Γόμορρα ή τα Σόδομα του μαφιοποιημένου καπιταλισμού, του Χρήστου Γιοβανόπουλου

Μια παράδοξη συνάντηση πραγματικότητας και τέχνης

Αυτές τις μέρες προβάλλεται στην Ελλάδα η κινηματογραφική μεταφορά του πολυσυζητημένου βιβλίου του Ρομπέρτο Σαβιάνο Γόμορρα (ο τίτλος στα ιταλικά είναι λογοπαίγνιο με τη λέξη Καμόρα), ταινία του Ματέο Γκαρόνε που απέσπασε το φετινό βραβείο της κριτικής επιτροπής στις Κάννες και αποτελεί την ιταλική υποψηφιότητα για το Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας του 2009. Το βιβλίο αποτελεί καρπό μακρόχρονης έρευνας για τη ναπολιτάνικη μαφία, την Καμόρα, και είχε ήδη θέσει τον συγγραφέα στο στόχαστρο των μαφιόζων (ο Σαβιάνο κυκλοφορεί με αστυνομική συνοδεία από τον Οκτώβρη του 2006). Μετά και την επιτυχία της ταινίας, η Καμόρα εξέδωσε διαταγή δολοφονίας του συγγραφέα.

Ο εικοσιεννιάχρονος σήμερα Σαβιάνο μεγάλωσε στη γειτονιά της Νάπολης Κάζα ντι Πρίντσιπε, βάση της οικογένειας Καζαλέτσι, που μπροστά της το Κορλεόνε, έδρα της σικελικής μαφίας, "είναι σαν τη Ντίσνεϊλαντ" όπως δηλώνει ο ίδιος. Γνώρισε έτσι από πρώτο χέρι τη δραστηριότητα της ναπολιτάνικης μαφίας που συχνά ταυτίζεται με την οικονομική και κοινωνική καθημερινότητα. Όταν ο γιατρός πατέρας του έκανε το λάθος να περιθάλψει, κόντρα στους άγραφους νόμους, ένα θύμα των μαφιόζων, εκείνοι τον ξυλοκόπησαν. Ο ίδιος ο Σαβιάνο είδε το πρώτο του πτώμα στα δεκατρία του.

Το βιβλίο του έγινε γρήγορα διεθνές μπεστ σέλερ (έχει μεταφραστεί σε 33 γλώσσες). Η κινηματογραφική του μεταφορά είναι μια νεο-νεορεαλιστική ταινία, με το θέμα της να παραπέμπει και στις ταινίες του Φραντσέσκο Ρόσι για το ιταλικό παρακράτος, αποφεύγοντας όμως τη γραμμική αφήγηση και τον κλασικό ρεαλισμό του. Η αισθητική της, με επιρροές και από τον μετα-νεορεαλισμό του Κασσαβέτη και του Δόγματος 95, αποσκοπεί κυρίως να αποδώσει το ημίφως της πίσω αυλής της Ιταλίας: εκεί όπου παραδοσιακές μορφές κοινωνικής οργάνωσης εκμοντερνίστηκαν με το δικό τους τρόπο, συγκροτώντας τον κοινωνικό-οικονομικό ιστό για τους παρακατιανούς του "κοινωνικού κράτους" και του ανεπτυγμένου ιταλικού Βορρά. Η Καμόρα δεν είναι οι γνωστοί μας από το Χόλιγουντ γκάνγκστερ, αλλά καθημερινοί άνθρωποι που δουλεύουν για ένα κομμάτι ψωμί στο πιο εκβιαστικό μοντέλο καπιταλιστικής οικονομίας, χωρίς δικαιώματα, παρά μόνο με την υποχρέωση της ομερτά, του κώδικα σιωπής και κατά συνέπεια απόλυτης υποταγής στο Νονό-Αφεντικό.

Κλειστοφοβία

Η οικονομική, κοινωνική και ψυχολογική αυτή αποξένωση καλλιεργείται από ένα περιβάλλον γενικευμένης ανασφάλειας και φόβου, που αποτελεί τη συνθήκη επικράτησης της Καμόρα: είναι ακριβώς το περιβάλλον που αποδίδει η ταινία. Το μοντέρνο τερατούργημα του συμπλέγματος εργατικών κατοικιών όπου εκτυλίσσεται η δράση εξυπηρετεί ένα διπλό ρόλο: απεικονίζει γλαφυρά τη μεταχείριση που το κράτος επιφύλαξε στην εργατική τάξη, με τον ορθολογισμό της απόλυτης συμμετρίας του κτιρίου να είναι το προκάλυμμα του παραλογισμού της κατάρρευσης των κοινωνικών σχέσεων που η μεταχείριση αυτή επέφερε. Η υποκατάστασή τους από τα δίκτυα σχέσεων της μαφίας μετατρέπει τη λειτουργική λιτότητα του αρχιτεκτονικού χώρου σε κοινωνικό λαβύρινθο. Το αίσθημα κλειστοφοβίας ενισχύεται από τα συνεχή κοντινά πλάνα, την κάμερα στο χέρι, την αποσπασματική, μη γραμμική αφήγηση, που εσκεμμένα εντείνουν τη "σύγχυση" του θεατή και, σε συνδυασμό με την απουσία ενός πρωταγωνιστή-κέντρου της αφήγησης, συντελούν πέρα από την απλή περιγραφή της κατάστασης στη μεταφορά της αίσθησης του να ζεις μέσα σε αυτήν – μη επιτρέποντας, ταυτόχρονα, την προσωποποίηση των αιτίων του κακού.

Εξάλλου η ταινία αποφεύγει και ένα κυρίαρχο χαρακτηριστικό ρεαλιστικών ταινιών "ευαισθητοποίησης": δεν θυματοποιεί, δεν λυπάται, δεν δοξάζει τους "ήρωές" της. Κι εδώ συνίσταται ο ρεαλισμός της: δεν αφαιρεί από τους δράστες της το στοιχείο της βούλησης, παρά το ασφυκτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ενεργούν. Κάθε ιστορία είναι μία ιστορία αντίστασης καθημερινών ανθρώπων, "κομματιών του συστήματος", κόντρα στο σύστημα που ταυτόχρονα τους εξασφαλίζει και τους καταδικάζει. (Όποιες ομοιότητες με τον καπιταλισμό είναι τυχαίες.) Η επιλογή οι ρόλοι να ερμηνευτούν από πραγματικούς κατοίκους της περιοχής όπου διαδραματίζεται ίσως να συνετέλεσε, μαζί με την εμπλοκή του Σαβιάνο στο σενάριο, σε αυτό το αποτέλεσμα.

Συμβόλαιο δολοφονίας

Στα μέσα Σεπτέμβρη, η εν ψυχρώ δολοφονία έξι Αφρικανών μεταναστών κι ενός Ιταλού οδηγεί την ιταλική κυβέρνηση να δηλώσει πως "η Καμόρα έχει κηρύξει πόλεμο κατά του κράτους" και να στείλει στρατό για την αντιμετώπισή της. Αρχές Οκτώβρη ένα μεταμελημένο μέλος της Καμόρα αποκαλύπτει ότι οι Καζαλέτσι σχεδιάζουν να δολοφονήσουν τον Σαβιάνο μέχρι τα Χριστούγεννα – ενώ ανάμεσα στους συλληφθέντες ως μέλη της μαφίας βρίσκονται και τρεις από τους ηθοποιούς της ταινίας. Εδώ ο διαχωρισμός πραγματικότητας και τέχνης καταρρέει. Το βιβλίο και η ταινία έχουν καταφέρει να στρέψουν άπαντες εναντίον της Καμόρα (κάτι που δεν είχε πετύχει το κράτος), προκαλώντας την οργή της. Η έκδοση του "συμβολαίου θανάτου" οδήγησε τον Σαβιάνο στην απόφαση να εγκαταλείψει τη χώρα, ενώ έξι νομπελίστες (Φο, Μονταλτσίνι, Τούτου, Παμούκ, Γκρας, Γκορμπατσόφ) απηύθυναν έκκληση προς την ιταλική κυβέρνηση "να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να τον προστατεύσει και να νικήσει την Καμόρα", δηλώνοντας πως "η υπόθεση Σαβιάνο δεν είναι μόνο θέμα της αστυνομίας. Είναι ένα πρόβλημα της δημοκρατίας". Μάλλον πολύ περισσότερο από πρόβλημα δημοκρατίας, αν αναλογιστούμε την εμπλοκή της μαφίας στο θέμα των σκουπιδιών στη Νάπολη, και το ότι το λιμάνι της είναι η κύρια είσοδος νόμιμων και παράνομων κινεζικών προϊόντων, αλλά και πεδίο δράσης δουλεμπόρων. Η ταινία θίγει κυρίως την ιταλική πλευρά της δράσης της μαφίας, σε αντιδιαστολή με το βιβλίο, που παρουσιάζει τη δράση αυτή σαν μεταφορά της λειτουργίας του έκρυθμου παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Μία ταινία όμως δεν μπορεί να τα πει όλα.

*Το βιβλίο Γόμορρα του Ρομπέρτο Σαβιάνο κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πατάκη. Η ομώνυμη ταινία του Ματέο Γκαρόνε προβάλλεται από τις 30/10.

Χρήστος Γιοβανόπουλος