Αλλάζει η οικονομική πολιτική; του Σπύρου Παναγιώτου

Κάποτε τα θαύματα κρατούσαν τρεις μέρες. Τώρα δεν υπάρχουν καθόλου.

Δεν έχει περάσει ούτε μήνας από την ψήφιση του προϋπολογισμού του 2009. Τότε η κυβερνητική πλειοψηφία αποφάσισε ότι ο ρυθμός ανάπτυξης της χώρας θα φθάσει το 2,7%. Για να γίνει πιστευτός ο παραλογισμός, οι οικονομικοί ιθύνοντες "επεξεργάστηκαν" και δεύτερο σενάριο, λιγότερο αισιόδοξο, με ρυθμό αύξησης 1,5%.

Τώρα ο μύθος καταρρέει. Η πρόβλεψη της Κομισιόν κάνει λόγο για αύξηση του ΑΕΠ κατά 0,2%. Είχε προηγηθεί η υποτίμηση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας από διεθνείς οίκους και η εκτόξευση του κόστους δανεισμού σε ποσοστά σχεδόν τριπλάσια από εκείνα που δανείζεται η Γερμανία. Και όλα αυτά συντελούνται τη στιγμή που τα δημόσια έσοδα καταρρέουν υπό το βάρος της οικονομικής κρίσης, ενώ η χώρα θα αναγκαστεί να αναζητήσει περισσότερα από 50 δισ. ευρώ για την κάλυψη των αναγκών του δημόσιου χρέους (βλ. σελ. 5).

Τίποτε απ’ αυτά, απ’ όσα προηγήθηκαν και όσα έπονται, δεν είναι άγνωστα στην κυβέρνηση και στο οικονομικό επιτελείο της. Φροντίζουν, άλλωστε, να το υπενθυμίζουν τακτικά ο επίτροπος Χ. Αλμούνια, οι διεθνείς οικονομικοί οίκοι, οι τράπεζες και οι πιστωτές της. Η υποτιθέμενη χαλάρωση της "δημοσιονομικής πολιτικής" στις χώρες της ΕΕ ισχύει για όλους εκτός από την Ελλάδα. Το τεράστιο μέγεθος του δημόσιου χρέους γίνεται πρόσχημα για τη σκλήρυνση και την επιτάχυνση όλων των μέτρων που το τροφοδότησαν την προηγούμενη περίοδο και, παράλληλα, εφαλτήριο για νέα επίθεση κερδοσκοπίας από τραπεζικούς ομίλους, χρηματιστηριακά funds και άλλα ευαγή ιδρύματα. Η κυβέρνηση γνωρίζει ότι η οικονομία της χώρας ουσιαστικά βρίσκεται υπό επιτήρηση για δεύτερη φορά μέσα σε πέντε χρόνια. Και επιτήρηση σημαίνει νέο πρόγραμμα λιτότητας σε μισθούς και συντάξεις, αύξηση των φορολογικών βαρών στους συνήθεις υπόπτους, συρρίκνωση των κοινωνικών δαπανών, επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων. Αυτή είναι η πολιτική της επιλογή, αυτό επιβάλλει το διευθυντήριο των Βρυξελλών.

Και ενώ η οικονομική κρίση στη χώρα προβάλλει απειλητικά και τα αδιέξοδα είναι παραπάνω από ορατά σε όλους, κυβερνητικά παπαγαλάκια και "έγκριτοι" αναλυτές εμφανίζουν μια υποτιθέμενη στροφή στην οικονομική πολιτική. Αφορμή έδωσαν οι δηλώσεις του νέου υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών Γ. Παπαθανασίου, υπό την καθοδήγηση του Γ. Σουφλιά, για "προτεραιότητα στη στήριξη των χαμηλών εισοδημάτων". Ακολούθησαν οι διαβεβαιώσεις της Φ. Πετραλιά για καταβολή διπλού δώρου στους ανέργους και οι εξαγγελίες για προκήρυξη χιλιάδων θέσεων προσωρινής εργασίας στο δημόσιο.

Πρόκειται για μια νέα μεγάλη απάτη με διπλό στόχο. Κατ’ αρχάς, η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη, έστω με σημαντική καθυστέρηση, να πάρει κάποια μέτρα τόνωσης της αγοράς σαν αυτά που παίρνονται από τον περασμένο Σεπτέμβρη σ’ ολόκληρη την Ευρώπη. Καθώς το δώρο προς τις τράπεζες, ύψους 28 δισ. ευρώ, σε μετρητά και εγγυήσεις, δεν έχει αρχίσει ακόμα να εκταμιεύεται, είναι αναγκαίο να τροφοδοτηθεί άμεσα η αγορά με ρευστό. Το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων και η ενεργοποίηση του Τέταρτου Ευρωπαϊκού Χρηματοδοτικού Πρωτοκόλλου αποτελεί έτσι ένα πρόσθετο εργαλείο. Αρκεί, βέβαια, να βρεθούν οι πόροι. Αυτοί θα αναζητηθούν υποχρεωτικά στο δανεισμό, που με τη σειρά του θα φορτωθεί σαν υποθήκη στις μελλοντικές γενιές εργαζομένων.

Το βέβαιο είναι ότι οι "φιλολαϊκές" διακηρύξεις δεν στοιχίζουν καθόλου. Αντίθετα υπηρετούν το δεύτερο στόχο, που είναι και ο κυριότερος. Την απόπειρα, δηλαδή, να αλλάξει το κλίμα στους πολίτες, να δοθεί η εντύπωση μιας προσπάθειας αντιμετώπισης της κρίσης και η επίφαση μιας νέας αρχής στη διακυβέρνηση του τόπου.

Τα νέα μέτρα της κυβέρνησης αποτελούν εξόφθαλμη απόπειρα εξαπάτησης των εργαζομένων. Έχουν άρωμα προεκλογικό, επιχειρούν να "χαϊδέψουν τ’ αυτιά" εκείνων που βρίσκονται αντιμέτωποι με την ανεργία, την ακρίβεια, τη φτώχεια.

Σπύρος Παναγιώτου