατάσταση είναι χειρότερη απ’ ό,τι πριν 15 χρόνια. Ωστόσο, νομίζω ότι η σημερινή εικόνα της αριστεράς, και όχι μόνο στην Ελλάδα, την κάνει τελείως αναποτελεσματική και αφερέγγυα τόσο για την υπεράσπιση των άμεσων διεκδικήσεων των εργαζομένων, όσο, πολύ περισσότερο, στη διεκδίκηση μιας άλλης κομμουνιστικής κοινωνίας. Θα ήταν, πιστεύω, λάθος να θεωρήσουμε ότι το σύνολο των παραπάνω προβλημάτων οφείλεται αποκλειστικά στην πολυδιάσπαση, το σεχταρισμό και τους παράλληλους μονόλογους που φαίνεται να κυριαρχούν στον αριστερό μικρόκοσμό μας, τόσο εντός, όσο και εκτός των οργανώσεων. Αυτά είναι, μάλλον, τα αποτελέσματα της ιστορικής ήττας του κομμουνιστικού ρεύματος του προηγούμενου αιώνα που συνδέεται με πολύ βαθύτερες αιτίες, που μάλιστα ελάχιστα φαίνεται να απασχολούν τις αναζητήσεις μας. Δεν υποστηρίζω τη μαξιμαλιστική άποψη ότι προέχουν οι στρατηγικές αναφορές των πολιτικών συνευρέσεων, το αντίθετο μάλιστα.

 

Απλά θεωρώ ότι ο ειλικρινής διάλογος πάνω στα στρατηγικά ζητήματα είναι μέρος της λύσης του προβλήματος και μάλιστα με την προϋπόθεση της δημιουργίας του ακροατηρίου. Η επίγνωση ότι οι παράλληλοι μονόλογοί μας δεν αφορούν και δεν συγκινούν πλέον την εργατική τάξη και τα καταπιεσμένα στρώματα είναι ίσως η σοβαρότερη προϋπόθεση που οφείλει να θέσει κάποιος στον εαυτό του, προσερχόμενος σε κάποιο από τα προτεινόμενα ενωτικά εγχειρήματα. Την έχουμε;

 

Άλλωστε, ενωτικά εγχειρήματα μικρότερου η μεγαλύτερου εύρους πραγματοποιήθηκαν πολλά, όλα αυτά τα χρόνια, και πάντοτε στο τέλος άφηναν πίσω τους εκείνη την στυφή γεύση της απογοήτευσης σε όσους, με ανιδιοτέλεια, στρατεύτηκαν σε αυτά. Αυτή η αρνητική πείρα είναι που οδήγησε στο παρελθόν πλήθος αγωνιστών είτε στην προσωρινή αποστράτευση, είτε στην ιδιόμορφη απόσυρση στο πεδίο των τοπικών ή κλαδικών παρεμβάσεων, αφήνοντας στους συντρόφους των κεντρικών πολιτικών οργανώσεων την ευθύνη της διαχείρισης μιας κατάστασης που μας υπερβαίνει όλους.

 

Όσον αφορά την πρόταση της ΚΟΕ, θεωρώ ότι είναι συνεπής με την πορεία της οργάνωσής σας τα τελευταία χρόνια, ωστόσο δεν είμαι πεισμένος ότι έχει χαθεί οριστικά το στοίχημα της μετωπικής δράσης και της δημιουργίας ενός διακριτού τρίτου πόλου της ριζοσπαστικής αριστεράς στην ελληνική κοινωνία. Η δημιουργία ενός αξιόπιστου και σχετικά μαζικού τέτοιου πόλου που θα μπορούσε με έναν μάχιμο πολιτικά τρόπο να θέσει το θέμα της δημιουργικής υπέρβασης όλων των τάσεων του παλιού κομμουνιστικού κινήματος, ίσως θα ήταν πιο αποφασιστική συμβολή και στην υπόθεση μιας μελλοντικής ενότητας όλης της αριστεράς.

 

Ανάμεσα στις θνησιγενείς συμμαχίες του ελάχιστου κοινού παρονομαστή με την καθεστωτική αριστερά και στα αυτοαναφορικά εκλογικά κατεβάσματα του 0,1%, υπάρχει πάντα η πιο περίπλοκη αλλά δελεαστική, κατά τη γνώμη μου, στρατηγική της μακρόχρονης επένδυσης στον κόσμο των κινημάτων, της πολιτικής ανεξαρτησίας του χώρου της ριζοσπαστικής και επαναστατικής αριστεράς, αλλά και εκείνες οι τακτικές συμμαχίες που θα προωθούν, με πραγματικούς όρους, το στόχο της κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης.

 

Από αυτή την άποψη, κανένα εκλογικό αποτέλεσμα δεν μπορεί να αποτελέσει έκπληξη, μιας και, κατά τη γνώμη μου, δεν υφίστανται σήμερα οι στοιχειώδεις προϋποθέσεις ώστε αυτό να σημαίνει κάτι παραπάνω από μια καταγραφή της διαμαρτυρίας για τις κυρίαρχες πολιτικές. Άλλωστε, το πεδίο της εκλογικής καταγραφής ίσως δεν είναι το ευνοϊκότερο για την θεμελίωση του ποιοτικού άλματος που μας είναι απαραίτητο.

 

 

 

Γιώργος Λιερός, Δημοτικός σύμβουλος στης Αντίστασης με τους πολίτες του Χαλανδρίου

 

Αναγκαία η ενότητα σε θέματα αιχμής

 

1. Η Αριστερά στις μέρες μας είναι κατακερματισμένη, πολυδιασπασμένη και μόνο τα θραύσματά της αιωρούνται στο πολιτικό διάστημα. Δεν υπάρχει μια αμφίδρομη δυναμική σχέση μ’ ένα κίνημα των από κάτω που προσπαθεί ν’ ανατρέψει την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων. Η εργατική τάξη δεν υφίσταται παρά μόνον ως «καθεαυτή», ως κατηγορία της οικονομίας, ως άθροισμα επαγγελματικών ομάδων, ιδιωτικών συμφερόντων κλπ. Έτσι, δεν διαθέτει προνομιακές σχέσεις με την Αριστερά, αιτήματα ή συμφέροντα μερίδων της διαμεσολαβούνται από τα μεγάλα αστικά κόμματα, ενώ τελευταία όλο και περισσότερο και από την άκρα δεξιά. Η Αριστερά μπρος στα μεγάλα διακυβεύματα και συγκρούσεις της εποχής μας – όταν τα παίρνει είδηση – αδυνατεί ν’ αρθρώσει τις δικές της απαντήσεις και αρκείται να στοιχίζεται πίσω από εκείνη τη μερίδα των αντιπάλων που, προς στιγμήν, της φαίνεται η λιγότερο επίφοβη (Δες τη στάση της Αριστεράς από τον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία, μέχρι την πρόσφατη διαμάχη για το σχολικό εγχειρίδιο της 6ης δημοτικού).

 

Μερίδες της Αριστεράς μοιράζονται τις ψευδαισθήσεις των αντιδραστικών πολέμιων της παγκοσμιοποίησης, φαντάζονται εφικτή μια αναδίπλωση στο κράτος-έθνος, αρνούνται την πραγματικότητα και περιχαρακώνονται στο μύθο τους, ακόμα και αν αυτός διαψεύδεται οικτρά από τις εξελίξεις των τελευταίων δεκαετιών. Αριστερής προέλευσης είναι ένα μεγάλο μέρος των διανοούμενων, που υποστηρίζει ενεργά το εγχείρημα της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης στις διάφορες πτυχές του. Επίσης, πολλά από τα μεσοστρώματα που ευημερούν μέσα στην παγκοσμιοποίηση εκδηλώνουν την κοινωνική τους ευαισθησία, δηλώνουν τις αριστερές τους πολιτικές προτιμήσεις.

 

Οι διαχωριστικές γραμμές μέσα στην Αριστερά υπάρχουν, αν και δεν έχουν, βέβαια, να κάνουν με το αίτημα της «αντικαπιταλιστικής αποδέσμευσης από την ΕΕ», ούτε είναι, εν τέλει, πρωτίστως διαφορές «στυλ», όπως συχνά κατανοούνται στην πράξη από αρκετούς αριστερούς-ές.

 

Νομίζω ότι πρέπει να κρατήσουμε τη διάκριση της επαναστατικής / μεταρρυθμιστικής Αριστεράς, ακόμα και αν η επαναστατική αριστερά στις μέρες μας δεν είναι μια ζώσα πραγματικότητα, αλλά ένα στοίχημα και, παρ’ όλες τις δυσκολίες, να προσπαθήσουμε να διακρίνουμε τις φωτεινές χαραμάδες που διαγράφονται:

 

Το κίνημα εναντίον της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης μας έδωσε μια πρώτη εικόνα για τις κοινωνικές αναμετρήσεις του 21ου αιώνα. Στον Λίβανο, το Ιράκ και το Αφγανιστάν αποδεικνύεται ότι ο αντίπαλος δεν είναι ανίκητος.

 

Το πρόσφατο φοιτητικό κίνημα ανέτρεψε το πολιτικό σκηνικό δίνοντας ένα μοναδικό παράδειγμα εισβολής, αλά Γαλλικά, των από κάτω στη «δημόσια» ζωή που στήνεται με τους όρους της τηλεοπτικής δημοκρατίας.

 

Την εκδοτική έκρηξη, την ύπαρξη ενός μορφωμένου κοινού που διψά να μάθει για τον κόσμο που ζει, να κατανοήσει την εποχή του και είναι ενήμερο και για τις τελευταίες εξελίξεις που αφορούν την κοινωνική θεωρία και τον πολιτισμό στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

 

Στις σημερινές συνθήκες, η πολιτική ενότητα της Αριστεράς είναι αναγκαία στο επίπεδο αιχμιακών κεντρικών πρωτοβουλιών. Θα μπορούσαν να είχαν παρθεί πρωτοβουλίες για το Ευρωσύνταγμα, εναντίον της Ολυμπιάδας του 2004. Δυστυχώς, ούτε καν εδώ η ενότητα αποδείχτηκε εφικτή. Είναι πολύ δυσκολότερη η δέσμευση του συνόλου της Αριστεράς σ’ ένα γόνιμο δημόσιο διάλογο και μια σταθερή κοινή πρακτική που θα την αναδείκνυε ως διακριτή οντότητα της πολιτικής ζωής. Άλλωστε, τη δυσκολία τέτοιων εγχειρημάτων δείχνουν και τα αδιέξοδα της κοινωνικά και πολιτικά πολύ πιο προχωρημένης Γαλλικής Αριστεράς μπρος στις προεδρικές εκλογές και μάλιστα μετά το μεγαλειώδες ΟΧΙ στο Ευρωσύνταγμα.

 

2. Μιλούμε για την αντεπίθεση, αλλά δυστυχώς είμαστε αναγκασμένοι να δίνουμε μάχες οπισθοφυλακών. Χρειάζεται να υπερασπίσουμε τα λαϊκά συμφέροντα και να βρούμε τρόπους να επικοινωνήσουμε με τα κομμάτια της εργατικής τάξης που εκφράζονται πολιτικά μέσα από τα μεγάλα αστικά κομμάτια. Τέλος, οφείλουμε να δώσουμε, σαν επαναστατική αριστερά, μια πολιτική προοπτική, ενώ στον ορίζοντα δεν διαφαίνεται η προοπτική της επαναστατικής ανατροπής. Χρειαζόμαστε ένα μεταβατικό πολιτικό πρόγραμμα και σ’ αυτήν την ανάγκη έρχεται να απαντήσει η πρόταση που καταθέτει η ΚΟΕ για το αντιφιλελεύθερο μέτωπο.

 

Όμως, δεν υπάρχει πλέον η δυνατότητα αναβίωσης του σοσιαλδημοκρατικού κοινωνικού συμβολαίου ή του εθνικού κράτους πρόνοιας. Ενδεχόμενα συνεχείς κινητοποιήσεις σ’ όλη την Ευρώπη θα ανάγκαζαν τις ηγεμονικές ελίτ να τροποποιήσουν τις αναδιαρθρώσεις σε μια φιλολαϊκότερη κατεύθυνση. Ίσως, συζητούσαν την εφαρμογή ενός κεϋνσιανού μοντέλου ανάπτυξης και ενός προστατευόμενου στο επίπεδο της ΕΕ, όπως προτείνει εδώ και χρόνια η αριστερή σοσιαλδημοκρατία. Όμως, ο ρόλος της επαναστατικής αριστεράς, σε μια τέτοια περίπτωση, δεν θα ήταν αντινεοφιλελεύθερος, δηλαδή πολιτική κρυστάλλωση αυτών των διεργασιών, αλλά η εκτροπή των διεκδικητικών κινημάτων και η ριζοσπαστικοποίησή τους σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση. Γενικότερα, υφίσταται μια εγγενής δυσκολία να διατυπωθούν συγκροτημένα μεταβατικά προγράμματα σε συνθήκες που κυριαρχούν διεθνοποιημένες οικονομίες και υπερεθνικά πολιτικά κέντρα αποφάσεων και ενώ το βασικό πεδίο ταξικής πάλης περιορίζεται στα εθνικά σύνορα.

 

Έτσι, κι επίσης λαμβάνοντας υπ’ όψη τη πολυδιάσπαση της Αριστεράς, το μέτωπο αυτό στην πράξη δεν μπορεί να σταθεί παρά σε διάσπαρτη μορφή, σαν ένα δίκτυο, μια βεντάλια από ανοιχτές συνελεύσεις, κέντρα πρωτοβουλιών. Χρειαζόμαστε μια τέτοια πρόταση σαν μια συζήτηση, σαν ένα αίτημα που δεν βιάζεται να ολοκληρωθεί ή να καταλήξει ώστε να διεισδύει, να απλώνεται, να δίνει στίγμα σε όλο το εύρος του κοινωνικού κινήματος.

 

3. Γιατί όχι; Στην τηλεοπτική δημοκρατία μας, τίποτα δεν αποκλείεται. Η ψήφος διαμαρτυρίας ενός βαριεστημένου και κυνικά αποστασιοποιημένου κοινού είναι απρόβλεπτη. Αν και βέβαια η Αριστερά – με μόνη εξαίρεση τους αναρχικούς – δεν έχει σπιρτάδα μπροστά στις κάμερες, τα χάνει, στέκεται αμήχανη, δεν έχει πλάκα, σκέρτσο, δεν ξέρει να προκαλεί, δεν διασκεδάζει.

 

 

 

Κάτια Γέρου, Ηθοποιός

 

Αναγκαία, επείγουσα, επιβεβλημένη η ενωτική δράση

 

1. Αν αναλογιστεί κανείς την οικολογική καταστροφή του πλανήτη (που οι συνέπειές της γίνονται, ήδη, ορατές), την αύξηση της ψαλίδας πλούτου και φτώχειας, τους πολέμους, την πείνα που μαστίζει το 1/3 των κατοίκων του πλανήτη (δεν το χωράει το μυαλό μας, αλλά είναι έτσι), τα δικαιώματα των εργαζομένων που καταπατούνται, τα μέτωπα του ασφαλιστικού, της παιδείας, της ανεργίας, την έλλειψη μεταναστευτικής πολιτικής και τόσα άλλα, τότε η ενωτική δράση της Αριστεράς είναι αναγκαία, επείγουσα και επιβεβλημένη.

 

Άλλη λύση δεν υπάρχει. Βεβαίως, οι επί μέρους δυνάμεις κάνουν ό,τι μπορούν και δίνουν τον αγώνα τους, αλλά τι μπορεί να κάνει κανείς μπροστά σ’ αυτό το χάος; Δεν είναι παράλογο, απ’ τη μια να συσπειρώνονται οι πολυεθνικές και από την άλλη οι δυνάμεις της Αριστεράς να υπογραμμίζουν τις διαφορές μεταξύ τους, με τέτοια ένταση πολλές φορές, σαν να είναι το μόνο που τις καθορίζει;

 

2. Η πρόταση που διατυπώθηκε από την ΚΟΕ είναι πολύτιμη και καίρια. Κρατώ τις φράσεις: «μικροί και μεγάλοι αγώνες» και «λαϊκή κοινωνική αντιπολίτευση». Όλοι επιθυμούμε την ύπαρξη του ενεργού πολίτη και για τον εαυτό μας και για τους άλλους, ξέρουμε όμως πόσο δύσκολο είναι ο ενεργός πολίτης να «ενεργοποιηθεί» και να παραμείνει έτσι. Μια προσπάθεια ένωσης των δυνάμεων της Αριστεράς θα συντελούσε προς αυτήν την κατεύθυνση.

 

3. Είναι πολύ πιθανόν μια κοινή εκλογική παρέμβαση να «κάνει την έκπληξη» στις εκλογές. Σίγουρα θα μειώνονταν τα λευκά ψηφοδέλτια, αν μη τι άλλο. Και θα είναι, οπωσδήποτε, μια υποθήκη για το μέλλον. Συγχωρείστε μου την απλοϊκότητα του επιχειρήματος που θα προβάλλω, αλλά αυτή η έγνοια για το μέλλον νομίζω ότι κάνει όλη τη διαφορά.

 

Συμμαχώντας και συμπλέοντας, εστιάζοντας σ’ αυτά που μας ενώνουν, πορευόμαστε προς την κατεύθυνση του «ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός», ένα από τα πιο καίρια συνθήματα της εποχής μας.